31 Δεκ 2013

ωΔή στη θάΛασσα



Εδώ στο νησί
η θάλασσα
και τί θάλασσα
όλη την ώρα 
λέει «ναι», λέει «όχι»,
λέει «όχι, όχι, όχι»
λέει «ναι», σε μπλε
σ’ αφρό, σε καλπασμό,
λέει «όχι, όχι».
Δε μπορεί να μείνει ήσυχη,
«με λένε θάλασσα», λέει και ξαναλέει,
χαστουκίζοντας ένα βράχο,
μα δεν τον πείθει, και τότε,
μ’ εφτά πράσινες γλώσσες,
κι εφτά πράσινες τίγρεις,
κι εφτά πράσινες θάλασσες,
τον τριγυρίζει, τον φιλά
τον καθυγραίνει
και, χτυπώντας τα στήθια της, λέει και ξαναλέει
τ’ όνομά της.

Ω θάλασσα, έτσι σε λένε.
Ω, σύντροφε ωκεανέ, 
μη χάνεις χρόνο και νερό,
και μην παραχτυπιέσαι,
αλλά, βοήθησέ μας.
Είμαστε μικρούτσικοι
ψαράδες,
άνθρωποι της ακτής,
κρυώνουμε, πεινάμε,
και σ’ έχουμε εχθρό.
Μη μας χτυπάς τόσο σκληρά,
και μην ουρλιάζεις έτσι,
άνοιξε τα πράσινά σου τα σεντούκια
και δώσε μας
σ’ όλους εμάς,
τ’ ασημένιο σου δώρο:
το ψάρι ημών το επιούσιο.



Pablo Neruda
μετάφραση Μίλτος Σαρηγιαννίδης (c)



28 Δεκ 2013

ξέρΕις



Ξέρεις, είχα πάψει καιρό ν' αναπνέω- άλλοι λένε δισεκατομμύρια χρόνια, άλλοι μια στιγμή- μα ναι, είχα πάψει πολύ καιρό ν' αναπνέω- πριν σ' Αγαπήσω 

Ξέρεις, θα πάψω και μετά, γι αυτό
βιάσου

<μ<




photos: Endless_Time / Sanctuary
by gerhardt.deviantart.com

25 Δεκ 2013

Αγάπη = ομορφιά = χαρά

"Γιατί περάσαν αιώνες και αιώνες, και δεν έχουμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ' αυτό"... Και γιατί η Αγάπη, εκτός από Ομορφιά, είναι και πρέπει να είναι και Αλλεγκρία (Χαρά), αλλιώς τίποτα δεν έχει Νόημα... 

"Ηρτάμο να σας φέρμε την Αστρίνα"!

9 Δεκ 2013

λεμοΝοφέγγαρο



Άκου, λεμονοφέγγαρο
λαμπρό και μακρινό
Κοίτα, λεμονοφέγγαρο
να μη μού βγεις ξυνό

Μύρισε το άρωμά Της
στο Μαύρο Ουρανό
Νιώσε, λεμονοφέγγαρο
πόσο Τη θέλω.

<μ<

4 Δεκ 2013

ο μπάΣταρΔος έρωΤας



Έρωτας και Θάνατος. Κάποιοι λένε πως γύρω από αυτούς τους δύο Πόλους περιστρέφεται η ανθρώπινη ζωή. Η κάθε ανθρώπινη ζωή. 

Ο Έρωτας όμως εκτός από πόλος είναι και μούλος, μπάσταρδος: Έχει κάτι από Αθανασία και κάτι από Χαμό.

Τρεις φορές ερωτεύτηκα ολοκληρωτικά στη ζωή μου: η πρώτη ήταν η Μάγια η Μέλισσα, τί ελπίδες να έχω, ο κακόμοιρος ο Βίλλυ. Η δεύτερη ήταν κάτι μεταξύ της Μαρίας Πολυδούρη και της Βασίλισσας του Πάγου, της έκανα τη χάρη, αυτοκτόνησα. Η τρίτη ήταν απλά θεοπάλαβη, γι αυτό και μ’ ερωτεύτηκε κι εκείνη, μα οι παλαβομάρες μας ήταν τελικά υπερβολικά διαφορετικές, και δεν άντεξαν μαζί. Κάποιες που σκάνε από ζήλια, γιατί δεν κατάφερα να τις ερωτευτώ, λένε πως την τρίτη δεν την ξεπέρασα ακόμα. Μάλλον την μπερδεύουν με τη μοναξιά μου. Τί παρανόηση.

Άκου όμως, Αυτοκρατορίες χάνονται στο βυθό, Βασίλεια σκεπάζονται από άμμο. Και κανείς δε θυμάται τίποτα. Και κανένας δεν άκουσε, δεν είδε. Και κανείς ποτέ δε μαθαίνει. Μην κλαψουρίζεις για παλιές αγάπες. Και μπάσταρδους Έρωτες.

Μπάσταρδος, εκτός από τον Έρωτα, είναι και ο Ύπνος, και σιγά μην είναι αδελφός του Θάνατου. Ο Θάνατος, όσο φρικτός κι αν είναι για τους ζωντανούς, έχει την αξιοπρέπεια του Απόλυτου, του Αιώνιου, του Αμετάκλητου. Ενώ ο Ύπνος… Μια πεπερασμένη βιολογική ανάγκη πεπερασμένων βίων. Και μη μού πεις σε παρακαλώ για τα Όνειρα. Αυτά που εννοείς «Όνειρα», κι εκστασιάζεσαι, είναι τα του Ξύπνιου, όχι τα του Ύπνου. Τί παρεξήγηση.

Κι ο καφές έχει παράξενη γεύση όταν ξεχάσεις να βάλεις καφέ. Κι η ζωή έχει παράξενη γεύση όταν ξεχάσεις να βάλεις ζωή. Όμως ένα ακρωτηριασμένο φυτό δεν μας προξενεί καθόλου φρίκη, ενώ ένα ακρωτηριασμένο φαγώσιμο ζώο πολύ λιγότερη από ένα ακρωτηριασμένο μη φαγώσιμο ή, τί φοβερό, από έναν ακρωτηριασμένο άνθρωπο. Τί αδικία.

Εν ολίγοις, απόψε που κρύωνα, και νύσταζα, κι έξω έκανε παγωνιά, βαριόμουν θανάσιμα να κατέβω να ανεβάσω το ποδήλατό μου πέντε ορόφους σκάλες, κι έτσι, τί πιο λογικό (!!!), ντύθηκα ζεστά, το πήρα, κι ανέβηκα ως το Φιλίππειο, στο Σέιχ Σου, 330 μέτρα υψόμετρο. 

Ύστερα, όρμηξαν οι Σκιές, που λέγαμε, 
και με τύλιξαν.

