.
Ξύπνησε από την ξινίλα που είχε ανέβει ως το λαιμό του.
Κάποια μέρα θα πνιγώ μέσα στον ύπνο μου, ήταν η πρώτη του σκέψη. Ανακάθισε βήχοντας.
Μια δυνατή μυρωδιά ξερατού τον καλημέρισε. Ένας άγριος πονοκέφαλος του γρατζούνισε το μυαλό απ’ άκρη σ' άκρη. Μια αγκαθωτή σιδερογροθιά τού τριγύριζε το στομάχι, το άρπαξε και το ζούληξε άγρια, το έστιψε, το έκοψε φέτες, και σκόρπισε τα κομμάτια μέσα του, από δω κι από κεί. Όλο του το κορμί το ένιωθε σαν βομβαρδισμένο.
Πρέπει να λιγοστέψω το ποτό, σκέφτηκε.
Και το χασίς. Αφού με χαλάνε. Δεν αντέχω πιά όσο παλιά… Μεγαλώνω, σκέφτηκε, και το πρόσωπό του συσπάστηκε ελαφρά από μια εντολή αμήχανου χαμόγελου, που ακυρώθηκε πριν καν δοθεί.
Σηκώθηκε κι έσυρε τα βήματά του ανάμεσα στους εμετούς και στα σκόρπια αντικείμενα, ως την τουαλέτα. Γονατιστός μπροστά στην χέστρα πλήρωσε την τελευταία δόση απ’το χτεσινοβραδινό ξανύχτι.
Αλλά, πού βρισκόταν; Τι περίεργη χέστρα ήταν αυτή που είχε στην αγκαλιά του; Τί ήταν αυτά τα ξεραμένα αίματα στα χέρια του;
Το σκοτωμένο κόκκινο εξαπέλυσε ένα προαιώνιο αντανακλαστικό, τον ξύπνησε απότομα και για τα καλά. Πετάχτηκε όρθιος, με χιλιάδες μικροσκοπικές σαύρες ν’ ανεβοκατεβαίνουν τρέχοντας την ραχοκοκαλιά του. Στον καθρέφτη του μπάνιου είδε το χτες, κι εκείνο όρμηξε λυσσασμένο από την σκοτεινή του γωνιά να τού ρουφήξει τον εγκέφαλο. Πάλεψε απελπισμένα να το απωθήσει, να μην το αφήσει να περάσει το κατώφλι του συνειδητού. Οι αποδείξεις όμως ήταν εκεί: Γρατζουνιές και αίματα, σημάδια και τρόπαια μιάς μάχης από την οποία δεν θυμόταν – ακόμα – σχεδόν τίποτα.
Σιγά σιγά όμως όλα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν. Είδε ένα αεροπλάνο να προσγειώνεται σ ένα μακρινό αεροδρόμιο του παγωμένου Βορρά. Είδε Εκείνην, Εκείνην την οποία είχε έρθει από πολύ μακριά για να Την βρει. Την είδε καθισμένη στο σκαμπώ του βρωμερού μπαρ, να τον κοιτά με ένα βλέμμα που δεν είχε ξαναδεί, όχι από τα δικά Της μάτια. Την είδε στο λιθόστρωτο στενάκι απ’ έξω, να στηρίζεται στον αρχαίο πέτρινο τοίχο, και να τού μιλά για τον Άλλον, στην αρχή διστακτικά, σαν κοριτσάκι που είχε κάνει μιαν αταξίαι, μετά με αυξανόμενο θράσος, στο τέλος με χαιρεκακία. Άκουσε τον εαυτό του να τής ουρλιάζει, να τής λέει
σκάσε πιά, σκάσε…
Γύρισε το κεφάλι του και την είδε στο πάτωμα του δωματίου του ξενοδοχείου, ακίνητη, αιμόφυρτη, την γυναίκα που αγαπούσε, ποιος τόλμησε να την αγγίξει, ποιός την χτύπησε ανελέητα, ποιος σκότωσε τον Έρωτα;
Ποιός, Καθρέφτη, ποιός;
Οι καθρέφτες δεν λένε ποτέ ψέμματα.
Η αστυνομία τον βρήκε να κλαίει πάνω στο ακατοίκητο κορμί της.
Μαύρος Γάτος, 15 Ιανουαρίου 2007Μια φανταστική ιστορία, που όμως την εμπνεύστηκα από κάποια πραγματικά γεγονότα:
Πρωταγωνιστής ο Bertrand Cantat, 41 ετών, ο τραγουδιστής των Noir Désir ("Σκοτεινός Πόθος"), ο ευαίσθητος ποιητής, ο ειρηνιστής, ο κοινωνικός ακτιβιστής, o μαχητικός αντιφασίστας. Ο Bertrand έφτασε στην Λιθουανία στις 23 Ιουλίου του 2003, για να συναντήσει την φίλη του Marie Trintignant, 41 ετών επίσης, μητέρα τεσσάρων παιδιών, ηθοποιό και ακτιβίστρια φεμινίστρια, κόρη του διάσημου Γάλλου ηθοποιού Jean-Louis Trintignant.
Το ίδιο βράδυ, υπό την επήρεια μπόλικης βότκας, και με αφορμές που δεν νομίζω πως μάς αφορούν, ο Bertrand ξυλοκόπησε άγρια την Marie, που έπεσε σε κώμα.
O Bertrand έπεσε να κοιμηθεί, πιστεύοντας ότι κι εκείνη κοιμόταν, όπως υποστήριξε αργότερα στο δικαστήριο. Η Marie ξεψύχησε σε λίγες μέρες σ'ένα νοσοκομείο του Παρισιού, όπου μεταφέρθηκε.
Ο Bertrand κρίθηκε με επιείκεια, και εκτίει ποινή φυλάκισης οκτώ ετών. Με ειδική άδεια του επιτράπηκε να συμμετέχει στο τελευταίο δίσκο των Noire Désir, μέσα από την φυλακή.
Το τραγούδι που ακολουθεί είναι από τις καλές εποχές, πριν τα γεγονότα.
Noir Désir - Yann Tiersen: À ton étoile ("στο αστέρι σου", Live στη Rennes)
Download HERE (5.24 ΜΒ) Listen below (just press play)