Η ΚΕΡΑΣΙά
Όσο πιό μεγάλο το σπίτι, τόσο πιό ογκώδης η μοναξιά.
Έφυγαν όλοι, ένας ένας.
Πρώτος ο σύζυγος. Ο ένας και μοναδικός άντρας της ζωής της. Ατύχημα, δυστύχημα, ή ασθένεια; Μπορεί και να ήταν ένα οξύ έμφραγμα, μπορεί κι ένα τροχαίο, ποιός να ξέρει. Μπορεί και να τής τον πήρε κάποια άλλη, πιό νέα, πιό ελκυστική. Μπορεί τελικά και να μην είχε ποτέ της παντρευτεί. Τί σημασία; Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Μετά τα παιδιά. Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Αν υπήρξαν, οι δρόμοι της ζωής τους τα πήραν μακριά, ένα ένα. Έρχονταν κάπου κάπου; Δεν έρχονταν ποτέ; Τί σημασία; Το αποτέλεσμα είναι, και πάλι, το ίδιο.
Μετά οι συγγενείς κι οι φίλοι. Οι γονείς. Τ' αδέρφια. Οι φίλες. Ζούσαν ως τότε; Ως πότε; Πόσα χάπια έπαιρνε ο καθένας τους την ημέρα; Ξεχνούσαν; Περπατούσαν με όλο και περισσότερη δυσκολία; Κατουριόταν πάνω τους; Τη φώναζαν λίγο πριν το τέλος "μητέρα"; Ποιός θυμάται; Ποιός θέλει να θυμάται; Τί σημασία;
Λίγο πριν το τέλος, τής είχε απομείνει μόνο το τεράστιο σπίτι, και μια ογκωδέστατη μοναξιά. Κι ένας Χριστός πάνω από το προσκεφάλι της, πάνω από το μεγάλο σιδερένιο κρεββάτι, ένας πολύ γλυκός και θλιμμένος Αμερικάνος Χριστός, καστανός και μακρυμάλλης - κάποιες θεούσες καρακάξες φίλες της τής είχαν κάνει κάποτε παρατήρηση ότι δεν ήταν αρκούντως Ορθοδοξοπρεπής. Όμως κι αυτός ακόμα ο Χριστός, ο Χριστός της, δεν την κοίταξε ποτέ, ούτε καν όταν εκείνη απέμεινε πεντάρφανη από ανθρώπους- Εκείνος κοίταζε πάντα αλλού, κάποιον αόρατο κι απόμακρο Ουράνιο Πατέρα. Ακόμα κι Εκείνος την άφηνε μόνη.
Μόνη, με την κερασιά.
Είχε φυτρώσει μόνη της στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, πιθανόν από κάποιο κουκούτσι που πέταξε ένα παιδί, ίσως και κάποιο από τα δικά της τα παιδιά. Το ταπεινό φυτάδι επιβίωσε, από καθαρό πείσμα, όπως όλα τα άγρια πλάσματα του κόσμου, και μεγάλωσε γρήγορα, κι έγινε ένα θεόρατο καταπράσινο δέντρο, που στα φυλλώματά του οργίαζαν τα πουλιά. Την άνοιξη τα ευωδιαστά λουλούδια του ήταν μια μεταφυσική χαρά ψυχής, το καλοκαίρι τα σαρκώδη κεράσια του ήταν γιορτή για χιλιάδες πετούμενα, το φθινόπωρο έπαιρνε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και του κίτρινου, πριν ρίξει τα φύλλα του. Ακόμα και το χειμώνα ήταν χρήσιμο, καθώς προφύλασσε τους ενοίκους της τσιμεντένιας μυρμηγκοφωλιάς από τη φασαρία κι από τα αδιακριτα βλέμματα των απέναντι. Ειδικά όμως τους ζεστούς μήνες, τα πυκνά του φυλλώματα ήταν σκιά και δροσιά για το ανθρώπινο σώμα, ομορφιά και γαλήνη για την ανθρώπινη ψυχή.