<μ<

24 Νοε 2013

να βλέΠω να γεΛάς





να βλέπω να γελάς

και τίποτ' άλλο

να βλέπω να γελάς-

τί πιο μεγάλο;

<

17 Οκτ 2013

αΈρας



Φυσάει ένας βοριάς ανηλεής
Φυσάει ένας βοριάς με παρασέρνει
Φυσάει ένας βοριάς κι όλα τα παίρνει
Μικρά μεγάλα

Φυσάει ένας βοριάς και φέρνει
Άλλα

<μ<

10 Οκτ 2013

μέρεΣ τοΥ '13



Γόβες στα σκουπίδια
στους βρώμικους, άσχημους, θορυβώδεις δρόμους
φλύαροι άναρθροι αβάσταχτοι
άνθρωποι

<μ< 

E




Ελευθερία, έχεις γεύση 
Προδοσίας.

<μ<


"Τα σπλάχνα μου κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν"



Η Θάλασσα του Οκτώβρη, ζεστή, ταραγμένη, έρημη, είναι πάντα το ίδιο απρόσμενα αισθησιακή. ΓΙα την ώρα βέβαια εδώ στη Θεσσαλονίκη έχει μετακομίσει στον ουρανό.

Καλημέρα!

photo: there_is_a_treason_at_sea_by_brandtcampbell-d67t0ak @ deviantart

ΑΝΘΡΩΠΟΦάΓΟΙ



Μη ρωτάς "γιατί"
ρώτα ποιός τους άνοιξε 
την Πόρτα.

1 Οκτ 2013

μικρό λευΚό



"Τί σού'χα πει; Φτιάξε λευκό πουκάμισο από σύννεφο
να το φοράς κατάσαρκα στη μαύρη σου πληγή, 
να το φοράς, να μη πονάς, όταν μαυρίζουν
οι Ουρανοί,
να το φοράς, να μη πονάς, όταν χτυπούν 
οι Κεραυνοί"

5 Σεπ 2013

Λίζα, Σεπτέμβριος 2006- 5 Σεπτεμβρίου 2013



Μια μικρή ψυχούλα που σε κοιτούσε μέσα στα μάτια και σού μιλούσε στην παγκόσμια γλώσσα της αγάπης. Μια αγνή, άκακη ψυχούλα, μια ολόγλυκη παρουσία, που γέμιζε το σπίτι με θαλπωρή, και τους υποδεχόταν όλους, οικογένεια και φίλους, γνωστούς και αγνώστους, με τρυφερά νιαουρίσματα, αγκαλιές και χάδια. Αυτή ήταν η Λίζα η γατούλα. Κατακτούσε αστραπιαία όλους όσους την γνώριζαν- όλοι τη λάτρευαν, ακόμα και όσοι δε χωνεύουν τις γάτες, γιατί ήταν αξιολάτρευτη. 



Αυτό το αθώο πλασματάκι, η λατρεμένη μου Λιζούλα, βασανίστηκε τόσο πολύ πριν ξεψυχήσει… Εκεί που ήταν γεμάτη υγεία, μέσα σε μερικές μέρες κατέρρευσε. Στην αρχή σταμάτησε να τρώει, και κρυβόταν στα πιο σκοτεινά και ήσυχα σημεία. Ήταν τόσο αδύναμη, που προχωρούσε ένα δυο μέτρα και ξάπλωνε στο πάτωμα. Υπέφερε σιωπηλά, καρτερικά, χωρίς διαμαρτυρίες, μόνο όταν την ενοχλούσα για να την πάω στο γιατρό ή για να την ταΐσω όσο μπορούσα με το ζόρι, διαμαρτύρονταν λίγο, με τον πονεμένο της τρόπο, χωρίς ποτέ μα ποτέ να εκδικείται για το ζόρισμα. Χτες και προχτές περάσαμε ώρες και ώρες αγκαλιά, για να ανέβει ψυχολογικά και να φάει, για να πάρει τον ορό της, για να κάνει τις εξετάσεις της. Υπέμενε τα πάντα με απέραντη αξιοπρέπεια. Τα όμορφα ματάκια της ήταν όμως πάντα ανοιχτά, δεν ησύχαζε στιγμή το μωράκι μου, και δεν βελτιωνόταν, ό,τι και αν κάναμε γι αυτήν.


Η Λίζα πέθανε σήμερα τα ξημερώματα στις πέντε, μετά από αυτήν την αναπάντεχη, ξαφνική, κεραυνοβόλο αι μυστηριώδη ασθένεια. Το μικρό της κορμάκι γεμάτο τρυπήματα, το λαμπερό της τρίχωμα ξυρισμένο σε πολλά σημεία για αιμοληψίες και παρακεντήσεις.

Ήταν εφτά ετών. Και θα μού πεις, εδώ άνθρωποι, παιδιά πεθαίνουν, κι εσύ μού μιλάς για τη γάτα σου… Όσοι έχετε ή είχατε ζωάκια συντροφιάς καταλαβαίνετε πόσο δένεσαι μ’ ένα τέτοιο πλασματάκι. Όσοι δεν είχατε ποτέ, δεν περιμένω να καταλάβετε, δεν μπορείτε…

Λιζούλα, γλυκιά μου, λατρεμένη γατούλα, αγάπησες πολύ, κι αγαπήθηκες πολύ. Αναπαύσου τώρα, κοριτσάκι μου όμορφο και πονεμένο. Θα μάς λείψεις. Πάρα πολύ.


Ο μπαμπάς Μίλτος




31 Αυγ 2013

μαύρα σύΝΝεφα στην ανατολή



κι έρχεται κάποτε η στιγμή 
να ζήσεις τους φόβους σου 

θα παραλύσεις; θ' αγωνιστείς; θα νικηθείς; 
θα ξαναγελάσεις; 

 <μ<

24 Αυγ 2013

αποχαιρεΤισμός σΤην ανΤίπαρο



Αυτό το νησάκι τ'αγαπάω
γιατί έζησα αγαπημένα

αυτό το νησάκι τ'αγαπάω
γιατί αγάπησα εσένα

.......
(χάνοντας ένα νησί
διεκδικείς τη θάλασσα)

ΥΓ Θεέ μου, πόσο ~Καλοκαίρι~ ξοδεύεις
για να μη βλέπουμε το ~Χειμώνα~!

<μ<
Αντίπαρος, 20 Αυγούστου 2013

27 Ιουλ 2013

Το πακέΤο




(προδημοσίευση του Επιλόγου από το "Ταξίδι της Επιστροφής")

«Τότε που ήμουν χριστιανή», μού έλεγε μια φίλη στρατευμένη κομμουνίστρια, «με μαρκάρανε στενά κάτι καλόγριες, θέλανε να με κρατήσουν στο μοναστήρι τους». Ως φιλοξενούμενη;» τη ρώτησα. «Όχι, ως αδελφή!», μού απάντησε.

