έΝΑ ΤΡΑίΝΟ ΠΟυ Το ΛέΝΕ ΦΙΛίΑ
«Τί ευτυχία να είσαι Τούρκος». Με αυτήν την περίφημη φράση του Κεμάλ, κάτω από την φάτσα του Κεμάλ, σε υποδέχεται η Τουρκία του Κεμάλ, στον ιστορικό ευρωπαίκό σταθμό της Πόλης, Sirkeci. Με την ίδια φράση σε αποχαίρετά, μια που η προτομή/λοβοτομή είναι ντούμπλε φας.
Ο Βόσπορος του δειλινού μέσα από τα ανοίγματα των τειχών είναι μαγευτικός, ένα απίθανο μπλε που δεν χωράει σε καμμία περιγραφή, σε συνδυασμό με τα φωτισμένα απομεινάρια της Βασιλεύουσας, που δεν υπάρχει πιά. Είναι παράξενο αλλά σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πιά ούτε η Ισταμπούλ. Το ξέρουν καλά κι οι Τούρκοι αυτό, γι αυτό και άρχισαν τελευταία να εμφανίζονται στον Τουρκικό τύπο "περίεργα" άρθρα, που στηλιτεύουν τις τελετές εορτασμού για την Άλωση και βγάζουν κραυγές αγωνίας για το μέλλον της Ισταμπούλ. Η Πόλη έπεσε στις ορδές των Σελτζούκων, η Ισταμπούλ πέφτει οσονούπω (αν δεν έχει ήδη πέσει) στις ορδές των χωριατών (sic). Ίσως σ' αυτήν την ανησυχία πως η ταυτότητα της πόλης θα πνιγεί μέσα στις ορδές των επαρχιωτών επήλυδων χαμηλού έως ανύπαρκτου πολιτιστικού και μορφωτικου επιπέδου, να οφείλεται και το πιο παράξενο πράγμα που είδα σε αυτό το ταξίδι ως τώρα... ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου στο σήμα της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Ισταμπούλ!!! Εντάξει, οι Τούρκοι έχουν μεγάλη παράδοση στην οικειοποίηση και αντιποίηση ηθών, εθίμων, συμβόλων, ακόμα και η τουρκική σημαία (ημισέλινος και αστέρι) είναι αντιγραφή από σύμβολο της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου. Αυτή τη φορά όμως νομίζω πως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πνιγμένοι μέσα στο ανώνυμο πλήθος της Ανατολίας, οι τελευταίοι Πολίτες Τούρκοι, προσπαθούν να πιαστουν από τα μαλλιά τοους για να σωθούν- και τα μαλλιά τους είναι, ναι, το Βυζάντιο…
Το ελληνικό τραίνο «Φιλία» είναι μεταχειρισμένο γαλλικό, σε μέτρια κατάσταση, και δεν έχει αιρ κοντίσιον. Κρίμα γιατί έλπιζα για λόγους γοήτρου το ελληνικό τραίνο της επιστροφής να είναι καλύτερο από το τουρκικό που μ΄έφερε, αλλά όχι… Το τουρκικό τραίνο ήταν κάπως άσχημο και φτωχικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κι έστρωνες μόνος σου το κρεβάτι σου, αλλά είχε ψυγειάκι και αιρ κοντίσιον. Η σημειολογία της υπόθεσης νομίζω πως είναι η εξής: πέρα από τα μεγάλα λόγια που ειπωθηκαν για την ειδική γραμμή Θεσσαλονίκης- Κωνσταντινούπολης τότε που άρχισε να λειτουργεί, το ελληνικό κράτος μέσω του ΟΣΕ δείχνει στην πράξη ότι δεν δίνει δεκάρα για την επαφή ανάμεσα στις δύο χώρες. Αντίθετα οι έξυπνοι Τούρκοι υπολογίζουν σε αυτήν την δίοδο επικοινωνίας με την Ευρώπη, που είναι η γραμμή της Θεσσαλονίκης.
