25 Ιαν 2008

ΤΟ ΜΑύΡΟ ΒΟΥΝό (νυχτερινό ανάγνωσμα - μέρος 1ο)

.
.

"Δεν είναι νεκρό Εκείνο  που αιώνια μπορεί να περιμένει
και με το πέρασμα παράξενων Αιώνων
ακόμα και ο Θάνατος ραγίζει, και πεθαίνει"
Nekronomikon


Εκείνο το βράδυ δυσκολεύτηκε πολύ να κοιμηθεί. Δεν ήταν τόσο η ζέστη και η υγρασία, όσο μια ακαθόριστη αίσθηση διάχυτης απειλής, κάτι που ποτέ δεν είχε ξανανιώσει. Αυτή η αίσθηση ήταν ήδη παρούσα την ώρα που επέστρεφε από τη μοναχική του βόλτα στο μοναδικό ανοιχτό μπαράκι του χωριού, αλλά δυνάμωσε απότομα όταν ξεκλείδωσε την πόρτα. Λες και tο υπόσκαφο σπίτι, το σκαμμένο μέσα στ’ αρχαία ηφαιστειακά βράχια, στην άκρη του γκρεμού, λες και ήταν γεμάτο από την άυλη οσμή ενός ασαφούς επικρεμάμενου κινδύνου. Μπήκε διστακτικά στο πρώτο δωμάτιο, το καλό, με το κουζινάκι και το μεγάλο διπλό κρεβάτι, που θα έμενε άδειο : παρ’ όλα του τα δυσοίωνα προαισθήματα, προτιμούσε να κοιμηθεί κι απόψε στο δεύτερο δωμάτιο, το σκαμμένο ακόμα πιο βαθιά μέσα στην ελαφρόπετρα και τη λάβα.

Άναψε το φως και προσπάθησε να διασκεδάσει τους αβάσιμους φόβους του. Η ανησυχία του όμως, αντί να υποχωρήσει, γινόταν όλο και πιό έντονη - μα δεν ήταν προληπτικός, το αντίθετο μάλιστα, ήταν ένας πολύ λογικός και πρακτικός άνθρωπος, ένας μορφωμένος κι έξυπνος ορθολογιστής, και γέλασε με τις παράλογες ανησυχίες του, ξορκίζοντας τους αναίτιους φόβους του. Τί φοβάσαι ρε βλάκα, είπε στον εαυτό του, μη σε φάνε οι καλικάντζαροι;

Ίσως για την ανησυχία του να έφταιγε κι εκείνο το μυστηριώδες τρίτο δωμάτιο, το χωμένο ακόμα πιο βαθιά στα έγκατα της γης. το κλειδαμπαρωμένο. Η νοικοκυρά είχε φανεί να ενοχλείται κάπως όταν την ρώτησαν τί υπάρχει εκεί, τους είχε ψελλίσει απρόθυμα κάτι αόριστο, σχετικά με παλιές αποθήκες. Σαχλαμάρες, είπε στον εαυτό του. Παρασύρομαι στην παράνοια, επειδή χώρισα βίαια από την αγαπημένη μου, και μού φαίνονται όλα μαύρα. Για μια στιγμή μετάνιωσε που δεν είχε φύγει πίσω στην πόλη, μαζί με το ζευγάρι των φίλων του. Είχαν επιμείνει απρόσμενα έντονα να τον πάρουν μαζί τους, λες και διαισθάνονταν ότι κάποιος κίνδυνος παραμόνευε για κείνον αν έμενε μόνος. Τον αγαπούσαν πολύ, φαρμακώθηκαν όταν τον είδαν να φτάνει στο νησί χωρίς Εκείνην, και υπέφεραν να τον βλέπουν έτσι μελαγχολικό. Απλά δεν ήθελαν να τον αφήσουν μόνο, αυτή ήταν η αιτία που επέμεναν, χωρίς αμφιβολία. Επέμεινε κι εκείνος να μείνει, το είχε ανάγκη. Κι απόψε ήταν το πρώτο βράδυ που θα περνούσε μόνος του, στο σπιτάκι που είχαν νοικιάσει όλοι μαζί.

Με τα χίλια ζόρια τον πήρε ο ύπνος. Καλύτερα να μην τον έπαιρνε.

Ο εφιάλτης που είδε εκείνο το βράδυ δεν περιγράφονταν με λόγια.

Τού φάνηκε πως άκουσε μια παράξενη ψαλμωδία να έρχεται από το βάθος του βράχου, μια ψαλμωδία που έμοιαζε παλιά όσο ο Χρόνος. Στην αρχή μόλις που ακουγόταν, μα όλο και δυνάμωνε, ώσπου δεν μπορούσε πιά να ξεγελάσει τον εαυτό του πως ήταν κάτι που το φανταζόταν. Η ψαλμωδία αυτή δεν θύμιζε τίποτα απ' όσα είχε ακούσει ως τώρα, και είχε ακούσει πολλά. Είχε κάτι το γλυκερό και σαγηνευτικό, όχι όμως ευχάριστο, αλλά τρομακτικό, σα ν’ άκουγε κανείς την ίδια την χορωδία της Κόλασης. Προσπάθησε μέσα στ’ όνειρό του να σηκωθεί από το κρεβάτι, όμως ανακάλυψε με τρόμο πως ήταν ανίκανος να κάνει την παραμικρή κίνηση. Μια διάχυτη παράλυση τον κρατούσε καθηλωμένο, την ώρα που η Διαβολική ψαλμωδία όλο και πλησίαζε, παράξενα λαρυγγική και απόκοσμη, λες κι έβγαινε από στόματα μη ανθρώπινα. Τις αποτρόπαιες φωνές τις συνόδευε ο κρότος από βαριά, ρυθμικά, συντονισμένα βήματα, που όλο και πλησίαζαν, πίσω από την κλειδαμπαρωμένη πόρτα του τρίτου δωματίου, μαζί με μια αηδιαστική δυσωδία, σαν από χαλασμένο ψάρι, που γινόταν κι εκείνη όλο και πιό έντονη...



Απαγορεύεται η αναδημοσίευση χωρίς την άδειά μου (την δίνω όμως πανεύκολα...)
email επικοινωνίας: miltiadis_s at yahoo.gr
.