Μα οι γείτονες το μισούσαν το δέντρο. Οι αποκάτω το μισούσαν γιατί τους έκοβε λέει το φως. Οι από αριστερά το μισούσαν γιατί έφερνε λέει κουνούπια. Οι από δεξιά το μισούσαν γιατί τους έκοβε λέει τη θέα. Ο διαχειριστής, ο κακεντρεχής γέρος του πέμπτου, το μισούσε χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, το μισούσε όμως τόσο πολύ που μια μέρα πήρε ένα ηλεκτρικό πριόνι κι έβαλε μπρος να το κόψει. Μόλις που τα κατάφερε η γριούλα να τον σταματήσει, μεταμορφωμένη σε μέγαιρα. Όλοι ξαφνιάστηκαν που αυτός ο ήσυχος και αθόρυβος άνθρωπος έδειξε τόσο σθένος, τόση μαχητικότητα, και τόση αποφασιστικότητα. Το δέντρο τη γλύτωσε, έστω και κουτσουρεμένο κατά μερικά κλαδιά.
Εκείνη την άνοιξη το μεγάλο πιά δέντρο ήταν στο αποκορύφωμα της δένδρινης δόξας του, γεμάτο ζωηρά πράσινα φύλλα και λευκά ανθάκια με ρόζ στήμονες, γεμάτο ομορφιά, γεμάτο άρωμα, γεμάτο πουλιά, γεμάτο ζωή. Λίγη από τη ζωή του δέντρου έκλεβε κάθε μέρα κι η γριούλα μας. Κάθε πρωί άνοιγε τα παλιά ξύλινα πατζούρια και το καλημέριζε, κι ύστερα καθόταν εκεί με τις ώρες και το θαύμαζε, παρατηρώντας τις καθημερινές ανεπαίσθητες μεταβολές, ποιά μπουμπούκια άνοιξαν, πόσο μεγάλωσαν τα φύλλα. Ξεχνούσε για λίγο τη μοναξιά της, θαυμάζοντας την κερασιά της- έτσι την έλεγαν όλοι μετά το επεισόδιο με τον διαχειριστή, "η κερασιά της γριάς".
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ ο Άνεμος φυσούσε διαολεμένα, κι έβρεχε ασταμάτητα. Ήταν μια από εκείνες τις Παλιές δυνατές Βροχές, που τώρα πιά δεν λέγονταν καν βροχές, αλλά "έκτακτα καιρικά φαινόμενα".
Το μεγάλο και ρωμαλέο δέντρο έγειρε στο πλάι. Οι επιπόλαιες ρίζες του, αγκιστρωμένες στο λίγο χώμα του ακάλυπτου, το λασπωμένο από την πλημμύρα των νερών της βροχής, δεν μπόρεσαν να το στηρίξουν στην θεομηνία.
Η γριούλα ξύπνησε από κάποιους περιέργους θορύβους στην αυλή, και βγήκε ανήσυχη στο μπαλκόνι. Στην αρχή δεν είδε κάτι περίεργο, το δέντρο έμοιαζε απαράλλαχτο. Κοιτάζοντας όμως πιό προσεκτικά είδε πως ο μεγάλος κι ευθυτενής κορμός ήταν γερμένος στο πλάι, και το δέντρο στηρίζονταν επιπόλαια σε κάποια χοντρά κλαδιά, έτοιμο να πέσει τελείως, από στιγμή σε στιγμή. Οι περίεργοι θόρυβοι προέρχονταν από το συνεργείο του Δήμου που είχε καταφθάσει για να το κόψει.
Σε λίγες ώρες ο κορμός κείτονταν στο έδαφος, κομμένος σε κομμάτια, και τα κλαδιά ήταν σωριασμένα σε στοίβες γύρω γύρω.
Το σπίτι οι κληρονόμοι το έδωσαν σε μεσίτη. Δεν πουλήθηκε ακόμα, κι έτσι ο χίπης Χριστός εξακολουθεί να κρέμεται πάνω από το μεταλλικό κρεβάτι. Ο κορμός του δέντρου, κομμένος σε πολλά κομμάτια, σαπίζει ακόμα στον ακάλυπτο.
Χωρίς πουλιά, χωρίς φύλλα, χωρίς άνθη, χωρίς κεράσια. Χωρίς δροσιά, χωρίς σκιά, χωρίς θρόισμα.
Χωρίς μοναξιά.
Έφυγαν όλοι, ένας ένας.
