"ΤΗΣ ΑΡΝΗΣ ΤΟ ΝΕΡΌ ΤΟΝ ΕΊΧΕ ΠΟΤΙΣΜΕΝΟ"... ΤΟΝ ΣΚΛΑΒΟ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ
Μερικοί ίσως θυμάστε ότι συμμετείχα στα προκριματικά του φεστιβάλ τραγουδιού 2006
με το τραγούδι μου "Μελισσάνθη" (256kbps mp3, 6MB), χωρίς επιτυχία.
Τραγουδά η Κυκλοδίωκτον. Στίχοι, μουσική και πιάνο δικά μου.
Είχα πει τότε ότι θα στεναχωρηθώ που δεν προκρίθηκε στα 16 το τραγούδι μου,
αν τα 16 είναι του επιπέδου των περσινών.
Δεν ήταν. Πολλά από τα κομμάτια ήταν αληθινά αξιόλογα.
Μπράβο στον Σταύρο Σιόλα, μπράβο και στα υπόλοιπα παιδιά.
.
.
με το τραγούδι μου "Μελισσάνθη" (256kbps mp3, 6MB), χωρίς επιτυχία.
Τραγουδά η Κυκλοδίωκτον. Στίχοι, μουσική και πιάνο δικά μου.
Είχα πει τότε ότι θα στεναχωρηθώ που δεν προκρίθηκε στα 16 το τραγούδι μου,
αν τα 16 είναι του επιπέδου των περσινών.
Δεν ήταν. Πολλά από τα κομμάτια ήταν αληθινά αξιόλογα.
Μπράβο στον Σταύρο Σιόλα, μπράβο και στα υπόλοιπα παιδιά.
.
.
Τού μπάρμπα-Γιάννη Σκαρίμπα
από τη συλλογή διηγημάτων "Καϋμοί στο Γριπονήσι"
από τη συλλογή διηγημάτων "Καϋμοί στο Γριπονήσι"
ΣΚΛΑΒΟΣ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΑ
(Χαρισμένο στην ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παππά)
(Χαρισμένο στην ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παππά)
Μιά χαρά είχε αράξει στην αγκαλιά της γυναικούλας του της Μαριδγίτσας.
Αυτηνής πούχαν μάγια τα κάλλη της και τον κράταγαν πλάι της, πούταν μέλι τα φιλιά της και τα λόγια της και τον είχαν μερέψει –σκεδόν μαγέψει– στην ποδιά της.
Το ξεφτέρι αυτόν –το δελφίνι της θάλασσας– που μύριζε αρμύρα το κορμί του και μυρουδιά καραβίσα.
Που σκάλωνε σα γάτος στις σκαλιέρες και καπέλλωνε –με το πιλήκι του– τα πόμολα.
Αυτόν που σαν πουλί φλετούραε μες στις αρματωσές των μπάρκων κι απ' αψηλά ανάμπαιζε τον κόσμο. Αυτόν, ναί, τον Γιάννη, τον είχε πάρει σκλάβο της αυτή. Η Μαριδγίτσα...
Σα μωρό παιδάκι κάθουνταν σιμά της. Απ' το φουστάνι την κράταε.
Τον χάσανε οι σκούνες και τα κότερα. Τον χάσανε τα πόρτα. Τον χάσανε κ' οι γιαβουκλούδες στα λιμάνια.
Του κάκου αναρωτιόντανε οι φίλοι του. Το θάμα τους κάναν οι καραβοκυραίοι, το σταυρό τους.
Πάει, χάθηκε απ' τον κόσμο. Έγιν' άφαντος.
Μήτε στα τόπια φαίνονταν, μήτε στα βιλαέτια. Μήτε της στεριάς, μήτε του πελάου.
Άλλοι αναρωτιόνταν μην απόθανε. Άλλοι λέγαν πως επνίγηκε. Κι άλλοι πως σ' ένα κοντραμπατζίδικο μπαρκάρισε, κουρσάρος πως εγίνη στο Μισίρι!
«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.
Σκλάβος και παλληκάρι στη δουλειά όταν ήθελε, μα στις αναποδιές του ίδιο θερίο.
Θερίο ανήμερο ήταν στην καρδιά και στο μπουρί του. Διάολος απ' το ρέμα ανάμεσα στς ανθρώπους. Σκάνταλο μες στα πανιά και στα τραμπάκουλα.
Ησυχία το πνέμα του δεν είχε. Ζάπ' δεν εγίνονταν το τέρας, λιθάρι πάνω στ' άλλο δεν άφινε. Τους σκύλους έβαζε σ' αγγαρεία.