Στην αρχή παραξενεύτηκα, δεν φανταζόμουν πως η συγκεκριμένη μορφωμένη και έξυπνη κοπέλα, ήταν κάποτε φανατική θρήσκα, σε βαθμό να φλερτάρει με το μοναχισμό. Μετά όμως θυμήθηκα πως ο χριστιανισμός και ο κομμουνισμός μοιάζουν πάρα πολύ- μοιάζουν στα ακλόνητα μαξιμαλιστικά τους ιδανικά, στην απόλυτή τους πίστη πως κατέχουν την απόλυτη Αλήθεια, στον εγγενή τους πατερναλισμό, στο φανατισμό τους, μοιάζουν στις ατέλειωτες εκατόμβες νεκρών και κατεστραμμένων ζωών που έχουν προκαλέσει, άμεσα ή έμμεσα, στο όνομα του Θεού - Πατερούλη τους. 

Εγώ όμως δεν θα μπορούσα να είμαι ούτε χριστιανός, ούτε κομμουνιστής- όχι γιατί δεν με συγκινεί η Αγάπη και η Κοινωνική Δικαιοσύνη, το αντίθετο! Δεν μπορώ όμως να τις δεχτώ μέσα σ’ ένα πακέτο που περιλαμβάνει από τη μια (χριστιανισμός) τραγελαφικά προπατορικά αμαρτήματα, μαζοχιστές, παιδοκτόνους, ερωτομανείς Προφήτες, αλλά και παρθενογενέσεις, μίσος για το σώμα, πίστη σε ανάσταση και αιώνια ζωή, κι από την άλλη (κομμουνισμός) το δόγμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, τα γκουλάγκ, τις ευκαιριακές συμμαχίες με το Χίτλερ, τις Δίκες της Μόσχας, σατανικές μυστικές αστυνομίες, το σιδερένιο παραπέτασμα. Με τον ίδιο τρόπο, παρεμπιπτόντως, δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι νεοφιλελεύθερος- όχι γιατί δεν υπάρχει λογική στη θεωρία τους, αλλά γιατί τους λείπει τελείως η ανθρωπιά. Με λίγα λόγια, σε καμμία από τις τρεις αυτές κοσμοθεωρίες, δεν μού κάνει το πακέτο.

Με τρόμο λοιπόν σκέφτομαι πόσοι από αυτούς τους καλούς ανθρώπους, τους φανατικούς υποστηρικτές των δύο Πακέτων της Αρετής, Χριστιανοί και Κομμουνιστές, αν τους δινόταν η ευκαιρία, θα μ’ έκαιγαν ευχαρίστως στην πυρά, ή θ μ’ έστηναν χωρίς τύψεις στον τοίχο, για να απαλλαχτούν από μένα τον αιρετικό – ρεβιζιονιστή κι από την ασυγχώρητη Αμαρτία μου, την αμφισβήτηση του Ιερού τους Δόγματος. Και θα το έκαναν αυτό με την πρώτη υστερική κραυγή εναντίον μου, με την πρώτη «αγανακτισμένη» καταγγελία εναντίον του μαύρου πρόβατου - γάτου, που χαλάει τη συνταγή της Σωτηρίας. Και θα το έκαναν αυτό χωρίς καμμία τύψη, με ειλικρινή πίστη ότι κάνουν το σωστό, το ηθικό, το πρέπον, το επαναστατικό.

…«Με βάλανε τότε φυλακή με την πλήρη συγκατάθεση του πατέρα της. Ήμουν κατευθείαν για το εκτελεστικό απόσπασμα. Έξι μήνες μετά, εκτέλεσαν τον ίδιο, ενώ εγώ στάθηκα τυχερός, και γλύτωσα από του χάρου τα δόντια».
«Δηλαδή είναι κόρη ενός παλιάνθρωπου», είπε ο γιατρός Σκρέτα.
Ο Ιάκωβος σήκωσε τους ώμους. «Πίστεψε πως είμαι εχθρός της επανάστασης. Άρχισαν όλοι να το λένε, κι αυτός το πίστεψε».
«Τότε γιατί έλεγες πως ήταν φίλος σου;»
«Ήμασταν φίλοι. Κι είχε γι’ αυτόν μεγάλη σημασία που ψήφισε υπέρ της φυλάκισής μου. Απόδειξε έτσι πως βάζει τα ιδανικά πάνω από τη φιλία. Τη στιγμή που με κατάγγελνε ως προδότη της επανάστασης, μέσα του, νομίζω, καταπίεζε τα προσωπικά του συναισθήματα, για χάρη κάποιου υψηλού σκοπού- κι αυτό το ζούσε σαν μεγάλη πράξη της ζωής του».
«Κι αυτή είναι η αιτία που αγαπάς αυτήν την άσχημη κοπέλα;» [την κόρη του εκτελεσμένου του «φίλου»]
… «Απλώς τη λυπήθηκα μόλις την είδα για πρώτη φορά. Ήταν παιδί ακόμα όταν τους έδιωξαν από το σπίτι τους- έζησε με τη μητέρα της σε κάποιο ορεινό χωριό, όπου οι άνθρωποι φοβόντουσαν να έχουν σχέσεις μαζί τους. Για πολύ καιρό δεν είχε δικαίωμα να σπουδάσει, αν και είναι προικισμένο κορίτσι. Είναι φοβερό να καταδιώκουν τα παιδιά εξαιτίας των γονιών. Έπρεπε λοιπόν κι εγώ να την μισήσω, εξαιτίας του Πατέρα της; Τη λυπήθηκα. Τη λυπήθηκα που της εκτέλεσαν τον πατέρα, και τη λυπήθηκα που ο πατέρας της έστειλε το φίλο του κατευθείαν στο θάνατο».

Μίλαν Κούντερα, «Το βαλς του αποχαιρετισμού»


Και θα με έκαιγαν στην πυρά όλοι αυτοί οι «φίλοι» χωρίς να έχω καμμιά πιθανότητα να υποστηρίξω την άποψή μου και να διεκδικήσω το δικαίωμά μου να την υποστηρίζω: Γιατί είναι αδύνατον να σταθείς απέναντι στον φανατικό, πολύ περισσότερο δε απέναντι στον όχλο, και να τού μιλήσεις λογικά. Και γιατί είναι πολύ πιο εύκολο είναι να δημιουργήσεις εντυπώσεις, από το να καταδείξεις την αλήθεια. Πώς ν’ αποδείξεις ότι δεν είσαι Ελέφας;

«Έτρεχε ο Λαγός σαν παλαβός μέσα στη ζούγκλα. Τον βλέπει η αλεπού και του λέει, τι έπαθες ρε Λαγέ και τρέχεις; Άσε, πλάκωσαν οι κυνηγοί Ελεφάντων, λέει ο Λαγός. Γελάει η Αλεπού, καλά, Ελέφαντας είσαι και τρέχεις; Αν αρχίσουν αυτοί να βαράνε, ξαναλέει ο Λαγός, άντε ν’ αποδείξεις πως δεν είσαι Ελέφας…»

Το ανελέητο ερώτημα γα τον σκεπτόμενο άνθρωπο, που βρίσκεται ανάμεσα στις συμπληγάδες των ανθρώπων- κτηνών από τη μια, δηλαδή των φασιστών και κάθε λογής φασιστοειδών που θεοποιούν τη Δύναμη, και των επιπόλαιων και ανώριμων μαξιμαλιστών Ιδεολόγων από την άλλη, είναι: μιλάω, ή δε μιλάω; Παίρνω θέση, ή το βουλώνω;

