Η νύχτα μύριζε θυμάρι και κέδρο και κατσικίλα, κι είχε μιαν ελαφριά δροσούλα, κάτω από έναν ολοκάθαρο χειμωνιάτικο ουρανό – ήξερε πως ήταν χειμωνιάτικος, γιατί έβλεπε ξεκάθαρα τον Ωρίωνα, που έλαμπε σε όλη του την μεγαλοπρέπεια. Έβλεπε όμως κι ένα αλλόκοτο αστέρι, εκεί, στον Δυτικό ορίζοντα...
Στο φως των αστεριών διακρίνονταν ανάμεσα στην αραιή βλάστηση μερικοί βοσκοί, με τα μικρά κοπάδια τους. Φαίνονταν να κινούνται όλοι προς την ίδια κατεύθυνση: εκεί που έδειχνε εκείνο το αφύσικα λαμπερό και μυτερό αστέρι.
Από παντού ακουγόταν κουδούνες, πού και πού κανένα κατσικοπρόβατο να βελάζει. Καθώς προχωρούσαν όμως, μια ουράνια μουσική άρχισε σιγά σιγά να καλύπτει όλους τους υπόλοιπους ήχους, μια μουσική που όλο και δυνάμωνε, όσο πλησίαζαν προς το Φως.
Τυλιγμένος σφιχτά μέσα στην προβιά του, πλησίασε έναν βοσκό που μύριζε έντονα τυρίλα και ζωίλα, και τον ρώτησε αν είχαν ακόμα πολύ δρόμο.
«Σχεδόν έχουμε φτάσει, τέκνον μου» τού απάντησε ο βοσκός, και ξαφνικά μεταμορφώθηκε σ’ έναν κατάξανθο άγγελο, απροσδιορίστου φύλου, σαν αυτούς που βλέπουμε στις ζωγραφιές, με μακρυά μαλλιά, κι έναν εκτυφλωτικό κατάλευκο χιτώνα.
Ο Άγγελος- Βοσκός τον πήρε απαλά στα χέρια του και τον σήκωσε ψηλά. Τώρα έβλεπε πανοραμικά το τοπίο, τους γύρω μαλακούς λόφους, λουσμένους στο φως των αστεριών, τους ποιμένες με τα κοπάδια τους να συγκλίνουν από παντού προς το ίδιο μέρος: μια σπηλιά, στη ρίζα ενός λοφίσκου, όπου έλαμπε απαλά ένα αχνό φως. Τριγύρω πετούσαν αρκετοί ακόμα Άγγελοι σαν τον δικό του, χωρίς φορτίο όμως, με σάλπιγγες και άρπες, παίζοντας ουράνιες μελωδίες, και τραγουδώντας «Ωσαννά» και «Δόξα εν Υψίστοις».
Ο Άγγελος τον άφησε απαλά λίγο έξω από την είσοδο της σπηλιάς, δίπλα σε τρεις μεγαλοπρεπείς γενειοφόρους άνδρες καβάλα σε καμήλες, που κι εκείνοι φαίνονταν να έχουν μόλις φτάσει, από μακρυνό ταξίδι. Οι τρεις Μάγοι ήταν ντυμένοι πολύ εντυπωσιακά, με βαριά ανατολίτικα ενδύματα, και οι πολυάριθμοι υπηρέτες τους τους βοηθούσαν εκείνη τη στιγμή να ξεπεζέψουν.
«Ποιος από εσάς έχει το Δαχτυλίδι;» ρώτησε τον πιο εντυπωσιακό από τους τρεις, μόλις εκείνος ξεπέζεψε. Ήταν μια σεβάσμια Βιβλική μορφή, ντυμένη στην Πορφύρα και στο βελούδο.
«Είμαι ο Μάγος Βαλτάσσαρ, Υψηλός Αστρονόμος του Μεγάλου Βασιλέως», είπε με στόμφο η φιγούρα. «Κάναμε πολύ δρόμο», συνέχισε ο Μάγος, «ήρθαμε από πολύ μακριά, ακολουθώντας το Αστέρι της Δύσης. Ήρθαμε προσκυνητές σ’ αυτόν τον ξένο και παράξενο τόπο, που τον λένε απ' ό,τι μαθαίνω Βηθλεέμ, ήρθαμε να δούμε το Θείο Βρέφος να γεννιέται, ήρθαμε να προσκυνήσουμε τον Αναμενόμενο, φέρνοντας πολύτιμα Δώρα για τον Μεσσία».
«Κι εγώ είμαι ο Μέγας Μάγος Γκάνταλφ, της Συντροφιάς του Δαχτυλιδιού, στην υπηρεσία του Καλού, και του λαού του Σάιαρ. Άστα αυτά, πονηρέ Σάρουμαν, και δώσε μου το Δαχτυλίδι, γιατί θα φωνάξω το Γκόλεμ να σού βγάλει τα γένια τρίχα τρίχα», τον απείλησε.
