9 Φεβ 2008

ΡάΣΟΜΟΝ (ΗΘΙΚή ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡίΑ ΣΤΟΥΣ έΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟύΣ - ΕΠΙΜύΘΙΟ)


ΡάΣΟ-ΜΟΝ, 羅生門
(Ryunosuke Akutagawa, 1915)
(αποσπάσματα)

Μια μέρα, κοντά στο ηλιοβασίλεμα, ένας συνηθισμένος άνθρωπος στεκόταν κάτω από τις φαρδιές μαρκίζες της Πύλης Ράσο, περιμένοντας να κοπάσει η βροχή.

Εδώ και χρόνια, η πόλη του Κιότο χτυπιόταν από απανωτές συμφορές - σεισμούς, λοιμούς, τυφώνες, πυρκαγιές, επιδημίες, πείνα. Η άλλοτε ακμαία πρωτεύουσα είχε καταστραφεί πέρα από κάθε φαντασία. Τα χρονικά αναφέρουν ότι τ' αγάλματα του Βούδα και οι βωμοί είχαν γίνει κομμάτια, που κείτονταν σε σωρούς στην άκρη του δρόμου, σαν καυσόξυλα, με φανερά ακόμα τα σημάδια από την ακριβή λάκα κι από τα φύλλα χρυσού.

Με τόσα δεινά να βαραίνουν την πρωτεύουσα, κανείς δεν ασχολούνταν πιά με την συντήρηση της Ράσομον. Αλεπούδες και κουνάβια φώλιαζαν εκεί, κλέφτες την χρησιμοποιούσαν για κρυσφήγετο. Κάποτε άρχισαν να φέρνουν και να εγκαταλείπουν εκεί τ' αζήτητα πτώματα, κι έτσι ο κόσμος απέφευγε να πλησιάσει την Ράσομον μετά τη δύση του ήλιου, από φόβο.

Όπως είπα, το Κιότο είχε υποστεί τότε πρωτοφανείς συμφορές. Μιά ελάχιστη συνέπεια αυτών των συμφορών ήταν ότι ο συνηθισμένος άνθρωπος είχε απολυθεί από τον αφέντη που είχε υπηρετήσει πιστά επί πολλά χρόνια. Θα ήταν λοιπόν καλύτερα να έλεγα στην αρχή "ένας συνηθισμένος άνθρωπος αναγκάστηκε να ζητήσει καταφύγιο από τη βροχή στην Πύλη Ράσο, γιατί δεν είχε πουθενά να πάει και βρισκόταν σε απόγνωση".

Ήταν αδύνατον να ξεφύγει από αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση με τίμια μέσα. Αν προσπαθούσε, θα κατέληγε να πεθάνει από πείνα, ακουμπισμένος σε κάποιον φράχτη, στη μέση του δρόμου. Μετά θα έφερναν το πτώμα του εδώ στην πύλη Ράσο, και θα το πετούσαν σαν ψόφιο σκυλί.

Αν κατέφευγε σε κάποια άλλα μέσα- η σκέψη του συνηθισμένου ανθρώπου σταμάτησε και πάλι σ' αυτό το σημείο, αφού διέτρεξε τους ίδιους συνειρμούς, όπως είχε ήδη κάνει αμέτρητες φορές. Αυτό το "αν", εξακολουθούσε να παραμένει "αν". Δε μπορούσε ν' αρνηθεί το γεγονός πως προκειμένου να επιζήσει ήταν υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο, αλλά δεν είχε και το κουράγιο να καταλήξει στο προφανές συμπέρασμα- πως έπρεπε να γίνει κλέφτης.
(...)
Αρκετή ώρα αργότερα, στα μεσαία σκαλοπάτια της φαρδιάς σκάλας που οδηγούσε στον κεντρική αίθουσα του Πύργου της Ράσομον, ο μοναχικός άντρας, μαζεμένος σαν γάτα, αφουγκράζονταν κάτι προσεκτικά, κρατώντας την ανάσα του. Ένα φως, που προέρχονταν από τον θάλαμο στην κορυφή της σκάλας, φώτιζε αχνά το δεξί του μάγουλο, όπου ανάμεσα στ' αραιά του γένια διακρίνονταν ένα μεγάλο κόκκινο σπυρί. Ο συνηθισμένος άνθρωπος είχε υποθέσει ότι στην αίθουσα του Πύργου θα υπήρχαν μόνο εγκατελειμμένα πτώματα. Όταν όμως σκαρφάλωσε δυό τρία σκαλοπάτια, ανακάλυψε με έκπληξη ότι κάποιος είχε ανάψει έναν δαυλό εκεί πάνω, και τον μετακινούσε πέρα δώθε.
(...)
Ο συνηθισμένος άνθρωπος είδε τελικά το πλάσμα που κουκούβιζε ανάμεσα στα πτώματα. Ήταν μια γριά, κοντή κι αδύνατη σαν μαϊμού, ένα ασπρομάλλικο χούφταλο. Κρατούσε στο δεξί ένα αναμμένο κλαδί πεύκου, και με το άλλο της χέρι περιεργαζόταν το πρόσωπο ενός πτώματος με πολύ μακριά μαλλιά- ήταν σίγουρα το πτώμα κάποιας γυναίκας.
Τού συνηθισμένου ανθρώπου τού κόπηκε για λίγο η ανάσα, από φόβο κι από περιέργεια. Ένιωσε τις τρίχες της κεφαλής του να ορθώνονται. Η γριά έμπηξε τον δαυλό ανάμεσα στα σανίδια του πατώματος, και με τα δυό της χέρια άρχισε να ξεριζώνει τα μαλλιά του πτώματος, τούφα τούφα, σαν τη μαϊμού που ξεψειρίζει το τρίχωμα του παιδιού της. Τα μαλλιά φαίνονταν να βγαίνουν χωρίς αντίσταση.

