28 Οκτ 2011

ύΣ Τ εΡα όΛ α έΓι Ν αν Όν Ε ι ρ Ο


ύΣ Τ εΡα όΛ α έΓι Ν αν Όν Ε ι ρ Ο

Είμαστε μαζί, μπροστά στο σπίτι του παππού, στο χωριό. Είναι σκοτάδι, και βρέχει, πολύ, κι η εξώπορτα χάσκει ορθάνοιχτη στο πλάι. Κοιτάζω μέσα από ένα παράθυρο με ανοιχτά παντζούρια που παραδέρνουν, βλέπω το κλιμακοστάσιο που ανεβαίνει επάνω, μα- τί περίεργο- κι εκεί βρέχει, διακρίνω τις χοντρές στάλες να σκάζουν στις σκάλες. Γιατί να βρέχει μέσα στο σπίτι; Να μπούμε; Θα έχει ρεύμα; Θα είναι επικίνδυνο; Μπαίνουμε όμως, τί άλλο να κάνουμε, και να που βρεθήκαμε στον επάνω όροφο, και- ω του θαύματος, έχει και ρεύμα, έχει φως. Πριν προλάβουμε όμως να χαλαρώσουμε λίγο ακούγεται θόρυβος, κι εμφανίζεται ένας παπάς με μάλλινα σώβρακα και με δίκαννο, ήρεμα Πάτερ, εγώ είμαι, πώς το ξέχασα πως μένετε κι εσείς εδώ, δλδ δεν το ήξερα καν, αλλά ξαφνικά φαίνεται τόσο λογικό, σάς έχει παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο ισόγειο ο Μπαμπάς, έπρεπε να ειδοποιήσω, οκ, κατεβάστε τώρα το δίκαννο. Εντάξει, πάει κι αυτό, μα τί να κάνει το Φιλάκι, κάπου θα κρύφτηκε, θα τά 'χει παίξει, και με το δίκιο της, μα νά ‘σου νέα φασαρία στις σκάλες. Ένα πολύχρωμο πλήθος με τα γιορτινά του ανεβαίνει τη φαρδιά σκάλα, σαν καλεσμένοι από βαφτίσια είναι, που πάνε για το τραπέζι, μετά την τελετή. Στοοοοοοοοπ!!!! Πού πάτε; Ποιος σάς έδωσε την άδεια να κάνετε το γλέντι στο δικό μου το σπίτι; Ναι, είμαι ο γιός του ιδιοκτήτη. Στοοοοοοπ!!!! Δεν περνάτε! Δεν με νοιάζει που το έχετε κανονίσει. Ας ρωτούσατε. Κοίτα ρε φίλε μου κάτι άνθρωποι. Τους εμπιστεύεσαι τα κλειδιά κι εκείνοι μπαίνουν κι αλωνίζουν όποτε και όπως γουστάρουν. Στόοοοοοπ είπα!!! Επιτέλους, έφυγαν.

Πού να είναι το Φιλάκι; Θα έφριξε η καημένη, με όλα αυτά. Είχαμε που είχαμε καιρό να βρεθούμε, ποιος θα περίμενε πως θα συναντούσαμε και τόση περιπέτεια. Μα όχι, να τη, στο αποκεί δωμάτιο, ήρεμη φαίνεται, γδύνεται κιόλας, φοράει εκείνες τις μαύρες κάλτσες ως το μηρό, που κάνουν τόσο έντονη αντίθεση με το λευκό της δέρμα, και με τρελλαίνουν. Ορμάω και την αγκαλιάζω ολόκληρη, και την φιλάω παντού, έτσι στο όρθιο. Της χουφτώνω τα μπούτια. Είμαστε ξαπλωμένοι και κάνουμε έρωτα. «Αχ, αυτό το μουνάκι», λέω. «Τί;», μού λέει απαλά, με τη γλυκιά, αισθησιακή παιχνιδιάρικη φωνή της. «Πόσο μού έλειψε!», απαντάω. «Αχ, αυτά τα μπουτάκια»- είν’ απαλά, ζεστά, σφριγηλά, όπως τότε. Έτσι όπως είμαστε ενωμένοι σε συνουσία, σε υπέρτατη Ένωση, σε Μέθεξη στο Θείο, ξαπλώνω μαλακά προς τα πίσω, και… ξυπνάω.

