Ξαναδιάβασα πρόσφατα το συγκλονιστικό "Νούμερο 31328" του Ηλία Βενέζη, και με επηρέασε και πάλι πάρα πολύ, μού χάλασε τη διάθεση για μέρες. Σήμερα λοιπόν που τιμούμε τη μνήμη των 350.000 θυμάτων της Γενοκτονίας των Ποντίων, σκέφτομαι πως δεν καταλαβαίνω τον λόγο που πρέπει να τιμούμε τη μνήμη τους χωριστά από τους υπόλοιπους Έλληνες της Μικρασίας που εξολοθρεύτηκαν μαζικά, σε ανεξέλεγκτες σφαγές αμάχων και στα περίφημα Τάγματα Εργασίας, που ήταν στην πραγματικότητα Τάγματα Θανάτου. Συνολικά πάνω από ένα εκατομμύριο ψυχές. Αν σε αυτούς προσθέσουμε το ενάμισι εκατομμύριο των Αρμενίων και τους Ασσύριους, έχουμε μιαν ανθρώπινη τραγωδία τεραστίων διαστάσεων. Τί σημασία έχει αν τα θύματα ήταν Έλληνες, πόντιοι ή μικρασιάτες, Ασσύριοι, ή Αρμένιοι; Γιατί να χωρίζουμε τα θύματα της θηριωδίας με βάση την εθνικότητά τους;;;;
Το κομμάτι που ακούσατε το έγραψα σήμερα, το ηχογράφησα πολύ πρόχειρα, και το ονόμασα "Μνήμη".
Το αφιερώνω σε όλα τα θύματα του Τουρκικού Εθνικισμού.
Σχετικά με τη γενοκτονία των Ελλήνων ποντίων:
..Το 1916 άρχισε η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο με 350.000 νεκρούς ως το 1924, ενώ στις περιοχές τους δεν έγινε ποτέ πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Εκτελεστές του σχεδίου εξοντώσεως των Ποντίων ήταν αρχικά τα στελέχη των Ιττπιχάτ: Ενβέρ, Ταλαάτ Πασάς και Τζεμάλ Πασάς και μετέπειτα ο πιστός φίλος και συνεργάτης του Κεμάλ Τοπάλ Οσάλ . Ιδίως με το λεγόμενο Σεφερπεγλίκ το 1914, επιστρατεύεται και όλος ο άρρενες, μη μουσουλμανικός πληθυσμός του Πόντου και κυρίως ΄Ελληνες και Αρμένιοι που στέλνονται στα τάγματα και εκεί πεθαίνουν από την πείνα δίψα και τις κακουχίες. Οι μη καταταγέντες απαγχονίζονται.
Διατάσσεται η εκτόπιση από πόλεις και χωριά χιλιάδων γυναικόπαιδων και η εξορία τους σε άγνωστους τόπους, ακόμη και η εκκένωση ολόκληρων πόλεων. Οι αποστολές αυτές εννέα και πλέον τον αριθμό γυναικόπαιδων (σεφκιάτ) οδηγούνται μέσα σε παγετώνες κάτω από φρικιαστικές συνθήκες από τόπο σε τόπο, επιβιώνοντας ελάχιστοι από αυτούς από τις κακουχίες, τους βιασμούς και επιθέσεις των Τούρκων. Οι οργανωμένες και αυθόρμητες βιαιότητες, οι βιασμοί και οι δολοφονίες με μεγάλη βαρβαρότητα ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Πληθυσμοί ολόκληρων πόλεων και χωριών, όπως της Πάφρας, της Τριπόλεως, της Σάντας κ.α. ξεκληρίζονται ολοκληρωτικά. Εκτελούνται άρχοντες (πρόκριτοι),βουλευτές, δημοσιογράφοι, καθηγητές, δάσκαλοι, ακόμα και μαθητές γυμνασίων και κληρικοί, πυρπολούνται πόλεις και χωριά και γίνονται ομαδικές σφαγές, πολιορκούνται και λεηλατούνται μοναστήρια και εκκλησίες. Υπήρχε η εφαρμογή πολιτικής βίας ενάντια στις γυναίκες, την αρπαγή γυναικών και τον εγκλεισμό σε χαρέμια των τούρκων, βίαιο εξισλαμισμό, μαζικούς βιασμούς και μαζικές εγκυμοσύνες.