Πρώτος ο σύζυγος. Ο ένας και μοναδικός άντρας της ζωής της. Ατύχημα, δυστύχημα, ή ασθένεια; Μπορεί και να ήταν ένα οξύ έμφραγμα, μπορεί κι ένα τροχαίο, ποιός να ξέρει. Μπορεί και να τής τον πήρε κάποια άλλη, πιό νέα, πιό ελκυστική. Μπορεί τελικά και να μην είχε ποτέ της παντρευτεί. Τί σημασία; Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Μετά τα παιδιά. Υπήρξαν; Δεν υπήρξαν; Αν υπήρξαν, οι δρόμοι της ζωής τους τα πήραν μακριά, ένα ένα. Έρχονταν κάπου κάπου; Δεν έρχονταν ποτέ; Τί σημασία; Το αποτέλεσμα είναι, και πάλι, το ίδιο.
Μετά οι συγγενείς κι οι φίλοι. Οι γονείς. Τ' αδέρφια. Οι φίλες. Ζούσαν ως τότε; Ως πότε; Πόσα χάπια έπαιρνε ο καθένας τους την ημέρα; Ξεχνούσαν; Περπατούσαν με όλο και περισσότερη δυσκολία; Κατουριόταν πάνω τους; Τη φώναζαν λίγο πριν το τέλος "μητέρα"; Ποιός θυμάται; Ποιός θέλει να θυμάται; Τί σημασία;
Λίγο πριν το τέλος, τής είχε απομείνει μόνο το τεράστιο σπίτι, και μια ογκωδέστατη μοναξιά. Κι ένας Χριστός πάνω από το προσκεφάλι της, πάνω από το μεγάλο σιδερένιο κρεββάτι, ένας πολύ γλυκός και θλιμμένος Αμερικάνος Χριστός, καστανός και μακρυμάλλης - κάποιες θεούσες καρακάξες φίλες της τής είχαν κάνει κάποτε παρατήρηση ότι δεν ήταν αρκούντως Ορθοδοξοπρεπής. Όμως κι αυτός ακόμα ο Χριστός, ο Χριστός της, δεν την κοίταξε ποτέ, ούτε καν όταν εκείνη απέμεινε πεντάρφανη από ανθρώπους- Εκείνος κοίταζε πάντα αλλού, κάποιον αόρατο κι απόμακρο Ουράνιο Πατέρα. Ακόμα κι Εκείνος την άφηνε μόνη.
Μόνη, με την κερασιά.
Είχε φυτρώσει μόνη της στον ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, πιθανόν από κάποιο κουκούτσι που πέταξε ένα παιδί, ίσως και κάποιο από τα δικά της τα παιδιά. Το ταπεινό φυτάδι επιβίωσε, από καθαρό πείσμα, όπως όλα τα άγρια πλάσματα του κόσμου, και μεγάλωσε γρήγορα, κι έγινε ένα θεόρατο καταπράσινο δέντρο, που στα φυλλώματά του οργίαζαν τα πουλιά. Την άνοιξη τα ευωδιαστά λουλούδια του ήταν μια μεταφυσική χαρά ψυχής, το καλοκαίρι τα σαρκώδη κεράσια του ήταν γιορτή για χιλιάδες πετούμενα, το φθινόπωρο έπαιρνε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και του κίτρινου, πριν ρίξει τα φύλλα του. Ακόμα και το χειμώνα ήταν χρήσιμο, καθώς προφύλασσε τους ενοίκους της τσιμεντένιας μυρμηγκοφωλιάς από τη φασαρία κι από τα αδιακριτα βλέμματα των απέναντι. Ειδικά όμως τους ζεστούς μήνες, τα πυκνά του φυλλώματα ήταν σκιά και δροσιά για το ανθρώπινο σώμα, ομορφιά και γαλήνη για την ανθρώπινη ψυχή.
