28 Απρ 2012

οσΜή ΚαταιΓίδας






τί πουλάς, τι ζητάς, δε μπορώ, δεν κατέχω 
δε μπορώ ν’ αποκτήσω 
πράγματα, τόπους
ανθρώπους, στιγμές 

κι ό,τι έχω δικό μου, δυό μάτια, δυό χέρια, 
μια μνήμη, λίγη αγάπη, 
μια φωνή, θάρθει στιγμή 
που θα τα δώσω πίσω 


<μ<

26 Απρ 2012

αποΡίΑ


Γιατί να είσαι Θάλασσα κι εγώ μικρό καράβι 
να μπαίνω στα λιμάνια σου
 και να μού σπάνε οι κάβοι 

<μ<

23 Απρ 2012

ΊμεΡος και ΛιβιΔώ 3.01π.μ.


αφιερωμένο

Απόψε ο Ίμερός μου δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογυρνούσε κι ίδρωνε και μού κοπανούσε την καρδιά, δυνατά, από μέσα- "τακ τακ, τακ τακ", πλημμύριζε τον καυλό μου ορμητικά ματωμένα κύματα,  αφιόνιζε το μυαλό μου με λάγνα, ίμερα ψέμματα. 


Ξέφυγε ξαφνικά από το ιδρωμένο, αναστατωμένο μου κορμί, και πέταξε σε σένα- αρπάχτηκε από τα μακρυά σου μυρωμένα μαλλιά, γλύστρησε σαν σαλιγκαράκι στ'αυτάκια σου, πιπίλισε ένα έναν τους λοβούς, χάιδεψε απαλά τα μάγουλά σου, φίλησε, ρούφηξε και δάγκωσε τα χείλη σου. Μπήκε στο στόμα σου, εξερεύνησε την οδοντοστοιχία σου, αναμετρήθηκε με τη γλώσσα σου και τά'χασε- έτρεξε να κρυφτεί στο λακάκι του λαιμού σου, πριν καταλήξει να πιπιλά και να ρουφά τις σκληρές ρόδινές σου ρώγες. Στριφογύρισε ύστερα γύρω από τον αφαλό σου, πριν κατηφορίσει προς το επίκεντρο του σεισμού. Φίλησε και δάγκωσε απαλά το εσωτερικό των μηρών σου, έγλειψε και ρούφηξε τα μεγάλα σου χείλη, ύστερα τα μικρά, μετά την κλειτορίδα σου- στάθηκε ώρα εκεί, πριν τρυπώσει στην υγρή και ζεστή σου Λιβιδώ. 


Μέσα και έξω. Ξανά και ξανά. Στην αρχή αργά και απαλά. Μετά δυνατά, πιό δυνατά. Και πιο γρήγορα.  Μετά πάλι αργά και απαλά. Κι ακόμα πιό δυνατά, κι ακόμα πιό γρήγορα. Ως το ηχηρό κι αστραδενό το Τέλος. Και μετά πάλι απ' την αρχή, και πάλι, και ξανά, και ξανά. 

Κι ύστερα, μεθυσμένος από την ηδονή, εξαϋλωμένος από τη μέθειξη, παρανάλωμα της ίδιας του της ορμής,

σε πήρε στην αγκαλιά του

κι αποκοιμήθηκε


<μ<
photo by Imogen Cunningham

19 Απρ 2012

το προΠατοριΚό άΧ


Θέλω ουρανό
Θέλω νά 'μαι φως

Κι είμαι, άχ, πηλός
χώμα και νερό


<μ<
19-4-2012

18 Απρ 2012

έΒρεξε ποΛύ απόΨε




Έβρεξε πολύ απόψε
κι ήμουνα στο Δρόμο
έβρεξε πολύ απόψε
κι ήμουν Μοναχός

και για σένα λαχταρούσα
την εικόνα σου φυλούσα
στη στεγνή ψυχή
και τη Λύπη κουβαλούσα
και για σένα, άχ, ρωτούσα
τη Βροχή



Έβρεξε πολύ απόψε
κι ήμουνα στο Δρόμο
έβρεξε πολύ απόψε
κι ήμουνα Γυμνός

και για σένα τραγουδούσα
κι ήσουν κείνο που ζητούσα
κι είσαι Μακρινή


<μ<

Αντίο Δημήτρη Μητροπάνο



Όλο κ φτωχότεροι... όλο και πιο λίγοι. Κανείς από τους Μεγάλους που σβήνουν δεν αντικαθίσταται από κάποιον έστω και κάπως ισάξιό του. Το ζεϊμπέκικο και το γνήσιο λαϊκό τραγούδι, πέθαναν χτες μαζι με το Δημήτρη Μητροπάνο. Βαριά κουβέντα, αληθινή, που πολύ θά τό' θελα να διαψευστεί, μα...

