31 Μαΐ 2011

ΑΝΑΖΗΤώΝΤΑΣ Τη ΧΑΜέΝΗ ΜαΣ ΑΞΙΟΠΡέΠΕΙΑ


Μόλις γύρισα από το Λευκό Πύργο και την Έβδομη Συνέλευση των «Αγανακτισμένων». Δεν πρόλαβα να μιλήσω, αν και το θελα, γιατί ο καθένας που έπαιρνε το λόγο μακρηγορούσε όσο ήθελε. Να τι θα έλεγα αν μιλούσα:

Ομολογώ πως στην αρχή ήμουν πολύ επιφυλακτικός απέναντι σε αυτό το κίνημα των ετερόκλητων ανθρώπων με κοινή σημαία την «αγανάκτηση», που σημαίνει ετυμολογικά «το να κυριαρχείσαι από την υπερβολή»


Οι επιφυλάξεις μου αυτές δικαιώθηκαν εν μέρει, γιατί άκουσα, όλες αυτές τις μέρες, πολλές φωνές, πολλές κραυγές, πολλές υπερβολές, αμέτρητες στερεοτυπίες, ατέλειωτες πολυλογίες, αλλά πολύ λίγες ουσιαστικές προτάσεις. Η όλη υπόθεση θυμίζει γενική συνέλευση Λυκείου, και όχι μια σοβαρή προσπάθεια να σωθεί η Χώρα από την πλήρη διάλυση. Κι όπως κανένα Δεκαπενταμελές δεν έσωσε τα Λύκεια, και καμμιά φοιτητική παράταξη δεν έσωσε τα Πανεπιστήμια, έτσι και η γενική Συνέλευση των Αγανακτισμένων Πολιτών δεν πρόκειται να σώσει την Ελλάδα, σε μια συγκυρία, που, ας μη γελιόμαστε, είναι πιό κρίσιμη κι από κρίσιμη.

Αυτό που ζούμε όμως μια βδομάδα τώρα είναι εντελώς πρωτόγνωρο και εξαιρετικά ελπιδοφόρο. Ο κόσμος κατεβαίνει κάθε βράδυ μαζικά και ειρηνικά στις συγκεντρώσεις, ακούει προσεκτικά τους ομιλητές, συζητάει, παίρνει το λόγο, κάνει προτάσεις, ψηφίζει.

Δεν ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως εκείνο που μάς λείπει είναι (απλά) 110 ή άλλα 50 ή δεν-ξέρω-πόσα δισεκατομμύρια. Εκείνο που μάς λείπει, δεκαετίες τώρα, είναι ο ΑΛΛΗΛΟΣΕΒΑΣΜΟΣ και η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ. Γιατί η ΗΘΙΚΗ χρεωκοπία προηγήθηκε της οικονομικής. Δεν ανήκω ούτε σ’ εκείνους που πιστεύουν ότι φταίνε κάποιοι άλλοι για την κατάντια μας. Αν δεν τα φάγαμε μαζί, μαζί τους επιτρέψαμε να τα φάνε, με τις πράξεις μας και με τις παραλείψεις μας: είμαι σίγουρος οι περισσότεροι από εμάς που κατεβαίνουμε στις Συγκεντρώσεις δεν ανήκουμε στα αμαρτωλά ή έστω αφελή ερίφια που γέμιζαν μέχρι πολύ πρόσφατα τις πλατείες, στα προεκλογικά πανηγύρια του Πασόκ και της ΝΔ και των παραρτημάτων τους. Πάρα πολλοί όμως από εμάς ανήκουν στο λεγόμενο «πρώτο κόμμα της ΑΠΟΧΗΣ». Και είναι πάρα πολύ καλό που οι άνθρωποι αυτοί ενεργοποιήθηκαν πολιτικά, έστω και τόσο αργά, έστω και λόγω της «αγανάκτησης» μπροστά στο αδιέξοδο. Πρέπει όμως γρήγορα να περάσουμε στο επόμενο στάδιο, εκείνο της ΔΡΑΣΗΣ. Και η οποιαδήποτε δράση δεν μπορεί παρά να γίνει με σύνθημα και άξονα την ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, και φυσικά μέσα στα πλαίσια της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, με όπλο την ΨΗΦΟ ΜΑΣ. Γιατί μόνο αυτό το όπλο  διαθέτουμε, και είναι και παντοδύναμο, αν χρησιμοποιηθεί σωστά. Άλλη λύση δεν υπάρχει, εκτός αν έχει κανείς σκοπό να πάρει τα τουφέκια και να καταλάβει τα Θερινά Ανάκτορα (στο όνομα τίνος;)

Ας προχωρήσουμε λοιπόν ένα βήμα παραπέρα. Μετά την αγανάκτηση, ας προτάξουμε την ΑΞΙΟΠΡέΠΕΙά μας απέναντι στα πάντοδύναμά όπλα τους. Με τη μορφή ενός πολιτικού κινήματος- κόμματος Αρχών. Μαζί τους επιτρέψαμε να τα φάνε, μαζί θα τους διώξουμε. Ζήτω το Κόμμα Αξιοπρέπειας!


