30 Οκτ 2006

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΓΡΑΦΕ "ΚΟΚΑ-ΚΟΛΑ"

.

ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ – Ι :
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΓΡΑΦΕ ΚΟΚΑ-ΚΟΛΑ



Για κάποιο λόγο σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Δεν το συνήθιζε, ειδικά τα τελευταία χρόνια, πολύ σπάνια σήκωνε πιά το κεφάλι του να κοιτάξει «επάνω». Είχε σχεδόν ξεχάσει πως μοιάζει, αλλά απόψε κάτι του έλεγε να το ψάξει, να δει αν υπάρχει ακόμα. Υπήρχε, ακόμα. Το φεγγάρι.

Το φεγγάρι, έγραφε «Κόκα Κόλα».

Έκανε κρύο, και πεινούσε, αλλά δεν ένιωθε να κρυώνει, ούτε να πεινά. Ο άνθρωπος έχει μεγάλες εφεδρείες, κρυώνει και πεινά από ελαφρά έως και βασανιστικά όταν υπάρχει ελπίδα να ζεσταθεί ή να χορτάσει, όταν όμως όχι, το σώμα κάνει μόκο, καταστέλλει κάθε αίσθηση που διαμαρτύρεται, και κοιτά να πείσει το συνειδητό του εαυτό ότι όλα είναι καλά. Ακόμα και τη στιγμή της μέγιστης στέρησης, του μέγιστου πόνου, ακόμα και λίγο πριν το θάνατο, ο καταδικασμένος δεν υποφέρει, γιατί ο εγκέφαλος εκλύει τεράστιες ποσότητες ενδορφίνης, που είναι ένα πανίσχυρο αυτοφυές ναρκωτικό, ξαδερφάκι του οπίου και της μορφίνης, και που κάνει τα πάντα να μοιάζουν ρόδινα. Έτσι εξηγείται και μια από τις πιο παράξενες σεξουαλικές διαστροφές, η ασφυξιοφιλία: κάποιοι την βρίσκουν απίστευτα όταν κυριολεκτικά κοντεύουν να σκάσουν, ας πούμε παραλίγο απαγχονισμένοι, με μιαν αληθινή σφιχτή θηλιά στό λαιμό. Μόνον έτσι μπορούν να φτάσουν σε οργασμό. Καμιά φορά, όχι και τόσο σπάνια, το «κοντεύουν» και το «παραλίγο» ξεφεύγουν από τον έλεγχό τους, κι έτσι τους ανακαλύπτουν μακαρίτες, με τα βρακιά κατεβασμένα, με μια θηλιά στο λαιμό, και με μια έκφραση ηλίθιας ευτυχίας στο πρόσωπο, και τότε όλοι λένε «έπεσα από τα σύννεφα», και παρακαλάνε τον ιατροδικαστή να γράψει μιαν άλλην αιτία θανάτου, μη γίνει ρεζίλι ΚΑΙ η οικογένεια.

Το φεγγάρι, ξανακοίταξε να βεβαιωθεί, έγραφε «Απολαύστε Κόκα Κόλα». Το γαμημένο το φεγγάρι.

Ο άνεμος, εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ, παγωμένος κι ανελέητος, τρύπωνε μέχρι τα κόκκαλα. Τυλίχτηκε στο κουρελιασμένο και λερό του μπουφάν, και τράβηξε για τη γωνιά του, κάτω από τη γέφυρα, εκεί που διανυκτέρευε τις τελευταίες μέρες, μαζί με ένα βουβό πλήθος από εξαθλιωμένους απόκληρους όπως αυτός. Αν ήταν τυχερός, μπορεί να έβρισκε κι απόψε κανένα χαρτόκουτο να κρυφτεί μέσα. Να ξεγελάσει τον Θάνατο γιά έν’ ακόμα βράδυ…

Το φεγγάρι έγραφε Κόκα-Κόλα, με τεράστια λευκά γράμματα, σε κόκκινο φόντο. Να δούμε τι άλλο θα σκεφτούν αυτοί οι σιχαμένοι οι διαφημιστές, σκέφτηκε.