Με τους συντρόφους του –τους ναύτες– είχε ούλο να κάμει. Με τον καπετάνιο, το λοστρόμο. Ούλους άνω κάτω τους έφερνε ο κανάγιας. Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ' έδενε.
Σκάλωνε σα γάτος αψηλά στα φλίτσα κι ανάμπαιζε από κεις τον καπετάνιο. Με το χάρο αστειεύονταν –χαχάνιζε– τις ψυχές του κόσμου έπαιζε κορώνα γράμματα μαζί του.
Τα πανιά του παπαφίγκου να στριγκάρει, του φώναζε ο λοστρόμος απ' το κάσαρο, αυτός έπιανε όσες μούδες τ' άρεσε στις γάμπιες! Όρτσα δίπλα σταύρωνε τους φίγκους!
Όπ' ευτύς η γολέτα έμπαινε τραβέρσο... Τσαλαβούταε στον τόπο με την πλώρη της.
Όξω φρενών ο καπετάνιος τού βούιζε με τη μπουρού από κάτω: ...Τον παπαφίγκο στρίγκα μωρέ Τούρκοοο!... Άχ μπαγάσα θα μας πνίξεις...
Αυτός το γουδί το γουδοχέρι. Άφινε τις γάμπιες, φλετούραε στην κόφφα.
Φούσκωνε κι άφριζε κάτω του η θάλασσα. Οι αρματωσές έτριζαν. Αυτός εκείς εστέκονταν κ' έβγαζε λόγο... για ν' ακάνε! Έδειχτε με το δάχτυλο τα σύγνεφα κι αποτείνονταν στο καπετάνιο και στο πλήρωμα:
Με το γκρα τον κατέβαζαν από κείθες. Πέντ' εξ του άστραφταν στον αέρα. Ούλο το πλήρωμα έπεφτ' απάνω του κι ούλους αυτός τους έκανε ζάπι!...
Σιδερένια ήσαν τα μπράτσα και τα χέρια του. Μπρούτζινο ήταν το κορμί του.
Όπου σε μάγκωναν οι φούχτες του, σε ξέραιναν, όπου σε λάχαιν' η γροθιά του πιάνονταν η πνοή σου. Γλέπανε και παθαίναν ώστε να τον κλείσουνε λιταρωτόν στο μπαλαούρο.
Μα πού ν' αλλάξει γνώμη. Σα τον έβγαζαν, τ' είχες Γιάννη, τ' είχα πάντα. Ξανά την πρώτη τέχνη του, τα ίδια.
Πυροφάνια έβαζε στα δάχτυλα των συντρόφων του, των μούτσων, όταν κοιμόντουσαν. Με μιά σαλιωμένη κλωστή τους μάλαζε το σβέρκο. Μ' ένα πούπουλο τους σγάρλαε τη μύτη. Κι απέ ξεραίνονταν στα γέλια!...
Με μαδέρια, με στραβόξυλα, μ' ό,τι τύχαινε ξωπίσω του, αυτοί τον εκυνήγαγαν. Καπνός κι αντάρα, πάγαινε από κοντά του το βριξίδι. Απ' τις Χριστο-Παναγίες τάραζαν οι σκούνες.
Τον παίρναν στο κοντό να τον σκοτώσουν. Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Στα μπαστούνια των γαμπιών, αυτός τουμπάριζε. Άντε πιάστον! Κι από κεις τους έπαιζε κλαρίνο της μύτης με τα δάχτυλα και καμμιά φορά τους ψιλοκατουρούσε...
Κι από κοντά τον τρέμαν τα λιμάνια.
Μέσ' στα καφέ-αμάν και στα μπουρδέλα μπούκερνε σα τρελλοτραμουντάνα απ' τα μπουγάζα. Μ' ούλες τις πριμαντόνες εγνωρίζονταν. Μ' ούλους τους κοντραμπαντζήδες είχε φιλίες και παρτίδες. Μ' ούλους τους μαχαιροβγάλτες μες στις πιάτσες.
Σειότανε και λυγιότανε μέσα στις μπυραρίες και τα κλαμπ, μες στα καφέ-αμάν της Αλεξάντρειας και της Σμύρνης. Ούλα τα κορίτσια –εκεί– αγκαζάριζε, ούλο τον κόσμο εκέρναε κονιάκια.
Έπινε –ρούφαε σα δελφίνι– και λιανοψιλοτραγούδαε.
Κι απέ του χόρευε. Μαζί με τις αρτίστες χόρευε στα πάλκα. Χόρευε ζεϊμπέκικο, μάνα καϋμένη. Χόρευε το τσάμικο στ' ανύχι.
