O ΝαΥΑΓόΣ
O ΝαΥΑΓόΣ
Όταν ξαναβρήκε τις αισθήσεις του, είχε κοπάσει πια η φοβερή χιονοθύελλα, κι ένας λαμπρός ήλιος μεσουρανούσε. Αυτό τού έδωσε λίγο θάρρος, και στο βασανισμένο του πρόσωπο, το λιπόσαρκο, το αξύριστο, το δαρμένο από τον ανελέητο άνεμο και τους κοφτερούς παγοκρυστάλλους, σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο. Τελικά ίσως δεν είχαν όλα χαθεί…
Τα παλιά και ταλαιπωρημένα του ρούχα είχαν κοκκαλιάσει από την παγερή υγρασία, που είχε τρυπώσει βαθιά ως την ψυχή του. Τα έβγαλε με κόπο, και τ’άπλωσε πάνω στο χιόνι, να στεγνώσουν λίγο στον ήλιο, κι έμεινε γυμνός να λιάζεται, τρέμοντας, λες και μπορούσε έτσι να μετριάσει κάπως τη φοβερή παγωνιά, που του περόνιαζε ολόκληρη την ύπαρξη.
Ξαφνικά, άκουσε με έκπληξη κοριτσίστικα γέλια.
Ήταν μια παρέα όμορφα κορίτσια, που ξεφώνιζαν χαρούμενα παίζοντας με μια μπάλα, λίγο πιο πέρα, δίπλα σ’ένα ρυάκι. Μέσα στην αναστάτωση και την κακουχία του δεν τα είχε προσέξει νωρίτερα. Στη Νύχτα της απελπισίας του έφεξε μια ελπίδα, κι είχε το πρόσωπο εκείνων των ξένοιαστων κοριτσιών. Πώς όμως να τις πλησιάσει, με την τραχιά και ταλαιπωρημένη φάτσα του, με την βρώμικη γύμνια του, χωρίς να τις τρομάξει; Κι όμως, δεν είχε άλλη διέξοδο. Οι κοπέλες αυτές ήταν η μόνη του πιθανή διασύνδεση με τη Ζωή. Έκοψε ένα κλαδί από ένα δέντρο και κάλυφθηκε όπως όπως. Και τις πλησίασε.
Βλέποντάς τον όμως ξαφνικά μπροστά τους, οι κοπέλες κατατρόμαξαν, και σκόρπισαν τρέχοντας μακριά. Όλες, εκτός από μία: η πιο όμορφη και πιο καλοντυμένη απ’όλες, παρέμεινε ατάραχη στη θέση της, κι άκουσε μ’ ενδιαφέρον και κατανόηση την ευγενική του έκκλησή για βοήθεια.
«Καλωσόρισες Ξένε στη Χώρα μου», τού είπε, όταν εκείνος έπαψε να μιλά. «Σίγουρα κουβαλάς πολλά κρίματα πάνω σου, για να σε πετούν έτσι οι Θεοί, ολόγυμνο και καταπονημένο, σαν κυνηγημένο αγρίμι, σε ξένη γη. Είναι όμως το θέλημά τους να σε υποδεχτώ στη φιλόξενη χώρα μου, και να σε οδηγήσω στο φιλόξενο σπίτι μου και στους δικούς μου, για να σε περιθάλψουμε και ν’ απαλύνουμε τη σκληρή σου Μοίρα».
Είπε, και τού 'δωσε καθαρά όμορφα ρούχα, κι αποσύρθηκε διακριτικά, αφήνοντάς τον μόνο του να πλυθεί στο ρυάκι, και να περιποιηθεί λίγο τον εαυτό του, και να ξαναγίνει άνθρωπος. Στο μεταξύ, εκείνη μάζεψε τις σκορπισμένες φίλες της, και τις μάλωσε που έτρεξαν να φύγουν στη θέα του Ξένου.