Είχαμε σφαγή εγκύων γυναικών, αρπαγή παιδιών, βρεφών από τις τουρκικές οικογένειες. Είχαμε μαζική διακόρευση κοριτσιών ηλικίας από 6 ως 1Ο ετών, τη σφαγή μικρών παιδιών. Το σύνολο των θυμάτων της γενοκτονίας υπολογίζεται σε 3ΟΟ.ΟΟΟ - 35Ο.ΟΟΟ περίπου.
...
...
Οι ΄Ελληνες στη Μικρά Ασία ( Πόντο, Ιωνία και Καππαδοκία ) και στην Ανατολική Θράκη με βάση τις οθωμανικές στατιστικές ήταν 2.601.312 πριν από το 1914 , τη στιγμή που ο συνολικός πληθυσμός μόλις που πλησίαζε τα 9.5 εκατομμύρια. Η επόμενη καταμέτρησή τους έγινε στην Ελλάδα το 1928, ως προσφύγων αυτή τη φορά, και βρέθηκαν να είναι 1.221.849...
Κωνσταντίνος Σ. Ναλμπάντης, "Η γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού"
Να’(μουν) σαν εσάς ψηλά ραχιά
πάντα χλωροφοράτε
Διαβαίν’νε χρόνια και καιροί
Καμμίαν (ποτέ σας) κι (δε) γερνάτε
Να έμ’ πουλίν και πέταγα
Να εμ αητός κι επαίγνα (πήγαινα)
Κι επαίγνα στα ραχία μου
Που κλαιν ορφανεμένα
Θα σύρω το τουφέκι μου
Α’τά ξαν(ά)’ θα βουίζ(ου)’νε (για να ξαναβουίξουν)
Για να θερρούν (θαρρούν) εκλώσταμε (γυρίσαμε)
Και ξαν’ να πρασινίζ’νε
Ποντιακό τραγούδι της Προσφυγιάς
Είμαι από τρελλή γενιά.
Ένας από τους τρελλούς προγόνους, μου, ήταν ο Ξανθόγιαννες, ο προπάππος μου από τα Κοτύωρα του Πόντου (Ορντού – Ordu - στα τουρκικά). Η παραθαλάσσια αυτή πολιτεία ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα πριν το Χριστό από Αθηναίους αποίκους. Αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην «Κάθοδο των Μυρίων», ήταν η μόνη ελληνική αποικία των παραλίων του Ευξείνου που τούς υποδέχτηκε σχετικά φιλικά.
Ο Ξανθόγιαννες ήταν ναυτικός και έμπορος, καπετάνιος έλεγε ο παππούς μου, αλλά μπορεί να τα φούσκωνε και λίγο, άλλωστε ήταν πολύ μικρό παιδάκι όταν τον είδε τελευταία φορά. Ταξίδευε με το καράβι του σ’όλην την Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό, στη Βάρνα, κι ακόμα παραπέρα, φτάνοντας μέχρι και τη Μασσαλία. Εμπορευόταν τα προϊόντα του Πόντου, φουντούκια (φουντούκι = «ποντικόν κάρυον» ) από τα εύφορα παρχάρια (λιβάδια), κεράσια της Κερασούντας, ασήμι από την Αργυρούπολη, τα ξακουστά ποντιακά καπνά…
Όταν γύριζε στο σπίτι του, ανάμεσα σε δυό ταξίδια, έριχνε λέει πάνω στο τραπέζι ένα σωρό από λίρες κάθε φορά, για να παίξουν τα παιδιά. Η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου γελούσε όταν τ’άκουγε αυτά, αλλά τέλος πάντων σίγουρα δεν ήτανε φτωχοί. Κι ακόμα πιο σίγουρα, κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Ξανθόγιαννες, έσπερνε κι από ένα παιδί στην κυρά του τη Συμέλα, με αποτέλεσμα η οικογένεια να αυξάνεται και να πληθύνεται. Όταν ήρθε η ώρα του χαλασμού, είχαν εφτά παιδιά. Μεταξύ τους και ο παππούς μου ο Μιλτιάδης…
Ζούσαν οι πρόγονοί μου ειρηνικά και ευτυχισμένα, σε αρμονική συνύπαρξη με τους υπόλοιπους λαούς του όμορφου Πόντου, με τα άγρια καταπράσινα βουνά, που υψώνονται απόκρημνα κι απότομα δίπλα στη θάλασσα. Τη Μαύρη Θάλασσα, που για να την κατευνάσουν οι αρχαίοι ναυτικοί την βάφτισαν «Εύξεινη», ενώ ήταν άγρια και άξενη…
Άλλα είχε όμως γραμμένα η Μοίρα. Η φωτιά των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου, και της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ακολούθησε, δεν θα άφηνε ανέγγιχτο ούτε τον μακρινό Πόντο.
