Κι ΕΚΕίΝΟ Το ΚΟΡίΤΣΙ, Τί Νά 'ΓΙΝΕ; ("Οι ΣΥΜΠΑίΧΤΕΣ", ΕΠΙΛΟΓΟΣ)
.
Φτάσαμε ξημερώματα στην Έδεσσα κι όπως φανερώθηκε η πόλη από ψηλά, έμοιαζε σαν να την είχαν βουτήξει στα λασπόνερα και τώρα στέγνωνε. Το καφενείο δίπλα στο πρακτορείο μόλις άνοιγε, ήπιαμε καφέ κι έπειτα πήγαμε και πλυθήκαμε στη βρύση του πάρκου. το κορίτσι μπήκε στις γυναικείες τουαλέτες και φόρεσε ένα καθαρό φουστάνι και, την ώρα που έβγαινε, ξεπρόβαλε κι ο ήλιος και για μα στιγμή πιστέψαμε πως θα 'ρθει ίσια καταπάνω μας. Όλη τη μέρα έψαχνα για δουλειά και το απόγευμα αποκαμωμένοι πιάσαμε ένα δωμάτιο σε κάποιο ετοιμόρροπο σπίτι και ο γέρος που το είχε μάς έφερε καθαρές πετσέτες κι ένα κανάτι με νερό και μάς εξήγησε πως το μαγειρείο που βλέπαμε στη φωτογραφία βρίσκεται πίσω από τούτο τον κόσμο -στη Γερμανία!...-και πως ανήκει στο γιό του. Δίπλα κοιμόταν ένας μεσόκοπος γυρολόγος και ακούγαμε την κούρασή του όλη νύχτα, καθώς άδειαζε με θόρυβο από τις τρύπες του κορμιού του.
Την επόμενη μέρα βρήκα μια θέση ανάμεσα σε δύο γύφτους, που ολημερίς έσφαζαν και ξεπουπούλιαζαν κοτόπουλα και μετά τά 'παιρνα εγώ, έχωνα στον πισινό τους ένα καλάμι και τα φούσκωνα πασαλείβοντάς τα και μ' ένα κουρελόπανο βουτηγμένο στο λίπος.
Τα βράδια καθόμασταν έξω από την πόρτα πάνω σε κάτι μαυρισμένα καφάσια παρέα με το γέρο και μάς μιλούσε για τη ζωή του χωρίς κακία πιά, χωρίς μίσος, χωρίς ελπίδα, σαν να είχε μόλις βγει από τον κινηματογράφο και μάς μιλούσε για το έργο που είδε. Πού και πού μονο κάποιο αχνό, ευγενικό χαμόγελο, όπως αν σκάλιζε με τη μασιά σβησμένο τζάκι και με την εμφάνιση μιας καινούργιας σπίθας πάλι να τρέχει από δω κι από κει μέσα στα χρόνια του, ξηλώνοντας τη νοικοκυρεμένη του πουκαμίσα και πασχίζοντας να πλέξει από το νήμα της χιτώνα πολεμικό, να τυλιχτεί και να το κάνει σάβανο στη στερνή του ώρα. Σαν τέλειωναν αυτά τα βράδια, ο γέρος κοιτούσε πέρα, στον κάμπο, στις ρίζες της νύχτας, λες και διέκρινε πίσω τους κάποιαν απειλή που μάς είχε στόχο και γυρνώντας έλεγε αντί για καληνύχτα:
- Να μού το θυμάστε` εγώ θα πάω σκοτωτός.
Πώς να πήγε άραγε ο γέρος; Και τί νά ' γιναν τα μαυρισμένα μας καφάσια;
Κι εκείνο το κορίτσι τί νά 'γινε;
.
Την επόμενη μέρα βρήκα μια θέση ανάμεσα σε δύο γύφτους, που ολημερίς έσφαζαν και ξεπουπούλιαζαν κοτόπουλα και μετά τά 'παιρνα εγώ, έχωνα στον πισινό τους ένα καλάμι και τα φούσκωνα πασαλείβοντάς τα και μ' ένα κουρελόπανο βουτηγμένο στο λίπος.
Τα βράδια καθόμασταν έξω από την πόρτα πάνω σε κάτι μαυρισμένα καφάσια παρέα με το γέρο και μάς μιλούσε για τη ζωή του χωρίς κακία πιά, χωρίς μίσος, χωρίς ελπίδα, σαν να είχε μόλις βγει από τον κινηματογράφο και μάς μιλούσε για το έργο που είδε. Πού και πού μονο κάποιο αχνό, ευγενικό χαμόγελο, όπως αν σκάλιζε με τη μασιά σβησμένο τζάκι και με την εμφάνιση μιας καινούργιας σπίθας πάλι να τρέχει από δω κι από κει μέσα στα χρόνια του, ξηλώνοντας τη νοικοκυρεμένη του πουκαμίσα και πασχίζοντας να πλέξει από το νήμα της χιτώνα πολεμικό, να τυλιχτεί και να το κάνει σάβανο στη στερνή του ώρα. Σαν τέλειωναν αυτά τα βράδια, ο γέρος κοιτούσε πέρα, στον κάμπο, στις ρίζες της νύχτας, λες και διέκρινε πίσω τους κάποιαν απειλή που μάς είχε στόχο και γυρνώντας έλεγε αντί για καληνύχτα:
- Να μού το θυμάστε` εγώ θα πάω σκοτωτός.
Πώς να πήγε άραγε ο γέρος; Και τί νά ' γιναν τα μαυρισμένα μας καφάσια;
Κι εκείνο το κορίτσι τί νά 'γινε;
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου