ΠΑΠΠΟΎΛΗ ΧΡΌΝΕ
έπαιζαν σε μιά βοτσαλόστρωτη αυλή, πνιγμένη γιασεμί
και ένας γέρος ασπρογένης τους κοιτούσε
.
-"Παππούλη Χρόνε, παππούλη Χρόνε,
εσύ που ξέρεις τόσα πολλά,
για όλα τα καράβια, για όλα τα λιμάνια, για όλα τα ταξίδια
τα περασμένα, και τα μελλούμενα, και τα τωρινά
πες μου κι εμένα,
τί θα γίνω όταν μεγαλώσω";
.
Έστριψε λίγο την άσπρη τη μουστάκα του ο γέρος, γέλασε κάτω απ'το ψαθάκι του,
και είπε:
"Μικρέ μου Αύγουστε,
θά 'σαι τού Έρωτα του Φεγγαριού ο Βασιλιάς,
και Πρίγκηπας της Ξενοιασιάς"
-"Κι εγώ, παππού; Κι εγώ"; πετάχτηκε ο Σεπτέμβρης
-"Εσύ, μικρό μου, όταν ανδρωθείς
θά είσαι ο Αφέντης
κάθε Νέας Αρχής!"
.
Νάξος, Σεπτέμβρης 2006
2 σχόλια:
Σωστός!
Μαύρο Ψιψίνι, όλο χαρές μας επιφυλάσσεις!
Gate sxed΄on se synhthhsa stis Kykl΄ades na metaféreis eik΄ones kathe ap΄ogeyma sto grafe΄io ...pernas kai mia xara ..de meneis kata kei?
Δημοσίευση σχολίου