Μα οι γείτονες το μισούσαν το δέντρο. Οι αποκάτω το μισούσαν γιατί τους έκοβε λέει το φως. Οι από αριστερά το μισούσαν γιατί έφερνε λέει κουνούπια. Οι από δεξιά το μισούσαν γιατί τους έκοβε λέει τη θέα. Ο διαχειριστής, ο κακεντρεχής γέρος του πέμπτου, το μισούσε χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο, το μισούσε όμως τόσο πολύ που μια μέρα πήρε ένα ηλεκτρικό πριόνι κι έβαλε μπρος να το κόψει. Μόλις που τα κατάφερε η γριούλα να τον σταματήσει, μεταμορφωμένη σε μέγαιρα. Όλοι ξαφνιάστηκαν που αυτός ο ήσυχος και αθόρυβος άνθρωπος έδειξε τόσο σθένος, τόση μαχητικότητα, και τόση αποφασιστικότητα. Το δέντρο τη γλύτωσε, έστω και κουτσουρεμένο κατά μερικά κλαδιά.
Εκείνη την άνοιξη το μεγάλο πιά δέντρο ήταν στο αποκορύφωμα της δένδρινης δόξας του, γεμάτο ζωηρά πράσινα φύλλα και λευκά ανθάκια με ρόζ στήμονες, γεμάτο ομορφιά, γεμάτο άρωμα, γεμάτο πουλιά, γεμάτο ζωή. Λίγη από τη ζωή του δέντρου έκλεβε κάθε μέρα κι η γριούλα μας. Κάθε πρωί άνοιγε τα παλιά ξύλινα πατζούρια και το καλημέριζε, κι ύστερα καθόταν εκεί με τις ώρες και το θαύμαζε, παρατηρώντας τις καθημερινές ανεπαίσθητες μεταβολές, ποιά μπουμπούκια άνοιξαν, πόσο μεγάλωσαν τα φύλλα. Ξεχνούσε για λίγο τη μοναξιά της, θαυμάζοντας την κερασιά της- έτσι την έλεγαν όλοι μετά το επεισόδιο με τον διαχειριστή, "η κερασιά της γριάς".
Ένα ανοιξιάτικο βράδυ ο Άνεμος φυσούσε διαολεμένα, κι έβρεχε ασταμάτητα. Ήταν μια από εκείνες τις Παλιές δυνατές Βροχές, που τώρα πιά δεν λέγονταν καν βροχές, αλλά "έκτακτα καιρικά φαινόμενα".
Το μεγάλο και ρωμαλέο δέντρο έγειρε στο πλάι. Οι επιπόλαιες ρίζες του, αγκιστρωμένες στο λίγο χώμα του ακάλυπτου, το λασπωμένο από την πλημμύρα των νερών της βροχής, δεν μπόρεσαν να το στηρίξουν στην θεομηνία.
Η γριούλα ξύπνησε από κάποιους περιέργους θορύβους στην αυλή, και βγήκε ανήσυχη στο μπαλκόνι. Στην αρχή δεν είδε κάτι περίεργο, το δέντρο έμοιαζε απαράλλαχτο. Κοιτάζοντας όμως πιό προσεκτικά είδε πως ο μεγάλος κι ευθυτενής κορμός ήταν γερμένος στο πλάι, και το δέντρο στηρίζονταν επιπόλαια σε κάποια χοντρά κλαδιά, έτοιμο να πέσει τελείως, από στιγμή σε στιγμή. Οι περίεργοι θόρυβοι προέρχονταν από το συνεργείο του Δήμου που είχε καταφθάσει για να το κόψει.
Σε λίγες ώρες ο κορμός κείτονταν στο έδαφος, κομμένος σε κομμάτια, και τα κλαδιά ήταν σωριασμένα σε στοίβες γύρω γύρω.
Το σπίτι οι κληρονόμοι το έδωσαν σε μεσίτη. Δεν πουλήθηκε ακόμα, κι έτσι ο χίπης Χριστός εξακολουθεί να κρέμεται πάνω από το μεταλλικό κρεβάτι. Ο κορμός του δέντρου, κομμένος σε πολλά κομμάτια, σαπίζει ακόμα στον ακάλυπτο.
Χωρίς πουλιά, χωρίς φύλλα, χωρίς άνθη, χωρίς κεράσια. Χωρίς δροσιά, χωρίς σκιά, χωρίς θρόισμα.
Χωρίς μοναξιά.
11 σχόλια:
ωχ και συ... βαλτός εισαι..
πολύ όμορφο.
