ΤΟ ΑΗΔόΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΡόΔΟ ( τού oSCAR WiLDE, + AuTOPLaY )
«Υποσχέθηκε να χορέψει μαζί μου ἂν τῆς φέρω κόκκινα ρόδα,» φώναξε ὁ νεαρὸς Σπουδαστής· «ἀλλὰ στὸν κῆπο μου δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο ρόδο!»
Ἀπὸ τὴν φωλιά της στὴ βαλανιδιὰ ἡ Ἀηδόνα τὸν ἄκουσε, καὶ κοίταξε ἔξω, ανάμεσα απ' τα φυλλώματα, κὶ ἀπόρησε.
«Οὔτε ἕνα κόκκινο ρόδο σ᾿ ολόκληρον τὸν κῆπο μου!» φώναξε εκείνος, καὶ τὰ ὄμορφα μάτια τοῦ γέμισαν δάκρυα. «Ἄχ, ἀπὸ τί μικρὰ πράγματα ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία! Ἔχω διαβάσει ὅλα ὅσα ἔχουν γράψει οἱ σοφοὶ, κὶ ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κτῆμα μου, κι ὅμως, γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο έγινε ἡ ζωή μου δυστυχισμένη.»
«Ἐπιτέλους, νὰ ἕνας αληθινὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Νύχτες και νύχτες τραγουδούσα γιὰ αὐτόν, κι ας μην τὸν γνωριζα· νύχτες και νύχτες διηγόμουν τὴν ἱστορία του στ᾿ ἀστέρια, καὶ να που τώρα τὸν ἀντικρύζω. Τὰ μαλλιά του εἶναι σκοῦρα σὰν τὸν ἀνθὸ τοῦ ὑάκινθου, καὶ τὰ χείλη του είναι κόκκινα σὰν τὸ ρόδο τοῦ πόθου του· ἀλλὰ τὸ πάθος ἔχει κάνει τὸ πρόσωπό του ὠχρὸ σαν ἐλεφαντοστό, κὶ ἡ θλίψη ἔχει βάλει τὴ σφραγῖδα της στὸ μέτωπό του.»
«Ὁ Πρίγκιπας έχει χορὸ αὔριο τὸ βράδυ,» μουρμούρισε ὁ νεαρὸς Σπουδαστής, «καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶναι καλεσμένη. Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο ρόδο θὰ χορέψει μαζί μου ως τὴν αὐγή. Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο ρόδο θὰ τὴν κρατήσω στὰ χέρια μου, καὶ θὰ γείρει τὸ κεφάλι της πάνω στὸν ὦμο μου, καὶ τὸ χέρι της θὰ κρατά τὸ δικό μου. Μὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο ρόδο στὸν κῆπο μου, κι ἔτσι θὰ κάθομαι μόνος, καὶ ἐκείνη θὰ μὲ προσπεράσει. Δὲν θὰ μοῦ δώσει καμία σημασία, καὶ ἡ καρδιά μου θὰ σπάσει.»
«Αὐτὸς ὄντως εἶναι ἀληθινὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Ό,τι ἐγὼ τραγουδώ, ἐκεῖνος το ὑποφέρει -ὅ,τι γιὰ μένα εἶναι χαρά, γιὰ κεῖνον εἶναι πόνος. Σίγουρα, ὁ Ἔρωτας εἶναι υπέροχος. Εἶναι ακριβότερος ἀπὸ τα σμαράγδια, πολυτιμότερος ἀπὸ τους οπάλιους. Τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ ρουμπίνια δὲν μποροῦν νὰ τὸν εξἀγοράσουν, δεν πουλιέται στὴν ἀγορά. Δὲν μπορεῖ ς να τον προμηθευτείς ἀπὸ τοὺς εμπόρους, οὔτε εξαργυρώνεται στὴ ζυγαριὰ γιὰ χρυσάφι.»
«Οἱ μουσικοὶ θὰ κάθονται στὸν ἐξώστη τους,» εἶπε ὁ νεαρὸς Σπουδαστής, «καὶ θὰ παίζουν τὰ ἔγχορδα ὄργανά τους, καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ χορεύει στοὺς ἤχους τῆς ἅρπας καὶ τοῦ βιολιοῦ. Θὰ χορεύει τόσο ἀνάλαφρα, ποὺ τὰ πόδια της δὲ θ' ἀγγίζουν τὸ δάπεδο, κὶ οἱ αὐλικοί με τὶς αβρές ἐνδυμασίες τους θὰ συνωστίζονται γύρω της. Ἀλλὰ μ' εμένα δὲ θὰ χορέψει, γιατὶ δὲν ἔχω κόκκινο ρόδο νὰ τῆς προσφέρω»· καὶ σωριάστηκε κάτω στὸ γρασίδι, κὶ ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του μέσα στὰ χέρια του, κὶ ἔκλαψε.
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μιά μικρὴ Πράσινη Σαύρα, καθὼς περνοῦσε δίπλα του, μὲ τὴν οὐρά στὸ ἀέρα.
«Γιατί, ἀλήθεια;» εἶπε μία Πεταλούδα, ποὺ φτερούγιζε ὁλόγυρα, κυνηγώντας μίαν ἡλιαχτίδα.
«Γιατί, ἀλήθεια;» ψιθύρισε μία Μαργαρίτα στη διπλανή της, μὲ ἁπαλή, χαμηλὴ φωνή.
«Κλαίει γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα.
«Γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο;» φώναξαν· «τι γελοῖο!»- καὶ ἡ μικρὴ Σαύρα, ποὺ ἦταν κάπως κυνική, γέλασε σαρκαστικά.
Ὅμως ἡ Ἀηδόνα κατάλαβε τὸ μυστικὸ τῆς θλίψης τοῦ Σπουδαστῆ, καὶ κάθισε σιωπηλὴ στὴ βελανιδιά, καὶ σκεφτόταν τὸ μυστήριο τοῦ Ἔρωτα.
Ξαφνικὰ ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της γιά να πετάξει, κὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ αλσύλλιο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸν κῆπο.
Στὸ κέντρο του γρασιδιού στεκόταν μια ὄμορφη Τριανταφυλλιά, κὶ ὅταν τὴν εἶδε πέταξε πρὸς τὸ μέρος της, κὶ έκατσε σ' ἕνα κλαράκι.
