ΠΟΣΟ ΜΟΥ ΛΕΙΠΕΙΣ... ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ, Η ΑΡΑΧΝΗ...
Μού λείπει το σπίτι μου το πατρικό, όπως ήταν πριν φύγουμε για την "προσφυγιά".... Δεν ήταν καθόλου ιδανικό, είχε τους καυγάδες του, τις γκρίνιες του, τις ατέλειές του, για ένα παιδί όμως 11 χρονών, όλα αυτά ήταν δευτερεύοντα... το σπίτι μέσα στο οποίο μεγαλώνεις, η βάση από την οποία ξεκινάς για να γνωρίσεις τον κόσμο, είναι ο κόσμος σου. Αυτός ο κόσμος, κατέρρευσε, για μένα, εκείνον τον Σεπτέμβρη του διαζυγίου τους...
Μού λείπουν οι παππούδες μου... ο Μιλτιάδης, ο τζέντλεμαν αγρότης, που ερχόταν σπάνια στην πόλη, με ένα σακκουλάκι φουντούκια και μ'ένα αγνό παιδικό χαμόγελο... Ο Παναγιώτης, ο δάσκαλος, που με φώναζε Μιλτάκη, και που μάς μάζευε κάθε Κυριακή όλα τα εγγονάκια, ορφανά και ζωντόρφανα, να μάς δώσει τελετουργικά από ένα κατοστάρικο, το χαρτζηλίκι της εβδομάδας, στους δύσκολους καιρούς.... Η Βαρβάρα, η γυναίκα του Μιλτιάδη, σκεβρωμένη από τα χρόνια και κατάχλωμη από την νεφρική ανεπάρκεια, μια τεράστια αγκαλιά όμως κάθε φορά που φτάναμε στο χωριό κι αυτή μάς περίμενε - "πούλι'μ", η φωνή της ακόμα αντηχεί στ'αυτιά μου.... Η Κατίνα, η Αρσακειάδα του Καΐρου, πάντα σοβαρή, κι όμως τόσο ανθρώπινη, αυστηρή αλλά δίκαιη, όμορφη και αγέρωχη, με τα φυσικά της κατάμαυρα μαλλιά, στα ογδονταπέντε της χρόνια...
Μού λείπει η πρώτη μου αγάπη, το χτυποκάρδι μου όταν έκανα βόλτες κάτω από το σπίτι της, κοιτώντας το παράθυρό της μήπως δω κανένα φως... Οι βόλτες πάνω-κάτω στην παραλία μήπως και την συναντήσω... οι Παρασκευές που την συνόδευα στην κινηματογραφική λέσχη, κι ας τα είχε με άλλους... κι ας απέρριπτε, αυτή η "περπατημένη", τον παιδικό μου, στα μάτια της, έρωτα... τότε που ήρθε σπίτι μου και με βρήκε με το σορτσάκι να κάνω γυμναστική, ο τρόπος που με κοιτούσε, ξαπλωμένη στο πάτωμα, φαίνονταν λίγο το στήθος της, το μαύρο της δαντελένιο σουτιέν... τότε που ανέβηκα στο εξοχικό της και με κυνηγούσε γελώντας με το λάστιχο, κι ας μην ήξερα εγώ ο θεόχαζος τί έπρεπε να κάνω... κι ας μην το έκανα ποτέ...
Μού λείπει ο Κώστας, ο Δάσκαλός μου, που στάθηκε για μένα το Πατρικό μου πρότυπο... ο Φιλόλογος, ο Άνθρωπος, ο Παιδαγωγός, ο Φίλος... που αντιμετώπισε στη σειρά το βαρύ τροχαίο, το έμφραγμα, την λευχαιμία, και υπέκυψε τελικά σε μιά από τις χημειοθεραπείες...