«Μέσα στη ζωή ποτέ μη ζητάς να βρεις
ποιος είναι ο Δικαστής
να περπατάς, και πάντα να ζητάς
πού θα πας να κρυφτείς» 
Νίκος Γκάτσος, "Το βαλς των Σκύλων"

«Λάθε βιώσας», ζήσε κρυφά, είπε ο Επίκουρος. Το κεφάλι του το γλύτωσε, άρα καλά το είπε, αλλά τα γραπτά του έγιναν όλα μα όλα στάχτη, από τους ευσεβείς χριστιανούς που τον έκαναν τον έρμο κόκκινο πανί. Μόνο κάτι αποφθέγματά του σώθηκαν, κι αυτά μέσα σε βιβλία άλλων, ως αναφορές, συνήθως στην προσπάθεια να τα αντικρούσουν. 

Το βιβλίο αυτό, αν ποτέ εκδοθεί, αν το κρατάς στα χέρια σου, είναι μια σαφής παράβαση του κανόνα αυτού. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: ή ότι οι καιροί θα έχουν ωριμάσει για την Ανθρώπινη Οδό, ή ότι απλά είμαι βλάκας και κάνω βλακείες, κι ας ξέρω πως θα τις πληρώσω ακριβά. Κι αυτό, φαντάσου, χωρίς να πιστεύω στην Αιώνια Ζωή ή στην Αταξική Κοινωνίαμ παρά μόνο στην Ανθρώπινη Αλήθεια.

Η Ανθρώπινη Οδός της Αλήθειας: Αυτό μόνο μένει στον σκεπτόμενο άνθρωπο του 21ου αιώνα, που έχει την ανεπανάληπτη τύχη αλλά και την φοβερή ευθύνη να έχει πρόσβαση σε όλη την Ανθρώπινη Περιπέτεια ανά τους αιώνες, τόσο από πλευράς θεωρίας, όσο και πράξης. Όταν οι ουτοπίες που δηλώνουν ή δεν δηλώνουν τον εαυτό τους ως τέτοια έχουν ήδη δοκιμαστεί και αποτύχει παταγωδώς, όταν όλες οι βεβαιότητες έχουν καταρρεύσει, όταν όλοι οι Ιδεαλισμοί έχουν ντροπιαστεί στην πράξη, τότε ο μόνος δρόμος είναι η Αλήθεια- όχι όμως η ιδεατή «αλήθεια» που δήθεν υπαγόρευσε κάποιος Θεός, ή που την γέννησε ένας υπερφίαλος και ανεδαφικός ανθρώπινος εγκέφαλος- η Αληθινή Αλήθεια, εκείνη που κουβαλάμε χαραγμένη στα γονίδια και στους εγκεφάλους μας, η υλική και βιολογική Αλήθεια που ζούμε τώρα και εδώ, όλοι μαζί, σε αυτόν τον δύσκολο και σκληρό Κόσμο- Κόσμημα, η Αλήθεια που δημιουργούμε αλληλεπιδρώντας στις Κοινωνίες μας. Η «κόλαση των ζωντανών», που μπορεί όμως, από κάποιες πλευρές, να μοιάζει Παράδεισος.

«Δύο τρόποι υπάρχουν για να γλυτώσεις από το μαρτύριό της: γίνε μέρος της, ώστε να μην την βλέπεις πια. Ο τρόπος αυτός είναι εύκολος για τους πολλούς. Ή αλλιώς, και ο τρόπος αυτός είναι δύσκολος, και απαιτεί γνώση και συνεχή επαγρύπνηση, ψάξε και μάθε να ξεχωρίζεις, μέσα στην κόλαση, τι δεν είναι κόλαση, και σε αυτό, δώσε διάρκεια». Ίταλο Καλβίνο, «Οι Αόρατες Πόλεις»

Είναι ο Κόσμος αγγελικά πλασμένος; Φυσικά και όχι. Είναι ο Κόσμος δίκαιος; Φυσικά και όχι. Είναι ο Κόσμος «ανθρώπινος»; Φυσικά όχι. Είναι βίαιος και άδικος. Είναι ο Κόσμος λογικός; Κι όμως, είναι. 


Είναι ο Άνθρωπος… ανθρώπινος; Είναι ο Άνθρωπος λογικός; Είναι ο Άνθρωπος «καλός»;


«Ο Ιάκωβος αγαπούσε την τρυφερότητα και την ευγένεια, αλλά ήταν βέβαιος πια πως αυτές δεν είναι ανθρώπινες ιδιότητες. Ήξερε καλά τους ανθρώπους, γι αυτό και δεν τους αγαπούσε πιά».
Μίλαν Κούντερα, «Το Βαλς του Αποχαιρετισμού»

Να γνωρίζεις τους Ανθρώπους, Αληθινά, με τα όριά τους, με τις αδυναμίες τους και με τα ελαττώματά τους, και να μπορείς να τους αγαπάς, στο βαθμό που τους αξίζει, χωρίς να γίνεσαι μισάνθρωπος όπως ο Ιάκωβος. Να γνωρίζεις τα Αληθινά όριά σου και να έχεις την δύναμη να ΜΗΝ τα ξεπερνάς. Να γνωρίζεις τη ζωή, με τα βάσανα της, την ευθραυστότητά της, και την περιορισμένη της διάρκεια, και να μπορείς να την αγαπάς. 

Να γνωρίζεις την Αλήθεια, για τον Εαυτό σου, για τους Άλλους, και για τον Κόσμο, και μέσα σε αυτήν την σκληρή, ναι, και δυσάρεστη, ναι, Αλήθεια, να μπορείς να είσαι όσο γίνεται, ναι, Ευτυχισμένος.

Αυτά ήθελα να σού πω.

16 Ιουλ 2013

επιστροΦή στον ντραγΚουντέλη



πίσω από κάθε κορφή, μια ακόμα κορφή
κι εγώ να λιώνω, να ιδρώνω, να διψάω, να πονώ
κι όμως, να τρέμω μη βρω την κορυφαία κορφή
και δε μου μένει πια παρά «κάτω»
και «πίσω»

<μ<

13 Ιουλ 2013

ωΔή σε μια πόΡνη





Απόψε θα κοιμηθώ χαμογελαστός, και θα ξυπνήσω γαλήνιος. 

Τι κι αν δε σε λένε στην πραγματικότητα «Κάρλα»,τι κι αν έπρεπε να σού δώσω ένα πορτοκαλί, για να κολλήσω για λίγο το κορμί μου πάνω στο δικό σου: Ήμουν τίμιος, κι ήσουν τίμια. Μού είπες «τόσο», σού είπα «εντάξει». Χωρίς να λογαριάζεις ούτε πώς είμαι, ούτε ποιός είμαι, ούτε τι θα κερδίσεις από μένα στο μέλλον. Χωρίς ψεύτικες αναστολές, χωρίς περιττές χρονοτριβές, χωρίς αχρείαστες ντροπές, χωρίς ανούσιες τύψεις.