μ

30 Μαΐ 2011


Τίποτα δεν αξίζει το δηλητήριο που σταλάζει
από τα μάτια σου, από τα πράσινά σου μάτια
λίμνες, που καθρεφτίζεται ανάστροφα η ψυχή , και τρεμουλιάζει
κι έρχονται τα αμέτρητα όνειρά μου
να ξεδιψάσουνε, σε κόλπους τους πικρούς


Charles Baudelaire
μετάφραση: Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης- Θαλασσινός


29 Μαΐ 2011

ΤηΣ ΑϋΠΝίΑΣ και ΤηΣ ΑΓΡύΠΝΙΑΣ



Σού φύλαγα νησιώτικο παστέλι με λεμόνι
πολλοί στεκόταν πλάι σου μα ήσουν πάντα μόνη

Πόθησα στο κατώφλι σου να σπάσω ένα ρόδι
κι ήταν η τιμωρία μου που μού'φαγες το πόδι

Ύστερα πάλι άλλαξες κι έγινες δεκανίκι
αλλά για μένα τον φτωχό ήταν βαρύ το νοίκι


μ

28 Μαΐ 2011

όΤΑΝ ΚΛΑίΕΙ έΝΑΣ άΝΤΡΑΣ


Όταν κλαίει ένας άντρας να μην του μιλάς
Μια γυναίκα ίσως φταίει
Κάποια Μοίρα που τον καίει
Του πικρού χαμού


Όταν κλαίει ένας άντρας δε ζητά συμπόνια
Κλαίει για τον άνθρωπό του
Για τον μαύρο εαυτό του
Τα χαμένα χρόνια

Όταν κλαίει ένας άντρας θέλει να κρυφτεί
Τις πληγές του για να γλύψει
μήπως και σωθεί

Άστον στο παράπονό του
Στον καημό του μοναχό του
Όταν ένας άντρας κλαίει
Να κοιτάς αλλού

μ

"...και πού να πάααααααααωωωωωω...

...που είσαι όλη μου η ζωή...."

27 Μαΐ 2011

ΜΝΗΜόΣΥΝΟ ή ΘάΝΑΤΟΣ


Αυτό που δεν κατάλαβε κανείς από τους υπέρμαχους "του Μνημονίου" είναι πως δε διαφωνούμε με το Μνημόνιο σαν αρχή, τουλάχιστον όχι εγώ. Διαφωνούμε ΜΕ ΤΟ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟ μνημόνιο και με τον τρόπο που μαγειρεύτηκε, λόγω του οποίου ζούμε εδώ και πάνω από χρόνο σε μια διάχυτη δυστυχία, ανεργία, ύφεση, διαφωνούμε με τους εξευτελιστικούς του όρους με τους οποίους ξεπουλιούνται τα πάντα, και κυρίως, διαφωνούμε ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΟΥ, που είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μάς έφτασαν στη Χρεωκοπία. 

Υπάρχουν τεράστια ερωτηματικά- σχετικά με την καλλιέργεια κλίματος "Τιτανικού", σχετικά με τον χαμένο χρόνο, σχετικά με τα τεράστια προεκλογικά ψέμματα του ΓΑΠ. Τεράστια αναπάντητα ερωτηματικά, που μάς οδήγησαν στο αίσχος που λέγεται Μνημόνιο ένα, και τώρα στο Μνημόνιο 2 ή στην επαίσχυντη χρεωκοπία.

ΑΣ ξανΑΡΧίΣΟΥΜΕ ΑΠό ΤΟ ***Α***: ΑΞΙΟΠΡέΠΕΙΑ!


Όταν το παιδί σου θα σε κοιτάξει στα μάτια και θα σε ρωτήσει "και γιατί δεν έκανες τίποτα;", θα τού απαντήσεις ίσως "ήταν πολύ αργά", ή "ήμασταν πολύ λίγοι", και θά 'χεις - πιθανότατα- δίκιο, αλλά... θα μπορέσεις ποτέ να το ξανακοιτάξεις στα μάτια;

μια πρώτη γεύση από τις θέσεις μου ΕΔΩ
κοινοποιήστε γιατί χανόμαστε...

