Οι MaRTi (ΓΛάΡΟΙ) ΤηΣ ΟΡΝΤΟύ
Να που ξαναγλυκάθηκε η ψυχή μου, φτάνοντας εδώ στα Κοτύωρα, την πατρίδα σου, Παππού. [Σ.σ. μετά την Πόλη, τη Σαμψούντα, και την Οινόη]. Είναι αυτός ο τόπος ο θαλασσινός τόσο γλυκός και προσηνής, με τις λευκές παραλίες, με τους αμέτρητους γλάρους, με τις βαρκούλες, με την όμορφη λεία θάλασσα, με την οργιώδη βλάστηση γύρω γύρω, με τις απόκρημνες κατάφυτες πλαγιές, με τα καταπράσινα βουνά... με τα μεγάλα και περιποιημένα πάρκα, με τα συμπαθητικά κτίσματα, με τους πεντακάθαρους δρόμους… ή μήπως "φταίει" άραγε το κύτταρό μου, που αναγνώρισε τον τόπο μετά από δύο γενιές απουσίας, κι αισθάνομαι τόσο άνετα; ή μήπως μήπως είναι οι όμορφοι, κομψοί, ευγενικοί και υπέρ-εξυπηρετικοί (είπαμε, «υπέρ υπέρ», σε σημείο βασανιστικό) άνθρωποι; Δεν ξέρω. Πάντως νιώθω υπέροχα.
Ξεκίνησα το πρωί πάλι στα τυφλά, και κάπως αποκαρδιωμένος, μια που η χτεσινοβραδυνή περιπετειώδης "ανάκριση" των "υπέρ- υπέρ κλπ" ντόπιων για το Λιβάδι («Τσαΐρλι») απέβη εντελώς άκαρπη, κι ας έφτασε το γαϊτανάκι ως και το αρχηγείο της αστυνομίας [Σ.σ.*βλέπε "προηγούμενα"... προσεχώς Σ;ο))) ]. Πήρα λοιπόν τον παραλιακό πεζόδρομο με τα ψηλά δέντρα και με τον ποδηλατόδρομο, με κατεύθυνση αριστερά, προς Σαμψούντα, περνώντας κάτω από την γειτονιά της Υπαπαντής. Λίγο πριν είχε γίνει ένα ατύχημα ακριβώς μπροστά στην εκκλησία, μ’ ένα αυτοκίνητο αναποδογυρισμένο- αυτός ο παραθαλάσσιος αυτοκινητόδρομος με τις τέσσερις λωρίδες είναι η Εθνική Οδός Σαμψούντας - Τραπεζούντας, και έχει πάντα μεγάλη κίνηση. Όλη η αστυνομική δύναμη της πόλης φαίνονταν να έχει μαζευτεί εκεί- αγριεύτηκα κάπως βλέποντας το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο και πεντέξι περιπολικά τριγύρω, κάμερες, ασθενοφόρα κι όλα τα σχετικά. Αγριεύτηκα δηλαδή ώσπου να σιγουρευτώ πως ήταν όντως τροχαίο ατύχημα, είναι που είμαι ο μόνος ξένος εδώ, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, και μάλιστα Γιουνάν, Ρούμ, και γυρίζω και ασταμάτητα, και φωτογραφίζω και τα πάντα… Ύποπτος, σαφέστατα και απόλυτα. Αλλά έλα που απολύτως κανείς δεν ασχολείται... Μόνο εγώ έχω τη μύγα και μυγιάζομαι.
Προσπέρασα βιαστικά για την ώρα την Υπαπαντή, κι έφτασα ως το μικρό λιμάνι της Ορντού, μικρό αλλά με μια τεράστια πινακίδα στην είσοδο που γράφει "Ορντού Λιμάνι". Το λιμάνι βρίσκεται στην άκρη-άκρη του κόλπου που αγακαλιάζεται με την πόλη. Από κει και πέρα αρχίζουν οι παραλίες, άλλοτε αμμώδεις κι άλλοτε βραχώδεις, αλλά όχι απόκρημνες. Σε μια όμορφη αλλά βραχώδη παραλία λίγο πιο πέρα, μια παρέα πεντέξι ανδρών με μαγιώ καθάριζε μύδια, που προφανώς τα είχαν μόλις μαζέψει, κάμποσα τσουβάλια. Σε μια φωτιά από ξύλα έβραζε νερό, μάλλον θα τα έβραζαν απευθείας.
Επιστρέφοντας προς το κέντρο, η Υπαπαντή δεσπόζει πάνω από το δρόμο, είναι το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς ερχόμενος από το δρόμο της Σαμψούντας, μόλις στρίψει γύρω από έναν απότομο βράχο και μπει στην κυρίως Ορντού. Μια σκάλα ανηφορίζει προς την ογκώδη και εντυπωσιακή εκκλησιά, που είναι πολύ καλοσυντηρημένη και έχει γίνει πολιτιστικό κέντρο. Κήποι την περιτριγυρίζουν. Ανηφόρισα προς τα δεξιά και βρήκα πολλά ελληνικά σπίτια, με δεκάδες γλάρους να περιφέρονται γύρω γύρω. Οι κήποι, τα όμορφα και σε καλή κατάσταση παλιά σπίτια, όλα αυτά μαζί μού έφτιαξαν απίστευτα το κέφι. Ήρθε κι ένα τηλεφώνημα από την Ελλάδα που μού έδωσε κάποιες πληροφορίες για το σπίτι σου, Παππού, ο Άρης ήρθε λέει πριν 15-20 χρόνια και βρήκε τα σπίτια μας, το δικό τους και το δικό μας, πέτρινα, όρθια και κατοικημένα, από δύο οικογένειες το καθένα, δίπλα στον Άη Γιώργη, που είναι λέει αποθήκη και που τον ανακάλυψε τυχαία. Ο Άρης είναι βέβαια πολύ ηλικιωμένος και τα είχε λίγο μπερδεμένα, αλλά μού αναπτέρωσε το ηθικό για την αναζήτησή μου.