Απόψε θα κοιμηθώ χαμογελαστός, και θα ξυπνήσω γαλήνιος: Γιατί έχω τη μυρωδιά από το κορμί σου κάτω από τα νύχια μου.

<μ<

30 Ιουν 2013

πρωΘύστερα



Ύστερα μισοξύπνησε, από έναν βαθύ, θολό ύπνο- ήταν ξαπλωμένος, ολόγυμνος, σ’ έναν κρύο οβάλ πάγκο- δυό τρεις μορφές υπήρχαν τριγύρω, στο μισοφωτισμένο χώρο- μία απ’ αυτές γύρισε και τον κοίταξε- δεν ήταν άνθρωπος

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο παράδοξο, πόσο απίστευτη είναι η ύπαρξη- του καθενός μας χωριστά, και όλων μας μαζί. Πόσο απίστευτη σύμπτωση να κατοικούμε σ’ αυτόν ειδικά τον πλανήτη, που δεν είναι ούτε πολύ ζεστός, ούτε πολύ κρύος, ούτε πολύ σκοτεινός, ούτε πολύ φωτεινός, ούτε πολύ βαρύς, ούτε πολύ ελαφρύς. Πόσο απίστευτη σύμπτωση είναι, να χρειαζόμαστε ύπνο, και να υπάρχει η νύχτα, να χρειαζόμαστε οξυγόνο, και ο αέρας να είναι γεμάτος από αυτό, να χρειαζόμαστε νερό, και να υπάρχουν οι βροχές, να χρειαζόμαστε φαγητό, και να υπάρχει η θάλασσα, το δάσος, τα φυτά και τα ζώα. Πόσο τιτανοτεράστια σύμπτωση, τόσες και τόσες ατομικότητες, να συντονίζονται σε μια, κοινή- λίγο ή πολύ- πραγματικότητα

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο παράδοξη σύμπτωση ήταν, απ’ όλη την ιστορία του Σύμπαντος, απ’ όλη την πορεία της Ανθρωπότητας, εκείνος, ο εαυτός του, ο συγκεκριμένος του εαυτός, να ζει αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή, σε αυτόν ακριβώς τον συγκεκριμένο τόπο, να μιλάει αυτήν ακριβώς τη γλώσσα, να σκέφτεται, μέσα στο σάρκινο μυαλό του, αυτά ακριβώς τα συγκεκριμένα αδέξια λόγια

- το μη- άνθρωπος τού χαμογέλασε- όσο μπορεί ένα μη- άνθρωπος να χαμογελάσει-

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο παράξενο είναι ένας άνθρωπος να καταφέρνει να ζει τόσα χρόνια, όταν περνάει την πρώτη εποχή της ζωής του τόσο ευάλωτος, ανίσχυρος κι ανήμπορος, όταν σε όλη του τη ζωή αρκεί μια μέτρια κρούση για να του λιώσει το κρανίο, όταν κάθε στιγμή αρκεί ένα ρεβυθάκι για να του κλείσει την ανάσα, όταν αρκεί ένα ρευματάκι για να του σταματήσει την καρδιά

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο θαυμάσιο είναι που ο άνθρωπος μπορεί να διασχίζει τον αέρα, όταν αρκεί ένα φύσημα για να συντριβεί, πόσο υπέροχο είναι που ο άνθρωπος μπορεί να διασχίζει τη θάλασσα, όταν αρκεί ένας κυματισμός για να πνιγεί, πόσο απίστευτο είναι που μπορεί να χτίζει σπίτια, όταν αρκεί μια δόνηση για να γκρεμιστούν, πόσο μεγαλειώδες είναι που μπορεί ο Άνθρωπος να κάνει όνειρα, όταν αρκεί ένας  κυματισμός της Τύχης, για να τα ματαιώσει 

- αυτά σκεφτόταν, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ξαπλωμένος πάνω στον φιλόξενο, λείο βράχο

- μέσα στη θαλασσινή σπηλιά

- τα τρία δελφίνια κολύμπησαν για λίγο ακόμα τριγύρω του

- κι ύστερα, σα να του έλεγαν αντίο, σφύριξαν παιχνιδιάρικα, όλα μαζί

- και χάθηκαν βουτώντας βαθιά, στα τυρκουάζ

- απέραντα νερά.

<μ<



10 Ιουν 2013

ΝύΧτα καΤαιΓίδας



Θά ’θελα να σού ήμουν απαραίτητος, όχι όπως ο αέρας, μα όπως το γαλάζιο φως του δειλινού. Θά ’θελα να σού προκαλώ μια γλυκιά ταραχή, σαν διπλανή καταιγίδα- που οι κεραυνοί της, χτυπάνε αλλού. 

Να μετράμε μαζί τα δευτερόλεπτα ανάμεσα στην αστραπή και στη βροντή, και να τα πολλαπλασιάζουμε επί 300, και να βγαίνει μακριά. Να μετράμε μαζί τα χρόνια ανάμεσα στην προσμονή και στη λησμονιά, και να βγαίνουν πολλά. Θά ’θελα να μετράμε μαζί την Ανυπαρξία, και να βγαίνει μια σταλιά.

Καληνύχτα, αγάπη. Ήθελα, όλο κι όλο, 
μιάν αγκαλιά.

<μ<

4 Ιουν 2013

εΥτοπία



δε θέλω να υποκρίνεσαι πως όλα πάν καλά
δε θέλω να μού λες πως το στραβό θα ισιώσει
δε θέλω να μού τάζεις πως ο φαύλος
θα πληρώσει

θέλω απλά, όσο μπορείς, να μού χαμογελάς
και αν τυχόν και μ' αγκαλιάσεις λίγο, πριν να σβήσω
σε τούτον τον βασανισμένο Κόσμο, της φθοράς
τί άλλο να τολμήσω
να ελπίσω;

<μ<

3 Ιουν 2013

εΞομολόγηση





αγάπη - παρεξηγημένη μου

αγάπη - συκοφαντημένη μου 
αγάπη - εξευτελισμένη μου 


αγάπη μου - κακοποιημένη 

αγάπη μου - βιασμένη 
αγάπη μου - δολοφονημένη 


αγάπη μου

αγαπημένη 


<μ<

30 Μαΐ 2013

η δελΦική σίΒυΛΛα


Σ' όποια σκέψη κι αν ψάξω 
πάλι εσένα θα βρω 
κι όποια αλήθεια φωνάξω 
πάλι εσένα 
θα πω

<μ<




28 Μαΐ 2013

η αρΧαία σκουΡιά



Όταν αναμετρώνται η αξιοπρέπεια με την αλητεία, νομοτελειακά, νικάει η αλητεία. Γιατί τα όπλα της αλητείας η αξιοπρέπεια δεν καταδέχεται να τα χρησιμοποιήσει, ενώ στα όπλα της αξιοπρέπειας, η αλητεία έχει ανοσία. 