Βροχή πέφταν τα τάλλαρα στο βιολιτζή, στις πριμαντόνες, και στις γκόμενες. Βροχή πάγαιναν και τα πιάτα, τα ποτήρια, στον αγέρα. Άλλα, σαν μπόμπες σκάζανε στους τοίχους κι άλλα με τα δόντια του τα ροκάναε ως μαρουλόφυλλα !...
Π' ανάθεμα το μυαλό του, ούλο και στο λιμεναρχείο τον ξεφόρτωναν για ξεμέθυσμα...
Αυτόνε –τέτοιον λέοντα– είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της.
Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.
Της Άρνης το νερό τον είχε ποτισμένο.
Ξέχασε κι αυτός τη θάλασσα πλάι της, σβήσαν μες στο μυαλό του οι ζουγραφιές των λιμανιών και των πελάων. Ξέχασε ο κιαρατάς και τους δικούς του.
Μήτε ν' ακούει ήθελε πλιό από τη θάλασσα, μήτε και από πλεούμενα να ξέρει.
Αυτός το μέλι των χειλιών της ρούφαε, και της φωνής της αφρουγκάζονταν τη γλύκα...
Μες στο κανάλι της αγάπης του αντρειευόταν και αρμένιζε...
Έτσι τον χάσανε οι θάλασσες, έτσι τον χάσανε κ' οι πιάτσες. Τον έχασε και η ταβέρνα: «Το αναυάγιο» όπου κι αυτός τα «κοπάναε» στη Χαλκίδα.
Κανείς πλιό δεν τον γύρευε, κανείς δεν αρώταε για δαύτον. Μήτ' οι οχτροί του, μήτ' οι φίλοι του, μήτε κ' οι δικοί του.
Μόνο η μάνα του, η θειά Καλλίτσα. Πάλε η μάνα... Αυτή...
Αυτή που τον είχε έγνοια και καμάρι της, αυτή που τον ανακάτευε –τον μπέρδευε– πάντα μες στις κουβέντες και στο νου της. Αυτή που στα ύπνα και στα ξύπνα της τον νείρονταν, που στα 'μπά της και τα 'βγά της τον εκάλει. Ναι μωρ' αυτή που κοιλοπόνεσε, που τον ντάντεψε, ώστε να γίνει παίδαρος και άντρας.
Τους στρατοκόπους αρώταε και τους διαβάτες να της πουν, στα περιγιάλια αγνάντευε τις σκούνες. Τον κόσμο εσταύρωνε... Τους ξενητευτήδες και τους πραματευτάδες γλυκοερώτα :
Μην τον είχε δει κανείς με τα ματάκια του, μην αντέσει, αυτοί, τον είχαν.
Έναν με τα ναυτικά.
Έναν ψηλόν, έναν όμορφο, έναν αντρειωμένο.
Που φόραε ζουνάρι πλουμιστό. Πούταν το πρόσωπό του σαν τον ήλιο...
Έναν σειστή, ένα λυγιστή, έναν κοντυλοφρύδη. Που πορβατούσε κ' ήταν σαν να κένταε, μωρέ που έλεες πως γλυκοτραγουδούσε σαν ομίλειε...
Μην τύχει της έρμης και τ'ς αρρώστησεν, μην της καϋμενούλας και της πνίγει. Σκλάβο τους οι κουρσάροι μην της τον πήρανε, στην Αραπιά μην της τον πήγανε της δόλιας...
Κάπου τον είχαν δει κι αυτοί το γιόκα της, κάπου τον είχαν –δαύτοι– αντέσει. Εκείς κατά τη Σαλονίκη τον πήραν τα ματάκια τους, κατ' το Δεδεαγάτς κατέ το Βόλο.
Για τη Μαύρη Θάλασσα μ' ένα τραμπάκουλο μπαρκάρισε, μ' ένα μπάρκο-μπέστια Σκοπελίτικο για το Αντζέμι.
Όχι, στο Τούνεζι αρμένιζε, στη Μπαρμπαριά κατ' το Αλγέριο. Μ' ένα βαπόρο Αράπικο για το Μισίρι, λέει, πάει...
... Μήτε αρρωστήσει έχει, μήτε πνίγει ο Γιάννης σου... της γλυκοψιλομίλησε ένας κοντός, ένας ξανθός, ένας γαλανομάτης.
...Μήτε στη Μπαρμπαριά ταξίδεψε, μήτε στ' Αλγέρι πάει. Μόν' μιά ψηλή μόν' μιά λιγνή, μιά γλυκοκλειστοφρύδα, αυτή στο πήρε σκλάβο της το γιόκα σου.
