ΒΆΛΕ ΤΗ ΜΑΙΖΟΝΈΤΑ ΣΟΥ ΣΤΟΝ ΚΏΛΟ ΣΟΥ
Γέμισε ο τόπος μαιζονέτες. Ατέλειωτες σειρές ολόιδια κακάσχημα κουτάκια, που ξεφυτρώνουν παντού. Μαιζονέτες στην πόλη, στο χωριό, στο νησί, στο βουνό. Μαιζονέτες εδώ, μαιζονέτες πιο κει, μαιζονέτες παραπέρα, μαιζονέτες στον αέρα. Πάρε κι εσύ μια μαιζονέττα. Μπορείς;
Παρακάλεσε γονατιστός τον λαμόγιο-εργολάβο, κάνε τον Θεό, μπορεί να σού κόψει κάτι, ή να σού αυξήσει τις δόσεις, ή έστω να σού βάλει υδρομασάζ στη μπανιέρα. Σκάσε του μετά τις οικονομίες μιας ζωής. Και το δάνειο που θα το ξεπληρώνεις μέχρι θανάτου. Με γειά σου! Είσαι κι εσύ Μαιζονετούχος.
Τώρα μπορείς να χύνεις μαζί με τον από αριστερά, να διασκεδάζεις με τη μουσική του από δεξιά, να σκούζεις μαζί με τα σκασμένα τού αποπίσω, να ξέρεις πότε τράβηξε καζανάκι ο αποπάνω. Μα και στο διαμέρισμα έτσι δεν ήταν; Ναι, αλλά εκεί δεν είχες παρκιγκ για την αμαξάρα μπροστά στην πόρτα σου. Άλλωστε, τί να λέμε τώρα, εκείνο δεν ήταν μαιζονέτα. Μαι-ζο-νέ-τα... Το λες και αισθάνεσαι άλλος άνθρωπος, νιώθεις μια κάποια αγαλλίαση.
Τώρα, λοιπόν, που εκπλήρωσες το όνειρο της ζωής σου, τώρα που τη βρήκες για τα καλά με τη μαιζονέτα σου, μάθε πως αν ποτέ τη βαρεθείς, μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις και με έναν ακόμα επαναστατικό τρόπο: μπορείς να την πάρεις και να τη βάλεις στον κώλο σου! Πρόσεξε μόνο μην μπερδευτείς με του διπλανού σου (την μαιζονέττα, ή τον κώλο).
Ω, μαιζονέττα.
1 σχόλιο:
Και να ήταν μόνο μία μαιζονέτα θα λέγαμε λίγο είναι.
Δημοσίευση σχολίου