Ανηφορίζοντας πάνω από την Υπαπαντή τα σπίτια γίνονται όλο και πιο απλά, όχι όμως φτωχικά, είναι λιγότερο συνντηρημένα, και υπάρχουν και πολλά ερειπωμένα. Τριγυρνώντας βρήκα μια τεράστια πέτρινη κρήνη (σε λειτουργία) μ’ ένα μπιτόνι να γεμίζει και με μια μικρή πέτρινη επιγραφή, που όμως ήταν ξεκάθαρα σβησμένη με καλέμι. Λίγο πιο πάνω μια κυρία κουβαλούσε ένα βαρύ μπιτόνι νερό, προσφέρθηκα να τη βοηθήσω ως το σπίτι της. Η κυρία ήταν πολύ ευγενική, άνετη και μοντέρνα, και μού είπε πως ο πατέρας της αγόρασε το σπίτι όταν έφυγαν οι Έλληνες. Επίσης είπε νομίζω πως πολλοί Έλληνες έφυγαν όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν και μετά εγκατέλειψαν την πόλη, περίπου το 1850 έγινε αυτό, και τότε ήρθε κι η οικογένεια της μητέρας της από το Ερζερούμ. Στην αυλή του παλιού σπιτιού καθόταν η μητέρα της, πολύ γριά κι εντελώς κουφή, αλλά αν και ηλικιωμένη ούτε και αυτή ήξερε τον Άι Γκιόργκι κιλισέ, τον Άη Γιώργη σου, Παππού.
Τερμάτισα την ανάβαση στην άκρη των σπιτιών, σ’ ένα σκιερό παγκάκι με υπέροχη θέα, κι από εδώ γράφω τώρα. Μόλις κάθησα κατέφθασαν αμέσως κι αυτόκλητοι οι υπερ- υπέρ εξυπηρετικοί που λέγαμε, πρώτα ο κος Χασάν που είχε κάνει στη Γερμανία, μετά φώναξε κι έναν φίλο του που η οικογένειά του κατάγεται από τη Δράμα. Κανείς τους δεν ήξερε τον Άη Γιώργη, ήξεραν όμως μια δεύτερη εκκλησία που έγινε Θέατρο ή κάτι τέτοιο, μού την ανέφερε και η κυρία με το νερό. Ο Χασάν, όμορφος άνθρωπος, με λεπτά χαρακτηριστικά και ανοιχτόχρωμος, ήταν ενθουσιασμένος που με συνάντησε, μού είπε πως μοιάζουμε κιόλας, και με κάλεσε σπίτι του για φαγητό. Τί να πούμε όμως οι δυό μας παραπάνω, που δεν μιλάω τούρκικα, και που δεν μιλάει καμμιά γλώσσα, εκτός από λίγα γερμανικά, και είναι και ο χρόνος που με πιέζει; Ευχαρίστησα ευγενικά και έμεινα στο παγκάκι μου να καταγράψω όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά.
Τώρα ξεκινώ πάλι για κάτω, πάω να κρυφτώ από τον ήλιο γιατί βαράει, να μην την πατήσω σαν χτες στο Κάστρο της Οινόης που έγινα κουδουνλάρ. Είναι και ο Οσμάν μπέης στο Μπελέντιδυε (Δήμο) που πρέπει να συναντήσω, μού συνέστησαν να τον ρωτήσω για τη γειτονιά σου, Παππού.
…..
Συγκλονιστικές εξελίξεις Παππού! Βρήκα το σπίτι σου! Ή μάλλον το σημείο όπου υπήρχε το σπίτι σου! Αλλά και πάλι, προτρέχω. Πρώτα θα σού πω για το Κίτρινο και για το Γαλάζιο Αρχοντικό.
Μετά από άπειρες περιπλανήσεις στις απόκρημνες πλαγιές της συνοικίας της Υπαπαντής, και μην έχοντας και πολλές ελπίδες να βρω το δικό σου, υιοθέτησα δύο (2) παλιά ελληνικά σπίτια, ή μάλλον «αρχοντικά» είναι πιο ταιριαστός όρος. Το πρώτο είναι το μεγαλύτερο αρχοντικό της Υπαπαντής (αμ πώς!), καλοσυντηρημένο, τετραώροφο και χτισμένο πρώτο στην πλαγιά, δεσπόζει στον παραθαλάσσιο δρόμο. Ο λόγος που το υιοθέτησα είναι πως απ’ έξω έχει μια πινακίδα που γράφει «Sari Konagi», κίτρινο αρχοντικό. Δικαιωματικά λοιπόν το υιοθέτησα! Το δεύτερο υιοθετημένο μου αρχοντικό, το Γαλάζιο, είναι πολύ ψηλά πάνω στο απότομο ύψωμα, στα όρια των κτισμάτων, μέσα σ’ ένα τεράστιο επικλινή κήπο, επίσης σε καλή κατάσταση και πανέμορφο, με υπέροχη θέα από ψηλά.
Δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω. Λέω να κρατήσω και τα δύο, εξ άλλου τα όνειρα είναι τζάμπα!
Κατεβαίνοντας από τα όρη και τα βουνά επισκέφτηκα την εντυπωσιακή και επιμελώς συντηρημένη Υπαπαντή. Φυσικά δεν έχει τίποτα που να θυμίζει εκκλησιά, αφού έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο. Μπαίνοντας βλέπεις έναν τεράστιο πρασινομάτη Κεμάλ δεξιά από το ιερό και μια τεράστια τουρκική σημαία αριστερά από το ιερό. Στη μέση, στο ιερό, είναι η υπερυψωμένη σκηνή του θεάτρου, και το κλίτος είναι γεμάτο καρέκλες. Η αυλαία είναι από χοντρό σκούρο μπλε βελούδο.
Η θέα από την αυλή της Υπαπαντής είναι υπέροχη, στη Θάλασσα και στο βουνό, και τα γύρω πάρκα είναι προφανώς το καταφύγιο των ερωτευμένων της Ορντού– τρία ζευγαράκια τσάκωσα με το φακό μου μέσα σε πέντε λεπτά, το ένα φιλιόταν ασύστολα δημόσια. Είπαμε, οι κάτοικοι της Ορντού φαίνονται πολύ πιο εξελιγμένοι απ’ όλους τους υπόλοιπους Τούρκους.
Ο δρόμος που ξεκινάει από την Υπαπαντή, παράλληλος με τη θάλασσα, λέγεται «οδός μενεξέ», ή μέλλον μενεκσέ, μια που οι Τούρκοι δεν έχουν «ξ».
Τελευταία μου απόπειρα να μάθω κάτι για τον Άη Γιώργη είναι ένας παππούς με κάτι άχυρα, στο τέρμα μιας πολύ απότομης ανηφόρας , ένας σούπερ παππούς που όπως αποδείχτηκε ήταν κι αυτός της υπέρ- εξυπηρετικής συνομοταξίας. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω με τα φτωχά μου τουρκικά «Άη Γκιόρκι Κιλισέ» και άρχισε να τρέχει προς την Υπαπαντή. Βρε αμάν, την ξέρω, βρε ζαμάν, πήγα, τίποτα ο παππούς, όλο χαρά που θα με πήγαινε στην Κιλισέ, να παίρνει σβέλτος τις απότομες κατηφόρες, και τζάμπα οι ανηφόρες που ανέβαινα τόσην ώρα. Πάντως με πέρασε από ελληνικά σπίτια που δεν είχα δει, κι αφού με πήγε με το ζόρι στην Υπαπαντή, επέστρεψα από άλλο δρόμο, κι ανακάλυψα ακόμα περισσότερα. Ψώνισα κι ένα ψωμί που τρεις ντοπαλές κι ομορφούλες μαθήτριες μού είπαν το όνομά του αλλά δεν το συγκράτησα, και συνέχισα προς το κέντρο, με μια τελευταία κατακόρυφη παράκαμψη που κατέληξε στο γαλάζιο σπίτι – μου - που σού έλεγα πιο πριν.
Κατηφορίζοντας λοιπόν σταδιακά έφτασα ως μια ρεματιά, ακριβώς εκεί που είχα προλάβει να φτάσω χτες, ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση. Ίσα κάτω βρήκα την άκρη του κεντρικού εμπορικού πεζόδρομου. Σε λίγο να σου κι ένα σχολείο, αρκετά παλιό, με κίονες, βαμμένο άσχημο ροζ, λέω βρε λες να είναι αυτή η Ψωμιάδειος Σχολή που μού είπε ο Άρης πως είναι κοντά στον Άη Γιώργη; Στρίβω γύρω γύρω και τον βλέπω, εκεί μπροστά μου, Παππού. Τον Άη Γιώργη σου… αντί όμως για το μικρό κι ασήμαντο εκκλησάκι- αποθήκη - σταύλο που έψαχνα, τον βρήκα τεράστιο, πέτρινο, αστραφτερό, μεγαλοπρεπή, από ανοιχτόχρωμο ασβεστόλιθο, μια μεγάλη και περήφανη τρίκλιτη βασιλική, μ’ ένα τόσο δα σταυρουδάκι στην κορυφή του μπροστινού αετώματος. Δε φαντάζεσαι πόση χαρά και συγκίνηση ένιωσα, Παππούλη… Η εκκλησία σας, το κέντρο της γειτονιάς σας και της ζωής σας… Εδώ θα παντρεύτηκες τη γιαγιά, εδώ θα βάφτισες και τα παιδάκια σου, μεταξύ των οποίων και ο μόνος επιζήσας αρσενικός, ο παππούς μου, ο Μιλτιάδης... Εδώ θα κάνατε Χριστούγεννα και Πάσχα, δηλαδή οι υπόλοιποι, αφού εσύ πάντα έλειπες μακριά, στη Θάλασσα, Παππού Καπετάνιε... πόσες φορές να είχατε περάσει αυτήν την πόρτα, που τώρα στέκει ορθάνοιχτη, μια που η εκκλησία είναι ο προθάλαμος και ο εκθεσιακός χώρος ένος μικρού θεάτρου, που έχει χτιστεί σε συνέχεια με το βόρειο τοίχο. Το θεατράκι είναι πολύ μικρό, και μια παιδική ορχήστρα κάνει πρόβες, με την επίβλεψη των δασκάλων. Η ζωή που συνεχίζεται και ο πολιτισμός που εξημερώνει τα ήθη. Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καλύτερες συνθήκες για τον Αη Γιώργη σου και για τη συνάντησή του μαζί μου, Παππού.