.

«Σαν Κάτι Που ΤελειώΝει»


«Σαν Κάτι Που ΤελειώΝει»

Η Τζίνα είναι μια σκύλα, μαύρη, γριά, χοντρή και κακιά. Τριγυρίζει γύρω από την Αρχαία Αγορά κι έχει άγρια όψη και τη φοβούνται τα παιδιά, μα αν την φωνάξεις με τ’ όνομά της, σηκώνει ναζιάρικα το κεφαλάκι της, σε κοιτάζει γλυκά στα μάτια, και σού κουνάει την ουρά

«αν ήξερες τις νύχτες μου ποιό ρεύμα τις χτυπάει
θα μ’ έπαιρνες στα χέρια σου σαν κάτι που σκορπάει»

Στο πάνω φανάρι της Εγνατίας είναι από πάντα οι Γεωργιανές με τα λαθραία τσιγάρα. Στην αρχή προσπαθούσαν να σού τα πουλήσουν κάθε φορά που περνούσες, πρωί, μεσημέρι, απόγευμα. Μετά σ’ έμαθαν και δεν έκαναν πια τον κόπο

«τσιγάρο ατέλειωτο βαρύ η μοναξιά μου
μοιάζει γυναίκα κουρασμένη απ’ το δρόμο»

Στην Πλατεία Αριστοτέλους τριγυρνούν τρία τσιγγανάκια, δυό κοριτσάκια και τώρα τελευταία κι ένα αγοράκι. Το μεγαλύτερο κοριτσάκι σού ‘χε πει κάποτε πως το λένε Μαρία (πάνω από πέντε χρόνια πριν, πώς μεγάλωσε στο μεταξύ…). Όλη μέρα τριγυρνούν, πάνω κάτω στην Πλατεία, προσπαθώντας να πουλήσουν στους θαμώνες των καφέ χαρτομάντηλα το πρωί, τριαντάφυλλα το βράδυ. Αν τα ρωτήσεις γιατί δεν είναι στο Σχολείο θα σού πουν ψέμματα πως τάχα σχόλασαν. Τον πρώτο καιρό είχες πάρει την Αστυνομία κάνα-δυό φορές, δεν έγινε τίποτα. Μετά εντόπισες και τη μάνα τους, ένα θεόχοντρο ζώον, που έρχεται και τα μαζεύει κάθε δειλινό, κι ανηφορίζουν όλοι μαζί προς την Άνω Πόλη

«Σάββατο κι απόβραδο, και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς»

Λίγο πριν χωρίσουν οι γονείς σου, θα ‘σουν δε θά ‘σουν δέκα χρονών, περάσατε από την Αριστοτέλους με το αυτοκίνητο και ρώτησες το μπαμπά αν αυτή ήταν η Αριστοτέλους του τραγουδιού- σού απάντησε περήφανα πως και βέβαια ήταν, μα εσύ το’ξερες πως δεν ήταν, και τό ξερες πως τό ‘ξερε κι εκείνος πως δεν ήταν- μετά έφυγε και δεν είχε πια σημασία

«νά 'χα τη δύναμη τα βράχια να κυλήσω
να μην αφήσω δρόμο για το χωρισμό»

Στο παλιό Γκαίτε, είναι ακόμα το Πάρα Πολύ, χρόνια κλειστό- έρημη η όμορφη βεράντα, που την αγαπούσε πάρα πολύ η Κατερίνα, και που είχες πάει κάποτε ραντεβού την Φένια- φορούσε κοντό φουστάκι και τη χάιδευες κρυφά. Από πάνω είναι το Φροντιστήριο του Αποστόλη, του καλού σου φίλου, πόσες και πόσες φορές δεν έχετε κάνει ατέλειωτες, ολονύκτιες συζητήσεις, μά από τότε που γεννήθηκε η Κατερινούλα αραιώσατε πολύ, κι όταν γεννήθηκε κι ο Ορέστης χαθήκατε πια τελείως. Ακόμα πιό πάνω είναι το σπίτι του Κυριακίδη του φωτογράφου, είναι πολύ γέρος μα ζει ακόμα, αλλά δεν τον χωνεύεις, από τότε που τον έπιασες στα πράσα να σού κατουρά το αυτοκίνητο, κάποτε, στην ακτή Αριστοτέλη, πριν την Άθυτο-ευτυχώς όχι τη φορά που πήγατε με τη Μυρτώ στη Μυστική Παραλία

«με το ίδιο βήμα θα γυρίσω
εκείνο που έφτανα συχνά
στην πόλη αυτή, που τώρα ξανά 
πάω πίσω, πουθενά»

