«Σαν Κάτι Που ΤελειώΝει»
Η Τζίνα είναι μια σκύλα, μαύρη, γριά, χοντρή και κακιά. Τριγυρίζει γύρω από την Αρχαία Αγορά κι έχει άγρια όψη και τη φοβούνται τα παιδιά, μα αν την φωνάξεις με τ’ όνομά της, σηκώνει ναζιάρικα το κεφαλάκι της, σε κοιτάζει γλυκά στα μάτια, και σού κουνάει την ουρά
«αν ήξερες τις νύχτες μου ποιό ρεύμα τις χτυπάει
θα μ’ έπαιρνες στα χέρια σου σαν κάτι που σκορπάει»
Στο πάνω φανάρι της Εγνατίας είναι από πάντα οι Γεωργιανές με τα λαθραία τσιγάρα. Στην αρχή προσπαθούσαν να σού τα πουλήσουν κάθε φορά που περνούσες, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Μετά σ’ έμαθαν και δεν έκαναν πια τον κόπο
«τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου
μοιάζει γυναίκα κουρασμένη απ’ το δρόμο»
Στην Πλατεία Αριστοτέλους τριγυρνούν τρία τσιγγανάκια, δυό κοριτσάκια και τώρα τελευταία κι ένα αγοράκι. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι σού ‘χε πει κάποτε πως το λένε Μαρία (πάνω από πέντε χρόνια πριν, πώς μεγάλωσε στο μεταξύ…). Όλη μέρα τριγυρνούν, πάνω κάτω στην Πλατεία, προσπαθώντας να πουλήσουν στους θαμώνες των καφέ χαρτομάντηλα το πρωί, τριαντάφυλλα το βράδυ. Αν τα ρωτήσεις γιατί δεν είναι στο Σχολείο θα σού πουν ψέμματα πως τάχα σχόλασαν. Τον πρώτο καιρό είχες πάρει την Αστυνομία κάνα-δυό φορές, δεν έγινε τίποτα. Μετά εντόπισες και τη μάνα τους, ένα θεόχοντρο ζώον, που έρχεται και τα μαζεύει κάθε δειλινό, κι ανηφορίζουν όλοι μαζί προς την Άνω Πόλη
«Σάββατο κι απόβραδο, και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς»
Λίγο πριν χωρίσουν οι γονείς σου, θα ‘σουν δε θά ‘σουν δέκα χρονών, περάσατε από την Αριστοτέλους με το αυτοκίνητο και ρώτησες το μπαμπά αν αυτή ήταν η Αριστοτέλους του τραγουδιού- σού απάντησε περήφανα πως και βέβαια ήταν, μα εσύ το’ξερες πως δεν ήταν, και τό ξερες πως τό ‘ξερε κι εκείνος πως δεν ήταν- μετά έφυγε και δεν είχε πια σημασία
«νά 'χα τη δύναμη τα βράχια να κυλήσω
να μην αφήσω δρόμο για το χωρισμό»
Στο παλιό Γκαίτε, είναι ακόμα το Πάρα Πολύ, χρόνια κλειστό- έρημη η όμορφη βεράντα, που την αγαπούσε πάρα πολύ η Κατερίνα, και που είχες πάει κάποτε ραντεβού την Φένια- φορούσε κοντό φουστάκι και τη χάιδευες κρυφά. Από πάνω είναι το Φροντιστήριο του Αποστόλη, του καλού σου φίλου, πόσες και πόσες φορές δεν έχετε κάνει ατέλειωτες, ολονύκτιες συζητήσεις, μά από τότε που γεννήθηκε η Κατερινούλα αραιώσατε πολύ, κι όταν γεννήθηκε κι ο Ορέστης χαθήκατε πια τελείως. Ακόμα πιό πάνω είναι το σπίτι του Κυριακίδη του φωτογράφου, είναι πολύ γέρος μα ζει ακόμα, αλλά δεν τον χωνεύεις, από τότε που τον έπιασες στα πράσα να σού κατουρά το αυτοκίνητο, κάποτε, στην ακτή Αριστοτέλη, πριν την Άθυτο-ευτυχώς όχι τη φορά που πήγατε με τη Μυρτώ στη Μυστική Παραλία
«με το ίδιο βήμα θα γυρίσω
εκείνο που έφτανα συχνά
στην πόλη αυτή, που τώρα ξανά
πάω πίσω, πουθενά»
Κοντά στην Παραλία μένει ο Τάσος, είναι γλυκατζής και του αρέσει να κάθεται στο Παρφέ με τα Σερραϊκά γλυκά, που τα εξαφανίζει στο πι και φι, κι όλο προλαβαίνει και πιάνει την καλή θέση με τη θέα στην περατζάδα. Απέναντι μένει ο Κριστιάν ο Γάλλος, που θα μείνει τελικά άλλον ένα χρόνο, κι από το τεράστιο μπαλκόνι του νομίζεις πως μπορείς να κάνεις ένα σάλτο και να σκαρφαλώσεις στο Λευκό Πύργο. Ακριβώς απέναντι στην προκυμαία δεν ήταν που φιλιόσουν κάποτε παθιασμένα με το Φιλάκι (πόσο ερωτευμένοι ήσασταν), και φρενάρισε ένας παππούς στη μέση του δρόμου κι ωρύονταν να πάτε σε κανένα ξενοδοχείο;
«χαρά σ' αυτόν που τώρα σ' αγαπά
χαράζει και σ' αγγίζει στα μαλλιά»