Την ώρα που εκείνη ξερίζωνε τα μαλλιά τούφα τούφα, ο φόβος του συνηθισμένου ανθρώπου άρχισε να ελαττώνεται. Τη θέση του πήρε το μίσος για τη γριά, ένα μίσος που όλο και θέριευε. Πιό πολύ από μίσος, ήταν μια απέχθεια για το Κακό, μια απέχθεια που γινόταν όλο και πιό δυνατή. Αν εκείνη τη στιγμή έπρεπε ν' αποφασίσει για το ζήτημα που τον απασχολούσε όταν στεκόταν κάτω από την Πύλη, αν έπρεπε να πεθάνει από την πείνα ή να γίνει κλέφτης, θα διάλεγε την λιμοκτονία, χωρίς κανέναν δισταγμό. Τόσο πολύ φούντωσε μέσα του το μίσος ενάντια στο Κακό- σαν τη φλόγα του δαυλού που έκαιγε, στερεωμένος ανάμεσα στα σανίδια.

Φυσικά ο συνηθισμένος άνθρωπος δεν ήξερε για ποιό λόγο η γριά ξερίζωνε τα μαλλιά της νεκρής. Επομένως δεν είχε καμμιά λογική βάση ώστε να θεωρήσει την πράξη αυτή αρχέτυπο του Κακού. Όμως εκείνη τη στιγμή η ίδια η πράξη αυτή καθ'αυτή, το να ξεριζώνει κανείς τα μαλλιά μιας νεκρής γυναίκας ένα τέτοιο βροχερό βράδυ πάνω στην Ράσομον, ήταν ένα ασυγχώρητο αμάρτημα. Είχε ξεχάσει ότι λίγο πριν σκεφτόταν να γίνει κι ο ίδιος κλέφτης.
(...)

Η παλιόγρια άνοιξε τα μάτια της ακόμα πιό πλατιά, και τον κοίταξε για μια στιγμή κατάματα. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο αίμα, κοφτερό σαν νύχια αρπακτικού. Μετά κούνησε τα χείλη της, που φαίνονταν να είναι ένα με τη μύτη της, τόσο ρυτιδιασμένα ήταν- έμοιαζε σαν να μασούσε διαρκώς κάτι. Ένα μυτερό μήλο διακρίνονταν στη μέση του κοκκαλιάρικου λαιμού της. Από αυτόν τον λαιμό βγήκε μια ραγισμένη φωνή, που ήχησε στ' αυτιά του συνηθισμένου ανθρώπου σαν κρώξιμο καρακάξας.

"Τής βγάζω τα μαλλιά... Της βγάζω τα μαλλιά για να τα φτιάξω περούκα..."

