ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΝΑΙ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΟΧΙ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΑΝ ΤΗΣ ΔΟΞΕΙ (Η ΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ)
.
Ο Κωσταντής ο μορφονιός, ο Μικροκωνσταντίνος
μια μέρα θέλησε να βγει να λαγοκυνηγήσει
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατιά τη ρούγα
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιες σκλάβες
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη
κι είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι
και στο μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι
καλλιά 'λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι
Κινάει να πάει στο σπίτι του σα μήλο μαραμένος
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε στο κρεβάτι
- Μάνα, ψυχή, μάνα, καρδιά, μάνα και το κεφάλι
Μάνα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι
-Γιέ μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι
μα συ κορίτσιν αγαπάς κι εκείνη δεν το ξέρει
Σαν έρθει η μάνα τς' απ' την γης κι ο κύρης απ' του Άδη
τα δυο τς' αδέρφια τα καλά από τον κάτω κόσμο
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίσει
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο
και με τ' αργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ’ αλώνι
μηδέ και τ' άχυρο βραχεί μηδέ και το σιτάρι
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρει
τότε κι αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρει γι άντρα
και πάλι ναι και πάλι όχι και πάλι σα της δόξει...
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' τ' αργυρό φηκάρι
στον ουρανό το πέταξε, μες την καρδιά του πάει.
μια μέρα θέλησε να βγει να λαγοκυνηγήσει
και διάβαινε καμαρωτός απ' την πλατιά τη ρούγα
Εκεί είδε τη Λιογέννητη με τετρακόσιες σκλάβες
Σε κρεμεζιά τριανταφυλλιά ήταν ακουμπισμένη
κι είχε τα φρύδια τορνευτά, τα μάτια σα ζαφείρι
και στο μικρό το δάχτυλο είχε το δαχτυλίδι
καλλιά 'λαμπε το δάχτυλο παρά το δαχτυλίδι
Ωσάν την είδ' ο Κωσταντής, αφήνει το κυνήγι
Κινάει να πάει στο σπίτι του σα μήλο μαραμένος
Χωρίς θέρμη θερμάθηκε, χωρίς οριόν ερριάστη
δίχως τον πονοκέφαλο έπεσε στο κρεβάτι
- Μάνα, ψυχή, μάνα, καρδιά, μάνα και το κεφάλι
Μάνα, θολά είναι τα βουνά και θαμπερό το σπίτι
-Γιέ μου, καλά είναι τα βουνά και λαμπερό το σπίτι
μα συ κορίτσιν αγαπάς κι εκείνη δεν το ξέρει
Σαν έρθει η μάνα τς' απ' την γης κι ο κύρης απ' του Άδη
τα δυο τς' αδέρφια τα καλά από τον κάτω κόσμο
να σπείρουνε τη θάλασσα σιτάρι να καρπίσει
χρυσάγανο, χρυσόσταχο και χρυσοκονδυλάτο
και με τ' αργυροδρέπανα να μπουν να το θερίσουν
κ' εις τον αφρό της θάλασσας να κάμουνε τ’ αλώνι
μηδέ και τ' άχυρο βραχεί μηδέ και το σιτάρι
μηδέ την πάχνη τ' αλωνιού αέρας να την πάρει
τότε κι αυτή τον Κωνσταντή θα τόνε πάρει γι άντρα
και πάλι ναι και πάλι όχι και πάλι σα της δόξει...
Χρυσό μαχαίρι νέβγαλε απ' τ' αργυρό φηκάρι
στον ουρανό το πέταξε, μες την καρδιά του πάει.
3 σχόλια:
πω,πω τελειο! φοβερο! κι απιστευτο!! πω, πω..
δημωδες ειναι?
balabala kutruvalla!
Ολα αυτα τα δημωδη ασματα ειναι φοβερα...Με ποιο φοβερο εκεινο του "νεκρου αδελφου" που θυμιζει θριλερ..
Εγώ είμαι στη ζωγραφιά! :)
Δημοσίευση σχολίου