.
Στα βόρεια της μικρής νήσου Α. των Κυκλάδων βρίσκεται ένα σύμπλεγμα από δυό πολύ μικρά, ξερά κι ακατοίκητα νησάκια, ή μάλλον ένα διπλό νησί, το Διπλό ή Σαλίγκαρος. Πρόκειται για μια μακρόστενη και σχεδόν επίπεδη λωρίδα γης, που χαράζεται στη μέση από μια παράξενη διώρυγα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους τα μικροσκοπικά και φαινομενικά ασήμαντα αυτά νησιά έχουν κατοικηθεί από πάρα πολύ παλιά, πολύ πριν ακμάσει ο Κυκλαδικός πολιτισμός.
Το πέρασμα ανάμεσα στην Α. και στα δυό δίδυμα νησάκια είναι τόσο ρηχό, που μπορεί κανείς να το περάσει περπατώντας στην πάλλευκη άμμο, βυθισμένος ως το λαιμό στο κρυστάλλινο νερό.
Πέρα από το βόρειο νησάκι, απέναντι από μια ανεμοδαρμένη αμφιθεατρική ακτή, εκτεθειμένος στους άγριους βοριάδες του κεντρικού Αιγαίου, στη μέση των κυμάτων, βρίσκεται ένας παράξενος βράχος, που ορθώνεται απειλητικά, ψηλός, μυτερός και τεράστιος. Οι ντόπιοι ψαράδες τον λένε ο «Διαβολόβραχος» ή «το Διαβολόκαστρο», και τον αποφεύγουν, όπως ο Διάβολος το λιβάνι.
Ο όρθιος άντρας ήταν ολόγυμνος, πράγμα όχι και τόσο παράξενο, αν αναλογιστεί κανείς πως η παραλία εκείνη στο βόρειο άκρο της Α. ήταν διάσημη ως η παλιότερη επίσημη ελληνική παραλία γυμνιστών. Ο ηλιοκαμένος μεσήλικας είχε πιάσει ψιλή κουβέντα στις τέσσερις αμήχανες κοπέλες με τα μπικίνι, που φαινόταν να τον γνωρίζουν από πριν.
- Ναι, περνάς απέναντι περπατώντας, με το νερό ως το λαιμό. Αν θέλετε μπορώ να σάς πάω.
- Και τι υπάρχει απέναντι;
- Από πίσω έχει μια πάρα πολύ όμορφη παραλία, εκεί που είμαι εγώ με τη σκηνή μου. Κι έχει και πολλά μονοπάτια που οδηγούν σε διάφορες άλλες παραλίες, είναι πολύ ωραία.
- Σίγουρα μπορούμε να πάμε εκεί περπατώντας μέσα στο νερό, και όχι κολυμπώντας; Δεν θα βραχούν τα πράγματά μας;
- Μην ανησυχείτε, είναι πολύ ρηχά – αλλά πρέπει να ξέρεις πού είναι το πέρασμα.
Οι κοπελιές είχαν κάποιες επιφυλάξεις, δεν τον γνώριζαν και τόσο καλά τον γυμνούλιακα για να τον ακολουθήσουν, αλλά και πάλι, τι είχαν να φοβηθούν, τέσσερις εναντίον ενός; Το νησάκι ήταν ακατοίκητο και έρημο, αλλά περιφέρονταν ήδη εκεί κάποιοι τολμηροί τουρίστες, και υπήχαν και τρία τέσσερα σκάφη αραγμένα στις παραλίες του. Από την άλλη πάλι ήταν κι εκείνες οι αόριστες φήμες που ακούγονταν στο κάμπιγκ, τα βράδια γύρω από τη φωτιά, και μετά από πολλές μπύρες, παράξενες ιστορίες που μιλούσαν για ανόσιες τελετές και για μυστηριώδεις εξαφανίσεις τουριστών στο νησάκι. Όμως τώρα ο ήλιος έλαμπε στον ουρανό, τι μποπούσε να τους συμβεί, μέρα μεσημέρι; Άσε που ντρέπονταν φυσικά να ομολογήσουν, ακόμα και στον εαυτό τους, πως είχαν πάρει στα σοβαρά τις ιστορίες που λέγαν τις νύχτες τα φρικιά για να περνάει η ώρα, εξαφανίσεις και τελετές και αηδίες, μεταξύ στοιχειωμένων ανεμόμυλων και θαλασσινών τεράτων. Από καιρό ήθελαν να πάνε στο νησάκι, που το έβλεπαν κάθε μέρα απέναντι, τόσο κοντά, κι όμως τόσο δυσπρόσιτο γι’ αυτές και για τους φόβους τους- ζήλευαν κρυφά όσους περνούσαν τα στενά και το εξερευνούσαν.