Ο Κεμάλ Ατατούρκ με τον Γερμανό στρατηγό Λήμαν φον Σάντερς,
(συν)εμπνευστή της γενοκτονίας του μικρασιατικού Ελληνισμού
(φωτογραφία από το blog "Πόντος και αριστερά")
Το σχέδιο της γενοκτονίας ήταν καλά μελετημένο από Γερμανούς αξιωματικούς, με επικεφαλής τους αρχηγούς της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στη σύμμαχο Τουρκία, στρατηγούς
Λίμαν Φον Σάντερς (Liman Von Sanders) και
Κόλμαρ Φον Ντερ Γκότς (Colmar Von Der Gotz). Σε αγαστή συνεργασία βέβαια με τους Νεότουρκους, και με ιδεολογικό υπόβαθρο τον ακραίο τουρκικό εθνικισμό. Αποφασίστηκε η νέα τουρκική πατρίδα που θα γεννιόταν από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να απαλλαχτεί με κάθε τρόπο από τις αλλόθρησκες μειονότητες.
Ένα από τα βασικά στελέχη των Νεότουρκων ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), γεννημένος στην ήδη χαμένη για τους Τούρκους Θεσσαλονίκη.
Η επιτυχημένη πρόβα τζενεράλε είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα, με την τρομακτική γενοκτονία των Αρμενίων. Τα θύματα της υπολογίζονται σε
ενάμισι εκατομμύριο ψυχές.
Είχε έρθει πιά η σειρά και των Ελλήνων του Πόντου. Ο συνολικός αριθμός τους πριν την καταστροφή εκτιμάται σε περίπου ένα εκατομμύριο,
από τους οποίους εξοντώθηκαν κάπου 352.000, δηλαδή ένας στους τρεις ανθρώπους. Γι'αυτό και γίνεται λόγος για Γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων.
Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε στο Δυτικό πόντο, στις περιοχές της Κερασούντας και της Αμισού (Σαμψούντα). Στον Ανατολικό Πόντο, τα πράγματα ήταν πιο συγκρατημένα γιατί η περιοχή ως και την Τραπεζούντα ήταν ως το τέλος του 1917 υπό Ρωσική κατοχή και προστασία. Τα πράγματα άλλαξαν κι εκεί ραγδαία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, που ανάγκασε τα Τσαρικά στρατεύματα να εκκενώσουν τάχιστα τον Πόντο. Και πάλι όμως, τον πιο βαρύ φόρο αίματος τον πλήρωσε ο Δυτικός Πόντος, όπου γράφτηκαν από τους Νεότουρκους μερικές από τις πιο μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, με θύματα αυτήν την φορά τους Έλληνες του Πόντου.
Στην αρχή πήραν τους άντρες. Τους έστειλαν, στα βάθη της Μικρασίας, στα περίφημα Τάγματα Εργασίας, τους περισσότερους χωρίς επιστροφή, αφού πρώτα «εκκαθάρισαν» τους πιο ατίθασους. Ανάμεσά τους ο μεγάλος αδερφός του παππού μου, ο Χαράλαμπος, δεκαεφτά χρονών παλικαράκι. Ο Χαράλαμπος ήταν από τα πρώτα θύματα των ανθρωπόμορφων τεράτων του αρχισφαγέα Τοπάλ Οσμάν. Τον έριξαν μέσα σ' ένα λάκκο με ασβέστη, όπου κάηκε ζωντανός.