Με ταχυπαλμία, πάνω στο όνειρο, πάνω στο άδειο μου κρεβάτι, στο άδειο μου δωμάτιο, στο άδειο μου σπίτι, που σε λίγο δεν θα υπάρχει πια, ούτε κι αυτό.

Αργώ πολύ να συνέλθω...

μ




photo by Jan Saudek @ saudek.com


26 Οκτ 2011

Η Με Τ α κΟ Μ ι δΗ



Ήρθε, λοιπόν, το φορτηγό. Σε τούτο εδώ το χώρο
πού αποκαλούσες τόσα χρόνια "σπίτι", άλλοι πια θα κατοικούν.
Κι εσύ, ανέστιος, αναίτιος, κι αζήτητος- το βιός σου όλο κι όλο
ένα ψυγείο, ένα πιάνο, δύο γάτες, πεντέξι ράφια με βιβλία
κι ένα τσουβάλι αναμνήσεις- ασήκωτες, μα πώς
να τις αφήσεις


μ




photo by Jan Saudek- "David, Lonely Forever"

24 Οκτ 2011

Ξ η Μ έ Ρ ω Μ α Στ Η Σ α Λ οΝί Κ η





"Δεν είμαστε πάντα αυτό που φαινόμαστε, 
και σπάνια είμαστε αυτό που ονειρευόμαστε-
διάβασα όμως, ή τ' άκουσα σ'ένα τραγούδι,
πως οι μονόκεροι, τότε που ο χρόνος ήταν παιδί,
μπορούσαν να ξεχωρίσουν τη διαφορά
ανάμεσα στην ψεύτικη λάμψη και την αληθινή,
ανάμεσα στο γέλιο της καρδιάς,
και στων χειλιών την σύσπαση"

Peter S. Beagle, "The Last Unicorn"
φωτογραφία δική μου

21 Οκτ 2011

Θά Λ α ΣΣ α Ο κτ ώ Β Ρ η



Θά Λ α ΣΣ α Ο κτ ώ Β Ρ η

Δεν είναι σαν τη Θάλασσα του Ιούλη, λεία. Δεν είναι σαν τη Θάλασσα του Αυγούστου, εύκολη. Δεν είναι σαν τη Θάλασσα του Σεπτέμβρη, απαθής. Δεν είναι για όλους.

Η Θάλασσα του Οκτώβρη είναι ταραγμένη, αφρισμένη, αφηνιασμένη. Η Θάλασσα του Οκτώβρη είναι ζωντανή. Η Θάλασσα του Οκτώβρη είναι για Λίγους.

Μοιάζει απόμακρη, παγωμένη, μα είναι ζεστή και παθιασμένη. Σε περιμένει να την κολυμπήσεις. Σε περιμένει να τής κάνεις έρωτα. Αρκεί να το τολμήσεις.

Θα σ’ αποτρέψει η έρημη παραλία, με τα γυαλόξυλα και τα φύκια. Θα σε τρομάξουν οι πρώτες σταγόνες της βροχής. Θα σ’ εμποδίσει ο παγερός, ζηλιάρης Άνεμος.

Αν όμως τολμήσεις να γυμνωθείς και να βουτήξεις, η Θάλασσα του Οκτώβρη θα σε τυλίξει στα σμαραγδένια της κύματα, και θα σ’ ανταμείψει με χίλια χάδια, με χίλια φιλιά, με χίλιους σμαραγδένιους οργασμούς.

Θα τολμήσεις;


μ

19 Οκτ 2011

I Gi A R D i N i D i E D e M



I'll meet you in the Gardens of Eden
I'll give you my Love
You' ll give me a reason 
To Live


μ

photo by intao


14 Οκτ 2011

T ο Δ έ Ν Τ Ρ Ο



Το Δέντρο αυτό που φύτεψες, χέρι ευγενικό
έν' άλλο χέρι θα το κάψει, θα το κόψει, θα το ξεριζώσει
έν' άλλο χέρι άπληστο, ανίδεο, χυδαίο,
τραγικό


μ

Εικόνα: Gustav Klimt, "Tο Δέντρο Της Ζωής"