Κι έτσι τελικά η περιέργειά τους νίκησε τους δισταγμούς. Μετά από μια σύντομη διαβούλευση, οι τέσσερις κοπέλες άρχισαν να σηκώνονται, να μαζεύουν τις πετσέτες τους, να ταχτοποιούν τις τσάντες τους. Όταν τελικά ετοιμάστηκαν, μπήκαν μία μία στο νερό, ακολουθώντας το γυμνό άντρα. Καθώς αυτός πήγαινε μπροστά κι εκείνες στη σειρά πίσω του, εφ' ενός ζυγού, λίγο πιο κοντές, με τα μπαγκάζια τους στο κεφάλι, έμοιαζαν σαν αφρικανοί βαστάζοι που ακολουθούσαν έναν λευκό εξερευνητή του παλιού καιρού.
Οι υπόλοιποι λουόμενοι δεν τους έδωσαν καμμιά σημασία, καθώς εκείνες βυθίζονταν σιγά σιγά στο νερό ως το λαιμό, και περνούσαν απέναντι, στο νησάκι.
Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που τις είδε κανείς.
……
Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες και τριακόσιες εξήντα τέσσερις νύχτες το χρόνο, η απόκρημνη παραλία με τον παράξενο βράχο στο κέντρο μαστιγώνεται από τα τεράστια κύματα που σηκώνει φυσώντας ακατάπαυστα ο άγριος Βορέας. Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες και τριακόσιες εξήντα τέσσερις νύχτες το χρόνο, τα κύματα δε σταματούν ποτέ να ξερνούν στην ακτή συντρίμμια από αρχαία και νέα ναυάγια, φύκια, και κάθε λογής αντικείμενα, μεταξύ των οποίων, αμέτρητες ελαφρόπετρες, κατάλοιπα από αρχαίες εκρήξεις ηφαιστείων. Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες και τριακόσιες εξήντα τέσσερις νύχτες το χρόνο, η βόρεια παραλία με τον παράξενο βράχο στο κέντρο είναι παντέρημη.
Μια νύχτα όμως κάθε χρόνο, όταν τ' ολόγιομο φεγγάρι του Αυγούστου ανατέλλει στον ορίζοντα, ο Άνεμος παύει ξαφνικά να φυσά, ως δια μαγείας. Μια αφύσικη ηρεμία απλώνεται γύρω από το μυστηριώδη βράχο, και μέσα στην απόκοσμη σιγή, η θάλασσα αποτραβιέται, κι ο προαιώνιος βράχος ενώνεται με τη στεριά.
Ο γυμνός ηλιοκαμένος άντρας στέκονταν αμίλητος στο κέντρο, στραμμένος προς το Βράχο, αναμένοντας. Φορούσε μόνο ένα στεφάνι από φύκια στα μαλλιά. Γύρω του, κατά μήκος του υπερυψωμένου χείλους της ως πριν λίγο κυματοδαρμένης παραλίας, βρίσκονταν δώδεκα άντρες και γυναίκες, ντυμένοι με μαύρους χιτώνες που έφεραν χρυσά κεντητά εμβλήματα, τρίαινες, μαιάνδρους, κυμάτια, χταπόδια, και άλλα θαλασσινα σύμβολα. Ανάμεσα τους βρίσκονταν δώδεκα ολόγυμνοι νέοι και νέες, ανέκφραστοι και άνευροι, σαν υπνωτισμένοι.