Μέσα στην παγερή χειμωνιάτικη νύχτα, το περίγραμμα του φεγγαριού-γιγαντοαφίσα, με την τερατώδη μπουκάλα της κόκα κόλας στο κέντρο, μόλις που διακρίνονταν, στον αφύσικα φωτεινό από την φωτορύπανση ουρανό. Κάποτε, τότε που είχε όνομα και σπίτι και δουλειά και μέλλον, το φεγγάρι ξεχώριζε μεγαλοπρεπώς στον νυχτερινό ουρανό, ειδικά όταν ήταν ολόγιομο, όπως απόψε, κάπου στην άκρη του μυαλού του είχε την εικόνα. Την απώθησε βίαια, μόνο πόνο θα μπορούσε να του φέρει μια τέτοια ανάμνηση. Τι νόημα, τι νόημα… Τώρα το φεγγάρι έγραφε Κόκα-κόλα, με τεράστια λευκά γράμματα, σε κόκκινο φόντο, και δεν ήταν τίποτα άλλο από πρωτότυπος διαφημιστικός χώρος και αναπτυσσόμενες βιομηχανικές ζώνες και προορισμός για πλούσιους τουρίστες και οικόπεδα για αξιότιμους και σοβαρούς επενδυτές. Για τους κουρελιάρηδες σαν αυτόν, δεν ήταν απολύτως τίποτα. Γιατί να σπαταλά ενέργεια να κοιτάζει τον ουρανό; Το φεγγάρι έγραφε Κόκα-κόλα, αλλά γι αυτόν, το φεγγάρι δεν υπήρχε πιά. Είχε πεθάνει, μαζί με τη ζωή του σαν ανθρώπινο όν.

Όταν καταστράφηκαν οι αγρότες, με την κοινή αγροτική πολιτική και με την υποχρεωτική αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, είχε μείνει αδιάφορος. Στο κάτω κάτω, κακό του κεφαλιού τους, αν έτρωγαν τα λεφτά των επιδοτήσεων και των αποσύρσεων σε κραιπάλες και σε ξενύχτια στα χωριάτικά τους σκυλάδικα. Ας πρόσεχαν. Ας είχαν το νου και τη γνώση να επωφεληθούν από την μεταβατική περίοδο και να εκσυγχρονίσουν τις καλλιέργειες και τις παραγωγικές τους μονάδες, αντί να κοιτάζουν πώς θα κοροϊδέψουν το κράτος, και όλοι μαζί την τότε ΕΟΚ.

Όταν άρχισαν να κλείνουν τα εργοστάσια και οι βιοτεχνίες και όλο και περισσότεροι εργάτες έμεναν άνεργοι, δεν έδωσε πολλή σημασία. Ας έβρισκαν αλλού δουλειά, ας έβαζαν το μυαλό τους να δουλέψει δημιουργικά, ας μορφώνονταν, ας προσαρμόζονταν στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογίας και στην κοινωνία της πληροφορίας, ας μην κάθονταν άπραγοι με το μυαλό μόνο στην αύξηση και στην απεργία. Ας πρόσεχαν.

Όταν άρχισαν να κλείνουν τα μικρά μαγαζιά και να επιβάλλονται παντού οι μεγάλες αλυσίδες, δεν λυπήθηκε καθόλου τους μικρομεσαίους εμπόρους που πτώχευαν κι έκλειναν σωρηδόν: τόσα χρόνια που έπιναν το αίμα του κόσμου με το μπουρί, καλά ήταν; Ας παρακαλούσαν τώρα για μια πενιχρή σύνταξη από τα διαλυμένα τους ταμεία, ή για μια θέση στις αλυσίδες των πολυεθνικών, με τον βασικό μισθό, με απλήρωτες υπερωρίες, χωρίς δικαίωμα για την παραμικρή διαμαρτυρία.

Όταν άρχισε η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα, είχε στο βάθος νιώσει μεγάλη ικανοποίηση, που όλοι αυτοί οι χαραμοφάηδες με τους δυσανάλογους μισθούς και τις τόσες και τόσες παροχές θα έβρισκαν επιτέλους το δάσκαλό τους: δηλαδή οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα κορόιδα ήταν τόσα χρόνια, που δούλευαν όλη μέρα σαν σκυλιά, και ήταν από πάνω αναγκασμένοι να γλύφουν τον κάθε σκατοκέφαλο προϊστάμενο, και να τού κάθονται και κάπου κάπου να τους πηδήξει; Καιρός ήταν να νιώσουν κι αυτοί τη γλύκα της ελεύθερης οικονομίας.