Ο προπάππος μου, η τρελλή και απροσκύνητή μου φλέβα, έλειπε σε ταξίδι όταν άρχισαν οι διωγμοί. Επιστρέφοντας διέφυγε στα απότομα βουνά του Πόντου, όπου συνάντησε τα υπόλοιπα παληκάρια που είχαν περάσει στην παρανομία, και έδρασε σαν αντάρτης για άγνωστο διάστημα. Από εκεί, τα ίχνη του χάθηκαν για πάντα. Το μόνο που απέμεινε από αυτόν, ήταν ένα τραγούδι, που άκουσε ο πατέρας μου να το τραγουδάει ένας γέρος Τούρκος Πόντιος στην Κωνσταντινούπολη, πολλά χρόνια μετά… Έλεγε κάτι σαν…
Έστησε παγίδα ο Ιμάμης στον Ξανθόγιαννο
και στον Καράχατζη τον Αρμένη
Στο σπίτι του μέσα τους έβαλε, και τους πρόδωσε
Αλλά αυτοί το αντιλήφθηκαν, κι αντιστάθηκαν
Πολέμησαν σαν λιοντάρια, και ξέφυγαν στα βουνά
Αφού χύθηκε πολύ αίμα
Η υπόλοιπη οικογένεια πήρε τον δρόμο της εξορίας, μαζί με όλους τους Έλληνες των Κοτυώρων και του υπόλοιπου Δυτικού Πόντου, της Πάφρας, της Κασταμονής, του Αλάτσαμ, της Αμισού, της Αμάσειας, της Φάτσας, της Σινώπης, της Οινόης. Γυναίκες, μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, πήραν πεζοί τον δρόμο της εκτόπισης, ουσιαστικά τον δρόμο του θανάτου, μέσα στο δριμύ ψύχος του ποντιακού χειμώνα του 1916-17, στα απότομα βουνά, με κατεύθυνση την Νεοκαισάρεια (Niksar) στο εσωτερικό της Μικρασίας. Λίγοι έφτασαν ως εκεί, κι ακόμα λιγότεροι γύρισαν πίσω. Κάποιους τους έκαιγαν όλους μαζί, αφού τους έκλειναν μέσα σε εκκλησιές. Οι περισσότεροι όμως εξοντώθηκαν σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά "πολιτισμένα" πρότυπα του Στρατηγού Φον Γκότς, από το κρύο, τις κακουχίες, τις αρρώστιες, την πείνα.
Η Σοφία, η μεγάλη αδερφή του παππού μου, ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι δεκαέξι χρονών, άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από ένα δέντρο, στην μέση του τίποτα. Ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, που ήταν τότε πέντε χρονών, θυμόταν να την τραβάει από το μανίκι όταν οι Τσέτες (άτακτοι στρατιώτες) έδωσαν το σύνθημα της αναχώρησης. Αλλά αυτή δεν μπορούσε πιά να ακολουθήσει. Το κορίτσι που έκαιγε τις καρδιές όλων των ανδρών της μικρής της πόλης, ήταν νεκρό…
Η μητέρα τους η Συμέλα, η Ευρώπη, 4-5 χρονών, και ο Ευριπίδης, μωρό στην κούνια, άφησαν επίσης την τελευταία τους πνοή στον δρόμο, από την πείνα, την εξάντληση, και τις κακουχίες. Από ολόκληρη την οικογένεια επέζησαν μόνο ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, και οι δυό του αδερφές, η Περιστέρα, 13 χρονών, και η Ωραία, 12.
Την Περιστέρα και την Ωραία τις περιμάζεψε κάποια στιγμή ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, που τις μετέφερε στην Αθήνα, όπου τις ξανασυνάντησε ο παππούς μου πολύ αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’30. Ο Μιλτιάδης, πέντε χρονών παιδάκι, ρακένδυτος, πετσί και κόκκαλο, με σκουληκιασμένο δέρμα, βρέθηκε μόνος και πεντάρφανος στη Νεοκαισάρεια, μαζί με κάποιους άλλους επιζήσαντες από τους εκτοπισμένους, που ήταν εξίσου εξαθλιωμένοι.