Από την αψιδωτή Πύλη στη βάση του μυτερού Βράχου, που καθώς τα άγρια κύματα είχαν αποτραβηχτεί φαινόταν πολύ πιο ψηλός κι ακόμα πιο εντυπωσιακός απ΄ ό,τι συνήθως, άρχισε να βγαίνει μια παράξενη πομπή.
Μπροστά πήγαιναν κάτι πράσινα όντα με αποτρόπαια πρόσωπα ψαριού και σώμα καλυμμένο με λέπια. Προχωρούσαν προς τη στεριά βαδίζοντας σκυφτά, και μουρμουρίζοντας μια παράξενη ψαλμωδία, που σού πάγωνε το αίμα. Ένας ένας έπαιρναν θέσεις στο ελαφρά επικλινές αμφιθέατρο που είχε δημιουργηθεί από την απόσυρση της Θάλασσας.
Ύστερα από τα απόκοσμα αυτά όντα, λουσμένη στο εκθαμβωτικό φεγγαρόφωτο της Αυγουστιάτικης Πανσελήνου, που ακριβώς εκείνην την ώρα μεσουρανούσε, φάνηκε μια δεύτερη μικρότερη πομπή, αποτελούμενη από νέες γυναίκες και νέους άντρες. Προχωρούσαν τραγουδώντας ακατανόητα λόγια, ενώ μερικοί από αυτούς κουβαλούσαν υπερφυσικά μεγάλα κοχύλια, που έβγαζαν απόκοσμούς ήχους, και άλλοι έπαιζαν παράξενα μουσικά όργανα. Γρήγορα χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, που πήραν θέσεις αριστερά και δεξιά από τον βράχο.
Στο μεταξύ ο βράχος είχε γεμίσει ζωή: γενειοφόροι Τρίτωνες, γυμνόστηθες Γοργόνες, λευκοντυμένες Νηριίδες, μια ετερόκλητη πλειάδα από μυθικά όντα, είχαν γεμίσει τις απόκρημνες πλαγιές του.
Τελευταία εμφανίστηκαν δύο ηλικιωμένα και εμφανώς σεβάσμια ζευγάρια, που κάθισαν σε υπερυψωμένους πέτρινους θρόνους, λαξεμένους σε δυό φυσικά μπαλκόνια, στη μεσότητα του βράχου.
Όταν πιά όλοι είχαν πάρει τις θέσεις τους, από ένα κρυφό άνοιγμα κοντά στην κορυφή του βράχου βγήκε ένα τρίτο ζευγάρι, στη θέα του οποίου όλοι ανεξαιρέτως οι παρευρισκόμενοι υποκλίθηκαν με σεβασμό, ενώ οι μαυροντυμένοι της ακτής έπεσαν γονατιστοί στο έδαφος.
Ήταν ένας μυώδης, μακρυμάλλης και γενειοφόρος γίγαντας, που κρατούσε στο χέρι μία τεράστια Τρίαινα, η οποία σπιθοβολούσε αστραπές. Δίπλα του στέκονταν μια εξωπραγματικά όμορφη γυναίκα ,με μακρυά μαλλιά, δελφίνια κεντημένα στον κατάλευκό της χιτώνα.
Ο Αρχιερέας ήταν ο πρώτος που σηκώθηκε όρθιος. Κοιτώντας θαραλλέα προς το τρομερό ζεύγος στην κορυφή, είπε, με βροντερή φωνή:
- Ω Παντοδύναμε Τιτάνα, Κύριε των Θαλασσών, Αφέντη των Κυμάτων. Ήρθε και πάλι η ώρα να εκπληρώσουμε το χρέος μας απέναντί σου, εμείς, οι πιστοί σου θνητοί. Δέξου Αιώνιε την προσφορά μας, τιθάσευσε τον άγριο Βορέα, συγκράτησε την οργή της τρίαινάς σου, μετρίασε το μένος σου για το ταλαίπωρο γένος των Θαλασσινών, για έναν ακόμη χρόνο. Συντρόφισσα του Μέγα Θεού, αθάνατη θαλασσινή Άνασσα, Αμφιτρίτη, δέξου το σεβασμό μας.
