2 Μαΐ 2011

ΣτουΣ ΚήΠΟυΣ Του ΠαΣά


Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα Κάστρο δίπλα στη Θάλασσα, ζούσε ένας ερωτευμένος Πασάς. Κι έφτιαξε, για χάρη της Αγαπημένης του, μόλις έξω από τα τείχη, στους λόφους που αγνάντευαν το Λιμάνι, κάτι παραμυθένιους Κήπους. Κι έβαλε, λέει, στο κέντρο τους, ένα παράξενο πέτρινο συντριβάνι, σαν ξερονήσι μέσα στο πράσινο, σαν γλυπτό βράχο του πελάγου, με γύρω γύρω πέτρινα παρτέρια, γεμάτα πολύχρωμα λουλούδια.

Μετά έγιναν πράγματα και κλάματα και συμφορές και θαύματα- άνθρωποι χάθηκαν, άνθρωποι έφυγαν, άλλοι ήρθαν, πέρασαν μπόρες και χαμοί και δύσκολοι καιροί- ο Πασάς πήρε πόδι, γι’ άλλες θάλασσες, μαύρες- οι Κήποι του ρήμαξαν, το συντριβάνι του ξεράθηκε, τα λουλούδια στα παρτέρια μαράθηκαν, την άνοιξη μόνο φύτρωναν κάτι αγριόχορτα- ακόμα και η Θάλασσα στον ορίζοντα σιγά σιγά έπαψε να θαλλασίζει, άδειασε από βαρκούλες και παιδιά, και γέμισε σκουπίδια, και βρωμερή πορτοκαλιά γλύτσα… Κανείς δε θυμάται πιά ούτε τον πασά, ούτε την αγαπημένη του- μόνο κάτι Παράξενοι κυκλοφορούν τις Νύχτες, ψάχνοντας στα ερείπια Δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά, και Μυστικά που δεν υπάρχουν. Μα την Άνοιξη, στα παγκάκια γύρω από το ρημαγμένο συντριβάνι, τα ζευγαράκια εξακολουθούν να φιλιούνται, κι ας χέζουν τριγύρω οι δεσποζόμενοι σκύλοι το χορτάρι, υπό τα περήφανα βλέμματα των ανθρώπινων γονιών τους.

Μα πες μου, ομορφιά μου, τί ν'απέγινε η αγαπημένη του Πασά; Κι εσύ, ποια άραγε νά 'σαι; Μην είσαι σύ Εκείνη;


Κι αν είσαι εσύ, πώς να σ’ αναγνωρίσω... Κι αν είσαι εσύ, πώς να σ’ αγαπήσω, που ψωνίζεις στο ίδιο φτηνομάρκετ με μένα, γατοτροφές που δεν τις τρώνε ούτε τ’ αδέσποτα; Σου πιάνω κουβέντα, για γάτες και για γατοτροφές, α, ώστε την κόκκινη την τρώνε, σού χαμογελώ, μού χαμογελάς, σού συστήνομαι, μύ συστήνεσαι, μα δε θα ζητήσω το τηλέφωνό σου, κι ας διαισθάνομαι την αμοιβαία έλξη, ομορφιά μου-, στο λέω, αποκλείεται να πάμε κάπου μαζί, είμαστε καταδικασμένοι από την αρχή- γιατί, για σκέψου, λέει, να γινόσουν η Αγαπημένη μου, και να γινόμουν ο Πασάς σου, και να ονειρευόμασταν, λέει, να χτίσουμε μαζί τους Κήπους μας, γεμάτους γατιά και παιδιά, πού θα βρίσκαμε Χώρο, σε τούτον το στενό Τόπο, σκέψου, λέει, να γινόσουν η Αγαπημένη μου, και να μού ζητούσες ένα Συντριβάνι, πού θα 'βρισκα Νερό, σ' αυτά τα ξερά τα Χρόνια, σκέψου να μάς ρωτούσαν πού γνωριστήκαμε, τί θα τους λέγαμε;

«Στο Lidl της Ολυμπιάδος;» …



Δεν υπάρχουν σχόλια: