Το απόλυτο σκοτάδι του δωματίου-σπηλιά έλαμπε, μέσα στ’ όνειρό του, λουσμένο σ' ένα απόκοσμο ασημογάλαζο φως. Είδε με φρίκη τη μυστηριώδη πόρτα ν’ ανοίγει, κι από μέσα είδε να βγαίνουν ένα ένα δεκάδες δίποδα όντα, παρωδίες ανθρώπων, κάτι σαν διασταύρωση ανθρώπου και ψαριού. Τα σώματά τους ήταν καμπουριαστά, καλυμμένα με φολίδες, ενώ το κεφάλι τους έμοιαζε με κεφάλι ιγκουάνα: τα απόκοσμα εκείνα πλάσματα είχαν μικρά σχιστά μάτια χωρίς βλέφαρα, τεράστιο ψαρίσιο στόμα, χαμηλό έως ανύπαρκτο μέτωπο, χοντρό λαιμό, καθόλου μαλλιά, και καλύπτονταν από φολίδες παντού, ακόμα και στο
σαν-πρόσωπο. Τα χέρια τους ήταν κοντά και πλατιά, σαν πτερύγια, και τα δάχτυλά τους ενώνονταν με μία διάφανη μεμβράνη– μέτρησε έξι
σαν-δάχτυλα σε κάθε
ας-το-πούμε-χέρι.
Τα μυστηριώδη πλάσματα συνέχισαν να παρελαύνουν δίπλα του, ψέλνοντας το μονότονο και τρομακτικό τους τροπάριο, χωρίς να τού δίνουν καμμία σημασία. Οι τελευταίοι όμως της πομπής, πιο μικρόσωμοι και πιο κακοσχηματισμένοι από τους υπόλοιπους, σταμάτησαν δίπλα στο κρεβάτι του. Έξι από αυτούς τον σήκωσαν στα αποτρόπαια χέρια τους- ένιωσε το ανατριχιαστικό, γλοιώδες και παγωμένο άγγιγμά τους στο γυμνό του κορμί.
Λίγοι από τους μυριάδες τουρίστες του νησιού διανυκτέρευαν στο διάσημο γραφικό χωριό, στο χείλος του ηφαιστειακού γκρεμού. Οι περισσότεροι έρχονταν μαζικά λίγο πριν το δειλινό, για να θαυμάσουν το περίφημο ηλιοβασίλεμα, κι επέστρεφαν μετά στα παραθαλάσσια ξενοδοχεία τους, στην άλλη πλευρά του νησιού. Το ενοικιαζόμενό του σπιτάκι ήταν από τα τελευταία του οικισμού, μακριά από τα καφέ και τα εστιατόρια, και στα γύρω στενά λιθόστρωτα δρομάκια, που διέτρεχαν το χείλος του γκρεμού οριζόντια και κάθετα, δεν κυκλοφορούσε κανείς, εκείνη την προχωρημένη ώρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα. Έτσι η τρομερή πομπή ανέβηκε ανενόχλητη στον κύριο λιθόστρωτο δρόμο, στο φρύδι της καλδέρας, και πήρε την αντίθετη κατεύθυνση από το κέντρο.
Χωρίς να συναντήσουν ψυχή, άφησαν πίσω και τα τελευταία σπίτια και ξενοδοχεία του χωριού, που έμοιαζαν όλα λουσμένα στο ίδιο απόκοσμο φως. Ανίκανος να κάνει την παραμικρή κίνηση, στα χέρια των έξι αηδιαστικών τεράτων, προσπάθησε ν'ανακαλέσει στη μνήμη του τον χάρτη που είχε μελετήσει στο καράβι: το αρχαίο εκείνο εγκατελειμμένο λιθόστωτο δρομάκι, πορευόμενο ακριβώς δίπλα στον αχανή γκρεμό, έβγαζε στην πρωτεύουσα του νησιού, περνώντας στη διαδρομή δίπλα από έναν ψηλό λόφο, που έφερε το δυσοίωνο όνομα
Μαύρο Βουνό. Είχε προσέξει αυτήν την λεπτομέρεια γιατί το όνομα τού είχε ασκήσει μια περίεργη έλξη, και είχε σκεφτεί να επισκεφτεί το μέρος εκείνο. Είχε ρωτήσει σχετικά και κάποιους ντόπιους, που όμως ήταν φανερά απρόθυμοι να του δώσουν πληροφορίες για τον απότομο λόφο, που κανείς δεν έμοιαζε να βλέπει, παρόλο που δέσποζε επιβλητικά πάνω από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο που οδηγούσε στην Πρωτεύουσα του νησιού.