Όταν ξεσηκώθηκαν οι δάσκαλοι, είχε εξοργιστεί μαζί τους: άκου εκεί οι χαραμοφάηδες να ζητούν λέει «αξιοπρεπή μισθό», και παραπάνω λεφτά για την παιδεία! Για ποια παιδεία, για ποιες υπηρεσίες; Για να δουλεύουν πέντε ώρες την ημέρα, για να προσέχουν και να ξεστραβώνουν τα αλβανάκια και τα φιλιπινεζάκια, έπρεπε αυτός και όλοι οι ευηπόληπτοι σκληρά εργαζόμενοι πολίτες να βάλουν το χέρι πιο βαθιά στη τσέπη, λέει! Ακούς εκεί, οι θρασύτατοι δασκαλάκοι, απαιτήσεις! Αυτός βέβαια είχε φροντίσει να στείλει τα δυό του – υιοθετημένα –παιδιά στα καλύτερα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. Κόστιζε τρελλά λεφτά, αλλά άξιζε τον κόπο. Έτσι μόνο θα έπαιρναν τα εφόδια για να πετύχουν. Αν περίμενε από τη δημόσια εκπαίδευση…

Το πρώτο τράνταγμα το ένιωσε όταν οι μεγάλες δικηγορικές εταιρίες άρχισαν να τσακίζουν ανεπανόρθωτα τους μοναχικούς δικηγόρους, τόσο, που η γυναίκα του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πολλά υποσχόμενη προσωπική της καρριέρα, να κλείσει το οιονεί πολύ προσοδοφόρο γραφείο της και να ζητιανέψει μια θέση σ’ ένα μεγαλοδικηγόρο, για ένα συμβολικό μισθό. Αλλά ούτε κι αυτό κράτησε πολύ: Σε λίγο ο μεγαλοδικηγόρος πήρε σύνταξη, το γραφείο διαλύθηκε, και καμμιά από τις πολυεθνικές φίρμες που απέμεναν στην αγορά δεν την ήθελε: προτιμούσαν τα νέα δικηγοράκια που μόλις ξεκινούσαν, που δούλευαν κυριολεκτικά όλη μέρα, για ένα κομμάτι ψωμί, χωρίς καμμιά απολύτως απαίτηση.

Όταν άρχισε να λιγοστεύει δραματικά η δουλειά στο ιατρείο του, άρχισαν και τα πρώτα σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Δεν ήταν περίεργο που δεν είχε δουλειά, με όλα αυτά τα ιατρικά κέντρα που ξεφύτρωναν παντού τελευταία… Όσοι είχαν λεφτά, πήγαιναν εκεί, και όσοι δεν είχαν, οι περισσότεροι δηλαδή, οι τέως αγρότες, οι τέως εργάτες, οι τέως έμποροι, οι τέως δημόσιοι υπάλληλοι, οι τέως δικηγόροι, πήγαιναν στα όλο και πιο εξαθλιωμένα αλλά (τυπικά τουλάχιστον) δωρεάν δημόσια νοσοκομεία. Αυτός όμως ξεκινώντας σαν φέρελπις νέος κι ωραίος επιστήμονας, είχε επενδύσει πάρα πολλά λεφτά σε εξοπλισμό, κι έτσι κάποια στιγμή η βαριά αποπληρωμή των διαφόρων leasing άρχισε να γίνεται δύσκολη. Όλος ο κοινωνικός του περίγυρος θεωρούσε ότι δεν ήξερε τι είχε, έπαιζε ρόλο σε αυτό και η πολυέξοδη ζωή που ζούσαν οικογενειακώς, στην αιχμή του Lifestyle, αλλά η αλήθεια ήταν τελείως διαφορετική: οι υποχρεώσεις έτρεχαν, και τα χρήματα που εισέρρεαν στο οικογενειακό ταμείο συνεχώς λιγόστευαν: Είχαν συνηθίσει σε ένα επίπεδο ζωής που δεν ήταν εύκολο να το διατηρήσουν.

