ΤΡΙΑ ΠΟΡΤΟ
1. Πόρτο Κουφό, Σιθωνία.
Πολύ λογικό. Αφού ποτέ κανένας άνθρωπος δεν ακούει, γιατί ν’ακούει ένα Πόρτο;
2. Πόρτο Βαλίτσα, Κασσάνδρα.
Κάθονταν στην παραλία και δεν περίμενε τίποτα.
Οι τελευταίες εξετάσεις είχαν επιβεβαιώσει πως έμπαινε πιά στην εμμηνόπαυση, και πως δεν θα αποκτούσε ποτέ αυτό που λαχταρούσε πιό πολύ από καθετί στον κόσμο, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της.
Ο πρώτος της άντρας ήταν στείρος, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Όταν απογοητεύτηκε πιά, όταν βεβαιώθηκε ότι δεν θα την έκανε ποτέ μητέρα, τον χώρισε. Δεν ήταν εύκολο, τον αγαπούσε, όλα έδειχναν τόσο ειδυλλιακά για τους δυό τους, αλλά η αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητά της ήταν πάντα το παιδί, και όταν αποδείχτηκε πέρα από κάθε αμφιβολία πως δεν ήταν ικανός να της το χαρίσει, τον έδιωξε. Όμορφη, ανεξάρτητη, καλλιεργημένη, ελεύθερη, δεν άργησε να βρει τον δεύτερο, που τον χώρισε όμως ακόμα πιο αποφασιστικά, πάλι για τον ίδιο λόγο. Τρίτος δεν υπήρξε, κουράστηκε με τους παπάδες και τα νυφικά, έγινε και πιό απαιτητική, και λίγο πιό παράξενη, πέρασαν και τα χρόνια, πριν το καταλάβει. Στο σόι τους η εμμηνόπαυση ερχόταν νωρίς. Σ’εκείνην, το παιδί δεν θα ερχόταν ποτέ.
Ήταν ασυνήθιστα όμορφη γυναίκα, κι εξαιρετικά καλοδιατηρημένη. Όλοι έμεναν με το στόμα ανοιχτό όταν τους έλεγε την αληθινή της ηλικία, έδειχνε τουλάχιστον δέκα χρόνια νεότερη. Και την κυνηγούσαν πάντα οι πολύ νεότεροι άντρες. Καμμιά φορά, ανάμεσα σε δυό πολύ μακριά διαστήματα απεγνωσμένης απομόνωσης, ενέδιδε στο μάταιο, σε αυτό που εκ των προτέρων θεωρούσε μάταιο.
Στους εφήμερους εραστές της έλεγε αστειευόμενη μετά το σεξ ότι θα φυλούσε το σπέρμα τους στην κατάψυξη, μέσα στο προφυλακτικό. Μπορεί και να το έκανε, ποιός ξέρει. Μπορεί και να άλειφε με αυτό τελετουργικά το αιδοίο της, ξαπλωμένη ολόγυμνη και με τα πόδια ορθάνοιχτα στο κρεβάτι, στο μεγάλο θολωτό κρεβάτι με τα παραπετάσματα, μετά την αυτοϊκανοποίηση, τα μεσάνυχτα με Πανσέληνο, με τα κεράκια αναμμένα γύρω γύρω. Αλλά δεν θα ήταν παρά μια τελετουργία απελπισμένου αυτοσαρκασμού. Οι αρχές της άλλωστε δεν θα τής επέτρεπαν ποτέ να φέρει στον κόσμο ένα παιδί χωρίς πατέρα. Το ήξερε πια καλά πως ήταν, έτσι κι αλλιώς, αργά, πολύ αργά.