Ο συνηθισμένος άνθρωπος μάλλον απογοητεύτηκε από την πεζή της απάντηση. Μαζί με αυτήν την απογοήτευση επέστρεψε και το μίσος που είχε νιώσει πριν, και παγερή περιφρόνηση. Εκείνη, σφίγγοντας ακόμα στο χέρι τις μακριές τούφες της νεκρής, συνέχισε κομπιάζοντας, σαν βάτραχος που μουρμουρίζει:

"Πρέπει να σού φαίνεται τρομερά απαίσιο, το να ξεμαλλιάζω ένα πτώμα. Αλλά τούτοι οι νεκροί το αξίζουν. Η γυναίκα αυτή ξεκοίλιαζε φίδια, τα ξέραινε, και τα πουλούσε για δήθεν ξεραμένα ψάρια στους στρατιώτες του Πρίγκηπα Διαδόχου. Αν δεν τη σκότωνε η πανούκλα, θα συνέχιζε και τώρα να τα πουλάει. Για να πω την αλήθεια, στους στρατιώτες άρεσαν τα ξερά ψάρια, και τ' αγόραζαν ευχαρίστως. Δε νομίζω πως η γυναίκα έκανε κάτι το κακό, άλλωστε, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, θα πέθαινε από την πείνα. Καταδίκασέ με λοιπόν γι αυτό που έκανα πριν λίγο. Δεν μπορώ όμως να κάνω αλλιώς, θα πεθάνω από την πείνα. Αυτή η γυναίκα ήξερε πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα. Είμαι σίγουρη πως θα με συγχωρούσε."

Αυτή ήταν η ουσία των λόγων της γριάς.

Ο συνηθισμένος άνθρωπος είχε βάλει το σπαθί του πίσω στη θήκη του, κι άκουγε την ιστορία της γριάς κρατώντας το από τη λαβή. Το δεξί του χέρι κουνήθηκε μηχανικά προς το ερεθισμένο σπυρί στο μάγουλό του. Όση ώρα άκουγε, ένα νέο είδος κουράγιου γεννήθηκε μέσα στην καρδιά του. Ήταν το κουράγιο που τού έλειπε όσο στέκονταν κάτω από την Πύλη, μόνο που τώρα τον έσπρωχνε προς την αντίθετη κατεύθυνση από το κουράγιο που τον ώθησε να πιάσει τη γριά. Δεν δίσταζε πιά εμπρός στο δίλημμα αν θα γίνει κλέφτης ή αν θα πεθάνει από την πείνα: η ιδέα της λιμοκτονίας είχε εξαφανιστεί από το μυαλό του.

" Ώστε έτσι;" είπε ειρωνικά στη γριά, μόλις εκείνη σώπασε.

Εκανε ένα βήμα μπροστά, κατέβασε το χέρι από το σπυρί, κι έπιασε τη γριά από το γιακά.

"Μη μού κρατάς κακία, λοιπόν, που θα σε ξεγυμνώσω. Πρέπει να το κάνω, αλλιώς θα πεθάνω από την πείνα", της είπε.

Ξεγύμνωσε γρήγορα τη γριά από τα ρούχα της. Εκείνη, μέσα στην απελπισία της, αρπάχτηκε από το πόδι του. Τής έδωσε μια δυνατή κλωτσιά, και την πέταξε πάνω στα πτώματα. Ο συνηθισμένος άνθρωπος έχωσε τα κλεμμένα ρούχα κάτω από τη μασχάλη του, κατέβηκε σαν αστραπή τη σκάλα, και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.

Η γριά κείτονταν ακίνητη, σαν νεκρή, ανάμεσα στα πτώματα. Μετά από λίγο, ανασήκωσε κάπως το γυμνό κορμί της. Βογγώντας και μουρμουρίζοντας, στο φως του δαυλού που έκαιγε ακόμα, σύρθηκε προς το κεφαλόσκαλο. Από κεί, με τα κοντά της άσπρα μαλλιά να κρέμονται, προσπάθησε να δει την Πύλη από κάτω.

Γύρω υπήρχε μόνο η άβυσσος της νύχτας.

Για την τύχη του συνηθισμένου ανθρώπου, δεν γνωρίζουμε τίποτα.



Ρυουνοσούκε Ακουταγκάουα (1892-1927)

Θεωρείται ο πατέρας του γιαπωνέζικου διηγήματος. Γεννήθηκε στο Τόκιο, και σπούδασε αγγλική, γαλλική και γερμανική φιλολογία. Πριν ακόμα από την αποφοίτησή του, το διήγημα Ράσομον, βασισμένο σ' έναν αρχαίο μύθο της Ιαπωνίας, τού έφερε μεγάλη αναγνώριση.

Ο Ρυουνοσούκε Ακουταγκάουα αυτοκτόνησε στις 24 Ιουλίου του 1927, σε ηλικία τριανταπέντε ετών.