Μετά από μια σύντομη παύση, έστρεψε το βλέμμα του πιό χαμηλά, απευθυνόμενος διαδοχικά στα δύο ζεύγη των πέτρινων θεωρείων, και συνέχισε:
- Κι εσείς, προαιώνιε Ωκεανέ, κυανόπεπλη Τηθύ, σεβάσμιε Νηρέα, τιμημένη Θέτιδα, δώστε στους ανθρώπους της Θάλασσας την εύνοιά σας, ασφάλεια στα καράβια μας, ψάρια στα δίχτυα μας, αέρα στα πανιά μας.
Αυτά είπε ο Αρχιερέας, και σήκωσε ψηλά και τα δυό του χέρια. Με το σύνθημά του οι δώδεκα μαυροντυμένοι Ιερείς στράφηκαν προς το κέντρο, όπου εκείνος στεκόταν, κι άρχισαν να βαδίζουν ψέλνοντας προς αυτόν, μαζί με τους δώδεκα υπνωτισμένους νέους συνοδούς τους.
Μόλις έφταναν μπροστά στον Αρχιερέα, άλλαζαν πορεία προς το Βορρά, σχηματίζοντας μια τρομερή πομπή προς την Πύλη του βράχου, που την πλαισίωναν οι ψαρόμορφοι, και που την κατόπτευε από ψηλά αμίλητο κι ανέκφραστο το απόκοσμο, υπερφυσικό ζεύγος της κορυφής. Φτάνοντας μπροστά στην Πύλη γονάτιζαν και παρέδιδαν στο Βασιλιά και της Βασίλισσας της Θάλασσας το γυμνό νέο ή νέα που συνόδευεαν. Ψαρόμορφοι υπηρέτες παραλάμβαναν τους νέους και τους οδηγούσαν στα βάθη της Πύλης. Ένας ένας οι Ιερείς έκαναν μεταβολή, κι επέστρεφαν στην ακτή, ξαναπαίρνοντας την προηγούμενη θέση τους.
Όταν τελείωσε η διαδικασία, ο Βασιλιάς της Θάλασσας ένευσε θετικά. Μια περήφανη και μεγαλοπρεπής υποψία χαμόγελου εμφανίστηκε στο τρομερό του πρόσωπο, πριν εξαφανιστεί και πάλι στα βάθη του βράχου, μαζί με τη σύζυγό του.
Ολόκληρη η αποτρόπαια συνοδεία αποσύρθηκε σταδιακά όπω είχε εμφανιστεί. Όταν πια και ο τελευταίος τους είχε χαθεί, ο Βορέας ξανάρχισε να φυσάει μανιασμένα, κι η Θάλασσα ξεχύθηκε από παντού, αφρισμένη και άγρια, πνίγοντας και πάλι με τα τεράστιά της κύματα τη βάση του γιγάντιου βράχου.
Ανακουφισμένοι, ο Αρχιερέας και οι Ιερείς του Μέγα Ποσειδώνα περπάτησαν ως τα καΐκια που τους περίμεναν στην άλλη πλευρά της νησίδας, κι επέστρεψαν ο καθένας στη μικρή του νησιωτική πολιτεία, όπου ξανάγιναν ο ιδιοκτήτης του κάμπιγκ της βόρειας ακτής της Α., δίπλα στο σύμπλεγμα των νησίδων, ο περιπτεράς της Πάρου, ο βιβλιοπώλης της Νάξου, ο ζαχαροπλάστης της Ίου, ο φαρμακοποιός της Σαντορίνης, ο καπετάνιος της Αμοργού, ο καφετζής της Σερίφου, η ταβερνιάρισσα της Σύρου, η κοσμηματοπώλισσα της Άνδρου, η σουβλατζού της Τήνου, η νοσοκόμα του αγροτικού ιατρείου της Φολέγανδρου, η βιβλιοθηκονόμος της Μήλου, η νοικοκυρά της Σίκινου.
Ως την επόμενη αυγουστιάτικη πανσέληνο.