Ήταν αργά και για να συγχωρήσει τον εαυτό της για τον έναν και μόνο λόγο που εδώ και καιρό δεν κοιμόταν ήσυχη, και που ίσως δεν θα κοιμόταν ποτέ πιά ήσυχη. Για τον έναν και μόνο λόγο που ξυπνούσε συχνά κάθιδρη, με φρικτούς εφιάλτες. Για τον έναν και μόνο λόγο που την έκανε καμμιά φορά να κλαίει με λυγμούς, όταν έμενε μόνη και επέστρεφε στο μυαλό της το όνομα της ενός και μοναδικού μεγάλου λάθους της ζωής της, της μίας και μοναδικής αλλά ανεπανόρθωτής της αμαρτίας απέναντι στον εαυτό της. Ήταν μία λέξη, που την βασάνιζε όσο καμμία Ερινύα δεν βασάνισε ποτέ κανέναν άνθρωπο. «Η Έκτρωση».
Φυσούσε αρκετά, είχε περάσει πιά το καλοκαίρι, κι αυτή ρέμβαζε στην έρημη παραλία, ίσως έγραφε και κανένα νέο ποίημα μετά. Ξαφνικά της φάνηκε ότι κάτι είδε στον ορίζοντα, ένα απροσδιόριστο αντικείμενο πάνω στα κύματα. Ο άνεμος το έφερνε όλο και πιό κοντά. Σιγά σιγά άρχισε να το διακρίνει καλύτερα, κάτι σχετικά ογκώδες, που επέπλεε σαν θαλασσοδαρμένο καραβάκι.
Το μυστηριώδες αντικείμενο ερχόταν όλο και πιο κοντά. Άρχισε να μοιάζει με βαλίτσα, ήταν βαλίτσα, κι όλο και πλησίαζε. Κι όσο πιο πολύ πλησίαζε, τόσο πιο πολύ την διακατείχε μια ανεξήγητη ταραχή. Δεν περίμενε καν να την ξεβράσει η θάλασσα, γδύθηκε, βούτηξε στα δροσερά κύματα, και την μάζεψε.
Η καρδιά της χτυπούσε τρελλά, όπως τότε, που φίλησε το πρώτο της αγόρι στο στόμα. Με μια βαθιά λαχτάρα που είχε πολλές δεκαετίες να νοιώσει, άκούμπησε προσεκτικά τη βαλίτσα πάνω στην άμμο, γονάτισε μπροστά της, και την άνοιξε.
Το παιδί, δεν ήταν μέσα.
3. Πόρτο Λάγος, Ροδόπη.
Ένα παγωμένο βράδυ του χειμώνα, το σαπιοκάικο άρχισε να κάνει νερά. Και πώς να μην έκανε, δηλαδή, τού το’λεγε του μαλάκα του Ιταλού, δεν θα την βγάλουμε ως την Ελλάδα, με εννιάμισυ μποφώρια και με τόσο εμπόρευμα. Μα νο, κάπι, έλεγε ο Ιταλός skipper, νον τσε προμπλέμα, ο Λουίτζι είναι εντό, βρε ας μην τον απειλούσε ο Άρχοντας να τον κάνει μπριζολάκια με φαρφάλλες, για τα χαμένα στο πόκερ, και θα σού’λεγα εγώ πού θα ήταν ο χέστης ο Ιταλός, σιγά να μην τολμούσε να κάνει δρομολόγιο με τέτοιο καιρό, αν δεν είχε ζωτικούς λόγους. Ποιος Λουίτζι είναι εντό ρε παπάρα, ούτε ο ίδιος ο Χριστός αν ήταν εδώ δεν θα επέπλεε με αυτές τις συνθήκες, όχι ένα παμπάλαιο ξύλινο βαρκάκι φορτωμένο με τόσο εμπόρευμα.
Το ιστιοφόρο της «επιχείρησης» το είχαν πιάσει οι καταραμένοι οι Λιμενικοί το καλοκαίρι στη Ρόδο, κι από τότε επιστρατεύτηκε κακήν κακώς αυτό το παροπλισμένο σαπιοκάικο που τώρα κόντευε αν βουλιάξει. Αλλά έχε χάρη που είχε κι αυτός απόλυτη ανάγκη τα λεφτά, είχε πάνω από μήνα να κάνει δρομολόγιο, λόγω του διαολόκαιρου, ενώ κανονικά έκανε δύο την εβδομάδα.
Ας είχαν βάλει τουλάχιστον λιγότερους μέσα! Κι ας παρακαλούσαν αυτοί οι φτωχοδιάβολοι για μια θέση στον σκυλοπνίχτη, μήνες αποκλεισμένοι στα παράλια της Τουρκίας, χωρίς νόμιμη ανθρώπινη υπόσταση, χωρίς χαρτιά, χωρίς κανέναν πόρο. Καταραμένη πλεονεξία. Αν έμπαιναν λιγότεροι, θα πνίγονταν και λιγότεροι. Δεν τον ενδιέφερε για τη ζωή των «μελαχρινών», δεν είχε τέτοιες χαζοευαισθησίες, σιγά τώρα, από "μελαχροινούς" άλλο τίποτα, βρωμούσε ο τόπος, θά'χανε η Βενετιά βελόνι... Η πληρωμή όμως, 1.100 δολλάρια το κομμάτι, ερχόταν από το «γραφείο» μόνο μετά την ασφαλή άφιξη του εμπορεύματος στην Ευρωπαϊκή ακτή. Που παναπεί, για όσα κομμάτια χάνονταν στον δρόμο, δεν θα πληρώνονταν φράγκο. Τόσο απλά. Αυτός ήταν ο κανόνας. Κι απόψε, μπορεί να χάνονταν πολλά κομμάτια…
Δεν υπάρχει άσχημη κατάσταση που να μη μπορεί να γίνει ακόμα χειρότερη. Από μακριά φάνηκε ένα στίγμα στο ραντάρ. Δεν μπορεί παρά να ήταν το λιμενικό. Κοίτα γκαντεμιά. Κανονικά με τέτοια κακοκαιρία οι λιμενικοί δεν το κουνούσαν καν από το λιμάνι. Οι καργιόληδες, τι ήθελαν κι ανακατεύονταν… θα τους είχε πιέσει κανένας ανώτερος, τόσα λεφτά έπαιρναν από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον έλεγχο της λαθρομετανάστευσης, είχαν κι αυτά τα διαβολεμένα ολοκαίνουργια ταχύπλοα παντός καιρού που έπρεπε να παράγουν κάποιο έργο, τούς τσιμπούσε κάπου κάπου κι η μύγα του καθήκοντος, κι άρχιζαν το σαφάρι, οι κερατάδες. Μετά το ξεχνούσαν πάλι για καναδυό μήνες. Πάντως τώρα πλησίαζαν. Να τους ξεφύγει με αυτό το σάπιο σκαρί που ήδη έμπαζε νερά και με τόσο βάρος αποκλειόταν, ακόμη και μέσα στην άγρια νύχτα. Η μόνη λύση ήταν να πετάξει το εμπόρευμα στη θάλασσα και να την κάνει το γρηγορότερο. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει να συλληφθεί ξανά, για κανέναν λόγο.