Έφτασα από την Τραπεζούντα στην Πόλη με το πρωϊνό αεροπλάνο, και πήγα κατευθείαν στο Σταθμό του τραίνου να κόψω εισιτήριο. Παρόλη μου την κούραση, μετά από μιαν ανάπαυλα ελάχιστων λεπτών άφησα τα πράγματά μου στο αυτόματο «ντολάπ» και πήρα πάλι τους δρόμους, ως τις εννιά που ξεκινάει το τραίνο με τα κρεβάτια. Με σοκάρισε η πολυκοσμία και η κίνηση, ποτέ δεν είχα ξαναδεί την Πόλη τόσο ασφυκτικά πλημμυρισμένη από κόσμο. Ένα πολύ φτωχό και πολύ άσχημο κοριτσάκι που ζητιάνευε μού ράγισε την καρδιά, καθώς κοιτούσε μ' ένα βλέμμα που δεν μπορώ να περιγράψω κάτι πλούσιες Τουρκαλίτσες που φωτογραφίζονταν με πολύ κέφ. Αυτή η εικόνα θα μού μείνει από την Τουρκία, η εικόνα των τεράστιων αντιθέσεων, των παράλληλων κόσμων που τέμνονται αλλά δεν επικοινωνούν.
Ήπια το τελευταίο μου τσάι σε έναν τσάι μπαχτσέ δίπλα στην κυριλάτη οδό Κουγιουμτσίογλου, που μαζί με τους καθέτους της θυμίζει πολύ την Πλάκα, με τα εστιατόρια και του κράχτες της. Σ’ ένα εστιατόιριο μάλιστα έπαιζαν ελληνική μουσική, προς το σκυλάδικο. Τους παρέκαμψα και μπήκα στην αυλή του Κουρμπέ της τάδε Χανούμ, ένα εντυπωσικαό και κομψό κτίσμα με δεκάδες ογκώδη μνήματα επιφανών και παγκοσμίως άγνωστων μπέηδων και αγάδων γύρω γύρω, και μ ένα τσάι μπαχτςέ σε μιαν άκρη. Ο κόσμος κυρίως Τούρκοι, αλλά και δυό όμορφες Ιταλίδες με ναργιλέ, προφανώς μιλημένες από κάποιον ψαγμένο τουριστικό οδηγό. Ξόδεψα σ' ένα τσάι την τελευταία μου λίρα και ξεκουράστηκα για την κατηφόρα- επιστροφή στο Σταθμό. Για την αναχώρηση για το μεμλεκέτ.
Πάντως δεν σε πρόδωσα, Παππού. Ποτέ δεν αρνήθηκα ότι είμαι Ρουμ, Έλληνας, ακόμα και στις πιο "επικίνδυνες" περιοχές, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σε τουρκικές σημαίες. Ποτέ, παππού, πάντα δήλωνα την ταυτότητά μου, ακόμα κι όταν διαισθανόμουν ότι αυτό θα προκαλούσετο μούδιασμα που τελικά όντως προκαλούσε, έστω και συγκαλυμμένο- καταλάβαινα πότε η ταυτότητά μου προκαλούσε συμπάθεια και πότε μούδιασμα, Παππού. Θα μπορούσα άνετα να δηλώσω κάτι άλλλο, αυτοι ποτέ δεν με καταλάβαιναν, στην αρχή με περνούσαν για Γερμανό (!), Άγγλο, Γάλλο, και τις τελευταίες μέρες με το μαύρισμα που έκανα όλη μέρα στους δρόμους μ έπαιρναν για Ισπανό ή για Ιταλό. Μόνο ένας Ιμάμης με κατάλαβε, το τελευταίο βράδυ στην Τραπεζούντα, στον Άγιο Ευγένιο, τον περικαλλή ναό του πολιούχου της πόλης, που λειτουργεί εδώ και αιώνες ως τζαμί. Ήνγκλις; Με ρώτησε ο καντηλανάφτης, καθώς φωτογράφιζα τον ναό. «Όχι, Ρουμ», του είπε χαμηλόφωνα ο Ιμάμης. Και με κοίταξε με συμπάθεια. Και μού έδωσε με ειλικρίνεια το χέρι, Παππού.