Κοντά στην Παραλία μένει ο Τάσος, είναι γλυκατζής και του αρέσει να κάθεται στο Παρφέ με τα Σερραϊκά γλυκά, που τα εξαφανίζει στο πι και φι, κι όλο προλαβαίνει και πιάνει την καλή θέση με τη θέα στην περατζάδα. Απέναντι μένει ο Κριστιάν ο Γάλλος, που θα μείνει τελικά άλλον ένα χρόνο, κι από το τεράστιο μπαλκόνι του νομίζεις πως μπορείς να κάνεις ένα σάλτο και να σκαρφαλώσεις στο Λευκό Πύργο. Ακριβώς απέναντι στην προκυμαία δεν ήταν που φιλιόσουν κάποτε παθιασμένα με το Φιλάκι (πόσο ερωτευμένοι ήσασταν), και φρενάρισε ένας παππούς στη μέση του δρόμου κι ωρύονταν να πάτε σε κανένα ξενοδοχείο;

«χαρά σ' αυτόν που τώρα σ' αγαπά
χαράζει και σ' αγγίζει στα μαλλιά»

Μπροστά το Αριστοτέλειο συνάντησες τον Όνειρο, κάποτε κατεβήκατε μαζί στην Αθήνα γιατί είχε γενέθλια το Χνουδάκι και σας φιλοξένησε η Μαρίνα η Ροδιά- τώρα έχετε χαθεί και δε θα στη χαρίσει, θα στο πει πως από την τελευταία φορά που σε είδε έγινες διπλάσιος. Λίγο πιο πάνω έμενε κάποτε, προ Χριστού,  η Κατερίνα η κτηνίατρος, με τις δυό της όμορφες συγκατοίκους- ωραία οικοδομή, για δες, νοικιάζεται κι ένα διαμέρισμα, θα ‘ναι πανάκριβο, λες να ‘ναι εκείνο "της Κατερίνας"; Θα χωρίσετε με τον Όνειρο απέναντι από το Βρεττανικό Συμβούλιο όπου πήρες το λόουερ δώδεκα χρονών- μπροστά στο όμορφο βιβλιοπωλείο του Γιώργου, που σε μια παλιά Έκθεση Βιβλίου σού είχε χαρίσει την ποιητική του συλλογή, τότε που ακόμα πουλούσε βιβλία στον πάγκο Αριστοτέλους και Εγνατία, τώρα έγινε ο ίδιος βιβλιοπώλης κι εκδότης- μπήκες να πεις ένα γειά μα έλειπε

«οι παλιοί μας φίλοι- μην το πεις
για πάντα φύγαν»

Ανεβαίνοντας το Ναυαρίνο, δεξιά στο στενό, να και το κάποτε "φοιτητικό φροντιστήριο" του Λουκά Καρούλα, το στέκι των στουρναριών και των μεταγραφών- μα τώρα γράφει «Ισπανικά-Ιταλικά», να εξαντλήθηκε άραγε το νταμάρι, ή ο Καρούλας; Λίγο πιο πάνω διαγώνια η αιώνια κρεπερί, που σού 'μαθε η Έλλη, και την προτιμούσες στα πρώτα Έτη, όταν έμενες στο Τουρκικό Προξενείο- μετά άνοιξε το Φαγκότο στη Ροτόντα, που μετά έκλεισε, ξανάνοιξε... Τώρα προτιμάς το Χρυσό, γωνία με Πρίγκηπος Νικολάου, Ξανθιώτικη αλυσίδα που την ανακάλυψες ένα βροχερό βράδυ στην Κομοτηνή- αλήθεια υπάρχουν ακόμα άνθρωποι να την λένε έτσι την Αλεξάνδρου Σβώλου, προδίδεσαι φίλε, προδίδεις την εποχή σου- μα ούτε στην εποχή μου την έλεγαν έτσι, από την μητέρα μου το άκουσα, ήταν εδώ κάποτε φοιτήτρια κι αυτή

«γυρίζει ο νους, καμμιά φορά
στα χρόνια τα φοιτητικά
στη Σαλονίκη»

Περνάς ανάμεσα στην Αγία Σοφία και το Θέατρο Εγνατία- την Κατσαρίδα την είδες μόνος, μα ο Μαντ ο Κυριακίδης ήξερε τους ηθοποιούς και ζήλεψες, τον Μαρξ στο Σόχο με ποιόν τον είδες δε θυμάσαι, Πάντως τη μαλακία τον δήθεν Σαίξπηρ την είδες με την Όλια. Απέναντι ο Τερκενλής ο Γ’, τι ήταν άραγε πριν γίνει Τερκενλής Γ', δε θυμάσαι- στρίβεις από την Καρόλου Ντηλ και ανεβαίνεις, στο βάθος το καφέ του Κώστα, La Place, μαζευόσασταν κάποτε εκεί τις Πέμπτες, τους έπαιζες ακκορντεόν και τραγουδούσαν- τι νά ‘γινε άραγε κι εκείνη η παρέα 

«στη γειτονιά μου την παλιά ήμουν ο φίλος
που ήξερε και έπαιζε ακκορντεόν»

Η Ελένη είναι μια λεπτή μεσήλικη με μακριά ολόισια καστανά μαλλιά, τριγυρνά στο πάρκο της Χαλκέων μ’ ένα κουτί μπύρα στο χέρι, μοιάζει με γεροφρικιό, μιλάει μόνη της και τά ‘χει χαμένα, μα αν σε δει να ζορίζεσαι με το ποδήλατο θα σού κρατήσει την πόρτα για να σε βοηθήσει, κι αν της συστηθείς θα σού δώσει το χέρι, θα σού χαμογελάσει και θα σού πει «χάρηκα, Μίλτο»- την αφήνεις ευχαριστημένη και πας για το σπίτι- μόλις το είδες θέλησες να το καπαρώσεις, μα ο Τσακίρης δεν στο νοίκιαζε χωρίς συστάσεις, πέρασαν ήδη δέκα χρόνια από τότε, τότε που επέστρεψες σ’ αυτήν την πόλη, σ’ αυτήν την χώρα, που τώρα σε διώχνει…

«είναι το Σάββατο χλωμό, πολύ χλωμό
σαν κάτι που πεθαίνει»

Πάρκαρες το –πέμπτο- ποδήλατο στο υπόγειο, το κλείδωσες, όπως τόσες χιλιάδες φορές, μπήκες στο σπίτι, και ξεφορτώνεις στην φωτεινή οθόνη ό,τι σού βαραίνει την ψυχή- στο σπίτι με την ανοιχτή θέα στην Αρχαία Αγορά, που στην αρχή ήταν κρυμμένη από πανύψηλα δέντρα, κόντεψες να φας ξύλο από τους εργάτες όταν τα έκοψαν, και ποτέ δε συνήθισες τη «νέα» θέα από το σπίτι σου- που δεν ξέρεις για πόσο ακόμα θά 'ναι σπίτι «σου»…


μ


25 Μαΐ 2011

ΛίΓο ΜΕτά




Θυμάσαι, Μαρινάκι, πώς κρατιόμασταν χεράκι χεράκι; Θυμάσαι, Χνουδάκι, πώς έλαμπε το φεγγάρι πάνω από την Αγία Σοφία; Θυμάσαι, Φιλάκι, πώς κοιμόμασταν αγκαλιά, ένα, οι δύο εμείς; Θυμάσαι πώς σε χάιδευα απαλά, παντού, στο ρυθμό τη μουσικής;

Το ξέρω, υπάρχουν ακόμα Παιδιά, και Παιδιά ίσον Μέλλον, θα μου πεις- μα στο Σχολείο της Ζωής διδάσκονται την Απελπισία στην Έκθεση, την Εντροπία στη Φυσική, την Εξουδετέρωση στη Χημεία, τις Ανισώσεις στα Μαθηματικά. την Τραγωδία στ’ Αρχαία, το Εγώ στην Ψυχολογία, την Προδοσία στην Ιστορία- ναι είναι Παιδιά, όπως εμείς, και σαν Παιδιά Ερωτεύονται-  μα οι Έρωτές τους συνθλίβονται, στο λέω, πριν ανθίσουν

Πώς έγιναν τα Παιδιά μας Αγρίμια; Πώς έγιναν τα Όνειρά μας Εφιάλτες; Πώς έγιναν οι Ελπίδες μας Φόβοι; Πώς έγιναν τα Σχέδιά μας Σχεδίες διαφυγής; Πώς έγινε η Φωνή μας Κραυγή Σιωπής; Πότε περάσαμε το Σημείο της Μη-Επιστροφής; 


μ


20 Μαΐ 2011

ΑΝΑΖΗΤώΝΤΑΣ ΖΩή



Δεν είναι ζωή ο Στρως Καν. Ούτε οι καφετζούδες στα πρωϊνάδικα, ούτε οι χαμαιλέοντες κι οι καρακάξες στ' απογευματινάδικα. Δεν είναι οι λούμπεν "προφητείες" του Λιακό. Δεν είναι τα τηλεπαράθυρα του τρόμου των οχτώ, δεν είναι η αποτρόπαια λάμψη επώνυμων σκουπιδιών, δεν είναι το σκαιό γέλιο των Αμάν, δεν είναι το γαϊδουροχάχανο της Ανθούλας του Λαζό. 

Είν' ένας Έρωτας 41 χρόνια ανεκπλήρωτος, που επιμένει. Είναι ο Έρωτας που ξοδεύτηκε σ'ένα οχτάωρο και σε δύο δωμάτια σαλόνι κουζίνα, δεύτερος όροφος. Είναι ο  Έρωτας που μεγάλωσε και πήγε σχολείο, (δεν) πέτυχε στο Πανεπιστήμιο, τσακώθηκε με τους γονείς της και παντρεύτηκε έναν που έμοιαζε με το μπαμπά, ή μένει ακόμα με τη μαμά, ολόκληρος μαντράχαλος. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που περπατά χέρι χέρι. Οι αγαπημένοι του ναυτικού, που τον περιμένουν έξι μήνες, να τον χαρούν έξι μέρες. Μια γιαγιά που μαθαίνει πως η κόρη της είναι έγκυος. 

Είναι η πωλήτρια με τους κιρσούς από την ορθοστασία και τις απλήρωτες υπερωρίες. Είναι ο μικροέμπορος που κλαίει κάθε μέρα κλείνοντας το ταμείο του. Είναι τα σκαμμένα πρόσωπα του μόχθου, του ήλιου, του χωραφιού, της σκαλωσιάς, της αρμύρας.  Είναι οι γονείς μας που τους βλέπουμε να σκεβρώνουν και να φθίνουν, ως πότε;  Είναι το παιδί μας που βλέπει τη Θάλασσα για πρώτη φορά. 

Eίν' ένα παιδικό φέρετρο στην Εθνικής Αμύνης

Είν' ένα παιδί που παίζει πεσσούς

μ

19 Μαΐ 2011

Tα ΚέΡΜαΤα



Μόνη περιουσία μου, κάτι κέρματα 

Τα μετρώ, τα ξαναμετρώ, και τα βρίσκω, 
όλο και πιό λίγα, όλο και πιό σκουριασμένα 



Το ένα γράφει "χαρά", το άλλο "υγεία",  
το πιό ξοδεμένο, το πιό ξεθωριασμένο απ' όλα
γράφει "έρωτας"

μ

12 Μαΐ 2011

έΝΑΣ ΣΑΜΑΡάΣ ΦέΡΝΕΙ ΤηΝ άΝΟΙΞΗ!!!



ΖΑΠΠΕΙΟ 2: Ο Σαμαράς λύνει όλα μας τα προβλήματα!!! Η Ελληνική Οικονομία μετονομάζεται σε Νέα Ελληνική Οικονομία, αποκτά νέο λογότυπο (πιθανόν κάτι σε σκατούλα, παραπλήσια εκείνης της Νέας-Νέας Δημοκρατίας) και το υπουργείο Οικονομικών μετακομίζει στη Συγγρού. Το Μνημόνιο μετονομάζεται σε Νέο ΤριΜνημόνιο, με σύνθημα τα τρία μας, χρόνια μέχρι να ξεχρεώσουμε, και παρασύνθημα την Τρόικα. Και μετακομίζει στην καμπούρα μας. Που θα μετονομαστεί σε "Νέα Καμπούρα",και στην οποία δε θα κουβαλάμε πλέον το παρελθόν, αλλά το μέλλον!!!!!

9 Μαΐ 2011

ΦαντάΖματα


..."Τα δειλινά, η Κυρά Αντιγόνη,
καθόταν έξω από την πόρτα της"...


μ

8 Μαΐ 2011

ΕίΜΑΙ ΚομμάΤι Σου


Εσύ μού έδωσες Ζωή. Σ' ευχαριστώ
Κι όσο θα Ζεις, θα 'μαι παιδί... σου

μ

7 Μαΐ 2011

ΠοΤέ (Μα πΟΤέ)





Θα πάω στις πουτάνες (ποτέ, μα ποτέ)
δε θα σ' ονειρευτώ (ξανά, και ποτέ)
δε θα σε συγχωρήσω (ποτέ, μα ποτέ)
δε θα σε ξαναδώ

Θα πάω στις πουτάνες (ποτέ, μα ποτέ)
για να σ' εκδικηθώ (και ποτέ, μα ποτέ)
δε θα σε συγχωρήσω (ποτέ, μα ποτέ)
γιατί να σ' αγαπήσω



Θα πάω στις πουτάνες (ποτέ, μα ποτέ)
τα μάτια μου θα κλείσω (ποτέ, μα ποτέ)
και θα σε τιμωρήσω (ποτέ, μα ποτέ)
γιατί να σ' αγαπήσω
γιατί να σ' αγαπώ