 Τα υπόλοιπα, τα λέμε για να παρηγοριόμαστε... 

<μ<

πού πάΝε τα χρώΜατα



Πού πάνε τα χρώματα, όταν περνούν τα καλοκαίρια; 

Ίσως, αν τρέξουμε δυνατά, όλοι μαζί, κρατώντας την ανάσα μας,
 να τα ξαναβρούμε.

<μ<

 photo: "free" by ssuunnddeeww.deviantart.com

22 Μαΐ 2013

ΜέΡες ΤΑΡΑΧΉς



στις ΕΣΟΧΈΣ του ΑΈΡΑ πλανιούνται ΕΝΟΧΈΣ κατά ΜΗΚΟς του ΠΛΗΘΟυΣ δεν έχει ΣΩΤΗΡΙΑ κραυγάζει στο μυαλό μια ΑΡΤΗΡΙΑ δυνατά κι εσύ να ψάχνεις απελπισμένα για ΠΕΡΑΣΜΑ ζητούσες τη χαρά στο ΜΟΙΡΑΣΜΑ μα κάθε σου ΝΙΚΗ έκρυβε ΦΡΙΚΗ κι η ΛΟΓΙΚΗ φαντάζει τώρα ΕΧΘΡΙΚΗ σαν ΤΕΡΑΣ σαν άσπλαχνος ΠΑΤΕΡΑΣ- ΚΑΙΝΟΣ ψυχή και σώμα πόσες φορές ακόμα; Πόσο ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ; Πότε καπνός;

αΥτά είΠε ο συναΘροιστής




1.1 Αυτά είπε ο Συναθροιστής, ο γιός του Δαυίδ, ο βασιλιάς του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ:
1.2 «Πιο μάταια κι από μάταια», είπε ο Δάσκαλος, «πιο μάταια κι από μάταια,  τα πάντα είναι μάταια.
3.1 Για όλα υπάρχει ο κατάλληλος χρόνος και καιρός, για όλα όσα υπάρχουν στη γη.
3.2 Καιρός να κάνεις παιδιά, και καιρός να πεθάνεις. Καιρός να φυτέψεις, και καιρός να ξεριζώσεις εκείνο που φύτεψες..
3.3 Καιρός να σκοτώσεις και καιρός να γιατρέψεις, καιρός να γκρεμίσεις, και καιρός να χτίσεις.
3.4 Καιρός να κλάψεις και καιρός να γελάσεις, καιρός να θρηνήσεις και καιρός να χορέψεις.
3.5 Καιρός να πετάς πέτρες και καιρός να τις συνάγεις, καιρός ν’ αγκαλιάσεις και καιρός ν’ αποδιώξεις την αγκαλιά.
3.6 Καιρός ν’ αναζητήσεις και καιρός να απωλέσεις, καιρός να διαφυλάξεις και καιρός να πετάξεις.
3.7 Καιρός να σκίσεις και καιρός να ράψεις, καιρός να σιγήσεις και καιρός να μιλήσεις.
3.8 Καιρός ν’ αγαπήσεις και καιρός να μισήσεις, καιρός πολέμου και καιρός ειρήνης.
3.9 Και ποιό λοιπόν το κέρδος για όποιον μοχθεί για όλ’ αυτά;
3.10 Είδα λοιπόν πως είναι βαρύς ο μόχθος που φόρτωσε ο Θεός στους ανθρώπους.
3.11 Όλα τα έφτιαξε καλά στον καιρό τους, αλλά μαζί με την αίσθηση του χρόνου, έδωσε στην καρδιά των ανθρώπων την ιδιότητα να μην μπορεί να συλλάβει το έργο του από την αρχή μέχρι το τέλος.  
3.12 Και κατάλαβα ότι τίποτ’ άλλο δεν αξίζει από το να περνάς καλά και να κάνεις το καλό.
3.13 Να τρώς και να πίνεις και να βγαίνει και κάτι καλό από το μόχθο σου [.].
3.15 Γιατί ό,τι έγινε, έγινε, κι όσα θα γίνουν, είναι σαν να έχουν ήδη γίνει.
3.16 Και είδα στον τόπο της απονομής δικαιοσύνης να κυριαρχεί η αδικία, και στη θέση του δικαίου να καμαρώνει ο άδικος.
3.17 Και είπα στην καρδιά μου, ας τους κρίνει ο Θεός, γιατί για κάθε πράγμα και για κάθε πράξη υπάρχει ο κατάλληλος καιρός.
3.18 Και είπα στην καρδιά μου, πως οι άνθρωποι δε διαφέρουν από τα ζώα, παρά μόνο ως προς τον λόγο. 3.19 Και σίγουρα η  κατάληξη των ανθρώπων και η κατάληξη των ζώων είναι κοινή: Όπως πεθαίνουν οι άνθρωποι, έτσι πεθαίνουν και τα ζώα, έχουν, άνθρωποι και ζώα, το ίδιο πνεύμα. Και τι παραπάνω έχουν λοιπόν οι άνθρωποι από τα ζώα; Τίποτα, γιατί όλα είναι μάταια. 3.20 Τα πάντα σ’ έναν τόπο. Όλα έγιναν από χώμα, στο χώμα όλα θα επιστρέψουν. 3.21 Ποιός είδε τάχα ποτέ τ’ ανθρώπινο πνεύμα ν’ ανεβαίνει στον ουρανό, και το πνεύμα του ζώου να επιστρέφει στη γη;
3.22 Συμπέρανα λοιπόν, πως το μόνο που αξίζει είναι να χαίρεσαι τη ζωή σου, γιατί αυτή σού έλαχε, και κανείς δε μπορεί να σού πει τι θα συμβεί όταν δεν θα υπάρχεις».

Εκκλησιαστής
μετάφραση <μ<

19 Μαΐ 2013

ΟΧΤώ ήΛΙΟΙ

.


Κοίταξα τον Ήλιο
στα μάτια

οχτώ φορές

νύχτωσε

κι είχα, λέει,
οχτώ Ήλιους
στα μάτια!





Αλιάκμονας (Πιέρια), 7 Ιουνίου 2009
"την ώρα που μαυρίζου τα νερά"

18 Μαΐ 2013

μορυΧό



νά χα λέει μιαν αγάπη να τη γέμιζα φιλιά 
νά χα λέει μιαν αυλή να τη γέμιζα παιδιά 
νά χα λέει μια ψυχή
χωρίς καρφιά 

< μ <

αναπτύΞατε



Ο γέρος αφορίζει ως «αποξένωση» το καινούργιο που φοβάται. Ο γέρος κλαψουρίζει για «την καταστροφή της γης», αυτό μια ζωή έχει μάθει να αιτιάται. Ο γέρος πάει στην Κίνα να πουλήσει ό,τι δεν του ανήκει. Ο γέρος ταμπουρώνεται πίσω από τα «κεκτημένα» του. Ο γέρος βγαίνει πρόωρα στη σύνταξη να προλάβει. Ο γέρος λουφάζει. Είναι φυσικό. Το γέρο μόνο το τομάρι του τον νοιάζει. 