13 Οκτ 2011

oN AVAiT ANNONCé DeS ORaGES POuR LA NUiT



Αν ξέρεις για τον Κεραυνό, πες μου κι εμένα
θα πέσει εδώ, λίγο πιο κει;
ποιός θα χαθεί, ποιός θα σωθεί,
ποιός θ' απομείνει, να χαρεί
τη Νέα Μέρα;


Μόλις πέρασα το Επταπύργιο, με το ποδήλατο, τριγύρω κεραυνοί, οι πρώτες στάλες στον περιφερειακό, με γύρισαν πίσω (πήγαινα για Φιλίππειο)- κι όλο και πύκνωναν, ώσπου έγιναν καρέκλες στην Ολυμπιάδος, για να... σβήσουν στο κέντρο.... 

παράξενος ο καιρός, παράξενα όλα...

C A L L M E I S M A E L



..."κάθε φορά που νιώθω την πίκρα να μαζεύεται στο στόμα μου. Κάθε που μπαίνει ένας υγρός, βροχερός Νοέμβρης στην ψυχή μου. Κάθε φορά που πιάνω τον εαυτό μου να κοντοστέκεται ασυναίσθητα μπροστά στα γραφεία κηδειών, και ν' ακολουθεί πίσω-πίσω κάθε κηδεία που συναντά. [...] Τότε, λέω πως είναι καιρός να πάρω τις θάλασσες το ταχύτερο. Αυτό είναι το υποκατάστατό μου στο πιστόλι και στη σφαίρα. [...] Δεν είναι παράξενο. Αν μόνο το ήξεραν, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι, σε κάποιο βαθμό, κάποια στιγμή, θα μοιράζονταν μαζί μου τα ίδια συναισθήματα για τον ωκεανό."

Whenever I find myself growing grim about the mouth; whenever it is a damp, drizzly November in my soul; whenever I find myself involuntarily pausing before coffin warehouses, and bringing up the rear of every funeral I meet; [...] then, I account it high time to get to sea as soon as I can. This is my substitute for pistol and ball. [...] There is nothing surprising in this. If they but knew it, almost all men in their degree, some time or other, cherish very nearly the same feelings towards the ocean with me."

Herman Melville, "Moby Dick" ot "The Whale" - κεφ. !

10 Οκτ 2011

Ο Ν Ει Ρ Ο Κ Υ Ν Η Γό Σ

Ο   Ν Ει Ρ Ο Κ Υ Ν Η Γό Σ

Ώστε κυνηγάς Όνειρα, λοιπόν. Τα κυνηγάς για να τα αιχμαλωτίσεις, να τα εξημερώσεις, να τα κλείσεις σ’ ένα κλουβί, να σου κελαηδούν κάθε πρωί, να τρίβονται στα πόδια σου σα χορτάτα γατιά, να σού κουνάν την ουρά σαν σαλιάρικα σκυλάκια; Ή μήπως για να τα βαλσαμώσεις και να τα κρεμάσεις στον τοίχο, πάνω στο ράφι, δίπλα στο τζάκι; Ή, ακόμα χειρότερα, έχεις σκοπό αφού τα σκοτώσεις, να τα γδάρεις, να τα τεμαχίσεις, και να τα καταβροχθίσεις; Ή - τί φρίκη- να τα πουλήσεις στο Παζάρι; Ή μήπως, τρισχειρότερα κι αλίμονο, ελεεινέ, τα κυνηγάς για την «χαρά του κυνηγιού» και μόνον;

Δεν κυνηγιούνται ρε "φίλε" τα Όνειρα.

Ζιούνται. ΕΛΕύΘΕΡΑ.

7 Οκτ 2011

ΙV: Θ ά ΝΑ Τ Ο Σ Α Π ό Ν ε Ρό





..."ορίστε, είπε,
η κάρτα σου: Ο πνιγμένος ναύτης
απ' τη Φοινίκη- τούτες οι πέρλες
ήταν τα μάτια του".


Ο Φλεβάς ο Φοίνικας, βδομάδες πεθαμένος,
Λησμόνησε τo κρώξιμο των γλάρων, και το φούσκωμα του βαθιού πελάγου
Και το κέρδος και τη ζημιά.
Κάτω απ’ τη Θάλασσα ένα ρεύμα
Πήρε τα οστά του ψιθυρίζοντας. Και όπως σκαμπανέβαζε
Περνά τα στάδια των γερατειών του και της νιότης του
Και μπαίνει στη ρουφήχτρα.
Ω Εθνικέ ή Εβραίε
Σύ που γυρίζεις το τιμόνι και κοιτάς προς τον αγέρα,
Στοχάσου το Φλεβά, που ήταν κάποτε ψηλός κι ωραίος
σαν εσένα.