Με βαριά καρδιά, έπιασε το καλάσνικοφ και στάθηκε μπροστά στην πόρτα του αμπαριού, ενώ ο Λουίτζι κάλυπτε την άλλη πλευρά της μπουκαπόρτας. Άρχισε να κάνει νοήματα στους πιο κοντινούς σοκολατιούς να βγουν έξω, και μόλις έβγαιναν τους έδειχνε πως έπρεπε να βουτήξουν στα παγωμένα κύματα. Το εμπόρευμα στην αρχή δεν ήθελε να καταλάβει, μερικοί άρχισαν να τρέμουν, κάποιοι αγρίεψαν. Τους έδειξε με νοήματα και με κάποια διαλυμένα αγγλικά ότι η βάρκα θα βουλιάξει, τους έδωσε και καναδυό σωσίβια να τους ξεγελάσει, κατάλαβαν, άλλωστε δεν ήθελε και πολύ μυαλό, είχαν ήδη δει τα νερά να τούς φτάνουν ως την κνήμη. Ένας ένας άρχισαν να βουτάνε στα φονικά κύματα, κάποιοι ελάχιστοι θρηνώντας, αλλά οι περισσότεροι σιωπηλοί, αγέρωχοι, με την ίδια απαράλλαχτη έκφραση στωικής περηφάνιας. Κι έβγαιναν ένας ένας από το αμπάρι, ένας, κι άλλος, κι άλλος, μια μάνα με το μωρό στην αγκαλιά, ένας πατέρας με το παιδάκι του από το χέρι, μελαχρινοί, μελαμψοί, κατάμαυροι, έβγαιναν και έβγαιναν και έβγαιναν, και τελειωμό δεν είχαν. Έβγαιναν από το μικρό αμπάρι που βρωμούσε αφόρητα ξερατά, και βουτούσαν ένας ένας ή με τα παιδιά στην αγκαλιά στα παγωμένα κύματα του Θρακικού πελάγους.
Βουτούσαν στο χαμό τους, και το ήξεραν, αλλά το έκαναν με απίστευτη αξιοπρέπεια, χωρίς καν να διαμαρτυρηθούν. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν κολύμπι, αλλά έτσι κι αλλιώς ήταν απίθανο να σωθούν με τέτοια φουρτούνα, και με την θάλασσα να είναι τόσο παγωμένη, το ήξεραν και αυτό. Ήξεραν πως το μακρύ τους ταξίδι, από το Πακιστάν, από τη Νιγηρία, από το Ιράκ, από τα βάθη της Ασίας και της Αφρικής, προς την την Εσπερία, προς τη Γη της Ευτυχίας, είχε τελειώσει. Ίσως να ήταν και αυτό μια ανακούφιση.
Τους περισσότερους μελαχρινούς τους είχαν ήδη καταπιεί τα κύματα, και το Λιμενικό πλησίαζε πιά επικίνδυνα. Έσβησε τον προβολέα, που τον είχε άναψει για να επιταχύνει την εκκένωση, αφού τους είχαν ήδη εντοπίσει έτσι κι αλλιώς. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν τον σβήσει, ήταν μια μητέρα, με το μωρό της αγκαλιά, να την πλακώνει ένα τεράστιο κύμα. Λίγο πριν χαθεί, τον κοίταξε, μέσα στα μάτια, για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, κι αυτός ένιωσε το βλέμμα της να τον τρυπά σαν λόγχη. Ήταν ένα βλέμμα τόσο έντονο, που τάραξε ακόμα κι αυτόν, τον Στέλιο, το σκληρό καρύδι, τον ημιμόνιμο κάτοικο Κορυδαλλού, τον λαθρέμπορο των όπλων της Βηρυττού, τον έμπορο των Ανθρώπων-Δούλων. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά για να κάνει κάτι, δεν μπορούσε να διακινδυνέψει μιαν ακόμα σύλληψη, μόλις πριν μερικούς μήνες είχε βγει από την στενή…
Αφού πέταξε και τους τελευταίους στην θάλασσα, που πολύ θα ήθελε να πετούσε και το μαλάκα το Λουίτζι, έβαλε αμέσως στο φουλ τις μηχανές, και το καΐκι εξαφανίστηκε, μέσα στην μαύρη νύχτα. Αν βοηθούσε λιγάκι κι η Παναγιά, απαλλαγμένοι από το ανθρώπινο έρμα, θα έφταναν ως τις έρημες ακτές της σωτηρίας, όπου θα τους περίμεναν τα «παιδιά».
Βοήθησε δε βοήθησε, έφτασαν.
