Η ΜΥΡΙΟΚΑΛή
.
*
....
*.*.*
*
Στον ψηλό, Κρυστάλλινο Πύργο της
κοιμόταν κι ονειρευόταν
η Μυριοκαλή
και περίμενε
και περίμενε…
και περίμενε.
.
* *
.
Μια Νύχτα ήρθ' ένας γάτος ντυμένος Εραστής
νιαούριζε όλη νύχτα μπρος στο παράθυρο τής.
Δεν την ξύπνησε.
Την άλλη Νύχτα ήρθ' ένας βαθύπλουτος Κροίσος.
Τής έταξε παλάτια και ταξίδια, ζωή
παραμυθένια, πολυτέλεια και χλιδή,
μα πάλι δεν την ξύπνησε.
Την άλλη Νύχτα ήρθ' ένας ατρόμητος Ιππότης
της μίλησε για Δόξα, γι' Αγώνες, για μάχες και για αίματα
θά ’κανε, λέει, για χάρη της μεγάλα κατορθώματα.
Ούτε κι αυτός την ξύπνησε.
Την άλλη Νύχτα ήρθε ένας ευγενικός Τραγουδιστής.
Είπε τραγούδια του Έρωτα, λόγια της Ομορφιάς
της τραγουδούσε με όλη του την τέχνη της Καρδιάς
μα δεν την ξύπνησε ούτ' αυτός.
Την άλλη Νύχτα ήρθ' ένας παντοδύναμος Μάγος.
Κέντησε τον Χώρο άνθη, πότισε τον Χρόνο αρώματα,
μέθυσε τον Ουρανό ουράνια τόξα, να στροβιλίζεται χιλιάδες χρώματα,
έκανε την Νύχτα ολόλαμπρη Μέρα,
της έδειξε θαύματα που κανείς δεν είχε ως τότε αντικρύσει,
μα ούτ’ αυτός κατάφερε να την ξυπνήσει.
Την άλλη Νύχτα δεν ήρθε κανείς.
Όμως, λίγο πριν το Χάραμα, ήρθ' ένα λυπημένο Αγόρι.
Στάθηκε κάτω από το παράθυρό της, και τής είπε:
«Αρχόντισσα Μυριοκαλή,
είμαι Εκείνος που περίμενες καιρό
άσε με λίγο να σε δω»
…μα εκείνη δεν ξύπνησε. Είπε…
.
* *
.
«Αρχόντισσα Μυριοκαλή,
σ’έψαχνα σ’ όλη τη ζωή μου
έλα μαζί μου»
…μα εκείνη και πάλι δεν ξύπνησε. Είπε…
.
* *
.
«Αρχόντισσα Μυριοκαλή,
χωρίς εσένα
δεν τη θέλω τη ζωή»
...και, στην άκρη του ματιού του,
κύλησε ένα κρυστάλλινο Δάκρυ.
Μέσα στο Δάκρυ του άστραψε ο Κρυστάλλινος Πύργος
και μες στον Κρυστάλλινο Πύργο, απ’άκρη σ’άκρη
άστραψε το Δάκρυ.
Κι ήταν τόσο όμορφο και τόσο Αληθινό, το Δάκρυ του αυτό,
που ο Κρυστάλλινος Πύργος άρχισε να τρέμει απαλά
και να τραγουδά μιάν ουράνια μουσική, μιάν ανήκουστη μελωδία
και να ραγίζει.
Με κάθε νότα ράγιζε και μιά νέα ρωγμή,
κι ο ψηλός Κρυστάλλινος Πύργος ράγισε σε άπειρα σημεία,
ώσπου έγινε κομμάτια, κι έπεσε, αμέτρητα θρύψαλλα, στο έδαφος,
ένας σωρός από μικρά κρυστάλλινα θρύψαλλα,
σαν κρυστάλλινα δάκρυα,
στα πόδια του Αγοριού.
Στην κορυφή, στέκονταν η Μυριοκαλή, αγέρωχη, πανέμορφη
στα μακρυά μαλλιά της ανέμιζε η Άνοιξη
και λάμπανε στα μάτια της θάλασσες κι αστραπές:
«Είμαι η Αρχόντισσα των Ονείρων, της Χαράς και της Λύπης των Αγοριών
είμαι η Κυρά του Φεγγαριού και των Βροχών,
Αφέντρα του Ανέμου και των Κυμάτων,
Δέσποινα των Αστεριών
είμαι η ξακουστή Μυριοκαλή
Ποιος είσαι συ, που έκανες θρύψαλλα τον Ακριβό μου Ύπνο;ποιός είσαι, γιατ' ήρθες να με βρεις, από πόσο μακριά;
ποιος είσαι, πώς τόλμησες,
να μου ραγίσεις την Καρδιά;
»
.
* *
.
* *
.
Είπε, και νόμιζε πως ήξερε την Απάντηση
όμως απάντηση δεν πήρε ποτέ...γιατί τ' Αγόρι είχε ήδη φύγει.
.
.
Έστυψε την Καρδιά του στη Γροθιά του
κι έφυγεγιατί κατάλαβε
πως η Μυριοκαλή, κρυστάλλινη σαν τον Πύργο της,
θά 'σπαγε μέσα στην αγκαλιά του
και θα μάτωνε τη ζωή του
αμέτρητα μικρά κοφτερά θρύψαλλα
Κι έτσι προτίμησε να ζήσει μακριά της,
κρατώντας από κείνη την άφθαρτη Εικόνα της
.
* *
* . * . *
* *
.
Και ζήσαν αυτοί καλά και χωριστά,
κι εμείς, ακόμα,
ζούμε.
*
....
*.*.*
*
Καλοκαίρι 1992
*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*.*
,