Μού λείπει το Φιλάκι μου, η μόνη γυναίκα που κατέλυσε όλες μου τις άμυνες, που εκμηδένισε όλες μου τις επιφυλάξεις, και που τής δόθηκα ολοκληρωτικά, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς όρους... και που έζησα μαζί της έναν τόσο σπάνιο έρωτα, αληθινό, αμοιβαίο, απίστευτα έντονο, που όλο και δυνάμωνε, αντί να σβήνει... τα τεράστια καταπράσινα μάτια της, οι μπούκλες της, το κορμί της, τα στήθια της... Ο τρόπος που με κοιτούσε, ο τρόπος που κούρνιαζε μέσα στην αγκαλιά μου, στον δρόμο, στην πόλη, στην εξοχή, το κορμί της συνέχεια κολλημένο πάνω μου, χωρίς ποτέ να νοιαζόμαστε για τους γύρω... Η φωνή της να μού τραγουδά, το χέρι της να με χαιδεύει, πάνω στη μηχανή, όταν γυρίζαμε τα δειλινά του καλοκαιριού από την θάλασσα, στην Νάξο, ή στο αυτοκίνητο, ή με τα ποδήλατα, στην Αντίπαρο, στην Αλόνησο, στην Χαλκιδική, στην Μήλο, στο βουνό, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Ρώμη, στην. στην, στην... Η κάθε φορά που κάναμε έρωτα, που ήταν μια μυστικιστική εμπειρία, κάθε φορά... Η Φιλιώ, που μαζί της έζησα τα δύο πιό ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου, κι ένιωσα για πρώτη φορά ολοκληρωμένος σαν άντρας, σαν προσωπικότητα, σαν άνθρωπος.... Και που τελικά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό της, να απελευθερωθεί από τις μικροαστικές καταβολές της και από τις μικροπρεπείς επιρροές που δεχόταν, και να ζήσει για πάντα ελεύθερη μαζί μου....
Μού λείπει η χαρά μου.... Πρόσφατα συμβούλεψα κάποιον φίλο που περνούσε ζόρια, "μην πεις, τα είδα όλα, τα έζησα όλα. Τίποτα δεν είδες ακόμα, τίποτα δεν έζησες. Το ταξίδι τώρα αρχίζει..."
Γιατί εγώ τώρα νοιώθω σαν το ταξίδι να έχει τελειώσει;
Την Παρασκευή φεύγω για την Σαμοθράκη. Με πολύ καλή παρέα, μεταξύ των οποίων ο καλύτερός μου φίλος, και μια εξαιρετικά αξιόλογη κοπέλα, που παλιότερα με ενδιέφερε πολύ.
Γιατί δεν με αγγίζει ούτε αυτό; Αν μού έλεγαν ξαφνικά ότι όλα ακυρώνονται, δεν θα με πείραζε καθόλου.
Μού λείπουν οι παππούδες μου... ο Μιλτιάδης, ο τζέντλεμαν αγρότης, που ερχόταν σπάνια στην πόλη, με ένα σακκουλάκι φουντούκια και μ'ένα αγνό παιδικό χαμόγελο... Ο Παναγιώτης, ο δάσκαλος, που με φώναζε Μιλτάκη, και που μάς μάζευε κάθε Κυριακή όλα τα εγγονάκια, ορφανά και ζωντόρφανα, να μάς δώσει τελετουργικά από ένα κατοστάρικο, το χαρτζηλίκι της εβδομάδας, στους δύσκολους καιρούς.... Η Βαρβάρα, η γυναίκα του Μιλτιάδη, σκεβρωμένη από τα χρόνια και κατάχλωμη από την νεφρική ανεπάρκεια, μια τεράστια αγκαλιά όμως κάθε φορά που φτάναμε στο χωριό κι αυτή μάς περίμενε - "πούλι'μ", η φωνή της ακόμα αντηχεί στ'αυτιά μου.... Η Κατίνα, η Αρσακειάδα του Καΐρου, πάντα σοβαρή, κι όμως τόσο ανθρώπινη, αυστηρή αλλά δίκαιη, όμορφη και αγέρωχη, με τα φυσικά της κατάμαυρα μαλλιά, στα ογδονταπέντε της χρόνια...
Μού λείπει η πρώτη μου αγάπη, το χτυποκάρδι μου όταν έκανα βόλτες κάτω από το σπίτι της, κοιτώντας το παράθυρό της μήπως δω κανένα φως... Οι βόλτες πάνω-κάτω στην παραλία μήπως και την συναντήσω... οι Παρασκευές που την συνόδευα στην κινηματογραφική λέσχη, κι ας τα είχε με άλλους... κι ας απέρριπτε, αυτή η "περπατημένη", τον παιδικό μου, στα μάτια της, έρωτα... τότε που ήρθε σπίτι μου και με βρήκε με το σορτσάκι να κάνω γυμναστική, ο τρόπος που με κοιτούσε, ξαπλωμένη στο πάτωμα, φαίνονταν λίγο το στήθος της, το μαύρο της δαντελένιο σουτιέν... τότε που ανέβηκα στο εξοχικό της και με κυνηγούσε γελώντας με το λάστιχο, κι ας μην ήξερα εγώ ο θεόχαζος τί έπρεπε να κάνω... κι ας μην το έκανα ποτέ...