Την επόμενη μέρα είδε στην τηλεόραση ότι από τους σαρανταεφτά λαθραίους, επέζησε μόνο ένας. Ήταν ο Τζελάλ, που τον βρήκαν οι λιμενικοί τρείς ώρες μετά, να παραδέρνει στα παγωμένα κύματα. Είχε πιά ξημερώσει, και καθώς από την αρχή μάζευαν μόνο παγωμένα πτώματα, κανείς δεν το πίστευε ότι μπορεί να βρισκόταν ακόμα κάποιος ζωντανός από το «φορτίο». Ο Τζελάλ όμως τα κατάφερε, τον περιμάζεψαν οι Λιμενικοί, λίγο πριν τα παρατήσουν, μισοπαγωμένο, σχεδόν σε κώμα, αλλά ζωντανό.
Ο Τζελάλ τα κατάφερε, όχι όμως και τα δάχτυλά του. Αν κάτσεις κάπου για καφέ στην Θεσσαλονίκη, μπορεί να έρθει ο Τζελάλ να σού πουλήσει λαθραία σιντί, κι αν τον προσέξεις καλά, θα δεις ότι τα περισσότερα από τα δάχτυλά του τού λείπουν. Ακόμα κι οι αστυνομικοί, ξέρουν την ιστορία του, και δεν τον κυνηγούν, όπως τους άλλους μαύρους. Τα ακρωτηρισμένα του δάχτυλα είναι το διαβατήριό του στην ανοχή, τα δάχτυλά του, που τα έχασε από τα κρυοπαγήματα εκείνη την παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, στ’ανοιχτά του Πόρτο Λάγος.
Ο Τζελάλ με τα σιντί, που είναι πάντα γελαστός, ο Τζελάλ, από το Λάγος της Νιγηρίας.
Μαύρος Γάτος, 16/8/2006
Με την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος
Σημείωση: Κάποια στοιχεία από το "Πόρτο Λάγος" προέρχονται από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη ενός αυθεντικού δουλέμπορου στον δημοσιογράφο Στέλιο Βραδέλη, με τίτλο "οκτώ χιλιάδες ευρώ το κεφάλι", που μπορείτε να την διαβάσετε στο τελευταίο Esquire (δεν το φανταζόμουν ποτέ ότι θα κάνω διαφήμιση στον Κωστόπουλο, αλλά το καλό και το σωστό να λέγεται).
16 σχόλια:
Καταπληκτικές ιστορίες....
Πληγώθηκε όμως ένας ράφτης....(που δεν τον ανέφερες)
Στο επόμενο τεύχος, Χαράλαμπε...
Ο Ράφτης, το Κατσίκι, και το Χέλι.
ΥΓ. Οι ιστορίες είναι λίγο πολύ αληθινές.
Aν αναπτύξεις και την 1η ιστορία για το πόρτο κουφό, θα γίνει ένα πολύ ωραίο τρί-πορτο.
;-)
πολυ καλος
Xαιρετίσματα από εδώ, από το Porto Leone... ή Porto Gavro (αν προτιμάς) :))
Διακοπές στη Χαλκιδική μου είσαι;
Πρόσφατα επισκεύθηκα και τα 3 παραπάνω.. ;) "Very" well done ;)
very very nice!!!
βαλε και κανενα πορτο-καλι μεσα! :))
Ωραίες ιστορίες. Υπάρχει μια ελαφριά επίκριση στην ηρωίδα της δεύτερης ιστορίας ή είναι η ιδέα μου; Όσο δεν κακό είναι να μη θες παιδιά για τους λόγους σου άλλο τόσο δεν είναι κακό να θες παιδιά απεγνωσμένα.