Περαστικός απ' τη Χαλκίδα την εγνώρισε. Νά, κατά πώς λέει και το τραγούδι έγινε.
«Έστειλε προξενήτρες στη μάνα της και προξενητάδες στο μπάρμπα της».
Τώρα εκείς βρίσκονταν π' ανάθεμα τον, στη Χαλκίδα, σκλάβος της κι αφέντης της, δεμένος της και δέτης της...
Τα κάλλη της δούλευε. Τα ρούσα τα μαλλιά της τής έπλεκε και της ξέπλεκε. Αλυσιδίτσες τής τάκανε και γαϊτανάκια. Σκαλιέρες και σκοινάκια ολομετάξινα. Την έντυνε, την ξέντυνε, την έλουζε. Με τα δάχτυλά του τα φρύδια της της έστρωνε και μιά τής τ' αναμάλλιαζε. Τα ματόκλαδά της τα μυριόμετρα, τον έβαζε να της μετράει, το χνούδι να της δαγκώνει των αφτιών της. Τις δυό τις φούχτες του έκανε δαχτυλιδάκια αυτός, στη μέση της.
Αψηλά του την ασήκωνε σαν κούκλα. Στο τοίχο –σαν κάδρο του– την έστηνε...
.
Αυτηνής πούχαν μάγια τα κάλλη της και τον κράταγαν πλάι της, πούταν μέλι τα φιλιά της και τα λόγια της και τον είχαν μερέψει –σκεδόν μαγέψει– στην ποδιά της.
Το ξεφτέρι αυτόν –το δελφίνι της θάλασσας– που μύριζε αρμύρα το κορμί του και μυρουδιά καραβίσα.
Που σκάλωνε σα γάτος στις σκαλιέρες και καπέλλωνε –με το πιλήκι του– τα πόμολα.
Αυτόν που σαν πουλί φλετούραε μες στις αρματωσές των μπάρκων κι απ' αψηλά ανάμπαιζε τον κόσμο. Αυτόν, ναί, τον Γιάννη, τον είχε πάρει σκλάβο της αυτή. Η Μαριδγίτσα...
Σα μωρό παιδάκι κάθουνταν σιμά της. Απ' το φουστάνι την κράταε.
Τον χάσανε οι σκούνες και τα κότερα. Τον χάσανε τα πόρτα. Τον χάσανε κ' οι γιαβουκλούδες στα λιμάνια.
Του κάκου αναρωτιόντανε οι φίλοι του. Το θάμα τους κάναν οι καραβοκυραίοι, το σταυρό τους.
Πάει, χάθηκε απ' τον κόσμο. Έγιν' άφαντος.
Μήτε στα τόπια φαίνονταν, μήτε στα βιλαέτια. Μήτε της στεριάς, μήτε του πελάου.
Άλλοι αναρωτιόνταν μην απόθανε. Άλλοι λέγαν πως επνίγηκε. Κι άλλοι πως σ' ένα κοντραμπατζίδικο μπαρκάρισε, κουρσάρος πως εγίνη στο Μισίρι!
«Ό,τι κι αν γένηκε, ο διάλος τον πήρε και τον σήκωσε», συλλοϊζόνταν μέσα τους ούλοι, όσοι τον ξέρανε, όσοι είχαν με δαύτον γνωριμίες.
Σκλάβος και παλληκάρι στη δουλειά όταν ήθελε, μα στις αναποδιές του ίδιο θερίο.
Θερίο ανήμερο ήταν στην καρδιά και στο μπουρί του. Διάολος απ' το ρέμα ανάμεσα στς ανθρώπους. Σκάνταλο μες στα πανιά και στα τραμπάκουλα.
Ησυχία το πνέμα του δεν είχε. Ζάπ' δεν εγίνονταν το τέρας, λιθάρι πάνω στ' άλλο δεν άφινε. Τους σκύλους έβαζε σ' αγγαρεία.
Με τους συντρόφους του –τους ναύτες– είχε ούλο να κάμει. Με τον καπετάνιο, το λοστρόμο. Ούλους άνω κάτω τους έφερνε ο κανάγιας. Ο διάβολος δουλειά δεν είχε, τα βρακιά του έλυνε κ' έδενε.
Σκάλωνε σα γάτος αψηλά στα φλίτσα κι ανάμπαιζε από κεις τον καπετάνιο. Με το χάρο αστειεύονταν –χαχάνιζε– τις ψυχές του κόσμου έπαιζε κορώνα γράμματα μαζί του.
Τα πανιά του παπαφίγκου να στριγκάρει, του φώναζε ο λοστρόμος απ' το κάσαρο, αυτός έπιανε όσες μούδες τ' άρεσε στις γάμπιες! Όρτσα δίπλα σταύρωνε τους φίγκους!
Όπ' ευτύς η γολέτα έμπαινε τραβέρσο... Τσαλαβούταε στον τόπο με την πλώρη της.
Όξω φρενών ο καπετάνιος τού βούιζε με τη μπουρού από κάτω: ...Τον παπαφίγκο στρίγκα μωρέ Τούρκοοο!... Άχ μπαγάσα θα μας πνίξεις...
Αυτός το γουδί το γουδοχέρι. Άφινε τις γάμπιες, φλετούραε στην κόφφα.
Φούσκωνε κι άφριζε κάτω του η θάλασσα. Οι αρματωσές έτριζαν. Αυτός εκείς εστέκονταν κ' έβγαζε λόγο... για ν' ακάνε! Έδειχτε με το δάχτυλο τα σύγνεφα κι αποτείνονταν στο καπετάνιο και στο πλήρωμα:
Αγαπητοί μου συμπολίτες
κλέφτες και λωποδύτες...
από δω και πέρα
θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα!...
κλέφτες και λωποδύτες...
από δω και πέρα
θα σας πάρει ο διάολος τον πατέρα!...
Με το γκρα τον κατέβαζαν από κείθες. Πέντ' εξ του άστραφταν στον αέρα. Ούλο το πλήρωμα έπεφτ' απάνω του κι ούλους αυτός τους έκανε ζάπι!...
Σιδερένια ήσαν τα μπράτσα και τα χέρια του. Μπρούτζινο ήταν το κορμί του.
Όπου σε μάγκωναν οι φούχτες του, σε ξέραιναν, όπου σε λάχαιν' η γροθιά του πιάνονταν η πνοή σου. Γλέπανε και παθαίναν ώστε να τον κλείσουνε λιταρωτόν στο μπαλαούρο.
Μα πού ν' αλλάξει γνώμη. Σα τον έβγαζαν, τ' είχες Γιάννη, τ' είχα πάντα. Ξανά την πρώτη τέχνη του, τα ίδια.
Πυροφάνια έβαζε στα δάχτυλα των συντρόφων του, των μούτσων, όταν κοιμόντουσαν. Με μιά σαλιωμένη κλωστή τους μάλαζε το σβέρκο. Μ' ένα πούπουλο τους σγάρλαε τη μύτη. Κι απέ ξεραίνονταν στα γέλια!...
Με μαδέρια, με στραβόξυλα, μ' ό,τι τύχαινε ξωπίσω του, αυτοί τον εκυνήγαγαν. Καπνός κι αντάρα, πάγαινε από κοντά του το βριξίδι. Απ' τις Χριστο-Παναγίες τάραζαν οι σκούνες.
Τον παίρναν στο κοντό να τον σκοτώσουν. Μα πού να τον λάβουν το Σατανά τον τραγοπόδαρο; Σα ζουλάπι αυτός ριχιότανε στους κάλους. Σαν ραγκουτάγκος σκαρφατσάλωνε αψηλά στους παπαφίγκους. Στα μπαστούνια των γαμπιών, αυτός τουμπάριζε. Άντε πιάστον! Κι από κεις τους έπαιζε κλαρίνο της μύτης με τα δάχτυλα και καμμιά φορά τους ψιλοκατουρούσε...
Κι από κοντά τον τρέμαν τα λιμάνια.
Μέσ' στα καφέ-αμάν και στα μπουρδέλα μπούκερνε σα τρελλοτραμουντάνα απ' τα μπουγάζα. Μ' ούλες τις πριμαντόνες εγνωρίζονταν. Μ' ούλους τους κοντραμπαντζήδες είχε φιλίες και παρτίδες. Μ' ούλους τους μαχαιροβγάλτες μες στις πιάτσες.
Σειότανε και λυγιότανε μέσα στις μπυραρίες και τα κλαμπ, μες στα καφέ-αμάν της Αλεξάντρειας και της Σμύρνης. Ούλα τα κορίτσια –εκεί– αγκαζάριζε, ούλο τον κόσμο εκέρναε κονιάκια.
Έπινε –ρούφαε σα δελφίνι– και λιανοψιλοτραγούδαε.
Θάλασσα πικροθάλασσα
που σε γ..... τα ψάρια.
που σε γ..... τα ψάρια.