 ;;;;;Ο νέος;;;;; 

<μ<

16 Απρ 2013

Αμήν λέΓω υΜίν



Αγάπα τον πλησίον σου
όσο αξίζει

<μ<

5 Απρ 2013

νυχτεριΝό




"έλπιζε κάθε βράδυ σ' ένα όνειρο 
πάλευε το πρωί μ' έναν ακόμα
εφιάλτη" 

<μ<


Eugène Thivier (1845-1920), "Le Cauchemar"
musée des Augustins, Toulouse

2 Απρ 2013

Το ΣΧέΔΙο




Ο προ-μακαρίτης ο Σάκης ο Καραμπουρναλίδης ήταν ευτυχισμένος. Όλα ήταν όμορφα και χαλαρά εκείνο το Σαββατόβραδο, όπως παλιά- η Σούλα δίπλα του κατάξανθη. Το σιντί, που έπαιζε το τελευταίο σουξέ του Μάκη, και το πρώτο του Παντελή, στη διαπασών. Τα γκάζια, στην παραλιακή, τσίτα. Τα πρώτα (πεντέξι) ουισκάκια, στο πρώτο μαγαΖί της βραδιάς, καραμπόμπα. Ο δρόμος μπροστά, για το δεύτερο, το μεταμεσονύκτιο μαγαΖί, ορθάνοιχτος, και τα σκυλιά εντελώς δεμένα. Όπως παλιά. Τελείως παλιά. Πριν τα Μνημόνια, πριν την Κρίση, πριν την Τρόικα, πριν την απόλυση του Σάκη, πριν την μετακόμιση στο σπίτι των σκατόγερων, πριν τη συρρίκνωση, πριν την ανασφάλεια, πριν την μιζέρια, πριν τη φτώχεια, πριν τη μαύρη εργασία από δω κι από κει, για ένα χαρτζηλίκι. 

Απόψε όμως όλα ήταν όπως παλιά. Είχε δανειστεί το αμάξι του μικρού, του «προκομμένου», είχε κλείσει τραπέζι στο αγαπημένο του μαγαΖί στο Αεροδρόμιο, όπως παλιά, η Σούλα είχε ντυθεί και στολιστεί σαν Σαλονικιά, δηλαδή στον υπέρτατο δυνατό βαθμό, όπως παλιά, το χαρτζηλίκι που είχε μαζέψει επαρκούσε, όχι όπως παλιά, αλλά σίγουρα για να περάσουν μια βραδιά σαν Άρχοντες, όπως παλιά, η βενζίνη ήταν ακόμα άκαφτη, και το βράδυ προβλέπονταν καυτό. Όπως παλιά. Κι ας πήγαινε να γαμηθεί η γαμημένη η Τρόικα.

«Τί σού κάνω Μέρκελ μου», είπε με νόημα στο αυτί της Σούλας, που λύθηκε στα χαχανητά, κι εκείνος έχωσε πάλι το χέρι του ανάμεσα στα μπούτια της. Τον  δυσκόλευε λίγο το σφιχτό της κολλάν, κι εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου που χρειαζόταν για να το υπερνικήσει, έχασε για ένα κλάσμα δευτερολέπτου τον έλεγχο του τιμονιού, γεγονός που προκάλεσε την παρέκκλιση του αμαξιού του κατά ένα κλάσμα της μοίρας, γεγονός ασήμαντο γενικώς για τη Συμπαντική Αρμονία και το Χωροχρονικό Συνεχές, σημαντικό όμως όταν είναι Σαββατόβραδο και τρέχεις με 130 στη Λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάνοντας κόντρες και ελιγμούς ανάμεσα στους υπόλοιπους ξενύχτηδες και έχεις πιει και πεντέξι Τζώνηδες. 

Η συνάντηση με τη ζαρντινιέρα ήταν κι αυτή τη φορά μοιραία. Άτιμες ζαρντινιέρες. Το ‘χει λες η πόλη;

…..

Η Αστυνόμος Νόπη Παπαδοπούλου έφτασε στη σκηνή του ατυχήματος τελευταία. Σάββατο βράδυ, και το αστυνομικό δελτίο πλούσιο και κουραστικό, όχι όπως παλιά, με εγκλήματα πάθους και καυγάδες και διαταράξεις- τώρα πιο πολύ ήταν οι διαρρήξεις και οι κλοπές και οι αλλοδαποί. Πλούσιο και κουραστικό και πολύ πιο άχαρο από παλιά ήταν ήδη το Σαββατόβραδο. Βάλε και τον κουτσουρεμένο της μισθό, που την ανάγκαζε να δουλεύει – άκου λέει! – καθαρίστρια στη ζούλα, ολόκληρη Αστυνόμος, κι από απλά άχαρο γινόταν ανυπόφορο. Και τώρα, κερασάκι στη τούρτα, αυτό. 

Η Τροχαία είχε ήδη απομακρύνει το τσαλακωμένο σαράβαλο, αλλά ο λόγος που είχε αφήσει το ζεστό της γραφείο εκείνο το κρύο και υγρό Σαββατόβραδο, και που δεν είχε πάψει να βλαστημάει, από την ώρα που δέχτηκε το τηλεφώνημα του Ζητά, ήταν ακόμα εκεί: Μια μεγάλη τσιμεντένια ζαρντινιέρα του Δήμου, από αυτές  που έχουν σχήμα υπερφυσικού μπουλονιού, κομματιασμένη από τη σύγκρουση, κι ανοιγμένη σαν γαρύφαλλο. 

Το γεγονός κανονικά δεν θα ήταν ούτε στο ελάχιστο αξιομνημόνευτο, τόσες ζαρντινιέρες χάνουν κάθε μέρα τη ζωή τους στο μάταιο αυτόν κόσμο. Συμβαίνει όμως οι περισσότερες από αυτές να μην έχουν σκελετό, όπως η συγκεκριμένη: Γιατί τα φώτα του περιπολικού που την περίμενε, στραμμένα προς το επίμαχο σημείο, φώτιζαν λευκά, ανθρώπινα οστά, διάσπαρτα στο μαύρο, πηχτό, σβωλιασμένο χώμα. 

….