Επόμενη αποστολή, Σαμσονούν Εβί, το σπίτι του Σαμψωνίδη, του πεθερού σου, το σπίτι σου, Παππού. Ένας χοντρός έμπορος δείχνει να το ξέρει, κάπου με στέλνει με χειρονομίες, «θα στρίψεις, οδός Σερβίας», κάτι τέτοιο, φτάνω πέρα ως τη σκεπαστή αγορά, αλλά τίποτα. Όλη η περιοχή γύρω από τον Αη Γιώργη – που επιβεβαίωσα ρωτώντας πως παλιά λεγόταν τσαϊρλί, «λιβάδι» – είναι πυκνοχτισμένη με άσχημες εργατικές πολυκατοικίες σε κακή κατάσταση, ακριβώς όπως τα έλεγε ο οδηγός. Υπάρχουν όμως και κάποια ελάχιστα παλιά σπίτια, και ο Άρης είπε ότι το είχε βρει το σπίτι σου Παππού, τότε, πριν 15-20 χρόνια, κι οι πολυκατοικίες αυτές μοιάζουν πιο παλιές. Ρωτάω κάποιους άλλου κι ένας από αυτούς λέει πως το ξέρει, μού δείχνει προς την εκκλησιά. Τον παρακαλώ με τον τρόπο μου να έρθει μαζί μου, και τελικά έρχεται, αλλά μόλις φτάνουμε στον περίβολο της εκκλησιάς σταματάει. Καταλαβαίνω πως το σπίτι δεν υπάρχει πια, μού εξηγεί με χειρονομίες πως γκρεμίστηκε και μού δείχνει πού ακριβώς βρισκόταν. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο της εκκλησιάς, εκεί που τώρα υψώνεται μια σχετικά καινούργια πράσινη πολυκατοικία.
Αυτό ήταν. Ο Ιντιάνα Τζόουνς βρήκε το Άγιο Δισκοπότηρο, μαζί με την Κιβωτό της Διαθήκης, και ας ήταν άδεια. Βέβαια με το πείσμα που με διακρίνει ήδη σχεδιάζω να ξανάρθω το απόγευμα ν’ αλωνίσω όλα τα σοκάκια γύρω από τον Αη Γιώργη, σε περίπτωση που, αλλά κατά πάσα πιθανότητα το διώροφο σπίτι δεν υπάρχει πιά, ο άνθρωπος φαίνεται να ξέρει τι λέει και να είναι απόλυτα σίγουρος. Σαμσονούν εβί γιόκ…
Τον ευχαριστώ θερμά και γυρίζω στο ξενοδοχείο να ξεκουραστώ λίγο. Είμαι ευτυχισμένος, Παππού. Η γλυκιά πόλη σου, τα Κοτύωρα – Ορντού, η πανέμορφη εκκλησιά σου, και η φασματική γειτονιά σου δίπλα στη Θάλασσα μ’ έκαναν ακόμα πιο περήφανο που είμαι δισέγγονος σου. Που κουβαλώ κάτι από το αίμα σου, κι από την τρέλλα σου, Παππού Θαλασσινέ, Παππού αντάρτη.
ΥΓ1. Η παλιά φωτογραφία της Ορντού από την θάλασσα και η αναπαράσταση των χορευτών είναι ένα πολύτιμο δώρο του φίλου Μουμούλ, από το μπλοκ "Πόντος Και Αριστερά". Διακρίνεται προς τα δεξιά η Υπαπαντή και η - τεράστια - Ψωμιάδειος Σχολή.
ΥΓ2. Η Ψωμιάδειος Σχολή δεν υπάρχει πιά, ο φίλος του παππού μου - ο Άρης - προφανώς είδε όταν ήρθε το "ροζ σχολείο", και κάποιος τού είπε λανθασμένα πως είναι η Ψωμιάδειος.