Η δήλωση για την επιφύλαξη κάθε νόμιμου δικαιώματος τί σημαίνει;
Απρόσμενα αστείο το πρώτο. Απρόσμενο τέλος, στο δεύτερο. Απρόσμενα οικείο, το τρίτο. Θαυμάσια κείμενα. Η τέχνη, τελικά, είναι μεγάλη παραμυθία για όλους μας.
Μπράβο γατούλη! Με κούφανες! Φοβερές ιστορίες και καλογραμμένες.
Στο Πόρτο πίναμε πορτό
με το μυαλό μας ανοιχτό!:-)
Μαυρογατούλη, πλημμύρισε το δωμάτιο!
θαλασσοδερμένες ιστορίες, υπέροχες...
Γράψε κάτι για το Κάβο Σίδερο, αυτό το απίστευτο ακρωτήρι στην Ανατολική Κρήτη...
Απαντώ εν μέσω τρελλών reboot, μπλε οθονών, και επαναφορών συστήματος, στρα καλά καθούμενα. Λες να έπιασαν τα βουντού της σαλταρισμένης;;; Αστειεύομαι (;;;)
panic room, μα είναι μια αυτοτελής ιστορία! Κάπως σύντομη...
Ζούρι thnx, καλώς επέστρεψες
Raffinata Πόρτο Γαβρόνε, Πόρτο Γαβρόνε...
Ilias, Matron Maya thnx, καλώς ήρθατε στα κεραμίδια μου
Exberliner viel dank, όσο για το θέμα του Πόρτο Λάγος το ήξερα ότι είναι στον νομό Ξάνθης, αλλά μού άρεσε πιό πολύ το Ροδόπη, γιατί "Πόρτο Λάγος, Ξάνθη" ακούγεται σαν να ήταν η λιμνοθάλασσα στην ...πόλη της Ξάνθης, ενώ Ροδόπη ξεχωρίζει από το "Κομοτηνή'.
Αθήναιε ευχαριστώ, και όχι, καμμιά επίκριση, αντίθετα πολλή συμπάθεια για την ηρωίδα του Πόρτο Βαλίτσα. Ούτε και για την έκτρωση έχω κάποια αντίρρηση, η ίδια η ηρωίδα είναι που αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων την έκτρωσή της σαν τεράστιο λάθος (αμαρτία σημαίνει λάθος, για όποιον δεν το ξέρει), ελπίζω να φαίνεται αυτό στο κείμενο. Γενικά στα γραπτά μου αποφεύγω τους χαρακτηρισμούς, θα ήθελα ο αναγνώστης να βγάζει τα δικά του συμπεράσματα, όχι ότι εγώ δεν έχω άποψη.
Όσον αφορά το copyright, όχι, δεν έχω κάτι συγκεκριμένο, αλλα΄δεν θα μού άρεσε καθόλου να δω το κέιμενό μου κάπου χωρίς την συγκατάθεσή μου και μάλιστα με την υπογραφή κάποιου άλλου, ή χωρίς υπογραφή. Γι αυτό έγραψα "με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.
Διαβολοδικηγόρε, ευχαριστώ.
Μαρινάκι, Καπετάνισσα, πολλά φιλιά. Κάβο Σίδερο; Δεν έχω πάει! Θα πάω και θα γράψω!
καλό βράδυ σε όλους. Οι λεπτομέρειες από το "Πόρτο Λάγος" προέρχονται από την συνέντευξη ενός αυθεντικού δουλέμπορου στον δημοσιογράφο Στέλιο Βραδέλη, από το τελευταίο Esquire (δεν το φανταζόμουν ότι θα κάνω ποτέ διαφήμιση στον Κωστόπουλο, αλλά το καλό να λέγεται).
Καλα να περασεις και να προσεχεις
εισαι πλεον σεσημασμενος γατος
απο τη ΣΙ@........................
:)
γάταρε υποκλίνομαι και αράζω στα κεραμίδια σου
Μαύρε γάτε μας έπιασες σαν ποντίκια στις ιστοριές σου!
Δημοσίευση σχολίου