Ο Ιατροδικαστής Μπιμπάντα Εντμόντ έβαλε τη μαύρη σακούλα σκουπιδιών στο πορτ μπαγκάζ και ξεκίνησε, γανιασμένος. Πάντα αυτόν τύχαιναν οι βρωμοδουλειές. Εκτός από εκείνο το πτώμα στο βόθρο, που είχε λάχει στον ίδιο τον  κύριο Καθηγητή, η γκαντεμιά του ήταν παροιμοιώδης. Και να τον ξημερώματα Κυριακής να σκαλίζει ζαρντινιέρες για να μαζέψει ανθρώπινα οστά, και μάλιστα σε σακκούλα που είχε αναγκαστεί να φέρει από το σπίτι. Ούτε στην Αφρική, σκέφτηκε, δεν θα είχε αναγκαστεί να βάλει από τη τσέπη του για σακκούλες. Τέτοια κατάντια! Όλα ήταν σε θλιβερή έλλειψη τον τελευταίο καιρό, κι ας είχαν υπάρξει σε βλάσφημη περίσσεια για τα πολλά πολλά χρόνια που προηγήθηκαν. Η χριστιανική του συνείδηση επαναστατούσε με πολλά που έβλεπε στην κατ’ όνομα χριστιανική χώρα που τον φιλοξενούσε, αλλά τα κρατούσε όλα μέσα του- πώς να μιλήσεις όταν είσαι ξένος, σε ποιόν να τολμήσεις ν’ ανοίξεις την ψυχή σου; Οι Έλληνες είναι ένας λαός με ψυχοσύνθεση μικρού παιδιού: Καλόκαρδοι, αυθόρμητοι, παρορμητικοί, επιπόλαιοι, μπορούν χωρίς ντροπή να θάβουν το λαό τους και τη χώρα τους σε ατέλειωτες συζητήσεις και καυγάδες, αλλά από έναν ξένο, και ειδικά από έναν Μαύρο, όπως εκείνος, δεν θ’ ανέχονταν ποτέ το παραμικρό σχόλιο. Το είχε καταλάβει ευτυχώς νωρίς αυτό, κι έτσι είχε καταφέρει να χτίσει στη φιλόξενη κατά τα άλλα αυτή χώρα, μια καρριέρα, μια ζωή- στη σιωπή. 

Καθώς πήγαινε προς το Πανεπιστήμιο, το μυαλό του γύρισε στα οστά που είχε μόλις περισυνελέξει. Η πείρα του είχε βγάλει ήδη όλα σχεδόν τα συμπεράσματα που θα έγραφε στη Έκθεσή του: Άντρας. χωρίς αμφιβολία, νεαρός, χωρίς αμφιβολία, έφηβος, κατά πάσα πιθανότητα. Λιγότερο από τρία χρόνια ζαρντινιερισμένος. Πολλαπλά κατάγματα προ του θανάτου. Βίαιος θάνατος, με μεγάλη ενέργεια κρούσης, πιθανότατα κάποιο τροχαίο «ατύχημα». Ταίριαζε και με τον τόπο του εγκλήματος. «Εγκλήματος», ναι, και μάλιστα χωρίς εισαγωγικά- έτσι θα έπρεπε κανονικά να λέγονται όλοι αυτοί οι φρικτοί φόνοι στην άσφαλτο, που στη χώρα της Φαιδράς Πορτοκαλιάς είχαν βαφτιστεί «ατυχήματα». 


συνεχίΖεται >>

15 Μαρ 2013



Ό,τι και να μού πεις δε Σε πιστεύω
γιατί ο Ήλιος στο βασίλεμα ματώνει

το αίμα του σκορπά μέσα στη Σκόνη
και το πρωί γεννιέται από πληγές.


{( //τόσοι Φόνοι
και το φονιά να επαινούν
ατις Εκκλησιές// )}

<μ<

ΜΙά ΦΟρά μόΝο




«Θέλω να κάνουμε Έρωτα. Μια φορά ακόμα. Μόνο.»

Τής τό ‘πε μέσα στο αυτί, και την ένιωσε ν’ αναρριγά ολόκληρη, στο άγγιγμα των χειλιών του, στο άκουσμα της φωνής του. Ήταν δέκα χρόνια που δεν είχαν ειδωθεί.

Αυγουστιάτικο ελληνικό νησί. Ηλιοβασίλεμα. Μια μηχανή με δύο νέους έρχεται από τη Δύση. Το κορίτσι έχει γείρει το κεφάλι του πάνω στο αγόρι, και σιγοτραγουδάει. Τα μακριά της μαλλιά ανεμίζουν. Δε φορούν κράνη. Μα ο αστυνομικός στο μπλόκο δεν τολμά να τους σταματήσει. Πώς αλλιώς;

Την παρακολουθούσε από την αρχή, αθέατος, από μακριά- ήξερε πως διορίστηκε, πως παντρεύτηκε, πως έκανε παιδί, παιδιά. Ήξερε ακόμα και πού δούλευε κάθε χρονιά, κι ας μην επεδίωξε ποτέ να τη συναντήσει, κι ας μην είχαν καν ποτέ μιλήσει στο τηλέφωνο, από Τότε. Λες όμως τελικά να είχε δίκιο η Φαιδρή Φίδη, που τού ‘λεγε με πίκα πως είναι ακόμα κολλημένος μ’ Εκείνη; Ποιος ξέρει. Τόσα χρόνια που πέρασαν αγάπησε πολλές. Μα δεν ερωτεύτηκε ξανά, ποτέ, καμμίαν άλλη.

Βροχερή νύχτα στην Πόλη. Το αμάξι παρκαρισμένο σ’ ένα απόμερο σημείο, με τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν. Τα τζάμια θολά από τη θέρμη τους. Το στέρεο παίζει ένα δίσκο που Εκείνος έγραψε ειδικά για Εκείνη. Αγκαλιάζονται. Φιλιούνται. Χαϊδεύονται. Κλαίνε. Πώς αλλιώς;

Το τηλέφωνο χτυπά. Δίνουν ραντεβού. Έρχεται αμίλητη, χλωμή. Αγκαλιάζονται. Φιλιούνται. Κλαίνε.

Κάνουν ολοκληρωτικό έρωτα, όπως τότε.

Τα μάτια της φρουμάζουν στη θέα του Μαχαιριού. Μεγάλο, σαφώς πάνω από τα όρια του Νόμου. Αστραφτερό. Παγωμένο. Θανατηφόρο.

«Μη φοβάσαι», της λέει. «Δεν είναι για σένα».

Αυλή στρατοπέδου. Ο Λοχίας εκπαιδεύει τους νεοσύλλεκτους, που είναι καθισμένοι γύρω γύρω,  στη χρήση της ξιφολόγχης. Τον διαλέγει για μοντέλο. Σηκώνεται όρθιος, κάνει δυό βήματα μπροστά,  και ο Λοχίας τον αγκαλιάζει  από πίσω, κι όπως τον έχει εκεί  ακινητοποιημένο,  με τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του, κάνει πως τού μπήγει την ξιφολόγχη: ανάποδα,, από μπροστά προς τα πίσω, από κάτω προς τα πάνω. «Κάτω από τα πλευρά πρέπει, με κατεύθυνση και φορά προς την καρδιά.» Πώς αλλιώς;

Εκείνη έχει φύγει. Για πάντα, πια. Η λάμα αστράφτει. Παγωμένη. Θανατηφόρα. Ανάποδη, από μπροστά προς τα πίσω, από κάτω προς τα πάνω, με κατεύθυνση και φορά προς την καρδιά.

Πώς αλλιώς;


<μ<