μ

6 Μαΐ 2011

ΠώΣ ήΡΘε ΚαΙ ΠώΣ έΦΥΓε Ο ΟΡΝΤΟύΘ

Ένα μελοποιημένο απόσπασμα από το Κυκλώπειον Έπος
''ΠΩΣ ΗΡΘΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΦΥΓΕ Ο ΟΡΝΤΟΥΘ''
(η Οδύσσεια από την πλευρά των Κυκλώπων)


Πάνο, σ' ευχαριστώ πάρα πολύ για την άδεια σου να μελοποιήσω το αριστούργημά σου αυτό. Κι ακόμα περισσότερο για τη φιλία σου!


..."Ο πρώτος τόνε μέθυσε και του ’βγαλε τα μάτια, ο δεύτερος, μ’ ένα σκοινί, ανάσκελα τον δένει, κι εγώ του έβαλα φωτιά, να πάει στα κομμάτια, κι ας κλαίγανε τα θηλυκά από το μπεζιστένι.
…………….
Καθόταν και καιγότανε σα δέντρο μαντρωμένο, που η μάντρα το εμπόδιζε να τρέξει να γλιτώσει. Νωθρό το μπρος το βλέμμα του, το πίσω θαμπωμένο, κι η στάχτη του - ένα τίποτα. Μια χούφτα. Κι ούτε τόση…"


όλο το ποίημα εδώ

5 Μαΐ 2011

ώΛ Δε ΝτάκΣ αΡ ΣουίμΜινγκ ιν δΕ γουΏτερ



Έχουμε γίνει παπάκια φέτος την άνοιξη! Mόνη διαφορά της Θεσσαλονίκης από τη Λιμνούπολη, πως το δικό μας Θησαυροφυλάκιο είναι λεηλατημένο...

3 Μαΐ 2011

ΑΝτίΟ Παλιέ ΚόΣμε, ΑΝτίΟ, παππού ΘανάΣη



Αν ο Ρασούλης και ο Παπάζογλου έφυγαν πρόωρα, αφήνοντας πίσω την πλειονότητα της γενιάς τους, της λεγόμενης "της μεταπολίτευσης", να κυριαρχεί (και να μας βασανίζει) στα γράμματα, στις τέχνες, στην δημοσιογραφία, στην πολιτική, ο Θανάσης Βέγγος εκπροσωπούσε έναν άλλο Κόσμο, μιαν άλλη Ελλάδα, μιαν Ελλάδα που έχει από καιρό χαθεί, και που τα τελευταία επιζώντα ανθρώπινα απολιθώματά της, "θετικά" και "αρνητικά", μετριούνται πιά στα δάχτυλα. Εκπροσωπούσε την Ελλάδα της Κατοχής, του Εμφυλίου, της Ανασυγκρότησης, την Ελλάδα των συμφορών, των κοσμοϊστορικών αλλαγών, της Πείνας και της Φτώχειας, του Ξενιτεμού και του Θανάτου, αλλά και του Αγώνα, και της Προόδου, και της Ελπίδας.

Αξίζει να μην την ξεχάσουμε αυτήν τη γενιά, τη γενιά των παππούδων μας, τα έργα και της ημέρες της, τα λάθη της και τα έπη της. Ας θυμόμαστε ιδιαιτέρως τα καλύτερά τους, μπας και γλυτώσουμε τα χειρότερα...

Να τον θυμόμαστε λοιπόν, τον Βέγγο της Μακρονήσου, τον Βέγγο του "τί έκανες στον πόλεμο Θανάση", τον Βέγγο "πατέρα" ν' αποκηρύσσει και να συνετίζει τον Ναζιστή "γιό" του, τον Βέγγο ευσυνείδητο θηροφύλακα στην "τελευταία νανόχηνα" του Βούλγαρη, τον Βέγγο φιλοσοφημένο ταξιτζή στον "Οδυσσέα" του Αγγελόπουλου, ν' απαγγέλει αρχαίους Χρησμούς. Όχι - μόνο - σαν Θ-Β φαλακρό πράκτορα, όπως θα προσπαθήσουν να μάς τον περάσουν οι Σκοτεινοί...