Μπροστά το Αριστοτέλειο συνάντησες τον Όνειρο, κάποτε κατεβήκατε μαζί στην Αθήνα γιατί είχε γενέθλια το Χνουδάκι και σας φιλοξένησε η Μαρίνα η Ροδιά- τώρα έχετε χαθεί και δε θα στη χαρίσει, θα στο πει πως από την τελευταία φορά που σε είδε έγινες διπλάσιος. Λίγο πιο πάνω έμενε κάποτε, προ Χριστού, η Κατερίνα η κτηνίατρος, με τις δυό της όμορφες συγκατοίκους- ωραία οικοδομή, για δες, νοικιάζεται κι ένα διαμέρισμα, θα ‘ναι πανάκριβο, λες να ‘ναι εκείνο "της Κατερίνας"; Θα χωρίσετε με τον Όνειρο απέναντι από το Βρεττανικό Συμβούλιο όπου πήρες το λόουερ δώδεκα χρονών- μπροστά στο όμορφο βιβλιοπωλείο του Γιώργου, που σε μια παλιά Έκθεση Βιβλίου σού είχε χαρίσει την ποιητική του συλλογή, τότε που ακόμα πουλούσε βιβλία στον πάγκο Αριστοτέλους και Εγνατία, τώρα έγινε ο ίδιος βιβλιοπώλης κι εκδότης- μπήκες να πεις ένα γειά μα έλειπε
«οι παλιοί μας φίλοι- μην το πεις
για πάντα φύγαν»
Ανεβαίνοντας το Ναυαρίνο, δεξιά στο στενό, να και το κάποτε "φοιτητικό φροντιστήριο" του Λουκά Καρούλα, το στέκι των στουρναριών και των μεταγραφών- μα τώρα γράφει «Ισπανικά-Ιταλικά», να εξαντλήθηκε άραγε το νταμάρι, ή ο Καρούλας; Λίγο πιο πάνω διαγώνια η αιώνια κρεπερί, που σού 'μαθε η Έλλη, και την προτιμούσες στα πρώτα Έτη, όταν έμενες στο Τουρκικό Προξενείο- μετά άνοιξε το Φαγκότο στη Ροτόντα, που μετά έκλεισε, ξανάνοιξε... Τώρα προτιμάς το Χρυσό, γωνία με Πρίγκηπος Νικολάου, Ξανθιώτικη αλυσίδα που την ανακάλυψες ένα βροχερό βράδυ στην Κομοτηνή- αλήθεια υπάρχουν ακόμα άνθρωποι να την λένε έτσι την Αλεξάνδρου Σβώλου, προδίδεσαι φίλε, προδίδεις την εποχή σου- μα ούτε στην εποχή μου την έλεγαν έτσι, από την μητέρα μου το άκουσα, ήταν εδώ κάποτε φοιτήτρια κι αυτή
«γυρίζει ο νους, καμμιά φορά
στα χρόνια τα φοιτητικά
στη Σαλονίκη»
Περνάς ανάμεσα στην Αγία Σοφία και το Θέατρο Εγνατία- την Κατσαρίδα την είδες μόνος, μα ο Μαντ ο Κυριακίδης ήξερε τους ηθοποιούς και ζήλεψες, τον Μαρξ στο Σόχο με ποιόν τον είδες δε θυμάσαι, Πάντως τη μαλακία τον δήθεν Σαίξπηρ την είδες με την Όλια. Απέναντι ο Τερκενλής ο Γ’, τι ήταν άραγε πριν γίνει Τερκενλής Γ', δε θυμάσαι- στρίβεις από την Καρόλου Ντηλ και ανεβαίνεις, στο βάθος το καφέ του Κώστα, La Place, μαζευόσασταν κάποτε εκεί τις Πέμπτες, τους έπαιζες ακκορντεόν και τραγουδούσαν- τι νά ‘γινε άραγε κι εκείνη η παρέα
«στη γειτονιά μου την παλιά ήμουν ο φίλος
που ήξερε και έπαιζε ακκορντεόν»
Η Ελένη είναι μια λεπτή μεσήλικη με μακριά ολόισια καστανά μαλλιά, τριγυρνά στο πάρκο της Χαλκέων μ’ ένα κουτί μπύρα στο χέρι, μοιάζει με γεροφρικιό, μιλάει μόνη της και τά ‘χει χαμένα, μα αν σε δει να ζορίζεσαι με το ποδήλατο θα σού κρατήσει την πόρτα για να σε βοηθήσει, κι αν της συστηθείς θα σού δώσει το χέρι, θα σού χαμογελάσει και θα σού πει «χάρηκα, Μίλτο»- την αφήνεις ευχαριστημένη και πας για το σπίτι- μόλις το είδες θέλησες να το καπαρώσεις, μα ο Τσακίρης δεν στο νοίκιαζε χωρίς συστάσεις, πέρασαν ήδη δέκα χρόνια από τότε, τότε που επέστρεψες σ’ αυτήν την πόλη, σ’ αυτήν την χώρα, που τώρα σε διώχνει…
«είναι το Σάββατο χλωμό, πολύ χλωμό
σαν κάτι που πεθαίνει»
Πάρκαρες το –πέμπτο- ποδήλατο στο υπόγειο, το κλείδωσες, όπως τόσες χιλιάδες φορές, μπήκες στο σπίτι, και ξεφορτώνεις στην φωτεινή οθόνη ό,τι σού βαραίνει την ψυχή- στο σπίτι με την ανοιχτή θέα στην Αρχαία Αγορά, που στην αρχή ήταν κρυμμένη από πανύψηλα δέντρα, κόντεψες να φας ξύλο από τους εργάτες όταν τα έκοψαν, και ποτέ δε συνήθισες τη «νέα» θέα από το σπίτι σου- που δεν ξέρεις για πόσο ακόμα θά 'ναι σπίτι «σου»…
μ