«Δῶσε μου ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Μὰ τὸ Δένδρο κούνησε αρνητικά τὸ κεφάλι του. «Τὰ ρόδα μου εἶναι λευκά,» ἀπάντησε· «λευκά σαν τον ἀφρὸ τῆς θάλασσας, πιὸ λευκά ἀπὸ τὸ χιόνι πάνω στὰ βουνά. Πήγαινε όμως στὸ ἀδέλφι μου ποὺ φυτρώνει κοντά στὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι, κὶ ἴσως σοῦ δώσει εκείνο ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε κοντά στὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Μὰ τὸ Δένδρο κούνησε αρνητικά τὸ κεφάλι του. «Τὰ ρόδα μου εἶναι κίτρινα,» ἀπάντησε· «κίτρινα σαν τὰ μαλλιὰ τῆς γοργόνας ποὺ κάθεται στον κεχριμπαρένιο θρόνο, πιὸ κίτρινα ἀπὸ τὸν ἀσφόδελο ποὺ ἀνθίζει στὸ λιβάδι, πρὶν ἔρθει ὁ θεριστῆς μὲ τὸ δρεπάνι του. Πήγαινε όμως στὸ ἀδέλφι μου ποὺ φυτρώνει κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Σπουδαστῆ, κὶ ἴσως σοῦ δώσει εκείνο ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Σπουδαστῆ. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Μὰ τὸ Δένδρο κούνησε αρνητικά τὸ κεφάλι του. «Τὰ ρόδα μου εἶναι κόκκινα,» ἀπάντησε, «κόκκινα σαν τὰ πόδια τοῦ περιστεριοῦ, πιὸ κόκκινα ἀπὸ τὶς μεγάλες βεντάλιες τοῦ κοραλιοῦ, ποὺ κυματίζουν καὶ κυματίζουν, στὰ σπήλαια τοῦ ὠκεανοῦ. Μα ὁ χειμῶνας πάγωσε τὶς φλέβες μου, κὶ ἡ παγωνιὰ έκαψε τὰ μπουμπούκια μου, κὶ ἡ θύελλα έσπασε τὰ κλαριά μου, καὶ δὲν θὰ έχω καθόλου ρόδα φέτος.»
«Ἕνα κόκκινο ρόδο θέλω μόνο,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «ἕνα μόνο! Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ μπορέσω νὰ τ' ἀποκτήσω;»
«Ὑπάρχει ἕνας τρόπος,» ἀπάντησε τὸ Δένδρο· «ἀλλὰ εἶναι τόσο τρομερὸς ποὺ δὲν τολμῶ νὰ σοῦ τὸν πῶ.»
«Πές τον μου,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα, «δὲ φοβᾶμαι.»
«Ἂν θέλεις ἕνα κόκκινο ρόδο,» εἶπε τὸ Δένδρο, «πρέπει νὰ τὸ δημιουργήσεις ἀπὸ μουσικὴ, στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ νὰ τὸ βάψεις μὲ τὸ αἷμα τῆς ἴδιας σου τῆς καρδιᾶς. Πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσεις μὲ τὸ στῆθος σου καρφωμένο σ' ἕνα ἀγκάθι. Ὅλο τὸ βράδυ πρέπει νὰ μοῦ τραγουδάς, καὶ τὸ ἀγκάθι πρέπει νὰ τρυπά τὴν καρδιά σου, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ τρέξει μέσα στὶς φλέβες μου, καὶ νὰ γίνει δικό μου.»
«Ὁ Θάνατος εἶναι μεγάλο τίμημα γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε ἡ Ἀηδόνα, «καὶ ἡ Ζωὴ εἶναι πολὺ ἀκριβῆ. Εἶναι όμορφα νὰ κάθεσαι στὸ πράσινο δάσος, καὶ νὰ παρακολουθεῖς τὸν Ἥλιο στὸ ἅρμα του το χρυσό, καὶ τὴ Σελήνη στὸ ἅρμα της το μαργαριταρένιο. Γλυκιά εἶναι η ευωδιά τοῦ κράταιγου, καὶ γλυκοὶ εἶναι οἱ γαλάζιοι ὑάκινθοι ποὺ κρύβονται στὴν κοιλάδα, κὶ ἡ ἐρείκη ποὺ ἀνθίζει στὸ λόφο. Ὡστόσο ὁ Ἔρωτας εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὴ Ζωή, καὶ τί εἶναι ἡ καρδιὰ ἑνὸς πουλιοῦ συγκρινόμενη μὲ τὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου;»
Ἔτσι ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της να πετάξει, κὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε πάνω ἀπὸ τὸν κῆπο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸ αλσύλλιο.
Ὁ νεαρὸς Σπουδαστὴς κείτονταν ἀκόμα στὸ γρασίδι, εκεί ὅπου τὸν εἶχε ἀφήσει, καὶ τὰ δάκρυα δὲν εἶχαν ἀκόμη στεγνώσει στὰ ὄμορφα μάτια του.
«Νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος,» έκραξε ἡ Ἀηδόνα, «νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος· θὰ τὸ ἔχεις τὸ κόκκινό σου ρόδο. Θὰ στὸ χτίσω ἀπὸ μουσικὴ στὸ φεγγαρόφωτο, καὶ θὰ τὸ βάψω μὲ τὸ αἷμα τῆς ἴδιας μου της καρδιᾶς. Τὸ μόνο ποὺ ζητῶ ἀπὸ σένα σ᾿ ἀντάλλαγμα, εἶναι νὰ εἶσαι ένας ἀληθινὸς ἐραστής, γιατὶ ὁ Ἔρωτας εἶναι σοφότερος ἀπὸ τὴ Φιλοσοφία, όσο κι ἂν εκείνη εἶναι σοφή, καὶ πιό δυνατός ἀπὸ τὴν Ἰσχύ, όσο κι ἂν εκείνη εἶναι δυνατή. Στὸ χρῶμα τῆς φωτιᾶς εἶναι τὰ φτερά του, βαμμένο με φλόγες λες εἶναι τὸ σῶμα του. Τὰ χείλη του εἶναι γλυκὰ σὰν μέλι, κὶ ἡ ἀνάσα του ευωδιάζει σαν μύρο.»
Ὁ Σπουδαστὴς ὕψωσε τὸ βλέμμα του, κὶ ἀφουγκράστηκε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί τοῦ ἔλεγε ἡ Ἀηδόνα, γιατὶ ἤξερε μόνο εκείνα ποὺ εἶναι γραμμένα στα βιβλία. Μὰ ἡ Βαλανιδιὰ κατάλαβε, κὶ ἔνοιωσε θλίψη, γιατὶ πολὺ συμπαθοῦσε τὴ μικρὴ Ἀηδόνα ποὺ εἶχε φτιάξει τὴ φωλιά της μὲς τὰ κλαδιά της. «Τραγούδησέ μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι,» ψιθύρισε· «Θὰ νοιώθω πολλή μοναξιά ὅταν θὰ ἔχεις φύγει.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα τραγούδησε στὴ Βαλανιδιά, καὶ ἡ φωνή της ἦταν σὰν νερὸ ποὺ κελάρυζε ἀπὸ ἀσημένιο τάσι.
Ὅταν εἶχε πιά τελειώσει τὸ τραγούδι της ὁ Σπουδαστὴς σηκώθηκε, κὶ ἔβγαλε ἕνα σημειωματάριο κὶ ἕνα μολύβι ἀπὸ τὴν τσέπη του.
«Ἔχει προσωπικότητα,» εἶπε μέσα του, καθὼς ἀπομακρύνονταν μέσα στὸ αλσύλλιο -«αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τῆς τὸ ἀρνηθεῖ· ἀλλὰ ἔχει και συναἰσθημα; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι. Εἶναι μάλλον σὰν τοὺς περισσότερους καλλιτέχνες· σκέτο ὕφος, χωρὶς καμία εἰλικρίνεια. Δὲν θὰ θυσιαζόταν ποτέ γιὰ τοὺς ἄλλους. Μόνο ὴ μουσική τη νοιάζει , κὶ ὅλοι ξέρουν πως οἱ τέχνες εἶναι ἐγωιστικές. Ὅμως, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἔχει κάποιες ὄμορφες νότες στὴ φωνή της. Τί κρῖμα ποὺ δὲν σημαίνουν τίποτε, ἢ δὲν ἔχουν κανένα πρακτικὸ ὄφελος.» Καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό του, καὶ ξάπλωσε στὸ μικρό του ξυλοκρέβατο, καὶ ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὴν ἀγάπη του· καί, μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, ἀποκοιμήθηκε.
Κὶ ὅταν ἡ Σελήνη ἔλαμψε στοὺς οὐρανοὺς, ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιά, κὶ ακούμπησε τὸ στῆθος της πάνω στὸ ἀγκάθι. Ὅλο τὸ βράδυ τραγουδοῦσε μὲ τὸ στῆθος πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ ἡ ψυχρὴ κρυστάλλινη Σελήνη ἔσκυψε καὶ ἀφουγκράστηκε. Ὅλη νύχτα τραγουδοῦσε, καὶ τὸ ἀγκάθι ἔμπαινε ὅλο καὶ βαθύτερα στὸ στῆθος της, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς ἄδειαζε ἀπὸ μέσα της.
Τραγούδησε πρῶτα γιὰ τὴ γέννηση τῆς ἀγάπης στὴν καρδιὰ τού ἀγοριοῦ καὶ τού κοριτσιοῦ. Καὶ στὸ πιὸ ψηλὸ κλαράκι τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἄνθισε ἕνα θαυμάσιο ρόδο, πέταλο τὸ πέταλο, τραγούδι τὸ τραγούδι. Ὠχρὸ ἦταν στὴν ἀρχή, σαν την καταχνιὰ ποὺ κρέμεται πάνω ἀπ' τὸ ποτάμι -ὠχρὸ σὰν τ' ακροδάχτυλα τῆς χαραὐγῆς, ἀσημένιο σὰν τὰ φτερὰ τοῦ πρωινοῦ. Σὰν σκιὰ ρόδου σε ασημένιο καθρέφτη, σὰν σκιὰ ρόδου σε υδάτινη λίμνη, ἔτσι ἦταν τὸ ρόδο ποὺ ἄνθισε, στὸ ψηλότερο κλαράκι τοῦ Δένδρου.
Μὰ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα ν' αγκαλιάσει σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι. «Πιό σφιχτά, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θά ῾ρθει πρὶν να τελειωθεί τὸ ρόδο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα αγκάλιασε σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι, κι όλο καὶ πιό δυνατό γίνονταν τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγουδούσε τὴ γέννηση τοῦ πάθους στὴν ψυχὴ τού νέου καὶ τής νέας. Καὶ μία ἁπαλὴ ρὸζ ἀπόχρωση έβαψε τὰ πέταλα τοῦ ρόδου, σὰν τὸ ἀναψοκοκκίνισμα στὸ πρόσωπο τοῦ γαμπροῦ, ὅταν φιλᾷ τὰ χείλη τῆς νύφης. Μά τὸ ἀγκάθι δὲν εἶχε ἀκόμα φτάσει στὴν καρδιά της, κι ἔτσι ἡ καρδιὰ τοῦ ρόδου παρέμενε λευκή, καθὼς μόνο τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ἑνὸς Ἀηδονιοῦ μπορεῖ νὰ κοκκινίσει τὴν καρδιὰ ἑνὸς ρόδου.
Καὶ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα ν' αγκαλιάσει σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι. «Αγκάλιασε σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θὰ ῾ρθει πρὶν να τελειωθεί τὸ ρόδο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα αγκαλιάσε ακόμα σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι, καὶ τὸ ἀγκάθι ἄγγιξε τὴν καρδιά της, καὶ μία ἄγρια σουβλιὰ πόνου τὴ διαπέρασε. Πικρός, πικρὸς ἦταν ὁ πόνος, άγριο, ὅλο καὶ πιὸ άγριο γινόταν τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγουδοῦσε γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ τελειοποιεῖται μὲ τὸ Θάνατο, γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ δὲν πεθαίνει στὸ μνῆμα.
Καὶ τὸ θαυμάσιο ρόδο ἔγινε πορφυρό, σὰν τὸ ροδόχρωμα τ' ἀνατολικοῦ οὐρανοῦ. Πορφυρή ἦταν ἡ γιρλάντα ἀπὸ ροδοπέταλα, καὶ πορφυρὴ σὰ ρουμπίνι ἦταν ἡ καρδιά.
Μὰ ἡ φωνὴ τῆς Ἀηδόνας γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀχνή, καὶ τὰ μικρὰ φτερά της ἄρχισαν νὰ τρέμουν, καὶ μία λεπτὴ μεμβράνη σκέπασε τὰ μάτια της. Ὅλο καὶ πιὸ ἀδύναμο γινόταν τὸ τραγούδι της, κὶ ἔνοιωσε κάτι νὰ τὴν πνίγει στὸ λαιμό.
Τότε ξέσπασε σ' ἕνα τελευταῖο τραγούδι. Τ' ἄκουσε η λευκὴ Σελήνη, καὶ ξέχασε τὴν αὐγή, καὶ παρέμεινε στὸν οὐρανό. Τ' ἄκουσε τὸ κόκκινο ρόδο, καὶ τρεμούλιασε σύγκορμο ἀπὸ ἔκσταση, κὶ ἄνοιξε τὰ πέταλά του στὸν κρύο πρωινὸ ἀγέρα. Τὸ μετέφερε η ἠχὼ στὶς πορφυροβαμμένες της σπηλιὲς πάνω στοὺς λόφους, καὶ ξύπνησε τοὺς κοιμισμένους τσοπάνηδες ἀπὸ τὰ ὄνειρά τους. Κυμάτισε μέσα ἀπὸ τὰ καλάμια τοῦ ποταμοῦ, κὶ εκείνα μετέφεραν τὸ μήνυμά του στὴ θάλασσα.
«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε τὸ δένδρο, «τὸ ρόδο εἶναι ἕτοιμο!»· μὰ ἡ Ἀηδόνα δὲν ἀπάντησε, γιατὶ κείτονταν νεκρὴ στὸ ψηλὸ γρασίδι, μὲ τὸ ἀγκάθι στὴν καρδιά της.
Καὶ τὸ μεσημέρι ὁ Σπουδαστὴς ἄνοιξε τὸ παράθυρό του καὶ κοίταξε ἔξω. «Τί θαυμάσια τύχη!», ξεφώνισε· «ἕνα κόκκινο ρόδο!» Δὲν ἔχω ξαναδεῖ τέτοιο ρόδο σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Εἶναι τόσο ὄμορφο ποὺ εἶμαι σίγουρος πως ἔχει μακρύ κι εντυπωσιακό ὄνομα στα Λατινικά»· κὶ ἔσκυψε καὶ τὸ ἔκοψε.
Μετὰ φόρεσε τὸ καπέλο του, κὶ ἔτρεξε στὸ σπίτι τοῦ Καθηγητῆ, μὲ τὸ ρόδο στὸ χέρι.
Ἡ κόρη τοῦ Καθηγητῆ κάθονταν στὴν είσοδο τυλίγοντας κυανό μετάξι σ' ένα καρούλι, με τὸ σκυλάκι της ξαπλωμένο μπροστά στὰ πόδια της.
«Εἶπες πως θὰ χορέψεις μαζί μου ἂν σοῦ φέρω ἕνα κόκκινο ρόδο,» φώναξε ὁ Σπουδαστής. «Να τὸ πιὸ κόκκινο ρόδο τού κόσμου. Θὰ τὸ βάλεις σήμερα τὸ βράδυ δίπλα στὴν καρδιά σου, καὶ καθὼς θὰ χορεύουμε μαζὶ , θὰ σοῦ λέει πόσο σὲ ἀγαπῶ.»
Μὰ τὸ κορίτσι συνοφρυώθηκε. «Φοβᾶμαι πως δὲν θὰ ταιριάζει μὲ τὸ φόρεμά μου,» ἀπάντησε· «καί, ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Αὐλάρχη μοῦ έστειλε ἀληθινὰ πετράδια, κὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι τὰ πετράδια κοστίζουν πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ λουλούδια.»
«Λοιπόν, μα την πίστη μου, εἶσαι πολὺ ἀχάριστη,» εἶπε ὁ Σπουδαστὴς θυμωμένος· καὶ πέταξε τὸ ρόδο στὸ δρόμο, κι ἐκεῖνο ἔπεσε μέσα στὸ ρεῖθρο, καὶ ὁ τροχὸς μιᾶς ἅμαξας πέρασε ἀπὸ πάνω του.
«Ἀχάριστη!» εἶπε τὸ κορίτσι. «Γιὰ νὰ σοῦ πῶ, αναιδέστατε· Στο κάτω κάτω, ποιὸς νομίζεις πως εἶσαι; Ἕνας σπουδαστάκος. Ούτε καν ἀσημένιες ἀγκράφες στὰ παπούτσια σου δεν πρέπει να ἔχεις, όπως ο ἀνηψιὸς τοῦ Αὐλάρχη»· καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὴν καρέκλα της, καὶ μπῆκε στὸ σπίτι.
«Τί ἀνόητο πρᾶγμα ὁ Ἔρωτας,» εἶπε ὁ Σπουδαστὴς καθὼς ἔφευγε. «Δὲν έχει ούτε τη μισή χρησιμότητα της Λογικής, αφού δὲν ἀποδεικνύει τίποτε, καὶ πάντοτε σοῦ τάζει πράγματα ποὺ δὲν πρόκειται νὰ συμβοῦν, καὶ πράγματα ανυπόστατα σὲ κάνει νὰ πιστεύεις. Αλήθεια, δὲν εἶναι διόλου πρακτικός, καί, καθὼς στὴν ἐποχή μας τὸ νὰ εἶσαι πρακτικὸς εἶναι τὸ πᾶν, θὰ ἐπιστρέψω στὴ Φιλοσοφία, καὶ θὰ μελετήσω Μεταφυσική.»
Κι έτσι ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιό του, κι έβγαλε ἕνα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, κὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Ἀπὸ τὴν φωλιά της στὴ βαλανιδιὰ ἡ Ἀηδόνα τὸν ἄκουσε, καὶ κοίταξε ἔξω, ανάμεσα απ' τα φυλλώματα, κὶ ἀπόρησε.
«Οὔτε ἕνα κόκκινο ρόδο σ᾿ ολόκληρον τὸν κῆπο μου!» φώναξε εκείνος, καὶ τὰ ὄμορφα μάτια τοῦ γέμισαν δάκρυα. «Ἄχ, ἀπὸ τί μικρὰ πράγματα ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία! Ἔχω διαβάσει ὅλα ὅσα ἔχουν γράψει οἱ σοφοὶ, κὶ ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κτῆμα μου, κι ὅμως, γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο έγινε ἡ ζωή μου δυστυχισμένη.»
«Ἐπιτέλους, νὰ ἕνας αληθινὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Νύχτες και νύχτες τραγουδούσα γιὰ αὐτόν, κι ας μην τὸν γνωριζα· νύχτες και νύχτες διηγόμουν τὴν ἱστορία του στ᾿ ἀστέρια, καὶ να που τώρα τὸν ἀντικρύζω. Τὰ μαλλιά του εἶναι σκοῦρα σὰν τὸν ἀνθὸ τοῦ ὑάκινθου, καὶ τὰ χείλη του είναι κόκκινα σὰν τὸ ρόδο τοῦ πόθου του· ἀλλὰ τὸ πάθος ἔχει κάνει τὸ πρόσωπό του ὠχρὸ σαν ἐλεφαντοστό, κὶ ἡ θλίψη ἔχει βάλει τὴ σφραγῖδα της στὸ μέτωπό του.»
«Ὁ Πρίγκιπας έχει χορὸ αὔριο τὸ βράδυ,» μουρμούρισε ὁ νεαρὸς Σπουδαστής, «καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶναι καλεσμένη. Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο ρόδο θὰ χορέψει μαζί μου ως τὴν αὐγή. Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο ρόδο θὰ τὴν κρατήσω στὰ χέρια μου, καὶ θὰ γείρει τὸ κεφάλι της πάνω στὸν ὦμο μου, καὶ τὸ χέρι της θὰ κρατά τὸ δικό μου. Μὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο ρόδο στὸν κῆπο μου, κι ἔτσι θὰ κάθομαι μόνος, καὶ ἐκείνη θὰ μὲ προσπεράσει. Δὲν θὰ μοῦ δώσει καμία σημασία, καὶ ἡ καρδιά μου θὰ σπάσει.»