Αναρωτιέμαι όμως (γιατί πιστεύω πως τπτ δεν έρχεται τυχαία, τα περισσότερα τα φέρνουμε εμείς σε έμας..) πώς γίνεται να "δουλεύεις" μια ζωή για να έλξεις αυτό που φοβάσαι περισσότερο.
Αν και δεν την ήξερα την γριούλα και ίσως θα ταν καλά να την αφήσω ήσυχη.
καλησπέρα.
πολύ ωραίο !
Οι τρεις πρώτες παράγραφοι Εμπνευσμένα ρυθμικές και πλήρεις!
πέρασα και χάρηκα
καλησπέρα
Χωρίς μοναξιά; Με προβλημάτισε η τελευταία σου φράση...
Προφανώς, αυτή είναι η μοναξιά του αναγνώστη:))
Την καλησπέρα μου!
"Αλλού το μάγουλο κι αλλού το μαξιλάρι
στόμα μισάνοιχτο, υγρό.
Γυρνάει στον ύπνο της
πετάει το σεντόνι
κι ανεβάζει το φεγγάρι
στου κοιμισμένου της κορμιού τον θησαυρό.
Δεν έχω ύπνο ενώ γλυκό το αηδόνι
την ομορφιά της νιώθει και πονάει
ποια να ‘ναι η δίψα που μας σιγολειώνει
και διψασμένους κι άυπνους μας κρατάει;
Αηδόνι πες μου απ’ του δικού σου μπλουζ τα ύψη
πριν διαλυθείς εκεί στον φθόγγο τον οξύ
ποιες κερασιές του ουρανού
των δυο χειλιών της η πορφύρα
μου ‘χει κρύψει
σαν των γλουτών της το άσπρο μήλο πού αλλού;
Γυρνώ στο πλάι δειλά δήθεν στον ύπνο
το φως του αυχένα της να οσμιστώ
καβάλα η δυο στου Κένταυρου την ράχη εκεί·
νύχτα, νύχτα μαγική.
Αδωνάι-!
Το μικρό - μικρό βαπόρι
ξεκινάει
προς στην διεσταλμένη σου κόρη.
Αδωνάι!
Σκότωσέ με με τα μαλλιά σου.
Αδωνάι!
Λιώσε με με το στόμα σου
και πλέουνε πλάι.
Αδωνάι!
Μικρά γαλακτοφόρα ζώα
κι έρχονται σκόρπια κύματα
λέξεις σαν από τηλεβόα.
Λιώσε με με το στόμα σου
σκότωσέ με με τα μαλλιά σου
γόνατο ασημένιο αυγό
άγγελος το γονάτισμά σου.
Αδωνάι!
Με τα τα αισχρολογήματά σου.
Αδωνάι-!
Με τα γλυκοφιλήματά σου
σαν τα οργανάκια πλάι - πλάι
ενώ του Ορφέα το κεφάλι
μόνο του πλέει και τραγουδάει
βουβά στο διπλανό κανάλι.
Κάθιδρος με τα κύματα
δίχως αέρα ν’ ανασάνει
μες στα επιφωνήματα.
Έρχομαι-έρχομαι, φτάνει-φτάνει.
Με χτυπάει-με χτυπάει
μες στα φτεροκοπήματά της,
τότε καρφώνομαι με μιας
στο τελευταίο τίναγμά της.
Κι όλα γλιστρούν πια, δίχως κουπιά
με το αεράκι στο πανί τους
δεν ξεχωρίζω αηδόνι πια
μόν’ της καρδούλας σου τους χτύπους."
σε φιλώ,
σε πεθύμησα
πού είσαι?
Καλό.
Πόση μοναξιά μου χάρισες ελευθερία
telika grafeis poli kala
Ο γατος σκαρφαλωσε πανω στην κερασια μιας γιαγιας.Μια μερα ομως καποιος την εκοψε. Η κερασια γκρεμιστηκε .Ο γατος "τσακιστηκε". Κι εμεις μαζι του..
Α και κατι αλλο.Φαινεται να σου πανε τετοια κειμενα γατε.Χαρισε μας κι αλλα τετοια.Θα περιμενουμε.
Την καλησπερα μου.
ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ. Β.Β.
Στα ωραία κείμενα δε χρειάζονται πολλά σχόλια. Να'σαι καλά.
Δημοσίευση σχολίου