Αν απ' όλο μου το ταξίδι έπρεπε να κρατήσω στη μνήμη μου μόνο τρία πρόσωπα, εκτός από τον Ιμάμη του Αγίου Ευγενίου, θα κρατούσα τον ευγενικό νεαρό Τραπεζούντιο στο λεωφορείο, που μοιραστήκαμε σ' έντεκα ώρες τον χάρτη μου, τα φουντούκια του, και τα ελληνικά μπισκότα μου. "Αρκαντάς", αδελφέ, με προσφώνησε, ζητώντας μου το χάρτη, κι ήταν η πρώτη λέξη που μού απευθύνθηκε στα τουρκικά στο ταξίδι μου αυτό. "Αρκαντάς" του είπα κι εγώ όταν κατέβηκα στη Σαμψούντα, σφίγγοντάς του το χέρι, και το εννούσα. Τέλος, πώς να ξεχάσω ποτέ τον Μεχμέτ, τον φτωχούλη με τα γυαλάκια και τα δύο ήσυχα παιδάκια στο μπροστινό κάθισμα, που με κατέβασε από το Μπόζτεπε της Ορντού, με πήγε στο ξενοδοχείο, και την επόμενη μέρα ήρθε και μού έφερε τη φωτογραφική που είχα ξεχάσει στο πίσω κάθισμα τη σακαράκας του... μια φωτογραφική που η αξία της θ αντιπροσώπευει ίσως πάνω από μισό μισθό για το Μεχμέτ, ίσως και έναν...
Υπάρχει ελπίδα για το τραίνο Φιλία, Παππού.
Ο Βόσπορος του δειλινού μέσα από τα ανοίγματα των τειχών είναι μαγευτικός, ένα απίθανο μπλε που δεν χωράει σε καμμία περιγραφή, σε συνδυασμό με τα φωτισμένα απομεινάρια της Βασιλεύουσας, που δεν υπάρχει πιά. Είναι παράξενο αλλά σε λίγα χρόνια δεν θα υπάρχει πιά ούτε η Ισταμπούλ. Το ξέρουν καλά κι οι Τούρκοι αυτό, γι αυτό και άρχισαν τελευταία να εμφανίζονται στον Τουρκικό τύπο "περίεργα" άρθρα, που στηλιτεύουν τις τελετές εορτασμού για την Άλωση και βγάζουν κραυγές αγωνίας για το μέλλον της Ισταμπούλ. Η Πόλη έπεσε στις ορδές των Σελτζούκων, η Ισταμπούλ πέφτει οσονούπω (αν δεν έχει ήδη πέσει) στις ορδές των χωριατών (sic). Ίσως σ' αυτήν την ανησυχία πως η ταυτότητα της πόλης θα πνιγεί μέσα στις ορδές των επαρχιωτών επήλυδων χαμηλού έως ανύπαρκτου πολιτιστικού και μορφωτικου επιπέδου, να οφείλεται και το πιο παράξενο πράγμα που είδα σε αυτό το ταξίδι ως τώρα... ο δικέφαλος αετός του Βυζαντίου στο σήμα της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Ισταμπούλ!!! Εντάξει, οι Τούρκοι έχουν μεγάλη παράδοση στην οικειοποίηση και αντιποίηση ηθών, εθίμων, συμβόλων, ακόμα και η τουρκική σημαία (ημισέλινος και αστέρι) είναι αντιγραφή από σύμβολο της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου. Αυτή τη φορά όμως νομίζω πως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Πνιγμένοι μέσα στο ανώνυμο πλήθος της Ανατολίας, οι τελευταίοι Πολίτες Τούρκοι, προσπαθούν να πιαστουν από τα μαλλιά τοους για να σωθούν- και τα μαλλιά τους είναι, ναι, το Βυζάντιο…