«Αὐτὸς ὄντως εἶναι ἀληθινὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Ό,τι ἐγὼ τραγουδώ, ἐκεῖνος το ὑποφέρει -ὅ,τι γιὰ μένα εἶναι χαρά, γιὰ κεῖνον εἶναι πόνος. Σίγουρα, ὁ Ἔρωτας εἶναι υπέροχος. Εἶναι ακριβότερος ἀπὸ τα σμαράγδια, πολυτιμότερος ἀπὸ τους οπάλιους. Τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ ρουμπίνια δὲν μποροῦν νὰ τὸν εξἀγοράσουν, δεν πουλιέται στὴν ἀγορά. Δὲν μπορεῖ ς να τον προμηθευτείς ἀπὸ τοὺς εμπόρους, οὔτε εξαργυρώνεται στὴ ζυγαριὰ γιὰ χρυσάφι.»
«Οἱ μουσικοὶ θὰ κάθονται στὸν ἐξώστη τους,» εἶπε ὁ νεαρὸς Σπουδαστής, «καὶ θὰ παίζουν τὰ ἔγχορδα ὄργανά τους, καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ χορεύει στοὺς ἤχους τῆς ἅρπας καὶ τοῦ βιολιοῦ. Θὰ χορεύει τόσο ἀνάλαφρα, ποὺ τὰ πόδια της δὲ θ' ἀγγίζουν τὸ δάπεδο, κὶ οἱ αὐλικοί με τὶς αβρές ἐνδυμασίες τους θὰ συνωστίζονται γύρω της. Ἀλλὰ μ' εμένα δὲ θὰ χορέψει, γιατὶ δὲν ἔχω κόκκινο ρόδο νὰ τῆς προσφέρω»· καὶ σωριάστηκε κάτω στὸ γρασίδι, κὶ ἔκρυψε τὸ πρόσωπό του μέσα στὰ χέρια του, κὶ ἔκλαψε.
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μιά μικρὴ Πράσινη Σαύρα, καθὼς περνοῦσε δίπλα του, μὲ τὴν οὐρά στὸ ἀέρα.
«Γιατί, ἀλήθεια;» εἶπε μία Πεταλούδα, ποὺ φτερούγιζε ὁλόγυρα, κυνηγώντας μίαν ἡλιαχτίδα.
«Γιατί, ἀλήθεια;» ψιθύρισε μία Μαργαρίτα στη διπλανή της, μὲ ἁπαλή, χαμηλὴ φωνή.
«Κλαίει γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα.
«Γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο;» φώναξαν· «τι γελοῖο!»- καὶ ἡ μικρὴ Σαύρα, ποὺ ἦταν κάπως κυνική, γέλασε σαρκαστικά.
Ὅμως ἡ Ἀηδόνα κατάλαβε τὸ μυστικὸ τῆς θλίψης τοῦ Σπουδαστῆ, καὶ κάθισε σιωπηλὴ στὴ βελανιδιά, καὶ σκεφτόταν τὸ μυστήριο τοῦ Ἔρωτα.
Ξαφνικὰ ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της γιά να πετάξει, κὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ αλσύλλιο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸν κῆπο.
Στὸ κέντρο του γρασιδιού στεκόταν μια ὄμορφη Τριανταφυλλιά, κὶ ὅταν τὴν εἶδε πέταξε πρὸς τὸ μέρος της, κὶ έκατσε σ' ἕνα κλαράκι.
«Δῶσε μου ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Μὰ τὸ Δένδρο κούνησε αρνητικά τὸ κεφάλι του. «Τὰ ρόδα μου εἶναι λευκά,» ἀπάντησε· «λευκά σαν τον ἀφρὸ τῆς θάλασσας, πιὸ λευκά ἀπὸ τὸ χιόνι πάνω στὰ βουνά. Πήγαινε όμως στὸ ἀδέλφι μου ποὺ φυτρώνει κοντά στὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι, κὶ ἴσως σοῦ δώσει εκείνο ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε κοντά στὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Μὰ τὸ Δένδρο κούνησε αρνητικά τὸ κεφάλι του. «Τὰ ρόδα μου εἶναι κίτρινα,» ἀπάντησε· «κίτρινα σαν τὰ μαλλιὰ τῆς γοργόνας ποὺ κάθεται στον κεχριμπαρένιο θρόνο, πιὸ κίτρινα ἀπὸ τὸν ἀσφόδελο ποὺ ἀνθίζει στὸ λιβάδι, πρὶν ἔρθει ὁ θεριστῆς μὲ τὸ δρεπάνι του. Πήγαινε όμως στὸ ἀδέλφι μου ποὺ φυτρώνει κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Σπουδαστῆ, κὶ ἴσως σοῦ δώσει εκείνο ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Σπουδαστῆ. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Μὰ τὸ Δένδρο κούνησε αρνητικά τὸ κεφάλι του. «Τὰ ρόδα μου εἶναι κόκκινα,» ἀπάντησε, «κόκκινα σαν τὰ πόδια τοῦ περιστεριοῦ, πιὸ κόκκινα ἀπὸ τὶς μεγάλες βεντάλιες τοῦ κοραλιοῦ, ποὺ κυματίζουν καὶ κυματίζουν, στὰ σπήλαια τοῦ ὠκεανοῦ. Μα ὁ χειμῶνας πάγωσε τὶς φλέβες μου, κὶ ἡ παγωνιὰ έκαψε τὰ μπουμπούκια μου, κὶ ἡ θύελλα έσπασε τὰ κλαριά μου, καὶ δὲν θὰ έχω καθόλου ρόδα φέτος.»
«Ἕνα κόκκινο ρόδο θέλω μόνο,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «ἕνα μόνο! Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ μπορέσω νὰ τ' ἀποκτήσω;»
«Ὑπάρχει ἕνας τρόπος,» ἀπάντησε τὸ Δένδρο· «ἀλλὰ εἶναι τόσο τρομερὸς ποὺ δὲν τολμῶ νὰ σοῦ τὸν πῶ.»
«Πές τον μου,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα, «δὲ φοβᾶμαι.»