Όταν ο Ξένος πλύθηκε και ντύθηκε καθαρά ρούχα, η μορφή του έλαμψε. Έμοιαζε άλλος άνθρωπος, αρχοντικός, σχεδόν θεϊκός, καμμία σχέση δεν είχε με τον εξαθλιωμένο Ναυαγό του πριν. Δεν δέχτηκε όμως ν’ ακολουθήσει την κοπέλα «στο φιλόξενο σπίτι της», όπως εκείνη επίμονα τον παρότρυνε, κι αυτό για να μην την εκθέσει. Περίμενε να φύγει η παρέα, και πήρε μετά μόνος του το Δρόμο για τη Σωτηρία.
….
Το τραπέζι ήταν στρωμένο με όλα τα καλά του κόσμου. Ο Οικοδεσπότης και η Οικοδέσποινα έλαμπαν από Αρχοντιά και Καλοσύνη, κι ακόμα περισσότερο έλαμπε η κόρη τους η Ναυσικά, η Βασιλοπούλα με την εξώκοσμη Ομορφιά, η σωτήρας του. Έλαμπε κι εκείνος, ο Ξένος, από Νιάτα, Αρχοντιά, και Πνεύμα.
Γέλασε. «Όχι, δεν είμαι Θεός, δεν σάς δοκιμάζω», τους απάντησε. «Άνθρωπος είμαι. Και μάλιστα άνθρωπος βασανισμένος, και πονεμένος όσο κανένας από τους ανθρώπους που γνωρίζετε…». Και ξεκίνησε να τους διηγείται την φοβερή του ιστορία.
Έκανε όμως πολύ κρύο μέσα στο Παλάτι του Αλκίνοου. Κι όσο προχωρούσε τη διήγησή του, τόσο το κρύο δυνάμωνε, και τον πάγωνε, και τον μούδιαζε, και τον εξαντλούσε. Παράξενο, σκέφτηκε, ένα τόσο πλούσιο Παλάτι, να είναι τόσο κρύο…. Και σκοτεινό... Τόσο σκοτεινό…. Όλο και πιο σκοτεινό...
....
….
....
Ο Συνοριοφύλακας έκλεισε την πλαστική σακούλα με το παγωμένο πτώμα. Ήταν το τέταρτο μέσα σε μια βδομάδα. Η βαρυχειμωνιά δεν ευνοούσε τους απελπισμένους Ξένους που προσπαθούσαν να διασχίσουν τα Σύνορα, και να εισέλθουν παράνομα στην Επικράτεια, αναζητώντας μιαν ευκαιρία να επιβιώσουν. Νέοι οι περισσότεροι, όπως αυτός εδώ, ένα όμορφο νέο παιδί… Στην ηλικία του σχεδόν. Το στομάχι του σφίχτηκε στη σκέψη πως θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. «Τί θέλουν κι αυτοί και περνάνε παράνομα τα σύνορά μας!», σκέφτηκε με ψεύτικο θυμό, για να ξορκίσει λες τον τρόμο που ένιωθε.
Ανυπομονούσε να τελειώνει με το μακάβριο εύρημα, για να τρέξει να τα πιεί στην φτωχική ταβέρνα του ακριτικού χωριού- πεντέξι τσίπουρα ίσως τον βοηθούσαν λίγο να ξεχάσει.
Ίσως.
μ
11 σχόλια:
Λοιπόν θα είμαι απολύτως ειλικρινής.. Έχω μπει δυο - τρεις φορές στο πρελθόν στο blog σου και μολονότι ήταν όλες βιαστικές μου είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις γι' αυτό και το έχω στα προτεινόμενα blogs στο δικό μου Ιστολόγιο, την Στιχο-Μυθία.. Αν θέλεις να με επισκεφτείς είμαι εδώ:
http://stixo-mythia.blogspot.com/
Σήμερα ξαναμπήκα μετά από καιρό και κάθησα λίγο παραπάνω.. Βασικά αρκετά παραπάνω από λίγο. Ο λόγος..; Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω.. Όσες αναρτήσεις επισκέφτηκα ένοιωσα ότι με εκφράζουν όλες.. Τι να σου πω; Μπράβο; Είναι λίγο.. Θα ήθελα να ανδημοσιεύσω κάποιες από αυτές - εννοείται πάντα αναφέροντας την πηγή.. Μπορώ..;
Και πες μου σε παρακαλώ αυτά που έχουν το 'μ' ως υπογραφή είναι δικά σου; Το ρωτώ γιατί αν ο Ναυαγός και το Αδιέξοδο Κινδύνου είναι δικά σου νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να ψαχτείς και διαφορετικά, μην σου πω κι εκδοτικά - δεν ξέρω αν το ήδη έχεις κάνει..