Ξεκίνησα το πρωί πάλι στα τυφλά, και κάπως αποκαρδιωμένος, μια που η χτεσινοβραδυνή περιπετειώδης "ανάκριση" των "υπέρ- υπέρ κλπ" ντόπιων για το Λιβάδι («Τσαΐρλι») απέβη εντελώς άκαρπη, κι ας έφτασε το γαϊτανάκι ως και το αρχηγείο της αστυνομίας [Σ.σ.*βλέπε "προηγούμενα"... προσεχώς Σ;ο))) ]. Πήρα λοιπόν τον παραλιακό πεζόδρομο με τα ψηλά δέντρα και με τον ποδηλατόδρομο, με κατεύθυνση αριστερά, προς Σαμψούντα, περνώντας κάτω από την γειτονιά της Υπαπαντής. Λίγο πριν είχε γίνει ένα ατύχημα ακριβώς μπροστά στην εκκλησία, μ’ ένα αυτοκίνητο αναποδογυρισμένο- αυτός ο παραθαλάσσιος αυτοκινητόδρομος με τις τέσσερις λωρίδες είναι η Εθνική Οδός Σαμψούντας - Τραπεζούντας, και έχει πάντα μεγάλη κίνηση. Όλη η αστυνομική δύναμη της πόλης φαίνονταν να έχει μαζευτεί εκεί- αγριεύτηκα κάπως βλέποντας το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο και πεντέξι περιπολικά τριγύρω, κάμερες, ασθενοφόρα κι όλα τα σχετικά. Αγριεύτηκα δηλαδή ώσπου να σιγουρευτώ πως ήταν όντως τροχαίο ατύχημα, είναι που είμαι ο μόνος ξένος εδώ, σαν τη μύγα μέσα στο γάλα, και μάλιστα Γιουνάν, Ρούμ, και γυρίζω και ασταμάτητα, και φωτογραφίζω και τα πάντα… Ύποπτος, σαφέστατα και απόλυτα. Αλλά έλα που απολύτως κανείς δεν ασχολείται... Μόνο εγώ έχω τη μύγα και μυγιάζομαι.
Προσπέρασα βιαστικά για την ώρα την Υπαπαντή, κι έφτασα ως το μικρό λιμάνι της Ορντού, μικρό αλλά με μια τεράστια πινακίδα στην είσοδο που γράφει "Ορντού Λιμάνι". Το λιμάνι βρίσκεται στην άκρη-άκρη του κόλπου που αγακαλιάζεται με την πόλη. Από κει και πέρα αρχίζουν οι παραλίες, άλλοτε αμμώδεις κι άλλοτε βραχώδεις, αλλά όχι απόκρημνες. Σε μια όμορφη αλλά βραχώδη παραλία λίγο πιο πέρα, μια παρέα πεντέξι ανδρών με μαγιώ καθάριζε μύδια, που προφανώς τα είχαν μόλις μαζέψει, κάμποσα τσουβάλια. Σε μια φωτιά από ξύλα έβραζε νερό, μάλλον θα τα έβραζαν απευθείας.
Επιστρέφοντας προς το κέντρο, η Υπαπαντή δεσπόζει πάνω από το δρόμο, είναι το πρώτο πράγμα που προσέχει κανείς ερχόμενος από το δρόμο της Σαμψούντας, μόλις στρίψει γύρω από έναν απότομο βράχο και μπει στην κυρίως Ορντού. Μια σκάλα ανηφορίζει προς την ογκώδη και εντυπωσιακή εκκλησιά, που είναι πολύ καλοσυντηρημένη και έχει γίνει πολιτιστικό κέντρο. Κήποι την περιτριγυρίζουν. Ανηφόρισα προς τα δεξιά και βρήκα πολλά ελληνικά σπίτια, με δεκάδες γλάρους να περιφέρονται γύρω γύρω. Οι κήποι, τα όμορφα και σε καλή κατάσταση παλιά σπίτια, όλα αυτά μαζί μού έφτιαξαν απίστευτα το κέφι. Ήρθε κι ένα τηλεφώνημα από την Ελλάδα που μού έδωσε κάποιες πληροφορίες για το σπίτι σου, Παππού, ο Άρης ήρθε λέει πριν 15-20 χρόνια και βρήκε τα σπίτια μας, το δικό τους και το δικό μας, πέτρινα, όρθια και κατοικημένα, από δύο οικογένειες το καθένα, δίπλα στον Άη Γιώργη, που είναι λέει αποθήκη και που τον ανακάλυψε τυχαία. Ο Άρης είναι βέβαια πολύ ηλικιωμένος και τα είχε λίγο μπερδεμένα, αλλά μού αναπτέρωσε το ηθικό για την αναζήτησή μου.
Ανηφορίζοντας πάνω από την Υπαπαντή τα σπίτια γίνονται όλο και πιο απλά, όχι όμως φτωχικά, είναι λιγότερο συνντηρημένα, και υπάρχουν και πολλά ερειπωμένα. Τριγυρνώντας βρήκα μια τεράστια πέτρινη κρήνη (σε λειτουργία) μ’ ένα μπιτόνι να γεμίζει και με μια μικρή πέτρινη επιγραφή, που όμως ήταν ξεκάθαρα σβησμένη με καλέμι. Λίγο πιο πάνω μια κυρία κουβαλούσε ένα βαρύ μπιτόνι νερό, προσφέρθηκα να τη βοηθήσω ως το σπίτι της. Η κυρία ήταν πολύ ευγενική, άνετη και μοντέρνα, και μού είπε πως ο πατέρας της αγόρασε το σπίτι όταν έφυγαν οι Έλληνες. Επίσης είπε νομίζω πως πολλοί Έλληνες έφυγαν όταν οι Ρώσοι κατέλαβαν και μετά εγκατέλειψαν την πόλη, περίπου το 1850 έγινε αυτό, και τότε ήρθε κι η οικογένεια της μητέρας της από το Ερζερούμ. Στην αυλή του παλιού σπιτιού καθόταν η μητέρα της, πολύ γριά κι εντελώς κουφή, αλλά αν και ηλικιωμένη ούτε και αυτή ήξερε τον Άι Γκιόργκι κιλισέ, τον Άη Γιώργη σου, Παππού.