«Ἂν θέλεις ἕνα κόκκινο ρόδο,» εἶπε τὸ Δένδρο, «πρέπει νὰ τὸ δημιουργήσεις ἀπὸ μουσικὴ, στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ νὰ τὸ βάψεις μὲ τὸ αἷμα τῆς ἴδιας σου τῆς καρδιᾶς. Πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσεις μὲ τὸ στῆθος σου καρφωμένο σ' ἕνα ἀγκάθι. Ὅλο τὸ βράδυ πρέπει νὰ μοῦ τραγουδάς, καὶ τὸ ἀγκάθι πρέπει νὰ τρυπά τὴν καρδιά σου, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ τρέξει μέσα στὶς φλέβες μου, καὶ νὰ γίνει δικό μου.»
«Ὁ Θάνατος εἶναι μεγάλο τίμημα γιὰ ἕνα κόκκινο ρόδο,» έκραξε ἡ Ἀηδόνα, «καὶ ἡ Ζωὴ εἶναι πολὺ ἀκριβῆ. Εἶναι όμορφα νὰ κάθεσαι στὸ πράσινο δάσος, καὶ νὰ παρακολουθεῖς τὸν Ἥλιο στὸ ἅρμα του το χρυσό, καὶ τὴ Σελήνη στὸ ἅρμα της το μαργαριταρένιο. Γλυκιά εἶναι η ευωδιά τοῦ κράταιγου, καὶ γλυκοὶ εἶναι οἱ γαλάζιοι ὑάκινθοι ποὺ κρύβονται στὴν κοιλάδα, κὶ ἡ ἐρείκη ποὺ ἀνθίζει στὸ λόφο. Ὡστόσο ὁ Ἔρωτας εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὴ Ζωή, καὶ τί εἶναι ἡ καρδιὰ ἑνὸς πουλιοῦ συγκρινόμενη μὲ τὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου;»
Ἔτσι ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της να πετάξει, κὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε πάνω ἀπὸ τὸν κῆπο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸ αλσύλλιο.
Ὁ νεαρὸς Σπουδαστὴς κείτονταν ἀκόμα στὸ γρασίδι, εκεί ὅπου τὸν εἶχε ἀφήσει, καὶ τὰ δάκρυα δὲν εἶχαν ἀκόμη στεγνώσει στὰ ὄμορφα μάτια του.
«Νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος,» έκραξε ἡ Ἀηδόνα, «νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος· θὰ τὸ ἔχεις τὸ κόκκινό σου ρόδο. Θὰ στὸ χτίσω ἀπὸ μουσικὴ στὸ φεγγαρόφωτο, καὶ θὰ τὸ βάψω μὲ τὸ αἷμα τῆς ἴδιας μου της καρδιᾶς. Τὸ μόνο ποὺ ζητῶ ἀπὸ σένα σ᾿ ἀντάλλαγμα, εἶναι νὰ εἶσαι ένας ἀληθινὸς ἐραστής, γιατὶ ὁ Ἔρωτας εἶναι σοφότερος ἀπὸ τὴ Φιλοσοφία, όσο κι ἂν εκείνη εἶναι σοφή, καὶ πιό δυνατός ἀπὸ τὴν Ἰσχύ, όσο κι ἂν εκείνη εἶναι δυνατή. Στὸ χρῶμα τῆς φωτιᾶς εἶναι τὰ φτερά του, βαμμένο με φλόγες λες εἶναι τὸ σῶμα του. Τὰ χείλη του εἶναι γλυκὰ σὰν μέλι, κὶ ἡ ἀνάσα του ευωδιάζει σαν μύρο.»
Ὁ Σπουδαστὴς ὕψωσε τὸ βλέμμα του, κὶ ἀφουγκράστηκε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί τοῦ ἔλεγε ἡ Ἀηδόνα, γιατὶ ἤξερε μόνο εκείνα ποὺ εἶναι γραμμένα στα βιβλία. Μὰ ἡ Βαλανιδιὰ κατάλαβε, κὶ ἔνοιωσε θλίψη, γιατὶ πολὺ συμπαθοῦσε τὴ μικρὴ Ἀηδόνα ποὺ εἶχε φτιάξει τὴ φωλιά της μὲς τὰ κλαδιά της. «Τραγούδησέ μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι,» ψιθύρισε· «Θὰ νοιώθω πολλή μοναξιά ὅταν θὰ ἔχεις φύγει.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα τραγούδησε στὴ Βαλανιδιά, καὶ ἡ φωνή της ἦταν σὰν νερὸ ποὺ κελάρυζε ἀπὸ ἀσημένιο τάσι.
Ὅταν εἶχε πιά τελειώσει τὸ τραγούδι της ὁ Σπουδαστὴς σηκώθηκε, κὶ ἔβγαλε ἕνα σημειωματάριο κὶ ἕνα μολύβι ἀπὸ τὴν τσέπη του.
«Ἔχει προσωπικότητα,» εἶπε μέσα του, καθὼς ἀπομακρύνονταν μέσα στὸ αλσύλλιο -«αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τῆς τὸ ἀρνηθεῖ· ἀλλὰ ἔχει και συναἰσθημα; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι. Εἶναι μάλλον σὰν τοὺς περισσότερους καλλιτέχνες· σκέτο ὕφος, χωρὶς καμία εἰλικρίνεια. Δὲν θὰ θυσιαζόταν ποτέ γιὰ τοὺς ἄλλους. Μόνο ὴ μουσική τη νοιάζει , κὶ ὅλοι ξέρουν πως οἱ τέχνες εἶναι ἐγωιστικές. Ὅμως, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἔχει κάποιες ὄμορφες νότες στὴ φωνή της. Τί κρῖμα ποὺ δὲν σημαίνουν τίποτε, ἢ δὲν ἔχουν κανένα πρακτικὸ ὄφελος.» Καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό του, καὶ ξάπλωσε στὸ μικρό του ξυλοκρέβατο, καὶ ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὴν ἀγάπη του· καί, μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, ἀποκοιμήθηκε.
Κὶ ὅταν ἡ Σελήνη ἔλαμψε στοὺς οὐρανοὺς, ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιά, κὶ ακούμπησε τὸ στῆθος της πάνω στὸ ἀγκάθι. Ὅλο τὸ βράδυ τραγουδοῦσε μὲ τὸ στῆθος πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ ἡ ψυχρὴ κρυστάλλινη Σελήνη ἔσκυψε καὶ ἀφουγκράστηκε. Ὅλη νύχτα τραγουδοῦσε, καὶ τὸ ἀγκάθι ἔμπαινε ὅλο καὶ βαθύτερα στὸ στῆθος της, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς ἄδειαζε ἀπὸ μέσα της.