Τ.Σ.Έλιοτ, "Η Έρημη Χώρα"
Δ' Θάνατος Από Πνιγμό
μετάφραση Γιώργου Σεφέρη
με διορθώσεις και τροποποιήσεις

Ο Κ ύ Κ Λ ΟΣ


Ο Κύκλος είναι Στρογγυλός, εξ'ορισμού- φυτρώνει
από Έρωτα, στο Τίποτα, και σβήνει
στον Άδη

Ο Κύκλος είναι Φωτεινός, εξ'ορισμού- τριγύρω
Σκοτάδι

μ


μ

6 Οκτ 2011

Η Κ Α Τά ΡΡ Ε υ Σι Σ τΟ υ Εσώ Τ εΡ Ι Κ Ού Με Τώ Π Ο Υ



Α, Κύριε Κ.Κ. ! Όσο λείπατε,
ήρθανε κάτι Βάρβαροι- τους περιμένατε, θαρρώ
καιρό πολύ- μπήκανε μες στην Πόλη
ρημάξανε τα πάντα, κι ό, τι απέμεινε
το ξεπουλήσαν. Όχι, τελικά δεν ήταν λύσις.
Καλά το είχατε σκεφτεί, πως λύσις
δεν υπήρχε.

μ

5 Οκτ 2011

Ο Κ Τ ώ Β ΡΗ Σ


Οκτώβρης, κι εγώ- πρωτοετάκι, στην Καμάρα- σε περιμένω
Οκτώβρης- μ' ένα τριαντάφυλλο

Οκτώβρης πάλι- και το τριαντάφυλλο πατημένο, σπασμένο-
Οκτώβρης- άργησα, έχεις φύγει

Οκτώβρης και πάλι Οκτώβρης, κι άλλος, κι ακόμα ένας-
κι ακόμα σε-
περιμένω

μ

3 Οκτ 2011

T O Y Φ Ε Κ ί Ζ Ο Ν Τ Α Σ Κ ά Ρ Γ Ι Ε Σ



Μα τί θέλουν επιτέλους όλες αυτές οι κάργιες γύρω τριγύρω; Περιφέρουν την μαυρίλα τους στα πάρκα μας, στις πλατείες μας, στους δρόμους μας, στις αυλές μας, ακόμα και μέσα στα σπίτια μας- τσιμπολογούν τα ψίχουλά μας, ανακατεύουν τα σκουπίδια μας, υφαρπάζουν το υστέρημά μας, σκυλεύουν τους νεκρούς μας- κι όλο και πολλαπλασιάζονται, κι όλο και πληθαίνουν, κι όλο και πλημμυρίζουν τον τόπο- κατάμαυρα σμάρια τα δειλινά, όλο και πιο πυκνά, σκοτεινιάζουν τον Ουρανό, καθώς, κρώζοντας φρικτά, επιστρέφουν στις άθλιες φωλιές τους. 


Και καλά τόσον καιρό που είχαμε, και καλά τόσον καιρό που αντέχαμε, και καλά τόσον καιρό που μπορούσαμε, τις ανεχόμασταν. Tώρα, όμως; Τώρα, που σήμανε το Τέλος; Βρε ξούτ! Βρε ούστ, βρε άιντε από δω, μαύρα πουλιά της δυστυχίας!

ΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΚΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΡΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑάάάάάάάάάάάάάάάάάάάάάάάάά΄΄αάάάάάά΄΄αά΄΄α΄΄αά΄΄α΄΄αά

Κρώζετε χλευάζοντάς με, γιατί ξέρετε πως είμαι άοπλος. Νά 'χα ένα ντουφέκι, και σάς έλεγα γώ… Να μάθετε να μού λέτε εμένα:... 


...«θ’ αυξανόμαστε και θα πληθαίνουμε,
θα δυναμώνουμε, και θα παχαίνουμε,
όσο τριγύρω μας θ’ αυξάνουν 
τα ψοφίμια»


μ