Τερμάτισα την ανάβαση στην άκρη των σπιτιών, σ’ ένα σκιερό παγκάκι με υπέροχη θέα, κι από εδώ γράφω τώρα. Μόλις κάθησα κατέφθασαν αμέσως κι αυτόκλητοι οι υπερ- υπέρ εξυπηρετικοί που λέγαμε, πρώτα ο κος Χασάν που είχε κάνει στη Γερμανία, μετά φώναξε κι έναν φίλο του που η οικογένειά του κατάγεται από τη Δράμα. Κανείς τους δεν ήξερε τον Άη Γιώργη, ήξεραν όμως μια δεύτερη εκκλησία που έγινε Θέατρο ή κάτι τέτοιο, μού την ανέφερε και η κυρία με το νερό. Ο Χασάν, όμορφος άνθρωπος, με λεπτά χαρακτηριστικά και ανοιχτόχρωμος, ήταν ενθουσιασμένος που με συνάντησε, μού είπε πως μοιάζουμε κιόλας, και με κάλεσε σπίτι του για φαγητό. Τί να πούμε όμως οι δυό μας παραπάνω, που δεν μιλάω τούρκικα, και που δεν μιλάει καμμιά γλώσσα, εκτός από λίγα γερμανικά, και είναι και ο χρόνος που με πιέζει; Ευχαρίστησα ευγενικά και έμεινα στο παγκάκι μου να καταγράψω όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά.
Τώρα ξεκινώ πάλι για κάτω, πάω να κρυφτώ από τον ήλιο γιατί βαράει, να μην την πατήσω σαν χτες στο Κάστρο της Οινόης που έγινα κουδουνλάρ. Είναι και ο Οσμάν μπέης στο Μπελέντιδυε (Δήμο) που πρέπει να συναντήσω, μού συνέστησαν να τον ρωτήσω για τη γειτονιά σου, Παππού.
…..
Συγκλονιστικές εξελίξεις Παππού! Βρήκα το σπίτι σου! Ή μάλλον το σημείο όπου υπήρχε το σπίτι σου! Αλλά και πάλι, προτρέχω. Πρώτα θα σού πω για το Κίτρινο και για το Γαλάζιο Αρχοντικό.
Μετά από άπειρες περιπλανήσεις στις απόκρημνες πλαγιές της συνοικίας της Υπαπαντής, και μην έχοντας και πολλές ελπίδες να βρω το δικό σου, υιοθέτησα δύο (2) παλιά ελληνικά σπίτια, ή μάλλον «αρχοντικά» είναι πιο ταιριαστός όρος. Το πρώτο είναι το μεγαλύτερο αρχοντικό της Υπαπαντής (αμ πώς!), καλοσυντηρημένο, τετραώροφο και χτισμένο πρώτο στην πλαγιά, δεσπόζει στον παραθαλάσσιο δρόμο. Ο λόγος που το υιοθέτησα είναι πως απ’ έξω έχει μια πινακίδα που γράφει «Sari Konagi», κίτρινο αρχοντικό. Δικαιωματικά λοιπόν το υιοθέτησα! Το δεύτερο υιοθετημένο μου αρχοντικό, το Γαλάζιο, είναι πολύ ψηλά πάνω στο απότομο ύψωμα, στα όρια των κτισμάτων, μέσα σ’ ένα τεράστιο επικλινή κήπο, επίσης σε καλή κατάσταση και πανέμορφο, με υπέροχη θέα από ψηλά.
Δεν ξέρω ποιο να πρωτοδιαλέξω. Λέω να κρατήσω και τα δύο, εξ άλλου τα όνειρα είναι τζάμπα!
Κατεβαίνοντας από τα όρη και τα βουνά επισκέφτηκα την εντυπωσιακή και επιμελώς συντηρημένη Υπαπαντή. Φυσικά δεν έχει τίποτα που να θυμίζει εκκλησιά, αφού έχει μετατραπεί σε πολιτιστικό κέντρο. Μπαίνοντας βλέπεις έναν τεράστιο πρασινομάτη Κεμάλ δεξιά από το ιερό και μια τεράστια τουρκική σημαία αριστερά από το ιερό. Στη μέση, στο ιερό, είναι η υπερυψωμένη σκηνή του θεάτρου, και το κλίτος είναι γεμάτο καρέκλες. Η αυλαία είναι από χοντρό σκούρο μπλε βελούδο.
Η θέα από την αυλή της Υπαπαντής είναι υπέροχη, στη Θάλασσα και στο βουνό, και τα γύρω πάρκα είναι προφανώς το καταφύγιο των ερωτευμένων της Ορντού– τρία ζευγαράκια τσάκωσα με το φακό μου μέσα σε πέντε λεπτά, το ένα φιλιόταν ασύστολα δημόσια. Είπαμε, οι κάτοικοι της Ορντού φαίνονται πολύ πιο εξελιγμένοι απ’ όλους τους υπόλοιπους Τούρκους.