Αυτά σκεφτόταν, όταν ξαφνικά η πομπή άφησε τον αρχαίο λιθόστρωτο δρόμο, κι έστριψε σ’ ένα στενότερο ανηφορικό παρακλάδι, απομακρυνόμενη από το χείλος του γκρεμού. Μετά από λίγο η πομπή σταμάτησε μπροστά σε μια αυλόπορτα, κι είδε με έκπληξη ένα μικρό εκκλησάκι, που έλαμπε ασημόλευκο στο φασματικό φως της αφέγγαρης νύχτας– παραδόξως μπορούσε να κινεί το βλέμμα του ελεύθερα τριγύρω, καθώς μεταφέρονταν παράλυτος στα χέρια των αηδιαστικών του βαστάζων. Δεν ήταν όμως καθόλου καθησυχαστική η παρουσία του ξωκλησιού εκεί, το αντίθετο, ο καμπύλος όγκος του με τον κλασικό κυανό τρούλο, που σε κανονικές συνθήκες θα τού φαινόταν γραφικός και όμορφος, έμοιαζε την ώρα εκείνη ιδιαίτερα απειλητικός και τρομακτικός.
Στην αυλή της εκκλησιάς είδε μαζεμένους κάμποσους κανονικούς ανθρώπους. Κάποιοι από αυτούς έμοιαζαν ντόπιοι, ενώ άλλοι ήταν προφανέστατα ξένοι. Όλοι ήταν ντυμένοι παράξενα, με απαράλλαχτους μακριούς μαύρους χιτώνες, και κρατούσαν στα χέρια τους- όπως διαπίστωσε με μεγάλη έκπληξη-
μαύρα κεριά, που έκαιγαν με λαμπερές
μαύρες φλόγες.
Οι μυστηριώδεις άνθρωποι προστέθηκαν στην πομπή, και άρχισαν κι εκείνοι να ψέλνουν τις ψαλμωδίες των
ψαρανθρώπων- έτσι τους είχε ονομάσει μέσα στο όνειρό του. Συνέχισαν όλοι μαζί την ανάβαση στο Μαύρο Βουνό. Μπροστά πήγαιναν οι ψαράνθρωποι, στη μέση ήταν αυτός και οι βαστάζοι του, ενώ από πίσω ακολουθούσαν εκείνοι με τα μαύρα κεριά.
Κάποια στιγμή το μονοπάτι κατέληξε σ’ ένα πλάτωμα στο χείλος του γκρεμού, μια σχετικά επίπεδη έκταση, που περιβάλλονταν ολόγυρα από κάτι τεράστια κι απειλητικά μαύρα βασαλτικά βράχια. «
Οι Φρουροί», σκέφτηκε αυθόρμητα, απορώντας κι ο ίδιος με την παράξενη αυτή του σκέψη. Υπήρχε μια παράξενα ανυπόφορη ένταση στην ατμόσφαιρα σ’ εκείνο το σημείο, ακόμα και οι ψαράνθρωποι φαίνονταν να το νιώθουν αυτό, έδειχναν κάπως ανήσυχοι. Τα ογκώδη και πολυεδρικά μαύρα βράχια έμοιαζαν να πάλλονται, να δονούνται από ανίερες δονήσεις, λες και ήταν κατά κάποιον τρόπο ζωντανά.
Η πομπή σταμάτησε απότομα, σαν να περίμενε κάποιου είδους έγκριση για να συνεχίσει. Ο τόνος την ανατριχιαστικής ψαλμωδίας άλλαξε, κι έγινε κάπως παρακλητικός, λες και απευθύνονταν σε κάποιο Σεβάσμιο Ον. Ξαφνικά οι βράχοι άρχισαν να ιριδίζουν σε τόνους του μαύρου και του ασημί, και η πομπή ξανάρχισε να κινείται, με κατεύθυνση προς την κορυφή του
Μαύρου βουνού, που δεν απείχε πιά πολύ...
συνεχίζεται... (κλικ!)
Απαγορεύεται κάθε αναδημοσίευση χωρίς την άδειά μου
email επικοινωνίας: miltiadis_s at yahoo.gr