Στην αρχή πούλησαν τη βίλλα τους στα Βόρεια Προάστεια – ακόμα δεν είχαν ξεπληρώσει ούτε το μισό στεγαστικό - και μετακόμισαν στο παλιό τους διαμέρισμα, στο κέντρο. Μετά πούλησαν και τα δύο από τα τρία τους αυτοκίνητα. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να ξεπληρώσουν τα παλιά δάνεια, που είχαν πάρει τότε, που όλα έμοιαζαν ρόδινα και το μέλλον τους χαμογελούσε: στεγαστικό, επαγγελματικό, λήζινγκ… Ήταν και τα παιδιά που σπούδαζαν και έπρεπε να συντηρηθούν…

Κάποια στιγμή αναγκάστηκε να ρίξει την περηφάνια του, να παραδεχτεί ότι δεν έβγαζε πιά ούτε τα τρέχοντα έξοδά του, να πουλήσει τον πανάκριβο αλλά αζήτητο εξοπλισμό του για ένα κομμάτι ψωμί, και να κλείσει το ιατρείο, και μάλιστα χωρίς να έχει εξασφαλίσει κάποια άλλη θέση. Ανέβαλλε συνέχεια την αναζήτηση εναλλακτικής λύσης, τον εμπόδιζε η περηφάνια του, δεν αμφέβαλλε άλλωστε ότι με τόσες διασυνδέσεις και με τέτοια προσόντα, οι κλινικές θα σκοτώνονταν ποιά θα τον πρωτοπάρει. Όταν όμως τελικά άρχισε να χτυπάει πόρτες που θεωρούσε εκ των προτέρων ανοιχτές, αποφασισμένος να πουλήσει τον εαυτό του ακριβά, διαπίστωσε ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Προς μεγάλη του απογοήτευση είδε ένα ένα τα χαμόγελα των ανθρώπων στους οποίους υπολόγιζε να παγώνουν, άκουσε πολλές φορές τη φράση "λυπάμαι, αλλά δεν μπορούμε να σε προσλάβουμε αυτήν την στιγμή". Προσπάθησε να πιάσει δουλειά σε κάποια τυχαία πολυκλινική, αλλά παντού οι ψηλές θέσεις ήταν πιασμένες από άλλους που είχαν κάνει τη σωστή κίνηση εγκαίρως. Έριξε την αξιοπρέπειά του και προσπάθησε να βρει έστω μια θέση λάντζας, αλλά παντού τού έλεγαν, δήθεν κολακευτικά, ότι τα προσόντα του είναι ασύμβατα με τη, δηλαδή υπερβολικά για τη, θέση. Overqualified, ήταν η λέξη που άκουγε όπου κι αν πήγαινε. Κατέληξε να ζητιανεύει μερικές εφημερίες, για ένα κομμάτι ψωμί, κι έτσι σύντομα ήρθε η ώρα να υποθηκεύσουν και το διαμέρισμα, την προίκα της γυναίκας του, για να ανταπεξέλθουν στα τρέχοντα έξοδα. Ψυχολογικό ράκος, το έριξε σιγά σιγά στο ποτό, με το οποίο για αν πούμε την αλήθεια φλέρταρε έντονα από πριν, από τότε που όλα φαίνονταν καλά, τότε που το αλκοόλ δεν ήταν καταφύγιο, αλλά διασκέδαση. Ώσπου τελικά έκλεισε οριστικά η πόρτα και της τελευταίας πολυκλινικής, ποιός θα εμπιστευόταν ποτέ έναν μεθύστακα γιατρό, που βρωμοκοπούσε συνέχεια αλκοόλ και που ροχάλιζε σε ώρα εφημερίας. Ήταν πιά βεβαιωμένος αλκοολικός, και οικονομικά τελείως κατεστραμμένος.



Το τελικό όμως χτύπημα δεν ήταν οικονομικής φύσεως: ήρθε όταν αυτοκτόνησε η κόρη του, φοιτήτρια σε μια επαρχιακή πόλη. Την βρήκαν παγωμένη στο δωματιάκι που μοιραζόταν με μιαν άλλη φοιτήτρια στη φοιτητική λέσχη. Το κορίτσι που είχε μεγαλώσει σαν πριγκήπισσα, δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί αυτόν τον ξεπεσμό. Δεν πέθανε όμως από ντροπή. Πέθανε από υπερβολική δόση.