Ο δρόμος που ξεκινάει από την Υπαπαντή, παράλληλος με τη θάλασσα, λέγεται «οδός μενεξέ», ή μέλλον μενεκσέ, μια που οι Τούρκοι δεν έχουν «ξ».
Τελευταία μου απόπειρα να μάθω κάτι για τον Άη Γιώργη είναι ένας παππούς με κάτι άχυρα, στο τέρμα μιας πολύ απότομης ανηφόρας , ένας σούπερ παππούς που όπως αποδείχτηκε ήταν κι αυτός της υπέρ- εξυπηρετικής συνομοταξίας. Δεν πρόλαβα να τον ρωτήσω με τα φτωχά μου τουρκικά «Άη Γκιόρκι Κιλισέ» και άρχισε να τρέχει προς την Υπαπαντή. Βρε αμάν, την ξέρω, βρε ζαμάν, πήγα, τίποτα ο παππούς, όλο χαρά που θα με πήγαινε στην Κιλισέ, να παίρνει σβέλτος τις απότομες κατηφόρες, και τζάμπα οι ανηφόρες που ανέβαινα τόσην ώρα. Πάντως με πέρασε από ελληνικά σπίτια που δεν είχα δει, κι αφού με πήγε με το ζόρι στην Υπαπαντή, επέστρεψα από άλλο δρόμο, κι ανακάλυψα ακόμα περισσότερα. Ψώνισα κι ένα ψωμί που τρεις ντοπαλές κι ομορφούλες μαθήτριες μού είπαν το όνομά του αλλά δεν το συγκράτησα, και συνέχισα προς το κέντρο, με μια τελευταία κατακόρυφη παράκαμψη που κατέληξε στο γαλάζιο σπίτι – μου - που σού έλεγα πιο πριν.
Κατηφορίζοντας λοιπόν σταδιακά έφτασα ως μια ρεματιά, ακριβώς εκεί που είχα προλάβει να φτάσω χτες, ερχόμενος από την αντίθετη κατεύθυνση. Ίσα κάτω βρήκα την άκρη του κεντρικού εμπορικού πεζόδρομου. Σε λίγο να σου κι ένα σχολείο, αρκετά παλιό, με κίονες, βαμμένο άσχημο ροζ, λέω βρε λες να είναι αυτή η Ψωμιάδειος Σχολή που μού είπε ο Άρης πως είναι κοντά στον Άη Γιώργη; Στρίβω γύρω γύρω και τον βλέπω, εκεί μπροστά μου, Παππού. Τον Άη Γιώργη σου… αντί όμως για το μικρό κι ασήμαντο εκκλησάκι- αποθήκη - σταύλο που έψαχνα, τον βρήκα τεράστιο, πέτρινο, αστραφτερό, μεγαλοπρεπή, από ανοιχτόχρωμο ασβεστόλιθο, μια μεγάλη και περήφανη τρίκλιτη βασιλική, μ’ ένα τόσο δα σταυρουδάκι στην κορυφή του μπροστινού αετώματος. Δε φαντάζεσαι πόση χαρά και συγκίνηση ένιωσα, Παππούλη… Η εκκλησία σας, το κέντρο της γειτονιάς σας και της ζωής σας… Εδώ θα παντρεύτηκες τη γιαγιά, εδώ θα βάφτισες και τα παιδάκια σου, μεταξύ των οποίων και ο μόνος επιζήσας αρσενικός, ο παππούς μου, ο Μιλτιάδης... Εδώ θα κάνατε Χριστούγεννα και Πάσχα, δηλαδή οι υπόλοιποι, αφού εσύ πάντα έλειπες μακριά, στη Θάλασσα, Παππού Καπετάνιε... πόσες φορές να είχατε περάσει αυτήν την πόρτα, που τώρα στέκει ορθάνοιχτη, μια που η εκκλησία είναι ο προθάλαμος και ο εκθεσιακός χώρος ένος μικρού θεάτρου, που έχει χτιστεί σε συνέχεια με το βόρειο τοίχο. Το θεατράκι είναι πολύ μικρό, και μια παιδική ορχήστρα κάνει πρόβες, με την επίβλεψη των δασκάλων. Η ζωή που συνεχίζεται και ο πολιτισμός που εξημερώνει τα ήθη. Δεν θα μπορούσα να ονειρευτώ καλύτερες συνθήκες για τον Αη Γιώργη σου και για τη συνάντησή του μαζί μου, Παππού.
