25 Μαρ 2010

Ο ΑνθρώΠινος ΠόΝος: η ΝτροΠή και η ΒιασύΝη

.



Είναι μια φτωχοντυμένη, ψιλόλιγνη, χλωμή, λιανή γυναικούλα, πολύ πάνω από τα εβδομήντα. Κοντεύει να καταρρεύσει, στηρίζεται -με φανερή δυσκολία- σε μια λάμπα του παραλιακού πεζοδρομίου της Λεωφόρου Νίκης. Όλοι περνούν δίπλα της κάνοντας πως δεν τη βλέπουν. Βιάζονται. Δε νοιάζονται. Είναι μεσημέρι, αργά παρά δέκα. Ο ανοιξιάτικος ήλιος καίει. Βιάζομαι κι εγώ.

Την προσπερνώ με το ποδήλατό μου, μερικά μέτρα, μα επιστρέφω αμέσως, να τη ρωτήσω, στον πληθυντικό αποστάσεως, αν είναι καλά, αν χρειάζεται κάτι. Δεν είναι καλά. Το παιδί της νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Παπανικολάου, είναι ανάπηρο, και άπορο, πρέπει να προλάβει να πάει στη Μητρόπολη να ζητήσει βοήθεια, και στις τέσσερις το αργότερο να είναι πίσω. Κατέβηκε όλο το δρόμο από τη Νεάπολη με τα πόδια. Δεν προλαβαίνει να σταματήσει για να ξεκουραστεί. Είναι - ακόμα μια – πονηρή ζητιάνα που λέει παραμύθια για να προκαλέσει την γενναιόδωρη συμπόνια; Πού να ξέρω, το πιό πιθανό. Βιάζομαι.

Την προσπερνώ ξανά, πάω πιο μακριά αυτή τη φορά, μα επιστρέφω και πάλι, για να της δώσω "κάτι". Πέντε ευρώ. Ακόμα κι αν υποκρίνεται, τόσο το χειρότερο. Πέντε κακόμοιρα ευρώ. Τόσα μπορώ. Και τι είναι πέντε ευρώ; Κοροϊδία. Τι πέντε, τι δέκα. Επιστρέφω το γκρι χαρτονόμισμα στο ισχνό πορτοφόλι και παίρνω ένα κόκκινο. Δέκα λοιπόν, μήπως ακόμα παραπάνω;  Κι αν είναι απατεώνισσα; Βιάζομαι, βιάζομαι.

Μα πού χάθηκε; Εξαφανίστηκε; Την κατάπιε η θάλασσα, το πλήθος; Να τη, εκεί πιο πέρα είναι, προχώρησε πολύ λίγα μέτρα στο μεταξύ. Μοιάζει ακόμα πιο ετοιμόρροπη από πριν, ακουμπισμένη τώρα στις σιδεριές της παραλίας, γυρτή. Μη, ντρέπομαι, μού λέει αναστατωμένη,  καθώς στρέφεται και βλέπει τα χρήματα, τα βάζω στο χέρι της με τρόπο, κρυφά, να μη τα δουν οι  βιαστικοί περαστικοί.  Άλλοι θα πρεπε να τρέπονται, καλή μου, ακριβή μου, όχι εσύ. Εγώ που βιάζομαι, πχ.

Αλλάζω θέμα για περισπασμό. Να την περάσω απέναντι, να κάτσει λίγο, ν’ ανασάνει; Να της φέρω μια πορτοκαλάδα από τις φωνακλάδικες καφετέριες, με τους εκατοντάδες καλοστεκούμενους αργόσχολους; Δεν προλαβαίνει. Πρέπει να συνεχίσει το δρόμο της. Με κάθε τρόπο. Το παιδί της είναι στο νοσοκομείο. Ανάπηρο. Άπορο. Απένταρο. Κι εκείνη βιάζεται, να γυρίσει κοντά του. Κι εγώ βιάζομαι, να πάω στη δουλειά μου. Κι εσύ βιάζεσαι. Κι ο άλλος. Όλοι μας. Βιαζόμαστε. Ή δε βιαζόμαστε. Αλλά και δε νοιαζόμαστε. Καθένας μας για τους λόγους του. Βιάζομαι. Φεύγω. Αργά παρά πέντε…

Καλό κουράγιο, κυρούλα
κυρούλα του Πόνου



"o Πόνος του Κόσμου
αγκάθι εντός μου
και πού να βρει

χώρο η Χαρά"
.

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

να ναι οι πονοι οι απτοι του κορμιού ή αυτοί της ψυχής πιο δυνατοί,εκείνοι οι βουβοί που τους αφαιρέθηκε το δικαίωμα όποιας έκφρασης ως παράλογων, αταίριαστων ,άκαιρων,αναίτιων............

thalassaki είπε...

Συνυπογράφω κάτω απ' το σχόλιο του Ανώνυμου. Καλό σου βράδυ, αγαπητέ Μιλτιάδη. Ο χρόνος πάντα σχετικός, πολύτιμος μα ταυτόχρονα κενός.

theogrocer είπε...

Δεν ξέρω αν αρκούν για ν' απαλύνουν τον πόνο, μα μερικές σκέψεις υπάρχουν στη "Σούτρα της χρυσής αιωνιότητας" του Jack Kerouac

Μαύρος Γάτος είπε...

Θαλασσάκι μου,σε πεθύμησα. Ο χρόνος, μην το ξεχνάμε, δεν υπάρχει. Μόνο ο πόνος... και η χαρά που δίνουν οι αγαπημένοι.

Τεό φίλε μου, βουδιστικό μού ακούγεται... θα το ψάξω! να σού θυμίσω κι εγώ πως ο Βούδας, βλέποντας τον πόνο που υπάρχει στον κόσο, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει θεός.

Καλημέρα!

theogrocer είπε...

Αξίζει να το ψάξεις, μα -πού να ήξερες!- απάντησες ήδη λέγοντας λίγο πριν πως ο χρόνος δεν υπάρχει!
Καλή δύναμη (σε σένα και σ' όλους μας)...