12 Ιαν 2014

Georges Bizet, Κάρμεν: "Habanera"



Έρωτα, άγριο πουλί
που δε σε δάμασε ποτέ κανείς
και κάθε κάλεσμα αγνοείς
αν δε γουστάρεις να δεχτείς!

Ούτε απειλές ή παρακάλια
ούτε γλυκόλογα, μόνο σιωπή
από αυτόν που προτιμώ
δεν λέει κουβέντα, αλλά τον ποθώ!

Έρωτα! Έρωτα! 
Έρωτα! Έρωτα!

Ο Έρωτας είναι Τσιγγάνος
νόμο δε γνώρισε ποτέ, ποτέ
αν δε με θες, εγώ σε θέλω
κι αν σε θελήσω, τότε πρόσεχε!

αν δε με θες, αν δε με θες εγώ σε θέλω
μ' αν σε θελήσω, αν σε θελήσω, 
πρόσεχε!

Το πουλί που νόμιζες δικό σου
πέταξε, έκανε φτερά
Είναι μακριά, περίμενέ το
Θα έρθει όταν δεν ελπίζεις πια!

Δίπλα σου είναι, κοίτα, πιάστο, πιάστο!
έρχεται, φεύγει, και ξαναγυρνά
λες πως τό’χεις, σού ξεφεύγει
λες να ξεφύγεις, σε κρατά!

Έρωτα! Έρωτα! 
Έρωτα! Έρωτα!

Ο Έρωτας είναι Τσιγγάνος
νόμο δε γνώρισε ποτέ, ποτέ
αν δε με θες, εγώ σε θέλω
κι αν σε θελήσω, τότε πρόσεχε!

αν δε με θες, αν δε με θες εγώ σε θέλω
μ' αν σε θελήσω, αν σε θελήσω, 
πρόσεχε!


Habanera του Georges Bizet από την όπερα "Κάρμεν"
μετάφραση Μίλτος Σαρηγιαννίδης 
με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος για τη μετάφραση αυτή

4 Ιαν 2014

"Να είσαι, ή να μην είσαι: αυτό είναι το ζήτημα."



Να είσαι, ή να μην είσαι: αυτό είναι το ζήτημα.
Αν είναι για το νου πιο αξιοπρεπές να υποφέρει 
τα βέλη και τις μαχαιριές της άγριας μοίρας,
ή να παίρνει τα όπλα, κόντρα σε μία θάλασσα αντιξοότητες,
και να τους βάζει τέρμα, πολεμώντας; Θάνατος. Ύπνος,
τίποτ’ άλλο- Και μ’ έναν μόνον ύπνο να λες πως τέρμα πιά
ο πόνος της καρδιάς και τα χιλιάδες πλήγματα,
κληρονομιά της σάρκας- να μια τελείωση
που αρμόζει της βαθιά να λαχταράς. Θάνατος, ύπνος,
ύπνος- ίσως, όνειρα: αχ, νά ΄την η παγίδα:
Γιατί σ’ αυτόν τον ύπνο του θανάτου, άραγε, τί όνειρα να‘ρθούν, 
Σαν θά ΄χεις πια αποτινάξει τούτο το θνητό κουβάρι;
Στάσου και σκέψου: Να μια άποψη
που κάνει τη μακροζωία να φαντάζει συμφορά.
Γιατί ποιός θ’ άντεχε τις  πίκρες και τις βουρδουλιές του χρόνου,
το άδικο του καταπιεστή, τη σκληρότητα της περηφάνιας,
τη μαχαιριά του απαξιωμένου έρωτα, την έπαρση του νόμου, 
την κατάχρηση της εξουσίας και τη χλεύη
της  συνετής της αρετής  απ’ τον ανάξιο, 
αν – λέει - μπορούσε μόνος του να εύρει τη γαλήνη
μ’ ένα γυμνό στιλέτο; Ποιός θα τ’άντεχε, τόσα βάσανα,
να βογγά και να ιδρώνει σε μια ζωή ταλαιπωρίας,
αν δεν υπήρχε ο τρόμος για κάτι μετά θάνατο,
για την ανεξερεύνητη τη χώρα, που απ’ τα σύνορά της
κανένας ταξιδιώτης δε γυρίζει-
ο τρόμος, που μπερδεύει τη βούλησή μας,
και μας κάνει ν’ ανεχόμαστε τα τόσα μας παθήματα,
αντί να φτερουγίσουμε προς άλλα, άγνωστά μας.
Έτσι, η επίγνωση μας κάνει όλους μας δειλούς.
Το υγιές το χρώμα της αποφασιστικότητας
μολύνεται από της σκέψης τη χλωμάδα
κι εγχειρήματα μεγάλης βαρύτητας κι ουσίας
μ’ αυτήν την έγνοια, λοξεύουν την ορμή τους
και χάνουνε το όνομα της δράσης.


***
William Shakespeare, Hamlet
μετάφραση <μ< (c)