12 Ιουν 2009

ΤΑΞίΔΙ ΣΤοΝ ΠόνΤΟ ΚΑΙ ΣΤο ΧΡόΝΟ: ΘΕΣΣΑΛΟΝίΚΗ – ΠόΛΗ

.


Έρχομαι, Παππού. Έρχομαι να σε βρω.

Πέρασα τα σύνορα τα ξημερώματα με το διεθνές νυχτερινό τραίνο, μια κλινάμαξα εξπρές- ο Τούρκος αστυνομικός ήταν πολύ ευγενικός, ο τελωνειακός βαριόταν, ίσα που άνοιξε λίγο για πλάκα την τσάντα του Γιαπωνέζου δάσκαλου, του συγκάτοικού μου στο κουπέ (που γίναμε πολύ γρήγορα φίλοι). Ο γιατρός που τρίτωσε μετά φορούσε μάσκα και ρωτούσε αν είχα πυρετό. Είναι και η γρίπη των χοίρων, βλέπεις. Δεν είχα πυρετό, δόξα τον Αλλάχ- τους.

Ξημέρωνε καθώς το τραίνο έφτανε στην Πόλη. Δρασκέλισε χωρίς καθόλου να σκοντάψει τα δυτικά τείχη, και κατέληξε στο Σταθμό Σιρκεσί, - εκεί θ΄ αποβιβάστηκαν τότε κι οι Γερμανοί αρχιφονιάδες, Παππού, ντυμένοι με τις εντυπωσιακές στρατιωτικές τους στολές- Στρατηγοί γαρ. Ήταν ολοκαίνουργιος ο σταθμός, τότε, ένα κομψοτέχνημα της Μπελ Επόκ, και το Οριάν Εξπρές ένα πολυτελές κομψοτέχνημα στις ράγες. Μόνο το αίμα δεν είναι πολυτελές, για κάποιους, Παππού. Το αίμα είναι φτηνό.

Κανείς δεν με ρώτησε τίνος είμαι, Παππού, από πού κρατάει το αίμα μου, αν τυχόν είμαι δισέγγονος του Σ. του ναυτικού, του Σ. του πατέρα της ξεκληρισμένης οικογένειας, του Σ. του ξεκληρισμένου λαού, του λαού του σφαγμένου Αρνιού, Παππού. Του Σ. του αντάρτη, του αγνοούμενου, Παππού. Δεν ήξεραν, και να ήξεραν μπορεί να μην τους ένοιαζε. Πάντως μ’ άφησαν να περάσω. Να έρθω να σε βρω.

Πέρασα απέναντι στην Ασία με το καραβάκι, μαζί με ταλαιπωρημένους ανθρώπους που πήγαιναν βιαστικοί στις δουλειές τους ή επέστρεφαν στις πατρίδες τους. Το φέρρυ για το Χαρέμ στην Ασιατική ακτή πιάνει ακριβώς δίπλα στο σταθμό λεωφορείων Χαρέμ, κι οι κράχτες σε περιμένουν στην αποβάθρα. Κράχτες με ταμπέλες με διάφορους προορισούς στα χέρια, γιατί οι εταιρίες λεωφορείων είναι πολλές και έντονα ανταγωνιστικές, όχι σαν τα δικά μας ΚΤΕΛ. Διάλεξα την καλύτερη (και ακριβότερη) εταιρία, όπως μού συνέστησαν -εφτά ώρες είνα αυτές για την πρωτεύοθσα του Πόντου, την Σαμψούντα (εφτα ώρες νόμιζα πως ήταν, δηλαδή...).

Στην αναμονή για τον Πόντο φτωχικός κόσμος, γυναίκες με μαντήλες, και άνθρωποι μ’εκείνα τα έντονα μήλα, που έχει συχνά και ο δικός σας λαός, Παππού.

Το λεωφορείο ήρθε στην ώρα του.

«Αναχώρηση για Αμισό, Οινόη, Κοτύωρα, Κερασούντα, Τραπεζούντα από την αποβάθρα πέντε»

Ένα εισιτήριο για Κοτύωρα, παρακαλώ.

Και για ενενήντα χρόνια πριν...

…….

3 σχόλια:

Noldiel είπε...

χαχαχα και αυτό για αρχή! Μάλλον θα έχεις πολλά να μας διηγήσεις. :)
Ο γιατρός τρελός γιατρός με τη μάσκα με το που τον φαντάστηκα με έπιασαν κάτι γέλια! :D Δεν ξέρω τι περιμένεις να βρεις μετά από ενενήντα χρόνια, αλλά ό,τι και να είναι, εύχομαι να είναι εκεί και να το απολαύσεις.
Υ.Γ. Τα περισσότερα σύγχρονα ξενοδοχεία παρέχουν δωρεάν ασύρματο Internet. Ρώτησέ το στο reception, πολύ πιθανόν να έχεις το απόλυτο δικαίωμα να το χρησιμοποιείς.

καλημέρα είπε...

Γάτε,
με συγκίνησες.
Καλως να συναντήσεις στο ταξίδι σου όσους και όσα πήγες να βρεις, καλώς να συναντησεις όσα και όσους σε περιμένουν.

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλημέρα!!!

Βρήκα τη γειτονιά και τη θέση του σπιτιού του παππού μου!

Κατ' εξαίρεση δημοσιεύω βιαστικά το ανεπεξέργαστο σχετικό χρονικό, πηδώντας τα ενδιάμεσα

Σ;ο))))))