Κι απέ του χόρευε. Μαζί με τις αρτίστες χόρευε στα πάλκα. Χόρευε ζεϊμπέκικο, μάνα καϋμένη. Χόρευε το τσάμικο στ' ανύχι.
Βροχή πέφταν τα τάλλαρα στο βιολιτζή, στις πριμαντόνες, και στις γκόμενες. Βροχή πάγαιναν και τα πιάτα, τα ποτήρια, στον αγέρα. Άλλα, σαν μπόμπες σκάζανε στους τοίχους κι άλλα με τα δόντια του τα ροκάναε ως μαρουλόφυλλα !...
Π' ανάθεμα το μυαλό του, ούλο και στο λιμεναρχείο τον ξεφόρτωναν για ξεμέθυσμα...
Αυτόνε –τέτοιον λέοντα– είχε κάμει αρνάκι η Μαριδγίτσα στην ποδιά της.
Με τα χάδια της τον μέρεψε. Με τα γλυκά της λόγια τον είχε γητεμένο. Στα γόνατά της τον εκοίμιζε.
Της Άρνης το νερό τον είχε ποτισμένο.
Ξέχασε κι αυτός τη θάλασσα πλάι της, σβήσαν μες στο μυαλό του οι ζουγραφιές των λιμανιών και των πελάων. Ξέχασε ο κιαρατάς και τους δικούς του.
Μήτε ν' ακούει ήθελε πλιό από τη θάλασσα, μήτε και από πλεούμενα να ξέρει.
Αυτός το μέλι των χειλιών της ρούφαε, και της φωνής της αφρουγκάζονταν τη γλύκα...
Μες στο κανάλι της αγάπης του αντρειευόταν και αρμένιζε...
Έτσι τον χάσανε οι θάλασσες, έτσι τον χάσανε κ' οι πιάτσες. Τον έχασε και η ταβέρνα: «Το αναυάγιο» όπου κι αυτός τα «κοπάναε» στη Χαλκίδα.
Κανείς πλιό δεν τον γύρευε, κανείς δεν αρώταε για δαύτον. Μήτ' οι οχτροί του, μήτ' οι φίλοι του, μήτε κ' οι δικοί του.
Μόνο η μάνα του, η θειά Καλλίτσα. Πάλε η μάνα... Αυτή...
Αυτή που τον είχε έγνοια και καμάρι της, αυτή που τον ανακάτευε –τον μπέρδευε– πάντα μες στις κουβέντες και στο νου της. Αυτή που στα ύπνα και στα ξύπνα της τον νείρονταν, που στα 'μπά της και τα 'βγά της τον εκάλει. Ναι μωρ' αυτή που κοιλοπόνεσε, που τον ντάντεψε, ώστε να γίνει παίδαρος και άντρας.
Τους στρατοκόπους αρώταε και τους διαβάτες να της πουν, στα περιγιάλια αγνάντευε τις σκούνες. Τον κόσμο εσταύρωνε... Τους ξενητευτήδες και τους πραματευτάδες γλυκοερώτα :
Μην τον είχε δει κανείς με τα ματάκια του, μην αντέσει, αυτοί, τον είχαν.
Έναν με τα ναυτικά.
Έναν ψηλόν, έναν όμορφο, έναν αντρειωμένο.
Που φόραε ζουνάρι πλουμιστό. Πούταν το πρόσωπό του σαν τον ήλιο...
Έναν σειστή, ένα λυγιστή, έναν κοντυλοφρύδη. Που πορβατούσε κ' ήταν σαν να κένταε, μωρέ που έλεες πως γλυκοτραγουδούσε σαν ομίλειε...
Μην τύχει της έρμης και τ'ς αρρώστησεν, μην της καϋμενούλας και της πνίγει. Σκλάβο τους οι κουρσάροι μην της τον πήρανε, στην Αραπιά μην της τον πήγανε της δόλιας...
Κάπου τον είχαν δει κι αυτοί το γιόκα της, κάπου τον είχαν –δαύτοι– αντέσει. Εκείς κατά τη Σαλονίκη τον πήραν τα ματάκια τους, κατ' το Δεδεαγάτς κατέ το Βόλο.
Για τη Μαύρη Θάλασσα μ' ένα τραμπάκουλο μπαρκάρισε, μ' ένα μπάρκο-μπέστια Σκοπελίτικο για το Αντζέμι.
Όχι, στο Τούνεζι αρμένιζε, στη Μπαρμπαριά κατ' το Αλγέριο. Μ' ένα βαπόρο Αράπικο για το Μισίρι, λέει, πάει...