Τι να σου πω φίλε μου.. Γοητεύτηκα - και λίγα λέω..
Α, κι έπαθα πλάκα με τις μεταφράσεις σου..
Την αγάπη μου..
Keep going..
Εξαιρετικο! Chapeau, που λένε κι οι γάλλοι. :))
Εξαιρετικό. Τέλειο. Μοναδικό.
Δεν δέχτηκε όμως ν’ ακολουθήσει την κοπέλα «στο φιλόξενο σπίτι της», όπως εκείνη επίμονα τον παρότρυνε, κι αυτό για να μην την εκθέσει.
Δεν δέχτηκε όμως ν’ ακολουθήσει την κοπέλα «στο φιλόξενο σπίτι της», όπως εκείνη επίμονα τον παρότρυνε, κι αυτό για να μην εκτεθεί ο ίδιος.
Φίλε μου Γιώργο: έχω σκεφτεί πολλές φορές να εκδώσω κάτι, και ειδικά τα διηγήματά μου, τις "Ασυνάρτητες Ιστορίες". Είμαι όμως τελείως έξω από το χώρο και αυτό μεαποτρέπει, δεν ξέρω τί να κάνω και πώς να το κάνω. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που θα ήθελα να ζω στην Αθήνα... Σ'ευχαριστώπάντως πάραπολύ για τα καλά σου λόγια.
Μαρίνα μου, Δέιμο φίλε μου: ευχαριστώ πολύ, χαίρομαι που σας άρεσε.
Ανώνυμε: τί ανόητο σχόλιο.
Εγώ δεν έχω σχόλια. το πήρα κι έφυγα.
Μαύρε Γάτε επανέρχομαι και συγχώρεσε την επιμονή (ή την εμμονή) μου .. Θα ήθελα να κάνω κάποιες αναδημοσιεύσεις απ' το Ιστολόγιό σου (πάντοτε αναφέροντάς σε ως πηγή και συγγραφέα..) Ίσως να είναι και λιγάκι υποβοηθητικό στη συνθήκη σου.. Η κρίση - κρίση, αλλά και οι γάμοι - γάμοι..
Τα σέβη μου..
Καλημέρα φίλοι!
Οδύσσεια, όντως ταιριάζει με τη σελίδα σου!
Γιώργο συγνώμη που παρέλειψα να το αναφέρω, εννοείται πως μπορείς να πάρεις ό,τι θέλεις, τιμή μου...
Έκσταση. ποιητή.
μάλλον, σ' άρεσαν οι μαύροι των "μαύρων" της ιταλίας.
Περιδιαβαίνοντας το βλογ σου, είδα και τα αυτοκόλητα γαϊδούρια. Δεκάδες φορές σας σκεφτόμουν, εδώ, στην άλλη άκρη της πατρώας γης. Από χιλιάδες αυτοκόλητα, έχουμε ανάγκη.
Μόνο "ταιριάζει", ποιητή;
Υποκατάστημα σου, θα γενώ.
Οδυσσέας, για την ακρίβεια. Φταίει το ερμαφρόδιτο ψευδώνυμο. Το έχω πάρει από το ΠΑΣΟΚ: "σοσιαλιστικό" είναι ψευδώνυμο ή όνομα;
Ένας Μαύρος Γάτος ναυάγησε στα μαύρα νερά της Στιχο-Μυθίας.. Εδώ:
http://stixo-mythia.blogspot.com/2010/12/o.html
Και έπεται συνέχεια..
Καλησπέρα φίλοι, με βαριά διάθεση και έντονες τάσεις φυγής... δεν μάς αντέχω άλλο τους Έλληνες ρε παιδιά.... απ'το χειρότερο στο χείριστο...
Ευχαριστώ για την υποστήριξη Οδυσσέα κ Γιώργο! Είμαστε λίγοι.... αλλά καλοί Σ;-))))
Δημοσίευση σχολίου