Το 1950 το διήγημά του Μέσα σ' ένα άλσος μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ακίρα Κουροσάβα, με τίτλο Ράσομον- μια ταινία που βραβεύτηκε με Όσκαρ.


Αν σάς ενδιαφέρει, διαβάστε επίσης:
ΗΘΙΚή ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡίΑ ΣΤΟΥΣ έΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟύΣ

8 σχόλια:

Sissi Soko είπε...

Αν είσαι ηθικός απέναντι στο εαυτό σου, είσαι αυτόματα και απέναντι στους άλλους.

brexians είπε...

με κέντρισες να διαβάσω κάτι που αραχνϊάζει στο ράφι...
θα επανέλθω..

Surrealist είπε...

Λος καληνύχτα τα είπες όλα!

Δινονόη είπε...

πολυ ωραιο.

Μιλτιάδης Θαλασσινός (Μαύρος Γάτος) είπε...

Σύλβια, ναι! Το αντίστροφο όμως, όχι...

Δημήτρη, αναμένω Σ;-)))

Σού - μου, όχι εγώ, ο Ρυουσονούκε ("Γιός του Δράκου")...

Παράλογο, συγκλονιστικό ε;

καλή Κυριακή σε όλους εύχομαι

Φαίδρα Φις είπε...

γράφω, όπως πάντα, επιχειρώντας ατελή,μπορεί και αποτυχημένα γυμνάσματα,τα οποία αφορμώνται από παρόμοια κείμενα.Παράλληλα ανανγωρίζοντας αντιστοιχίες-πιθανώς ανεπαρκείς-στη στάση του πνεύματος και του βίου μου.
δύο κόσμοι συνιστούν ένα "σκηνικό" μέσα στο οποίο κινούνται συνηθισμένοι άνθρωποι σαν όλους μας.ο γήινος(ευτελής πια) και ο υπεραισθητός(για μερικούς).συνεκτικό κρίκο των δύο αποτελεί η αέναη προσπάθεια ένιων ημών να υπερασπίσουμε "κουρασμένα" ιδανικά,όπως η ελευθερία(για την εσωτερική μιλάω),η (νοθευμένη) αθωότητά μας(με την έννοια του να μην ενδώσουμε-αμαχητί τουλάχιστον-,στην φιλυποψία στην οποία μας υποβάλλει η κοινωνικοπολιτικοθρησκευτική γάγγραινα και κατ'επέκταση σήψη...).και να κατανοήσουμε της βαθύτερες αξίες της ανθρώπινης φύσης-γιατί πώς αλλιώς θα τις υπερασπιστούμε?-και ίσως κάποτε τελειωθούμε ηθικά...
αρχικά προϋποτίθεται μια ποιότητα ζωής που δεν έχει να κάνει με την επιδίωξη εφήμερων υλικών αλλά ανώτερων ιδανικών,που σημαίνει ότι την ψυχή μας τουλάχιστον οφείλουμε να τη διαφυλάξουμε αμόλυντη και να ξεπεράσουμε τα τρωτά σημεία της ανθρώπινης φύσης για να είμαστε έτοιμοι να επικοινωνήσουμε με το "ανώτερο" που μέσα στον καθένας μας,προφανώς,αισθητοποιείται διαφορετικά.
αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο,παρακινδυνευμένο και επώδυνο,εφόσον όχι μόνο δεν μας παρέχεται η ικανή συνθήκη,για την ηθική μας εξαύλωση,για τη μεταρσίωσή μας από τα τρωτά και τα ανθρώπινα,αλλά ο πόλεμος γίνεται για την επιβίωσή μας και τον βιοπορισμό μας...
οπότε,το να υπάρχουμε ως φορείς της απόλυτης αλήθειας που σαφώς την κερδίζουμε με αγώνα για ηθική καταξίωση και να γίνουμε εμείς οι ίδιοι τα σύμβολα της απόλυτης πνευματικότητας και ηθικής ολοκλήρωσης,ακούγεται γραφικό-το λιγότερο-...αφού πρέπει να επιζήσουμε πρώτα...και όλα τα παραπάνω ακυρώνονται...
homo homini lupus...

καλημέρα

Surrealist είπε...

Σωστή η επισήμανση,
ας ακριβολογούμε :}

Ανώνυμος είπε...

Ρυουσονούκε ("Γιός του Δράκου")... ?

λΟσ...Los