Το ελληνικό τραίνο «Φιλία» είναι μεταχειρισμένο γαλλικό, σε μέτρια κατάσταση, και δεν έχει αιρ κοντίσιον. Κρίμα γιατί έλπιζα για λόγους γοήτρου το ελληνικό τραίνο της επιστροφής να είναι καλύτερο από το τουρκικό που μ΄έφερε, αλλά όχι… Το τουρκικό τραίνο ήταν κάπως άσχημο και φτωχικό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κι έστρωνες μόνος σου το κρεβάτι σου, αλλά είχε ψυγειάκι και αιρ κοντίσιον. Η σημειολογία της υπόθεσης νομίζω πως είναι η εξής: πέρα από τα μεγάλα λόγια που ειπωθηκαν για την ειδική γραμμή Θεσσαλονίκης- Κωνσταντινούπολης τότε που άρχισε να λειτουργεί, το ελληνικό κράτος μέσω του ΟΣΕ δείχνει στην πράξη ότι δεν δίνει δεκάρα για την επαφή ανάμεσα στις δύο χώρες. Αντίθετα οι έξυπνοι Τούρκοι υπολογίζουν σε αυτήν την δίοδο επικοινωνίας με την Ευρώπη, που είναι η γραμμή της Θεσσαλονίκης.
Έφτασα από την Τραπεζούντα στην Πόλη με το πρωϊνό αεροπλάνο, και πήγα κατευθείαν στο Σταθμό του τραίνου να κόψω εισιτήριο. Παρόλη μου την κούραση, μετά από μιαν ανάπαυλα ελάχιστων λεπτών άφησα τα πράγματά μου στο αυτόματο «ντολάπ» και πήρα πάλι τους δρόμους, ως τις εννιά που ξεκινάει το τραίνο με τα κρεβάτια. Με σοκάρισε η πολυκοσμία και η κίνηση, ποτέ δεν είχα ξαναδεί την Πόλη τόσο ασφυκτικά πλημμυρισμένη από κόσμο. Ένα πολύ φτωχό και πολύ άσχημο κοριτσάκι που ζητιάνευε μού ράγισε την καρδιά, καθώς κοιτούσε μ' ένα βλέμμα που δεν μπορώ να περιγράψω κάτι πλούσιες Τουρκαλίτσες που φωτογραφίζονταν με πολύ κέφ. Αυτή η εικόνα θα μού μείνει από την Τουρκία, η εικόνα των τεράστιων αντιθέσεων, των παράλληλων κόσμων που τέμνονται αλλά δεν επικοινωνούν.
Ήπια το τελευταίο μου τσάι σε έναν τσάι μπαχτσέ δίπλα στην κυριλάτη οδό Κουγιουμτσίογλου, που μαζί με τους καθέτους της θυμίζει πολύ την Πλάκα, με τα εστιατόρια και του κράχτες της. Σ’ ένα εστιατόιριο μάλιστα έπαιζαν ελληνική μουσική, προς το σκυλάδικο. Τους παρέκαμψα και μπήκα στην αυλή του Κουρμπέ της τάδε Χανούμ, ένα εντυπωσικαό και κομψό κτίσμα με δεκάδες ογκώδη μνήματα επιφανών και παγκοσμίως άγνωστων μπέηδων και αγάδων γύρω γύρω, και μ ένα τσάι μπαχτςέ σε μιαν άκρη. Ο κόσμος κυρίως Τούρκοι, αλλά και δυό όμορφες Ιταλίδες με ναργιλέ, προφανώς μιλημένες από κάποιον ψαγμένο τουριστικό οδηγό. Ξόδεψα σ' ένα τσάι την τελευταία μου λίρα και ξεκουράστηκα για την κατηφόρα- επιστροφή στο Σταθμό. Για την αναχώρηση για το μεμλεκέτ.