... Μήτε αρρωστήσει έχει, μήτε πνίγει ο Γιάννης σου... της γλυκοψιλομίλησε ένας κοντός, ένας ξανθός, ένας γαλανομάτης.
...Μήτε στη Μπαρμπαριά ταξίδεψε, μήτε στ' Αλγέρι πάει. Μόν' μιά ψηλή μόν' μιά λιγνή, μιά γλυκοκλειστοφρύδα, αυτή στο πήρε σκλάβο της το γιόκα σου.
Περαστικός απ' τη Χαλκίδα την εγνώρισε. Νά, κατά πώς λέει και το τραγούδι έγινε.
«...Απ' τη Πόλη ερχότανε κι απ' τα νησά
κι απ' τη γειτονιά της επέρασε,
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες της δρόσιζε.
Έκοψε τον κλώνο και τούδωσε
τούπε κ' ένα λόγο που τ' άρεσε:
μπρε παλληκαράκι μ' αν μ' αγαπάς
τί περνοδιαβαίνεις και δε μιλάς,
στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενητάδες στο μπάρμπα μου...»
Έτσι έκαμε κι αυτός.κι απ' τη γειτονιά της επέρασε,
τα βασιλικά της επότιζε
και τις μαντζουράνες της δρόσιζε.
Έκοψε τον κλώνο και τούδωσε
τούπε κ' ένα λόγο που τ' άρεσε:
μπρε παλληκαράκι μ' αν μ' αγαπάς
τί περνοδιαβαίνεις και δε μιλάς,
στείλε προξενήτρες στη μάνα μου
και προξενητάδες στο μπάρμπα μου...»
«Έστειλε προξενήτρες στη μάνα της και προξενητάδες στο μπάρμπα της».
Τώρα εκείς βρίσκονταν π' ανάθεμα τον, στη Χαλκίδα, σκλάβος της κι αφέντης της, δεμένος της και δέτης της...
Τα κάλλη της δούλευε. Τα ρούσα τα μαλλιά της τής έπλεκε και της ξέπλεκε. Αλυσιδίτσες τής τάκανε και γαϊτανάκια. Σκαλιέρες και σκοινάκια ολομετάξινα. Την έντυνε, την ξέντυνε, την έλουζε. Με τα δάχτυλά του τα φρύδια της της έστρωνε και μιά τής τ' αναμάλλιαζε. Τα ματόκλαδά της τα μυριόμετρα, τον έβαζε να της μετράει, το χνούδι να της δαγκώνει των αφτιών της. Τις δυό τις φούχτες του έκανε δαχτυλιδάκια αυτός, στη μέση της.
Αψηλά του την ασήκωνε σαν κούκλα. Στο τοίχο –σαν κάδρο του– την έστηνε...
.
16 σχόλια:
Υπέροχο το κείμενο που αναδημοσιεύεις...
Θα'θελα να καταλάβω που αναφέρεται, αν κι αίσθησή του είναι πλούσια για την ώρα...
Φιλιά!
Όπως είπανε και κάποιοι στο φεστιβάλ, νικητές είναι όλοι οι συμμετέχοντες και όλοι όσοι καταφέρνουν και παίζουν μουσική.
Εξαιρετικό το "της Άρνης το νερό" κατά τη γνώμη μου. Κατεβάζω και το "Μελισσάνθη" ;-)
το καλό είναι οτι τα τραγούδια ηταν όλα συμπαθητικά. αυτό που βγηκε ισως ηταν το καλύτερο. μακάρι κάποια απο αυτά τα παιδιά να βρουν το δρόμό τους. το δρόμο που θέλουν οι ίδιοι...
Ωραίο. Και να μην είσαι, Μαύρε Γάτε, αυτός που νόμιζα, εγώ σ' αγαπώ γιατί το αξίζεις. Να αγαπάμε μπορούμε πολλούς, έτσι δεν είναι;
!!!
Tι υπέροχη υγρή φωνή!
Μπράβο στην κυρία Κυκλοδίωκτον.
Το τραγούδι σου (μα και συνθέτης!και στιχουργός!Και πιανίστας! Τι πολυτάλαντο άτομο είσαι εσύ... )γλυκό, ρομαντικό και χατζιδακίζον. Αλλά κάπως ασύμμετρο για φεστιβάλ.