Επόμενη αποστολή, Σαμσονούν Εβί, το σπίτι του Σαμψωνίδη, του πεθερού σου, το σπίτι σου, Παππού. Ένας χοντρός έμπορος δείχνει να το ξέρει, κάπου με στέλνει με χειρονομίες, «θα στρίψεις, οδός Σερβίας», κάτι τέτοιο, φτάνω πέρα ως τη σκεπαστή αγορά, αλλά τίποτα. Όλη η περιοχή γύρω από τον Αη Γιώργη – που επιβεβαίωσα ρωτώντας πως παλιά λεγόταν τσαϊρλί, «λιβάδι» – είναι πυκνοχτισμένη με άσχημες εργατικές πολυκατοικίες σε κακή κατάσταση, ακριβώς όπως τα έλεγε ο οδηγός. Υπάρχουν όμως και κάποια ελάχιστα παλιά σπίτια, και ο Άρης είπε ότι το είχε βρει το σπίτι σου Παππού, τότε, πριν 15-20 χρόνια, κι οι πολυκατοικίες αυτές μοιάζουν πιο παλιές. Ρωτάω κάποιους άλλου κι ένας από αυτούς λέει πως το ξέρει, μού δείχνει προς την εκκλησιά. Τον παρακαλώ με τον τρόπο μου να έρθει μαζί μου, και τελικά έρχεται, αλλά μόλις φτάνουμε στον περίβολο της εκκλησιάς σταματάει. Καταλαβαίνω πως το σπίτι δεν υπάρχει πια, μού εξηγεί με χειρονομίες πως γκρεμίστηκε και μού δείχνει πού ακριβώς βρισκόταν. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο της εκκλησιάς, εκεί που τώρα υψώνεται μια σχετικά καινούργια πράσινη πολυκατοικία.
Αυτό ήταν. Ο Ιντιάνα Τζόουνς βρήκε το Άγιο Δισκοπότηρο, μαζί με την Κιβωτό της Διαθήκης, και ας ήταν άδεια. Βέβαια με το πείσμα που με διακρίνει ήδη σχεδιάζω να ξανάρθω το απόγευμα ν’ αλωνίσω όλα τα σοκάκια γύρω από τον Αη Γιώργη, σε περίπτωση που, αλλά κατά πάσα πιθανότητα το διώροφο σπίτι δεν υπάρχει πιά, ο άνθρωπος φαίνεται να ξέρει τι λέει και να είναι απόλυτα σίγουρος. Σαμσονούν εβί γιόκ…
Τον ευχαριστώ θερμά και γυρίζω στο ξενοδοχείο να ξεκουραστώ λίγο. Είμαι ευτυχισμένος, Παππού. Η γλυκιά πόλη σου, τα Κοτύωρα – Ορντού, η πανέμορφη εκκλησιά σου, και η φασματική γειτονιά σου δίπλα στη Θάλασσα μ’ έκαναν ακόμα πιο περήφανο που είμαι δισέγγονος σου. Που κουβαλώ κάτι από το αίμα σου, κι από την τρέλλα σου, Παππού Θαλασσινέ, Παππού αντάρτη.
ΥΓ1. Η παλιά φωτογραφία της Ορντού από την θάλασσα και η αναπαράσταση των χορευτών είναι ένα πολύτιμο δώρο του φίλου Μουμούλ, από το μπλοκ "Πόντος Και Αριστερά". Διακρίνεται προς τα δεξιά η Υπαπαντή και η - τεράστια - Ψωμιάδειος Σχολή.
ΥΓ2. Η Ψωμιάδειος Σχολή δεν υπάρχει πιά, ο φίλος του παππού μου - ο Άρης - προφανώς είδε όταν ήρθε το "ροζ σχολείο", και κάποιος τού είπε λανθασμένα πως είναι η Ψωμιάδειος.
8 σχόλια:
Καθώς σε διαβάζω φαντάζομαι παράλληλα όλες αυτές τις εικόνες που περιγράφεις και ανυπομονώ για τις φωτογραφίες σου.
Διαβάζοντας όμως καταλήγω ότι μία φωτογραφία μόνο θα μπορούσε να μεταφέρει αυτό που ζεις: η δική σου! Θα πρέπει να λάμπεις ολόκληρος, να ακτινοβολείς..
πι*
Kalimera gatouli mou !
Que c'est émouvant et comme tu as bien fait d'aller là-bas !.....et je sais et je peux comprendre ce que c'est que de rechercher ses racines ! Ces images vont rester gravées en toi et feront partie de toi ; On a aussi besoin de ça pour se construire. Mais c'est une douleur qui fait du bien
se filw
Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα...
mumul
ΜΠΡΑΒΟ! Τα κατάφερες!!
Μεγάλη υπόθεση η επίσκεψη στην πατρίδα των πατεράδων και παππούδων μας.
Αισθάνομαι την συγκίνηση και όλα τα άλλα που ένοιωσες!
Πολύ όμορφη η αφήγηση σου
Πήρα μεγάλη δόση νοσταλγίας.. το ταξίδι σου είναι γεμάτο εικόνες συναισθήματα και μυρωδιά πατρίδας.. περίεργο δεν είναι να νιώθουμε τόσο οικία στον τόπο που έθρεψε τις ρίζες μας; Σαν να υπάρχουν μέσα μας οι εικόνες που βλέπουμε για πρώτη φορά..
Καλή συνέχεια στο ταξίδι σου!
Καλωσόρισες στη πατρίδα τιμημένε πρόσφυγα απο τη Πόλη. Βρήκες αυτό που έψαχνες στη γή των ριζών;
Καλημέρα από την Τραπεζούντα! Τρέχω να προλάβω το λεωφορείο για Παναγία Σουμελά.
Σ:-))))
Δημοσίευση σχολίου