Χρόνια υποπτεύονταν οι γονείς της ότι είχε αρχίσει την πρέζα, αλλά δεν είχαν ποτέ ασχοληθεί σοβαρά με το θέμα. Είχαν τόσα ν’ ασχοληθούν άλλωστε, στην αρχή με τις κοινωνικές και επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, μετά με τα διάφορα οικονομικά προβλήματα, δεν προλάβαιναν ν’ ασχοληθούν σχεδόν καθόλου με τα παιδιά, που τα ανέθρεφαν στο μεταξύ διάφορες Φιλιππινέζες. Άλλωστε το κορίτσι αυτό ήταν πάντα παράξενο, μελαγχολικό και απροσπέλαστο, υιοθετημένο είπαμε, όπως και το αγόρι, μα τόσο διαφορετικό από αυτόν…

Ο γιός, που ήταν πάντα ένα ατίθασο παιδί, όχι μόνο δεν συμπαραστάθηκε καθόλου στους θετούς του γονείς σχετικά με το οικογενειακό δράμα, αλλά τους έκανε από πάνω και μερικές φοβερές σκηνές, κατηγορώντας τους ευθέως για το θάνατο της αδερφής του. Δεν είχε και πολύ άδικο, ποτέ τους δεν είχαν ασχοληθεί με τα παιδιά, είχαν άλλωστε και οι δυό τις καριέρρες τους να κοιτάξουν, είπαμε. Η γυναίκα του έπεσε τότε σε βαριά μελαγχολία, από την οποία γλύτωσε μόνο εγκαταλείποντάς τον για έναν πετυχημένο του συνάδελφο και φίλο, που από χρόνια τής έδειχνε ότι τον ενδιέφερε. Άλλωστε ο γάμος τους, γάμος από έρωτα παθιασμένο μα βραχύβιο, ήταν ήδη νεκρός: από χρόνια δεν είχαν σχεδόν καθόλου ερωτικές σχέσεις, και σχεδόν καμμιά πνευματική επαφή.

Με το που έφυγε η θετή του μητέρα, ούτε και ο γιός ξαναπάτησε στο σπίτι, και σε λίγο καιρό δεν υπήρχε καν σπίτι, το πήρε κι αυτό η τράπεζα.

Κι έτσι κατέληξε στους πέντε δρόμους, ένας ακόμα βρωμερός κουρελιάρης μεσήλικας που έμοιαζε με γέρο, ένας ακόμα νεόφτωχος, ανάμεσα στις στρατιές που ζούσαν και πέθαιναν στους βρώμικους δρόμους των γειτονιών των φτωχών, μακριά από τα απόρθητα κάστρα των περιοχών όπου ζούσαν και εργάζονταν η μειοψηφία των προνομιούχων. Μια μειοψηφία που όλο και συρρικνωνόταν, ίσως κάποτε να εξαφανίζονταν κιόλας, και να μην έμενε πιά κανένας να κατοικεί στα απροσπέλαστα πλούσια προάστεια, στα σιδερόφραχτα πολυτελή σπίτια, να μετακινείται με θωρακισμένα αεραυτοκίνητα, να συνοδεύεται από σωματοφύλακες, να ψωνίζει και να διασκεδάζει στα τεράστια σιδερόφραχτα εμπορικά κέντρα που έμοιαζαν με φρούρια, να πίνει κόκα-κόλα. Ίσως.

Αυτά σκεφτόταν, καθώς τυλίχτηκε όσο μπορούσε πιο σφιχτά μέσα στα λίγα χαρτόνια που μπόρεσε να βρει, και στο βρώμικο του πρόσωπο εμφανίστηκε κάτι, που θα έμοιαζε αδιόρατα με χαμόγελο, αν υπήρχε κανείς να το δει. Δεν υπήρχε.

Το φεγγάρι έγραφε Κόκα Κόλα, αλλά δεν το κοίταζε πιά κανείς.

Το φεγγάρι.

Προσοχή:
απαγορεύεται η αναδημοσίευση εκτός blogs
χωρίς αναφορά της προέλευσης

και χωρίς προηγούμενη δική μου άδεια
( για επικοινωνία: miltiadis_s@yahoo.gr )

© Μαύρος Γάτος 2006
.

12 σχόλια:

Rodia είπε...

.

! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! ! !

.

Unknown είπε...