Ευχαριστώ πάρα πολύ για τα καλά σας λόγια, θα τα μεταβιβάσω και στην Κυκλοδίωκτη Σ:)
Δική σου΄ήταν αυτή η μαλακία;;
Για τη "Μελισσανθη" και τη φωνη της Κυκλοδιωκτης εχω εκφραστει παλιοτερα.:-)
Ο Σταυρος Σιόλας ειχε μια καταπληκτικη ερμηνεια στης "Αρνης το νερο" που με αφησε αφωνη θα ελεγα..πρωτο απ' τα πρωτα θα εβαζα το τραγουδι αυτο..:-)
(Υπαρχει πουθενα αραγε να το κατεβασω;; )
Αναρωτιομουνα κι εγω γιατι ενωθα κατι σε σχεση με βυζαντινο στοιχειο και κατι σε σχεση με τα πολυφωνικα της Ηπειρου στη φωνη του Σιολα..!! :-)
Ο τυπος εκτος ολων των αλλων εχει κανει και 2χρονια βυζαντινη μουσικη κι εχει παρακολουθησει και εχει παρακολουθησει κυκλο σπουδων για τα Πολυφωνικα της Ηπειρου στο Μουσειο Λαϊκων Οργανων.
Κι εχει συμμετασχει και στο Διεθνες φεστιβάλ Πολυφωνικου τραγουδιου στο θεατρο Πετρας το 2004..;-)
to tragoudi pou vgike proto ap tin stigmi pou to protakousa xoris na ksero pos einai gika to festival m arese poly
otan ema8a pos eiknai symmetoxi sto festival ixera pos 8a bgaine proto
akousa proti fora to melissan8i
eykola katalava giati den prokri8ike
i foni tis kyklodiwkton pou nai kai fili mou diadiktyaki me afise afwno
sto tragoudi ayto kyriws sto piano leipei ka8e synais8ima i opoio synais8ima prospa8ei na "vgei" na moiazei pseytiko
to mono pou katalabainei kaneis akougontas to piano einai pos kapoios prospa8ei na kanei epideiksi tis ikanotitas tou kai den voi8aei etsi tin yperoxi foni tis kyklodiwkton
mallon tin agxonei
to apotelesma einai pseytiko kaneis den noio8ei tipote
8a to xaraktiriza prospa8eia epeideiksis tou pianista
tipota parapano poy paresyre kai tin kyklodiwkton
lypamai
παιδιά ξέρει κανείς σας παρεπιπτόντως
αν λέγοντας Άρνη ο "ποιητής" αναφέρεται
στην άρνηση ή στην πόλη της Καρδίτσας?(google search...)
στ'αλήθεια ρωτάω
Νομίζω ότι λέει για την άρνηση. Παρακάτω σε κάποιο στίχο ξαναλέει αρνησιά.
Άρνη ονομαζόταν πηγή και νύμφη στην Αρκαδία όπου ανατράφηκε ανάμεσα στα αρνιά ο Ποσειδώνας αφού τον γλίτωσε από τον Κρόνο δίνοντας του να καταπιεί πέτρα η Ρέα.
Τον Ποσειδώνα ανέθρεψε η νύμφη Σινόισσα, η οποία, επειδή αρνήθηκε όταν ο Κρόνος αναζητούσε το βρέφος, ονομάστηκε Άρνη. Κάτι ανάλογο με τον μύθο του Δία.
Αφηστε τα ιστορικα και τα τοπωνυμιακά και δειτε το ζουμι..
Ολα ειναι ενα άλλοθι. Ακουστε- επιτέλους - ολόκληρο το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ή την ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ για παράδειγμα και βρείτε τις ομοιότητες με το παρόν. Αν τις βρείτε, γραψτε μου
..........................
Βεβαια, αν νομίζετε οτι μας έλειπε απλά ενας ακόμη Γαιτάνος, τότε παω πάσο, έχετε δίκιο, σορι για την ενόχληση.
και κατι ακομη
Πριν απο αρκετα χρόνια ο Αγγελόπουλος έβγαλε τον Μεγαλέξανδρο. Η μουσικη της ταινιας (απο τον Χάλαρη) ηταν ασύλληπτα όμορφη και δυνατή, με στοιχεία δημοτικης μουσικης μεν, αλλά με τετοιο τρόπο που δεν θύμιζαν κανενος ειδους αναμάσημα. Ψαξτε και βρείτε την
Δυστυχώς η ταινια κατηγορήθηκε απο τους "κουλτουραίους" ως βαρετή και ανούσια. Οι ίδιοι, χρόνια μετά, γουστάρανε τα "ματια απο νύχτα" του Χούρσογλου και κάναν ανάλυση στον "οργασμό της αγελάδας" της Μαλεα!!!!!!!!!! ΕΛΕΟΣ
ναχαρωτηνεαγενια
Δημοσίευση σχολίου