Τραγούδησε πρῶτα γιὰ τὴ γέννηση τῆς ἀγάπης στὴν καρδιὰ τού ἀγοριοῦ καὶ τού κοριτσιοῦ. Καὶ στὸ πιὸ ψηλὸ κλαράκι τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἄνθισε ἕνα θαυμάσιο ρόδο, πέταλο τὸ πέταλο, τραγούδι τὸ τραγούδι. Ὠχρὸ ἦταν στὴν ἀρχή, σαν την καταχνιὰ ποὺ κρέμεται πάνω ἀπ' τὸ ποτάμι -ὠχρὸ σὰν τ' ακροδάχτυλα τῆς χαραὐγῆς, ἀσημένιο σὰν τὰ φτερὰ τοῦ πρωινοῦ. Σὰν σκιὰ ρόδου σε ασημένιο καθρέφτη, σὰν σκιὰ ρόδου σε υδάτινη λίμνη, ἔτσι ἦταν τὸ ρόδο ποὺ ἄνθισε, στὸ ψηλότερο κλαράκι τοῦ Δένδρου.
Μὰ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα ν' αγκαλιάσει σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι. «Πιό σφιχτά, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θά ῾ρθει πρὶν να τελειωθεί τὸ ρόδο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα αγκάλιασε σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι, κι όλο καὶ πιό δυνατό γίνονταν τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγουδούσε τὴ γέννηση τοῦ πάθους στὴν ψυχὴ τού νέου καὶ τής νέας. Καὶ μία ἁπαλὴ ρὸζ ἀπόχρωση έβαψε τὰ πέταλα τοῦ ρόδου, σὰν τὸ ἀναψοκοκκίνισμα στὸ πρόσωπο τοῦ γαμπροῦ, ὅταν φιλᾷ τὰ χείλη τῆς νύφης. Μά τὸ ἀγκάθι δὲν εἶχε ἀκόμα φτάσει στὴν καρδιά της, κι ἔτσι ἡ καρδιὰ τοῦ ρόδου παρέμενε λευκή, καθὼς μόνο τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ἑνὸς Ἀηδονιοῦ μπορεῖ νὰ κοκκινίσει τὴν καρδιὰ ἑνὸς ρόδου.
Καὶ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα ν' αγκαλιάσει σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι. «Αγκάλιασε σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θὰ ῾ρθει πρὶν να τελειωθεί τὸ ρόδο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα αγκαλιάσε ακόμα σφιχτότερα τὸ ἀγκάθι, καὶ τὸ ἀγκάθι ἄγγιξε τὴν καρδιά της, καὶ μία ἄγρια σουβλιὰ πόνου τὴ διαπέρασε. Πικρός, πικρὸς ἦταν ὁ πόνος, άγριο, ὅλο καὶ πιὸ άγριο γινόταν τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγουδοῦσε γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ τελειοποιεῖται μὲ τὸ Θάνατο, γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ δὲν πεθαίνει στὸ μνῆμα.
Καὶ τὸ θαυμάσιο ρόδο ἔγινε πορφυρό, σὰν τὸ ροδόχρωμα τ' ἀνατολικοῦ οὐρανοῦ. Πορφυρή ἦταν ἡ γιρλάντα ἀπὸ ροδοπέταλα, καὶ πορφυρὴ σὰ ρουμπίνι ἦταν ἡ καρδιά.
Μὰ ἡ φωνὴ τῆς Ἀηδόνας γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀχνή, καὶ τὰ μικρὰ φτερά της ἄρχισαν νὰ τρέμουν, καὶ μία λεπτὴ μεμβράνη σκέπασε τὰ μάτια της. Ὅλο καὶ πιὸ ἀδύναμο γινόταν τὸ τραγούδι της, κὶ ἔνοιωσε κάτι νὰ τὴν πνίγει στὸ λαιμό.
Τότε ξέσπασε σ' ἕνα τελευταῖο τραγούδι. Τ' ἄκουσε η λευκὴ Σελήνη, καὶ ξέχασε τὴν αὐγή, καὶ παρέμεινε στὸν οὐρανό. Τ' ἄκουσε τὸ κόκκινο ρόδο, καὶ τρεμούλιασε σύγκορμο ἀπὸ ἔκσταση, κὶ ἄνοιξε τὰ πέταλά του στὸν κρύο πρωινὸ ἀγέρα. Τὸ μετέφερε η ἠχὼ στὶς πορφυροβαμμένες της σπηλιὲς πάνω στοὺς λόφους, καὶ ξύπνησε τοὺς κοιμισμένους τσοπάνηδες ἀπὸ τὰ ὄνειρά τους. Κυμάτισε μέσα ἀπὸ τὰ καλάμια τοῦ ποταμοῦ, κὶ εκείνα μετέφεραν τὸ μήνυμά του στὴ θάλασσα.
«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε τὸ δένδρο, «τὸ ρόδο εἶναι ἕτοιμο!»· μὰ ἡ Ἀηδόνα δὲν ἀπάντησε, γιατὶ κείτονταν νεκρὴ στὸ ψηλὸ γρασίδι, μὲ τὸ ἀγκάθι στὴν καρδιά της.
Καὶ τὸ μεσημέρι ὁ Σπουδαστὴς ἄνοιξε τὸ παράθυρό του καὶ κοίταξε ἔξω. «Τί θαυμάσια τύχη!», ξεφώνισε· «ἕνα κόκκινο ρόδο!» Δὲν ἔχω ξαναδεῖ τέτοιο ρόδο σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Εἶναι τόσο ὄμορφο ποὺ εἶμαι σίγουρος πως ἔχει μακρύ κι εντυπωσιακό ὄνομα στα Λατινικά»· κὶ ἔσκυψε καὶ τὸ ἔκοψε.
Μετὰ φόρεσε τὸ καπέλο του, κὶ ἔτρεξε στὸ σπίτι τοῦ Καθηγητῆ, μὲ τὸ ρόδο στὸ χέρι.
Ἡ κόρη τοῦ Καθηγητῆ κάθονταν στὴν είσοδο τυλίγοντας κυανό μετάξι σ' ένα καρούλι, με τὸ σκυλάκι της ξαπλωμένο μπροστά στὰ πόδια της.
«Εἶπες πως θὰ χορέψεις μαζί μου ἂν σοῦ φέρω ἕνα κόκκινο ρόδο,» φώναξε ὁ Σπουδαστής. «Να τὸ πιὸ κόκκινο ρόδο τού κόσμου. Θὰ τὸ βάλεις σήμερα τὸ βράδυ δίπλα στὴν καρδιά σου, καὶ καθὼς θὰ χορεύουμε μαζὶ , θὰ σοῦ λέει πόσο σὲ ἀγαπῶ.»
Μὰ τὸ κορίτσι συνοφρυώθηκε. «Φοβᾶμαι πως δὲν θὰ ταιριάζει μὲ τὸ φόρεμά μου,» ἀπάντησε· «καί, ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Αὐλάρχη μοῦ έστειλε ἀληθινὰ πετράδια, κὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι τὰ πετράδια κοστίζουν πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ λουλούδια.»
