Ήταν κάποτε ένα κουνούπι, όπως όλα τα κουνούπια. Ζούσε σαν βρυκόλακας, τσιμπώντας τους ανθρώπους και ρουφώντας τους το αίμα. Όλη την ημέρα κρυβόταν στη σκιά και στα πιό σκοτεινά μέρη, και το βράδυ, μόλις έπεφτε το σκοτάδι, ξεκινούσε τις αιμοβόρες του επιδρομές. Όπως όλα τα κουνούπια.
Ήξερε καλά πως οι άνθρωποι εξαιτίας του έχαναν τον ύπνο τους, και πως το τσίμπημά του τους προκαλούσε μεγάλη ενόχληση, έντονη φαγούρα, πρήξιμο, πόνο, μέχρι και σοβαρή μόλυνση, καμμιά φορά. Το κουνουπάκι μας όμως, όπως άλλωστε και όλα τα κουνούπια, δεν έδινε δεκάρα για όλ' αυτά: αρκεί να έπινε εκείνο το αιματάκι του, κι ας υπέφεραν οι άλλοι όσο ήθελαν... Πρόβλημά τους!
Επωφελούμενο λοιπόν από το σκοτάδι, μόλις έπεφτε η νύχτα, άρχιζε να τσιμπάει χωρίς καμμιάν αναστολή όποιον άνθρωπο έβρισκε μπροστά του, ξύπνιο ή κοιμισμένο, άντρα ή γυναίκα, παιδί ή ενήλικα. Δεν λυπόταν ούτε τους ηλικιωμένους και τους αρρώστους, κι ας υπέφεραν ήδη αρκετά και χωρίς τα δικά του τσιμπήματα, δε λυπόταν ούτε καν τα μικρά παιδιά, στα οποία το τσίμπημά του συχνά πρήζονταν και γινόταν μεγάλο σαν καρούμπαλο, βάζοντάς τα να κλαίνε για ημέρες. Τσιμπούσε κι έφευγε μέσα στο σκοτάδι χωρίς καμμία τύψη. Έτσι δεν έκαναν όλα τα κουνούπια του Κόσμου, από την αρχή του Κόσμου;
Μιά μέρα όμως, κοντά στα ξημερώματα, όταν ως συνήθως είχε χορτάσει πια αίμα και δαγκώματα, ένιωσε ξαφνικά αηδία για την ως τότε διαγωγή του. "Μα είναι ζωή αυτή", σκέφτηκε, "να ζω σαν παράσιτο, πίνοντας το αίμα αθώων, να κρύβομαι από το φως της ημέρας και να λυμαίνομαι τα σκοτάδια της νύχτας, να προκαλώ μόνο ενόχληση, πόνο, και προβλήματα στους άλλους";
Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε, το ξανα- μάτα- σκέφτηκε, και τελικά κάτι άστραψε μέσα στο μυαλουδάκι του: το κουνουπάκι μας μετανόησε!
Αποφάσισε που λέτε ξαφνικά ν' αλλάξει ζωή και να μπει στον ίσιο δρόμο. Αποφάσισε να μην ξανατσιμπήσει άνθρωπο, να μην ξανακρυφτεί στο σκοτάδι, να βγει και να ζήσει θαραλλέα στο Φως!
Πώς όμως τού ήρθαν όλες αυτές οι θαυμαστές ιδέες; Χωρίς αμφιβολία, σκέφτηκε, επρόκειτο για μιαν Αποκάλυψη που προέρχονταν από τον ίδιο τον Θεό, του οποίου την αδιαμφισβήτητη Ύπαρξη είχε συνειδητοποίησει ξαφνικά, ως εκ θαύματος, με ρίγη συγκίνησης. Τί ευτυχία! Θα γινόταν το πρώτο ενάρετο κουνούπι του κόσμου!
Το κουνουπάκι μας ήταν ενθουσιασμένο, γεμάτο χαρά για τη νέα, φωτεινή ζωή που ανοιγόταν μπροστά του. Δεν έβλεπε την ώρα ν' ανακοινώσει την Φώτισή του και στα υπόλοιπα κουνούπια, καλώντας τα ν' ακολουθήσουν κι εκείνα το παράδειγμά του: ύστερα από αιώνες Σκοταδιού, μια Νέα Εποχή ξημερώνε για το Γένος των Κουνουπιών, μια υπεροχή εποχή Φιλίας με τους ανθρώπους, Αρετής, και Φωτός, μια νέα ζωή για όλα τους, χωρίς εξαίρεση, στο Δρόμο του Θεού. Ένιωθε περήφανο για την μεγάλη τιμή που τού είχε γίνει, να είναι εκείνο το Εκλεκτό Κουνούπι, το πρώτο που πήρε το - δίχως αμφιβολία- Θείο Μήνυμα της Σωτηρίας. Πόσο ανυπομονούσε να σώσει και τα υπόλοιπα κουνούπια! Έπρεπε όμως να περιμένει ως το βράδυ, γιατί είχε ήδη φέξει και είχαν όλα τρέξει να κρυφτούν στα σκοτεινά και στ' άφεγγα, όπως όπως, σαν τους δειλούς, σαν τους κλέφτες, σαν τους εγκληματίες...
.
... Ο αγουροξυπνημένος άνθρωπος πρόσεξε αμέσως στον τοίχο το σιχαμερό κουνούπι που τον είχε βασανίσει όλη νύχτα, κι η άμεση αντίδρασή του ήταν να το λιώσει με την παλάμη του. Το νεοφώτιστό μας ενάρετο κουνουπάκι, ασυνήθιστο στο φως του Ήλιου, αποκαμωμένο από τον ενθουσιασμό κι από την πρωινή αϋπνία, δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Μόλις που πρόλαβε να σκεφτεί...
ΤΊ ΝΑ ΣΚΈΦΤΗΚΕ ΆΡΑΓΕ ΤΟ ΕΝΆΡΕΤΟ ΚΟΥΝΟΥΠΆΚΙ ΠΡΙΝ ΓΊΝΕΙ ΤΈΩΣ-ΚΟΥΝΟΥΠΆΚΙ;