Μού λείπει ο Κώστας, ο Δάσκαλός μου, που στάθηκε για μένα το Πατρικό μου πρότυπο... ο Φιλόλογος, ο Άνθρωπος, ο Παιδαγωγός, ο Φίλος... που αντιμετώπισε στη σειρά το βαρύ τροχαίο, το έμφραγμα, την λευχαιμία, και υπέκυψε τελικά σε μιά από τις χημειοθεραπείες...
Μού λείπει το Φιλάκι μου, η μόνη γυναίκα που κατέλυσε όλες μου τις άμυνες, που εκμηδένισε όλες μου τις επιφυλάξεις, και που τής δόθηκα ολοκληρωτικά, χωρίς ερωτηματικά, χωρίς όρους... και που έζησα μαζί της έναν τόσο σπάνιο έρωτα, αληθινό, αμοιβαίο, απίστευτα έντονο, που όλο και δυνάμωνε, αντί να σβήνει... τα τεράστια καταπράσινα μάτια της, οι μπούκλες της, το κορμί της, τα στήθια της... Ο τρόπος που με κοιτούσε, ο τρόπος που κούρνιαζε μέσα στην αγκαλιά μου, στον δρόμο, στην πόλη, στην εξοχή, το κορμί της συνέχεια κολλημένο πάνω μου, χωρίς ποτέ να νοιαζόμαστε για τους γύρω... Η φωνή της να μού τραγουδά, το χέρι της να με χαιδεύει, πάνω στη μηχανή, όταν γυρίζαμε τα δειλινά του καλοκαιριού από την θάλασσα, στην Νάξο, ή στο αυτοκίνητο, ή με τα ποδήλατα, στην Αντίπαρο, στην Αλόνησο, στην Χαλκιδική, στην Μήλο, στο βουνό, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στην Ρώμη, στην. στην, στην... Η κάθε φορά που κάναμε έρωτα, που ήταν μια μυστικιστική εμπειρία, κάθε φορά... Η Φιλιώ, που μαζί της έζησα τα δύο πιό ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου, κι ένιωσα για πρώτη φορά ολοκληρωμένος σαν άντρας, σαν προσωπικότητα, σαν άνθρωπος.... Και που τελικά δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τον εαυτό της, να απελευθερωθεί από τις μικροαστικές καταβολές της και από τις μικροπρεπείς επιρροές που δεχόταν, και να ζήσει για πάντα ελεύθερη μαζί μου....
Μού λείπει η χαρά μου.... Πρόσφατα συμβούλεψα κάποιον φίλο που περνούσε ζόρια, "μην πεις, τα είδα όλα, τα έζησα όλα. Τίποτα δεν είδες ακόμα, τίποτα δεν έζησες. Το ταξίδι τώρα αρχίζει..."
Γιατί εγώ τώρα νοιώθω σαν το ταξίδι να έχει τελειώσει;
Την Παρασκευή φεύγω για την Σαμοθράκη. Με πολύ καλή παρέα, μεταξύ των οποίων ο καλύτερός μου φίλος, και μια εξαιρετικά αξιόλογη κοπέλα, που παλιότερα με ενδιέφερε πολύ.
Γιατί δεν με αγγίζει ούτε αυτό; Αν μού έλεγαν ξαφνικά ότι όλα ακυρώνονται, δεν θα με πείραζε καθόλου.
Άσε. Μη μού πεις. Ξέρω.
Φταίει η Αράχνη...
Αυτού του ματαίου η αράχνη
που πάει ρε φίλε και μας ψάχνει
Να βρει την πιο παλιά γωνία
μες της ψυχής την αγωνία
Να μας τυλίξει να μας πιάσει
να πει σας έχουνε ξεχάσει
τα παραμύθια σας κι οι ξένοι
κι εκείνη δως του να επιμένει
Να κατεβεί στο πρόσωπό σου
και στο συνειδητό το υπό σου
μ’ αυτό τ’ ανάποδο το δίχτυ
κάνε ψυχή μου μια και ρίχτη
Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά
γιατί του φόβου τα πλεχτά
τα δείχνουν όλα στη ζωή μας γκρίζα
Και τα καλά και τα φριχτά
στον κόσμο ετούτο είναι μικτά
Στον ήλιο γίνεται ο καρπός
στο χώμα η ρίζα
Κι αυτού του μάταιου η αράχνη
που πάει ρε φίλε και μας ψάχνει
μ’ αυτό τ’ ανάποδο το δίχτυ
κάνε ψυχή μου μια και ρίχτη
Πριν κατέβει στο πρόσωπό σου
και στο συνειδητό το υπό σου
μ’ αυτό τ’ ανάποδο το δίχτυ
κάνε ψυχή μου μια και ρίχτη
(της Λίνας Νικολακοπούλου)