ΑΝτίΟ, παππού ΘανάΣη

ήσουν ΑΞΙΟΣ


μ
Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης-Θαλασσινός
3 Μαΐου 2011

2 Μαΐ 2011

ΣτουΣ ΚήΠΟυΣ Του ΠαΣά


Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα Κάστρο δίπλα στη Θάλασσα, ζούσε ένας ερωτευμένος Πασάς. Κι έφτιαξε, για χάρη της Αγαπημένης του, μόλις έξω από τα τείχη, στους λόφους που αγνάντευαν το Λιμάνι, κάτι παραμυθένιους Κήπους. Κι έβαλε, λέει, στο κέντρο τους, ένα παράξενο πέτρινο συντριβάνι, σαν ξερονήσι μέσα στο πράσινο, σαν γλυπτό βράχο του πελάγου, με γύρω γύρω πέτρινα παρτέρια, γεμάτα πολύχρωμα λουλούδια.

Μετά έγιναν πράγματα και κλάματα και συμφορές και θαύματα- άνθρωποι χάθηκαν, άνθρωποι έφυγαν, άλλοι ήρθαν, πέρασαν μπόρες και χαμοί και δύσκολοι καιροί- ο Πασάς πήρε πόδι, γι’ άλλες θάλασσες, μαύρες- οι Κήποι του ρήμαξαν, το συντριβάνι του ξεράθηκε, τα λουλούδια στα παρτέρια μαράθηκαν, την άνοιξη μόνο φύτρωναν κάτι αγριόχορτα- ακόμα και η Θάλασσα στον ορίζοντα σιγά σιγά έπαψε να θαλλασίζει, άδειασε από βαρκούλες και παιδιά, και γέμισε σκουπίδια, και βρωμερή πορτοκαλιά γλύτσα… Κανείς δε θυμάται πιά ούτε τον πασά, ούτε την αγαπημένη του- μόνο κάτι Παράξενοι κυκλοφορούν τις Νύχτες, ψάχνοντας στα ερείπια Δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά, και Μυστικά που δεν υπάρχουν. Μα την Άνοιξη, στα παγκάκια γύρω από το ρημαγμένο συντριβάνι, τα ζευγαράκια εξακολουθούν να φιλιούνται, κι ας χέζουν τριγύρω οι δεσποζόμενοι σκύλοι το χορτάρι, υπό τα περήφανα βλέμματα των ανθρώπινων γονιών τους.

Μα πες μου, ομορφιά μου, τί ν'απέγινε η αγαπημένη του Πασά; Κι εσύ, ποια άραγε νά 'σαι; Μην είσαι σύ Εκείνη;


Κι αν είσαι εσύ, πώς να σ’ αναγνωρίσω... Κι αν είσαι εσύ, πώς να σ’ αγαπήσω, που ψωνίζεις στο ίδιο φτηνομάρκετ με μένα, γατοτροφές που δεν τις τρώνε ούτε τ’ αδέσποτα; Σου πιάνω κουβέντα, για γάτες και για γατοτροφές, α, ώστε την κόκκινη την τρώνε, σού χαμογελώ, μού χαμογελάς, σού συστήνομαι, μύ συστήνεσαι, μα δε θα ζητήσω το τηλέφωνό σου, κι ας διαισθάνομαι την αμοιβαία έλξη, ομορφιά μου-, στο λέω, αποκλείεται να πάμε κάπου μαζί, είμαστε καταδικασμένοι από την αρχή- γιατί, για σκέψου, λέει, να γινόσουν η Αγαπημένη μου, και να γινόμουν ο Πασάς σου, και να ονειρευόμασταν, λέει, να χτίσουμε μαζί τους Κήπους μας, γεμάτους γατιά και παιδιά, πού θα βρίσκαμε Χώρο, σε τούτον το στενό Τόπο, σκέψου, λέει, να γινόσουν η Αγαπημένη μου, και να μού ζητούσες ένα Συντριβάνι, πού θα 'βρισκα Νερό, σ' αυτά τα ξερά τα Χρόνια, σκέψου να μάς ρωτούσαν πού γνωριστήκαμε, τί θα τους λέγαμε;

«Στο Lidl της Ολυμπιάδος;» …



Πού ΕίνΑΙ ο ΘεόΣ



Γιατί η Νύχτα είναι Νύχτα; Γιατί περνά η συμφορά κι αγγίζει εδώ και όχι εκεί; Γιατί πονά μόνο εκεί που χτυπά; "Πού είναι ο Θεός;" Γιατί δεν ακούει; 

Αχ, τί ρωτάς- ο έρμος ο Θεός, δεν είναι παρά μόνον Ελπίδα. Αυτή είναι η ουσία, μη μού ζητάς αναλύσεις. Ποτέ δεν στάθηκα σε λεπτομέρειες.

Χτύπα λοιπόν Νύχτα, χτύπα όσο θέλεις. 

Δεν αντέχω, μα ούτε και με νοιάζει.

μ