Είμαι ο δάσκαλος που τον εξόργιζε με τα αιτήματά του, η φιλιππινέζα που μεγάλωνε τα παιδιά του, ο εργάτης που έμεινε άνεργος γιατί αδυνατούσε να προσαρμοστεί. Όχι, δεν θα στεναχωρηθώ για τον ξεπεσμό του. Μπορούσε να δει το μέλλον που ερχόταν. Και τι τον περίμενε. Το είχε δει στους αγρότες, τους μικρομαγαζάτορες και τους μικροβιοτέχνες. Θα ερχόταν κι η σειρά του. Αλλά εθελοτυφλούσε. Νόμιζε πως επειδή έπιασε μερικά φράγκα έγινε μεγαλοκαπιταλιστής. Απρόσβλητος. Ότι κρατούσε τη τύχη του στα χέρια του. Αλλά δεν ήταν παρά ένας δυστυχής και κακόμοιρος μικροαστός. Κανένα οίκτο, καμμιά συμπάθεια. Αυτός άλλωστε δε μας αποκαλούσε τεμπέληδες, αληταράδες, τσογλαναρία και τρομοκράτες όταν αγωνιζόμαστε για ένα καλύτερο αύριο (και για εκείνον); Αυτός δεν έλεγε ότι στη ζωή επικρατούν οι ικανότεροι; Ας πρόσεχε!

...κι εμείς περισσότερο.

Ανώνυμος είπε...

Απολαυστικο κειμενο με εντονο το στοιχειο του ρεαλισμου ει ψιτ γατε οσο πας γινεσαι καλλυτερος!

angeliki marinou είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο, με πολύ καλή ροή, πετυχημένος ο συνδυασμός του ψυχολογικού παράγοντα με την κοινωνική κριτική.

Σκέφτηκα ότι το σενάριο παραείναι φουτουριστικό, αλλά θυμήθηκα κι ένα φίλο απ΄το Γιοχάνεσμπουργκ, που έλεγε ότι εκεί υπάρχουν ελάχιστες επαύλεις μέσα σε τείχη και ο φτωχός κόσμος ψωμοζητά, κι όταν σε ληστεύουν (πράγμα υπερσύνηθες) γυρνάς το κεφάλι σου απ΄την άλλη, να γλιτώσεις τουλάχιστον τη ζωή σου.

Βρε λες να είμαστε κοντά;

Ανώνυμος είπε...

Τροφή για σκέψη :)
Υπέροχο.

hardrain είπε...

αχμ...

Εξαιρετικό για ανάγνωση στα Μονοπάτια του Γαλαξία συνταξιδιώτη-αν μου επιτρέπεις. :-)

Εξαιρετικό, έτσι και αλλιώς.

raffinata είπε...

Μένω αφώνου!!!!!!!!
(Το δικό μου φεγγάρι μπορεί να έχει κοκα κολα λαϊτ;)

Desposini Savio είπε...

Γατούλη, εύγε!

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλημέρα σας, σάς ευχαριστώ όλους. Διόρθωσα σήμερα κάποιες λεπτομέρειες που δεν μού επέτρεπε χτες να αλλάξω η δυσλειτουργία του Blogger.

Ανατέλοντα, εσύ δεν χρειάζεται να το ρωτάς αυτό! Θα ήταν πάρα πολύ μεγάλη μου χαρά κ τιμή. Χτες ήθελα πάρα πολύ να σε ακούσω, αλλά η σύνδεση με τον Αστρα δεν άνοιγε με τίποτα....

Σ;)

Βαγγέλης Μπέκας είπε...

ΜΠΡΑΒΟ!!!

Απ ότι ξέρω στις ΗΠΑ τα πιτσιρίκια νοικιάζουν το κούτελό τους για διαφήμιση της coca-cola. Τουλάχιστον έτσι είχε υποστηρίξει κάποιος ραδιοφωνικός παραγωγός…

Sissi Soko είπε...

Ευτυχώς, εγώ είμαι τόσο φτωχή που δεν πρόκειται να πάρω ποτέ δάνειο.
Οπότε δεν έχω να χάσω τίποτα, παρά μόνο τις αλησίδες μου! Και δεν τους ζηλεύω καθόλου αυτούς που περιγράφεις.

herinna/ είπε...

Υπέροχο κείμενο γατούλη. Θαυμάσια πλοκή, αχτύπητες εικόνες, ποιητική διαμαρτυρία και στην κοινωνία του Ιματζ ο αναπόφευκτος ξεπεσμός. Είμαι πολύ χαρούμενη και περήφανη για σένα. Εύγε.