Θα χάνονταν έτσι χωρίς κανένα ίχνος, αλλά η Μοίρα δεν ήθελε να σβήσει η Τρελλή μου γενιά…
Αναγνώρισε κάποια στιγμή έναν θείο του, τον Μωυσή, άντρα της αδερφής του Ξανθόγιαννη. Τον άρπαξε από το μανίκι με το χεράκι του. «Θείε Μωυσή, θείε Μωυσή» τού έλεγε, με την σβησμένη του φωνούλα. Πού να ακούσει ο Μωυσής, τον απέδιωνχνε, αλλά βλέποντας την επιμονή του παιδιού, έσκυψε ν’ακούσει καλύτερα τον ξεψυχισμένο ψίθυρο. Κι άκουσε τ' όνομά του, κι αναγνώρισε το αγνώριστο παιδάκι. «Δόξα τω θεώ, είπε κλαίγοντας, ο Μιλτιάδης εν! Σώθηκε η γενιά του Ξανθόγιαννη…»
Ο Μιλτιάδης ήρθε στην Ελλάδα, και ρίζωσε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με την γεωργία και με την κτηνοτροφία, στα τέως τούρκικα χωράφια που του παραχωρήθηκαν, και παντρεύτηκε την γιαγιά μου, επίσης πρόσφυγα, από την περιοχή της Νικομήδειας ( κοντά στην Κωνσταντινούπολη). Ήταν γενικά πολύ φιλομαθής, από τους ελάχιστους αγρότες που μιλούσαν τότε Γαλλικά, που τα έμαθε μόνος του από μια μέθοδο… Διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Άνθρωπος φιλήσυχος, ειρηνικός, ποτέ δεν άκουσα από το στόμα του να κατηγορεί τους Τούρκους, και πολύ σπάνια διηγούνταν την ιστορία που σας αφηγήθηκα. Ούτε που φανταζόμουν, παιδάκι εγώ, το τί τράβηξε αυτός και η οικογένειά του. Την ιστορία του, που την είχα ακούσει πολύ αποσπασματικά από τον ίδιο, την συμπλήρωσα μέσω πληροφοριών που πήρα από τον πατέρα μου, και από κάποιες γραπτές σημειώσεις του ίδιου του Παππού.
Ο Μιλτιάδης απέκτησε πέντε παιδιά, τα σπούδασε σχεδόν όλα, τα είδε να προκόβουν, απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα, και πέθανε το 1982.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, αυτόν, και τους αδικοχαμένους του γονείς και αδέρφια, και όλα τα 352.000 θύματα της Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, όπως και όλα τα θύματα της θηριωδίας του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο .
Εν είδει μνημοσύνου, παραθέτω το τραγούδι «Εκάεν και το Τσάμπασι», που ήταν το ένα από τα δυό πιο Αγαπημένα του παππού μου. Το πρώτο είναι αυτό με το οποίο άρχισα το άρθρο μου. Το Τσάμπασι ήταν ορεινό θέρετρο των Κοτυώρων (Ορντού), κάτι σαν το Πανόραμα και το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης.
Εκάεν και το Τσάμπασιν
Κι επέμναν (απόμειναν) τα ντουβάρεα γιαρ γιαρ αμάν
Και ερούξαν (τρέξαν) σο χουρντάρεμαν (να το σώσουν)
Τσ’ Ορτούς τα παλληκάρεα οϊ οϊ αμάν ( τα παληκάρια, μάλλον οι αντάρτες)
Βάι εκάεν κι εμανίεν (καρβουνιάστηκε), τσ’ Ορτούς το Παρχάρ (λιβάδι, ορεινός βοσκότοπος)
Εκεί άλλο δεν κι’ επέμνεν (απέμεινε)
Μοναχόν σ’αχτάρ (σταχτάρι, στάχτη)
Εκάεν και το Τσάμπασιν
Γιαβρούμ (ψυχή μου) τιδέν κι επέμνεν (τίποτα δεν έμεινε)
Ραχιά και λειβαδότοπα
Άλλο χορτάρ κι φέρνε (δεν φυτρώνει πιά)
Τρανόν γιαγκ’ν (φωτιά) σο Τσάμπασιν
Σπίτια κι θ’απομένεν (δεν θα μείνει ούτ’ ένα σπίτι) γιαρ γιαρ αμάν
Μικροί τρανοί, φτωχοί ζεγκίν (πλούσιοι)
Ολ’ κάθουνταν και κλαίνε οϊ οϊ αμάν
Κλαιν τη θεού τα πουλόπα (τα πουλάκια του θεού)
Κλαιν τα πεγαδομάτεα (τα «μάτια», οι τρύπες των πηγαδιών) γιαρ γιαρ αμάν
Κλαίει το Τσαμπλούκ, το Καρακιόλ (οικισμοί της περιοχής)
Κλαίν τ' έμορφα τ' ελάτια, γιαρ γιαρ αμάν…
Είθε η Ανθρωπότητα να μην ξαναζήσει ποτέ παρόμοιες θηριωδίες.
Μιλτιάδης – Μαύρος Γάτος
19 Μαΐου 2006
19 Μαΐου 2007