Πάντως δεν σε πρόδωσα, Παππού. Ποτέ δεν αρνήθηκα ότι είμαι Ρουμ, Έλληνας, ακόμα και στις πιο "επικίνδυνες" περιοχές, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σε τουρκικές σημαίες. Ποτέ, παππού, πάντα δήλωνα την ταυτότητά μου, ακόμα κι όταν διαισθανόμουν ότι αυτό θα προκαλούσετο μούδιασμα που τελικά όντως προκαλούσε, έστω και συγκαλυμμένο- καταλάβαινα πότε η ταυτότητά μου προκαλούσε συμπάθεια και πότε μούδιασμα, Παππού. Θα μπορούσα άνετα να δηλώσω κάτι άλλλο, αυτοι ποτέ δεν με καταλάβαιναν, στην αρχή με περνούσαν για Γερμανό (!), Άγγλο, Γάλλο, και τις τελευταίες μέρες με το μαύρισμα που έκανα όλη μέρα στους δρόμους μ έπαιρναν για Ισπανό ή για Ιταλό. Μόνο ένας Ιμάμης με κατάλαβε, το τελευταίο βράδυ στην Τραπεζούντα, στον Άγιο Ευγένιο, τον περικαλλή ναό του πολιούχου της πόλης, που λειτουργεί εδώ και αιώνες ως τζαμί. Ήνγκλις; Με ρώτησε ο καντηλανάφτης, καθώς φωτογράφιζα τον ναό. «Όχι, Ρουμ», του είπε χαμηλόφωνα ο Ιμάμης. Και με κοίταξε με συμπάθεια. Και μού έδωσε με ειλικρίνεια το χέρι, Παππού.
Αν απ' όλο μου το ταξίδι έπρεπε να κρατήσω στη μνήμη μου μόνο τρία πρόσωπα, εκτός από τον Ιμάμη του Αγίου Ευγενίου, θα κρατούσα τον ευγενικό νεαρό Τραπεζούντιο στο λεωφορείο, που μοιραστήκαμε σ' έντεκα ώρες τον χάρτη μου, τα φουντούκια του, και τα ελληνικά μπισκότα μου. "Αρκαντάς", αδελφέ, με προσφώνησε, ζητώντας μου το χάρτη, κι ήταν η πρώτη λέξη που μού απευθύνθηκε στα τουρκικά στο ταξίδι μου αυτό. "Αρκαντάς" του είπα κι εγώ όταν κατέβηκα στη Σαμψούντα, σφίγγοντάς του το χέρι, και το εννούσα. Τέλος, πώς να ξεχάσω ποτέ τον Μεχμέτ, τον φτωχούλη με τα γυαλάκια και τα δύο ήσυχα παιδάκια στο μπροστινό κάθισμα, που με κατέβασε από το Μπόζτεπε της Ορντού, με πήγε στο ξενοδοχείο, και την επόμενη μέρα ήρθε και μού έφερε τη φωτογραφική που είχα ξεχάσει στο πίσω κάθισμα τη σακαράκας του... μια φωτογραφική που η αξία της θ αντιπροσώπευει ίσως πάνω από μισό μισθό για το Μεχμέτ, ίσως και έναν...
Υπάρχει ελπίδα για το τραίνο Φιλία, Παππού.
5 σχόλια:
Είναι αλήθεια πως ο απλός κόσμος στην Τουρκία μας βλέπει με συμπάθεια, νομίζω περισσότερη απ ότι του βλέπουμε εμείς.
Το διαπιστώνω και απ τα δικά σου γραφόμενα όπως και φίλων που έχουν πάει, εγώ ακόμη δεν αξιώθηκα.