«Λοιπόν, μα την πίστη μου, εἶσαι πολὺ ἀχάριστη,» εἶπε ὁ Σπουδαστὴς θυμωμένος· καὶ πέταξε τὸ ρόδο στὸ δρόμο, κι ἐκεῖνο ἔπεσε μέσα στὸ ρεῖθρο, καὶ ὁ τροχὸς μιᾶς ἅμαξας πέρασε ἀπὸ πάνω του.
«Ἀχάριστη!» εἶπε τὸ κορίτσι. «Γιὰ νὰ σοῦ πῶ, αναιδέστατε· Στο κάτω κάτω, ποιὸς νομίζεις πως εἶσαι; Ἕνας σπουδαστάκος. Ούτε καν ἀσημένιες ἀγκράφες στὰ παπούτσια σου δεν πρέπει να ἔχεις, όπως ο ἀνηψιὸς τοῦ Αὐλάρχη»· καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὴν καρέκλα της, καὶ μπῆκε στὸ σπίτι.
«Τί ἀνόητο πρᾶγμα ὁ Ἔρωτας,» εἶπε ὁ Σπουδαστὴς καθὼς ἔφευγε. «Δὲν έχει ούτε τη μισή χρησιμότητα της Λογικής, αφού δὲν ἀποδεικνύει τίποτε, καὶ πάντοτε σοῦ τάζει πράγματα ποὺ δὲν πρόκειται νὰ συμβοῦν, καὶ πράγματα ανυπόστατα σὲ κάνει νὰ πιστεύεις. Αλήθεια, δὲν εἶναι διόλου πρακτικός, καί, καθὼς στὴν ἐποχή μας τὸ νὰ εἶσαι πρακτικὸς εἶναι τὸ πᾶν, θὰ ἐπιστρέψω στὴ Φιλοσοφία, καὶ θὰ μελετήσω Μεταφυσική.»
Κι έτσι ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιό του, κι έβγαλε ἕνα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, κὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει.
Oscar Wilde
from "The Happy Prince and Other Tales" (1888)
from "The Happy Prince and Other Tales" (1888)
10 σχόλια:
"Αυτό που απλώνεται μπροστά μου είναι το παρελθόν. Είμαι αναγκασμένος να το κοιτάξω με διαφορετικά μάτια, να κάνω τον κόσμο να το κοιτάξει με διαφορετικά μάτια, να κάνω το Θεό να το κοιτάξει με διαφορετικά μάτια. Αυτό δεν μπορώ να το κάνω ανγοώντας το ή θεωρώντας το ασήμαντο ή εγκωμιάζοντάς το ή αρνούμενός το. Ο μόνος τρόπος που μπορεί να γίνει αυτό είναι να του προσδώσω μια πληρότητα, με το να το δεχτώ σαν ένα μέρος της εξέλιξης της ζωής μου και του χαρακτήρα μου, με το να σκύψω το κεφάλι σε καθετί που έχω υποφέρει. Μήν ξεχνάς σε τί τρομερό σχολείο μαθητεύω. Και όσο ατελής, όσο λειψός και αν είμαι, έχεις πολλά ακόμα να κερδίσεις από μένα. Ήρθες σε μένα για να μάθεις την απόλαυση της ζωής και την απόλαυση της τέχνης. Ίσως να έχω εκλεγεί για να σου μάθω κάτι πολύ πιο υπέροχο - το νόημα της θλίψης και την ομορφιά της".
Όσκαρ Γουάιλντ (ή ο έρωτας)
πω πω...
Ανατρίχιασα... Καιρό έχω να διαβάσω τον Γουάιλντ και τώρα με χτύπησε με απόλυτη παραμυθένια ακρίβεια απ' ευθείας στην καρδιά. Όχι όμως επειδή μου θύμισε κάτι, αλλά γιατί τώρα επιτέλους άρχισα να καταλαβαίνω τα συναισθήματα για τα οποία έχεις γράψει τόσα... Ο έρωτας! Που συχνά είναι δίπλα μας και κάνει τα πάντα για να βρούμε αυτό που πιστεύουμε ότι είναι ευτυχία, ενώ εμείς κοιτάμε αλλού και απορούμε γιατί τόσο πόνο άραγε φέρνει ο έρωτας; Για τον καθ΄ένα μας έρχεται κάποτε η στιγμή που αλλάζουμε οπτική γωνία και αρχίζουμε να ΒΛΕΠΟΥΜΕ όχι μόνο αυτά που θα θέλαμε να δούμε. Γατουλίνο, ο έρωτας είναι ευτυχία, χαμόγελο και ένα χέρι που κρατάει το δικό σου. Εύχομαι να τα βρεις μπροστά σου όλα όσα θα σε κάνουν ευτυχισμένο. Το αξίζεις!
Τό Ρόδο έτοιμο καί η Αηδόνα νεκρή...Θλιβερό,τα λατρεύω τα Αίδόνια...
Σου υπόσχομαι, αν πιάσω την καλή (κανένα τζόκερ πχ) θα σε χρυσοπληρώσω να μου φτιάξεις μουσικά σιντίζ - το είπα καλά;
Ειδικά τα ανατολίτικά σου... ο ορισμός του Νόστου :)
Φίλε μου Σάντμαν στα φτιάχνω και τζάμπα, με μεγάλη μου χαρά Σ:Ο)
Ελισάβετ μου, το ρόδο τσαλαπατημένο, κι αηδόνα άδικα θυσιασμένη. Πόσο συνηθισμένο...
Ξωτικίνα μου γλυκιά δεν ξέρω πιά τί αξίζω και τί όχι, αφού σχεδόν κανέναν δεν ενδιαφέρει τέτοιου είδους αξία- φέτος ήταν η χειρότερη χρονιά της ζωής μου και φώς δεν βλέπω... αλλά τί παραπονιέμαι... και μόνο που ακόμα αναπνέω, κάτι είναι...
Αγράμπελη, Temp, καλησπέρα Σ:Ο)
Ευχαριστώ πολύ για την πρόταση, είσαι πολύ ευγενικός. Εάν η ζωή μας φέρει κοντά (στο ίδιο τραπέζι ας πούμε), με χαρά θα δεχθώ την προσφορά.
Να είσαι καλά.
Ο Έρωτας υπάρχει όπου ζει η Ιδέα του κι εκεί μεγαλουργεί.
Ζήλεψα την αηδόνα για την πίστη της..
Πολύ ωραίο. Δεν έτυχε ποτέ να το διαβάσω.
Στο πρώτο σχόλιο που έχει γράψει η temp από ποιο βιβλίο του είναι το απόσπασμα?????
Δεν παίζει πάντως και κάποιο autoplay!
Δημοσίευση σχολίου