Η σκοτειΝή ΘάλαΣΣα



και παραδόθηκα στην αγκαλιά σου
μόνος, γυμνός, απελπισμένος
κι εσύ με τύλιξες στον έρωτά σου
Νύχτα


<μ<

photo by  healzo @ deviantart (edited)

16 Απρ 2012

τΟ πΡωϊνό


Έβαλε τον καφέ
στο φλυτζάνι
έβαλε γάλα
στο φλυτζάνι του καφέ
έβαλε ζάχαρη
στον καφέ au lait
με το κουταλάκι
ανακάτεψε
ήπιε τον καφέ au lait
κι άφησε κάτω το φλυτζάνι
χωρίς να μού μιλήσει


Άναψε
τσιγάρο
έκανε δαχτυλίδια
με τον καπνό
έριξε τις στάχτες
στο σταχτοδοχείο
χωρίς να μού μιλήσει
χωρίς να με κοιτάξει

Σηκώθηκε
φόρεσε
το καπέλο του
φόρεσε το αδιάβροχό του
γιατί έβρεχε
κι έφυγε
μέσα στη βροχή
χωρίς κουβέντα
χωρίς να με κοιτάξει


Κι εγώ έβαλα
το κεφάλι μέσα στα χέρια
κι έκλαψα



Ζακ Πρεβέρ (1900-1977)
Μετάφραση Μίλτος Σαρηγιαννίδης Θαλασσινός 2012



∅ (U+2205)


Σ’ έψαχνα στ’ όνειρό μου- ήσουν πουθενά
έψαξα πουθενά- βρήκα τίποτα


<μ<

ΤρώΕς



Ρουφάς το Αίμα από μέσ’ απ’ την καρδιά τους
εισβάλλεις και τσαλαπατάς τα Όνειρά τους
αδιαμαρτύρητα- αφού δεν έχουν, πίσω, πιά,
Πατρίδα

<μ<
Πάσχα 2012
[χαρακτικό του Γιάννη Μόραλη]

13 Απρ 2012

ΕλεύΘεΡος

              

              Ελεύθερος πεινάς
              Ελεύθερος πονάς           τον εαυτό σου
              Ελεύθερος γεννάς


<μ<
13-4-2012

3 Απρ 2012

θέλΩ να γίΝω σαΝ αυτούΣ



Θέλω να γίνω σαν αυτούς. Θέλω να γίνω σαν αυτούς, μ' ακούς, Βάτσλαβ- γιατί δεν υπάρχουν Ουρανοί με Χερουβείμ, να μ’ ανταμείψουν -λέει - κάποτε που δεν υπήρξα σαν αυτούς. Και η ζωή είναι μικρή, Βάτσλαβ- πριν προλάβεις να μισήσεις την Πρώτη σου Αγάπη, έχεις ήδη αρχίσει ν’ αγαπάς τον Τελευταίο σου Φόβο. Και η ζωή είναι πολύ λίγη, Βάτσλαβ, δεν φτάνει για όλους, κι οι Άρπαγες καταβροχθίζουν πολύ περισσότερη ζωή από τους Αμνούς. Γι αυτό σού λέω. Δε θέλω άλλο να είμαι Ηλίθιος. Θέλω να γίνω σαν αυτούς, μ’ ακούς;

Είναι όμως κι εκείνος ο παλιόγερος, ο συφοριασμένος, ο εξόριστος της Σιβηρίας, ο γραφιάς του τρύπιου καπικιού, που όποτε το παίρνω απόφαση, με κοιτάζει μ’ εκείνο το σιχαμερό, ανατολίτικό του βλέμμα, με τα πεταχτά του τα ζυγωματικά τα σαν του ξασπρισμένου στο κύμα σκελετού, με τα μακριά, αηδιαστικά, ακατάστατά του γένια να πετάγονται ολόγυρα σαν φλόγες της Κόλασης: «Και αν λοιπόν γίνεις κι εσύ σαν αυτούς, τότε ποιός θα τον σώσει τον Κόσμο;»- είναι σα να με ρωτάει, με τη βαριά σλάβική του προφορά.

«Στο διάολο κι ο Κόσμος σου κι η σωτηρία του» θέλω τότε να του απαντήσω, γιατί κανένας ποτέ δεν σώθηκε σ’ αυτόν τον Κόσμο, Βάτσλαβ, κανένας, ποτέ, μόνο πόνος και σκληρότητα, λίγη Αγάπη πού και πού, και λίγη, πολύ λίγη, Ομορφιά. Μα δε μπορώ, Βάτσλαβ. Φταίει το ανώμαλο το κύτταρό μου; Φταίει η υποξία κατά τον τοκετό μου; Φταίει η μάνα μου η τρελλή; Φταίνε «τα τραγούδια που με πήραν απ’ το χέρι, κάτι στιχάκια σαλεμένων εραστών;» Φταίνε οι Δάσκαλοί μου, που μού γέμισαν το κεφάλι με κουραφέξαλα; Πάντως δε μπορώ. Βάτσλαβ, να τού αντιμιλήσω.

Κι έτσι σκύβω το κεφάλι ντοπιασμένος, και συναινώ ξανά στη Σταύρωσή μου- κι εκείνος ο σαδιστής ευφραίνεται λίγο. Δε χαμογελάει βέβαια, ποτέ του δε χαμογελάει, δεν ξέρω αν έχει χαμογελάσει ποτέ, στη ζωή του και στην ανυπαρξία του- μα το ξέρω πως γλυκαίνεται λίγο η σακατεμένη Ψυχή του, εκεί, στον γρανιτένιο του τάφο της Αμαρτωλής του Πετρούπολης. Κι εγώ αναθαρρώ, και σηκώνω και πάλι το κεφάλι ψηλά, και να, συνεχίζω να μην θέλω να είμαι σαν αυτούς, προσπαθώ να μην είμαι σαν αυτούς, και – ναι, Βάτσλαβ- δες με, κάπου κάπου, τα καταφέρνω!

<μ<
3/4/2012

σσ1 «Η Ομορφιά θα σώσει τον Κόσμο» Φ.Ντοστογιέφκι, «Ο Ηλίθιος»
σσ2 «Δεν είμαστε σαν αυτούς, ας μην είμαστε λοιπόν σαν αυτούς» Βάτσλαβ Χάβελ