«Ιδού γαρ γεννάται εν ταπεινώ σπηλαίω ο Βασιλεύς των Βασιλέων», συνέχισε ατάραχος ο Μάγος, και έδειξε την σπηλιά, που το εσωτερικό της ήταν τώρα πολύ πιο φωτεινό. Διακρίνονταν μέσα ολοκάθαρα μερικά ζώα, ένας όρθιος άντρας, και μιά ξαπλωμένη γυναίκα, φτωχικά ντυμένοι. Μέσα σε μια αυτοσχέδια κούνια από άχυρο, βρίσκονταν η πηγή της λάμψης που φώτιζε τη Φάτνη, ένα πανέμορφο μωρό, ροδαλό και στρουμπουλό, με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Ήρθαμε από πάρα πολύ μακριά για να Τον προσκυνήσουμε», συνέχισε ο Μάγος. «Τού φέραμε Χρυσό, Λίβανο και Σμ»-
Κλικ κλικ.
Άφησε απότομα τον μοχλό της ολοσυναίσθησης.
Η νύχτα είχε απότομα χαθεί, μαζί με όλα της τα εξωτικά και τα θαύματα, και γύρω του βρίσκονταν ξανά το γνώριμο παιδικό του δωμάτιο.
Φτιούξ ρε γαμώτοξ. Πάλι λάθος Ολοταινίαξ (ή κωλοταινίαξ, όπως τού άρεσε να λέει) είχε κατεβάσει από το Δίκτυοξ. Είχε παραγίνει το κακό τελευταία, όλο και πιο συχνά κατέβαζες άλλα αντ’ άλλων. Το filenamex που άνοιξε πριν έλεγε «Ο Άρχονταξ των Δαχτυλιδιών νο 15» αλλά μέσα είχε ό,τι νά’ναι, όπως και τις άλλες δυό φορές, στην συγκεκριμένη περίπτωση είχε αυτήν την νέο-χριστιανική ολοταινίαξ για την ζωή του Χριστού. Fucx. Fucx. Fucx.
Καταραμένοι πειρατέξ. Ήταν η τρίτη φορά που συνέβαινε αυτό, από προχτές που βγήκε η ταινία στα Ολοσινεμάξ και που προσπαθούσε απεγνωσμένα να την κατεβάσει από το Δίκτυοξ. Την πρώτη φορά, μετά τα πρώτα δευτερόλεπτα της ταινίας, διαπίστωσε έντρομος πως ήταν μια κινέζικη ψευδοταινίαξ γεμάτη διαφημίσεις και ιούς, που κόντεψαν να τού τινάξουν το Σύστημα στον αέρα. Την δεύτερη σχεδόν το ίδιο, ήταν μια τσόντα της ρώσικης μαφίας, με ακόμα περισσότερους ιούς, και μόλις που τη γλύτωσε την καταστροφή (ευτυχώς προχτές ο ξάδερφος του τού είχε δώσει ένα σπασμένο αντίγραφο του ολοκαίνουργιου Norton Internet Security 2027). Και τώρα αυτές οι νέο-χριστιανικές προπαγάνδες. Τουλάχιστον αυτές δεν είχαν ιούς, δηλαδή όχι πολύ επικίνδυνους ιούς.
Αποφάσισε να παραγγείλει την Ολοταινίαξ από το Ολοβίντεο-δικτυοκλάμπ. Άμαξ πιά, what the fucx. Θα θυσίαζε βέβαια ένα μέρος από το χαρτζιλίκι του, αλλά δεν γίνονταν αλλιώς. Πλήρωνες κάτι, αλλά οι Ολοταινίεξ ήταν εγγυημένες. Μέχρι να καταφέρει να κατεβάσει την σπασμένη ταινία, ή να την αγοράσει σε πειρατικό αντίγραφο από κανέναν πλανόδιο Κόκκινο, Αρειανό μετανάστη, θα τού είχε καεί το Σύστημα, με όλους αυτούς τους ψευδο-κλώνους που κυκλοφορούσαν, και ποιος θα τολμούσε μετά ν’ αντικρύσει το μπαμπά…
Αύριο όμως. Τώρα τού είχε κοπεί η όρεξη. Γύρισε το Σύστημα στο Όλο-Σχολείοξ. Το σημερινό του υποχρεωτικό πρόγραμμα είχε αριθμητική, κι αφού δεν είχε πιά τον Άρχοντα που νόμιζε πως είχε κατεβάσει και που περίμενε όλο λαχτάρα να δει, τού είχε κοπεί και η όρεξη για ταινίαξ, ας τέλειωνε λοιπόν μιαν ώρα αρχύτερα με το Όλο-Σχολείοξ του.
Έπιασε ξανά το μοχλό της Συναίσθησης, κάπως απρόθυμα αυτήν την φορά, και βρέθηκε στιγμιαία πίσω στην Τάξη του της Τετάρτης Δημοτικούξ, με τους εικονικούς του συμμαθητές, και με τον δάσκαλοξ που είχε προεπιλέξει.
«Καλώς τον Κωστάκηξ», είπε ο Δάσκαλοξ, με τη βαριά του φωνή. «Σήμερα θα μιλήσουμε για τα κλάσματα», συνέχισε, και βρυχήθηκε χαρούμενα, τινάζοντας την μεγαλοπρεπή λιονταρίσια του χαίτη.
Τού άρεσε πολύ να επιλέγει για δάσκαλοξ τον Βασιλιά των Λιονταριών. Ήταν λίγο ντεμοντέ, αλλά είχε κάτι που τον γοήτευε.