ΕΝΑΣ ΒΡΑΧΟΣ, ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ
Κάθονταν βουβός κι ακίνητος στην Όχθη του ποταμού.
Κάθονταν στην άκρη του ποταμού, χρόνια τώρα, και περίμενε να περάσει από μπροστά του το πτώμα του εχθρού του.
Γύρω το Φως άλλαζε. Όμως αυτός, αγνοούσε τις διαδρομές του Ήλιου, τους κύκλους της Σελήνης, αδιαφορούσε για τα εκρηκτικά χρώματα του δειλινού, για το θρίαμβο της κάθε νέας αυγής. Κώφευε στα τζιτζίκια του καυτού μεσημεριού, στις συναυλίες των βατράχων του δειλινού και της βροχής, στα τριζόνια της γλυκιάς θερινής νύχτας, στ’ αηδόνι του παγωμένου μεσονυχτιού. Κάθονταν στην άκρη του ποταμού, και περίμενε να περάσει το πτώμα του εχθρού του.
Γύρω οι εποχές άλλαζαν. Οι καρποί του Καλοκαιριού χόρευαν με τον οργασμό της Άνοιξης, με τη γύμνια του Χειμώνα, με τη γλυκιά μελαγχολία της Φθινοπωρινής βροχής. Αλλά αυτός δεν άκουγε το χιόνι να πέφτει, δεν μύριζε τις εκθαμβωτικές ανθισμένες κερασιές, δεν γεύονταν τα απαλά ροδάκινα, δεν μύριζε το βρεγμένο χώμα. Δεν αισθάνονταν πως είναι να περπατάς στην άμμο, στο γρασίδι, σε χαλιά από πεσμένα φύλλα. Κάθονταν στην άκρη του ποταμού, και περίμενε να περάσει το πτώμα του εχθρού του.
Γύρω οι άνθρωποι άλλαζαν. Οι καρπερές κοιλιές γίνονταν βρέφη, τα βρέφη παιδιά, τα παιδιά ώριμοι άντρες και γυναίκες, οι ώριμοι άνθρωποι γέροι, οι γέροι αναμνήσεις. Αυτός, ακίνητος κι απαράλλαχτος, κάθονταν στην άκρη του ποταμού, και περίμενε να περάσει το πτώμα του εχθρού του.
Γύρω οι άνθρωποι αισθάνονταν. Πεινούσαν, πονούσαν, χαίρονταν, γελούσαν, αγαπούσαν, ερωτεύονταν, έκλαιγαν, θύμωναν, τσακώνονταν, μισούσαν, αδικιόταν και αδικούσαν, έκαναν λάθη, εκδικούνταν, συγχωρούσαν, μετάνιωναν, ξαναγαπούσαν. Αυτός, ανέκφραστος και παγωμένος σαν τον θάνατο, κάθονταν στην άκρη του ποταμού, και περίμενε να περάσει το πτώμα του εχθρού του.
Γύρω ακόμα κι ο Κόσμος άλλαζε. Σιγά σιγά ο ποταμός άλλαξε κοίτη, και η παλιά ξεράθηκε, και γέμισε σιγά σιγά με χώματα, ώσπου τελικά τίποτα δεν έδειχνε ότι κάποτε εκεί κυλούσε ένα ποτάμι, κουβαλώντας πτώματα εχθρών. Οι παλιοί άνθρωποι έφυγαν, ήρθαν άλλοι, ακόμα και η φύση άλλαξε συνήθειες.
Μαζί με τον κόσμο, αργά αργά, πολύ αργά, άλλαζε κι αυτός. Η ζωή λίγο λίγο στράγγιξε από πάνω του, το αίμα του σταδιακά σταμάτησε να κυλά, η σάρκα του έπαψε να αναπνέει, και μόνο τα μάτια του απέμειναν, καρφωμένα στην παλιά κατεύθυνση της ροής του πεθαμένου ποταμού, να περιμένουν. Να περιμένουν να περάσει το πτώμα του εχθρού του.
«Ποιος είναι εκείνος ο βράχος, που μοιάζει με άνθρωπο, καθισμένο στην άκρη του τίποτα; Τι περιμένει;» Ρωτάνε καμμιά φορά κάποια περίεργα παιδιά.
Κανείς δεν ξέρει.
Τριγύρω έρωτες, ροδάκινα, πόνος, βάσανα, και χαρά.
30 Αυγούστου 2006
10 σχόλια:
ροδάκινα ε;
:-)
με συγκινεί το γράψιμο σου
μαύρο γατί.
αν τύχαινε να του πεις τις ιστορίες σου
(του βράχου)
θα σχιζόταν και θ'άφηνε την πηγή να τρέξει δάκρυ.
και τότε θα το καταλάβαινε
πόσα χάνει
από ένα γινάτι...
Τα ροδάκινα ήταν ως λεπτομέρεια όλα τα λεφτά...
:^)
και στο τέλος δεν κατάφερε να δει καν το πτώμα του ίδιου του του εαυτού να περνάει...
ΕΜΠΑΙΝΑ ΝΑ ΓΡΑΨΩ "ΤΑ ΡΟΔΑΚΙΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ" (ΜΕ ΑΥΤΗΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ
ΑΛΛΑ ΤΟ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΓΡΑΨΕΙ Ο ΜΠΑΜΠΑΚΗΣ :)
ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ ;)
ΟΛ'ΑΥΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ,
ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΙΣΧΥΕΙ Η ΚΙΝΕΖΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ ...
Καλησπέρα!
Ο τίτλος αλλάζει κατά γενική απαίτηση, και γίνεται "Τα ροδάκινα"
Σ;))))))
Ροδακινα;;;;; ..μη και αρχιζει να με πιανει φαγουρα παντου..!!
(Γατουλη αυτο το κειμενο μ' αρεσε πολυ!) Καλησπεραα!! :-))
νομιζω οτι ... ηταν πολυ ομορφη εικονα....
περιγραφομενη απο τον μετρ της περιγραφης κανει και τον Κομφουκιο ν'αναφωνει : "Ο ΜΟΝ ΝΤΙΕ!"
:-)
Kαλημερα και απο εμενα!Παω να φαω κανενα φρουτο!!!
Ξέρεις τι μου θυμίζει; "Ανοιξη-Καλοκαίρι-Φθινόπωρο-Χειμώνας"...Επίσης, σου συστήνω του ιδίου σκηνοθέτη το "Ολομόναχοι Μαζί" είναι μεταφυσικό εντελώς αλλά πατημένο και στη γή ταυτόχρονα-άρα προκλητικό!
Πόσο θα θελα να πραγματοποιούσα αυτό το ταξίδι τόσο μέσα μου όσο και στον τόπο του Κουμφουκίου...
Είναι φαίνεται κομμάτι μου από κάποια προηγούμενη ζωή, ποιός ξέρει!
Δημοσίευση σχολίου