Αρκετά χρόνια πριν είχε επισκεφθεί ο πατέρας μου, μεταξύ άλλων και την πατρίδα του την Προύσσα, ακόμη νωρίτερα η μάνα μου τα Θυάτειρα, την δική της πατρίδα. Το μετέπειτα Ακ χισάρ (Αξάρι το έλεγαν οι Ελληνες.
Και οι δυό τους άφησαν εκεί τους πατεράδες τους οι οποίοι και σφαγιάστηκαν απ τους Τσέτες τις μέρες του μεγάλου χαμού.
Η αρχική αμηχανία τους, με την φιλικότητα και την τάση εξομολόγησης που έδειχαν οι ντόπιοι γιά τα γεγονότα εκείνης της εποχής, μετατράπηκε σε μιά αμοιβαία συμπάθεια εκατέρωθεν
Έχω πάει μια φορά στην Κωνσταντινούπολη. Παλιά. Δεν νομίζω ότι θέλω να ξαναπάω.
Γράφεις πολύ ωραία φίλε. Η γραφή σου με ταξιδεύει. Προς στιγμή είπα μήπως γουστάρω τόσο επειδή με συνδέουν κοινά βιώματα, επειδή θα κάνω και γω το ταξίδι, επειδή βλέπω αυτά που θέλω να δω;
Αλλά όχι. Νομίζω και ξένος να ήμουν, καταλαβαίνεις πως το εννοώ το ξένος, πάλι κάπως έτσι θα ένιωθα.
Το τρένο φιλία για την ιστορία, είναι φτιαγμένο με αμιαντόπλακες και το απέσυρε η Γαλλία λόγω της διαφαινόμενης σύνδεσης του αμίαντου με επιβαρύνσεις στην υγεία.
Το πήραν οι ιθαγενείς της Ε.Ε. κάπου στα Βαλκάνια και η συνέχεια είναι γνωστή.
Γίγα, να το κάνεις το ταξίδι, μην το αναβάλλεις! Δεν φαντάζεσαι πόσο θα σε ικανοποιήσει. Επίσης θα σε θυμώσει και θα σε στεναχωρήσει. Αλλά τελικά αξίζει να το κάνεις, χωρίς καμμιά αμφιβολία αξίζει.
DOrmammu, η Κωνσταντινούπολη έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια. Και έχει τόσα πολλά να δεις που νομίζω ότι αξίζει μαι δεύτερη επίσκεψη. Εγώ είχα ξαναπάει αλλά τί να προλάβεις να κάνεις σε δυό τρεις μέρες; Ούτε το - απίστευτο - αρχαιολογικό μουσείο δεν είχα δει.
Πλάνητα, σ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και για τις πληροφορίες. Ναι, να το κάνεις το ταξίδι, και μάλιστα γρήγορα- η γενιά που έζησε την καταστροφή ήδη δεν υπάρχει πιά... και η μνήμη των Ελλήνων στους απογόνους σε λίγο θα σβήσει τελείως. Μόλις που προλαβαίνεις...
Το ταξιδιωτικό σου ημερολόγιο είναι πολύ όμορφα γραμμένο, με άγγιξε βαθιά. Η Πόλη είναι το μόνο μέρος από την Τουρκία που έχω πάει και την γύρισα όσο μπορούσα παραπάνω, μπαίνοντας ακομα και σε παλιές βυζαντινές εκκλησίες - τώρα τζαμιά - που δύσκολα τις γράφουν οι οδηγοί. Πρωτοχρονιά βρέθηκα στην Ευαγγελίστρια στους Πρόποδες Ταταούλων (Ντολάπ Ντερέ) και έψαλα στη λειτουργία, αλλά δεν ήμασταν πάνω από 12 άτομα, μαζί με την 4μελή παρέα μου! Για καιρό μετά την επίσκεψη αυτή στην Πόλη ζούσα με τις συγκινήσεις που το ταξίδι αυτό μου έδωσε, χωρίς καν να το περιμένω.
Δημοσίευση σχολίου