.
Αφιερωμένο στo Μαρινάκι
με αγνή αγάπη
«Υπάρχουν δύο είδη ηθικής. Αυτή που διδάσκουμε αλλά δεν την εφαρμόζουμε, και αυτή που εφαρμόζουμε αλλά ντρεπόμαστε να την διδάξουμε»
Μπέρτραντ Ράσσελ
Σε λίγο θα γίνονταν είκοσι χρονών.
Οποιοσδήποτε έχει περάσει από καιρό την ηλικία αυτή, θα πούλαγε και την ψυχή του στο διάβολο για να ξαναγίνει είκοσι χρονών. Αυτός όμως δεν ήξερε ότι το να είσαι είκοσι χρονών είναι από μόνο του μια αιτία για να είσαι ευτυχισμένος. Κι ήταν δυστυχισμένος.
Πόσα ακόμα δεν ήξερε! Ίσως λόγω της ανατροφής του, ίσως επειδή ποτέ κανείς δεν κάθησε ν' ασχοληθεί μαζί του και να τού εξηγήσει, ίσως λόγω της ίδιας του της Ηλιθιότητας, μεγάλωσε με βαθιά εμπεδωμένη την αρχή ότι το ράσο δεν κάνει τον παπά, και ποτέ του δεν φόρεσε ράσο. Τραγικό λάθος. Το ράσο είναι απόλυτα σίγουρο πως δεν κάνει τον παπά, αλλά στην αντί-Ουτοπία, στην αντικειμενική πραγματικότητα στην οποία ζούμε, ένας παπάς, είναι από καλό έως και απαραίτητο να φοράει κι ένα ράσο. Αλλιώς κανείς δεν τού δίνει σημασία, ούτε καν ο ίδιος ο Θεός.
Δεν ήξερε λοιπόν πώς να πλησιάσει μια γυναίκα, δεν ήξερε πώς να την κατακτήσει. Δεν ήξερε να ελίσσεται, δεν ήξερε να λέει ψέμματα, δεν ήξερε να συμβιβάζεται, δεν ήξερε πότε να κρατάει το στόμα του κλειστό. Δεν ήξερε ότι δεν πρέπει κανείς να είναι υπερβολικά ειλικρινής, ούτε και υπερβολικά συναισθηματικός, ούτε και υπερβολικά απαιτητικός, δεν ήξερε να παίρνει τα πράγματα όπως έρχονται, και να προσαρμόζεται ανάλογα. Δεν ήξερε καν πώς να πάρει τον έλεγχο της ζωής του, πώς να απαιτήσει τα δικαιώματά του, πώς να βάλει στα όριά τους τους δικούς του ανθρώπους, που τον τσαλαπατούσαν τόσα χρόνια, που τους αγαπούσε όμως τόσο βαθιά, τόσο αληθινά.
Δεν είχε εξερευνήσει ποτέ το κορμί μιάς γυναίκας, δεν ήξερε πώς είναι να κάνεις έρωτα.
Ήταν παρθένος, στα σχεδόν είκοσί του, απ’ όλες τις πλευρές. Την σεξουαλική του όμως παρθενία δεν την άντεχε άλλο. Τον αυνανισμό τον είχε κόψει. Τον πολεμούσε λυσσασμένα, γιατί μετά την σύντομη κορύφωση τον άφηνε πάντα σε μια παθητική αδράνεια, με μιαν γεύση κενού κι απελπισίας στην ψυχή.
Έβραζε λοιπόν μέσα στους χυμούς των είκοσί του χρόνων, χωρίς καμμιά διέξοδο.
Στη σχολή οι συμφοιτήτριες δεν πατούσαν, κι όσες πατούσαν ήταν είτε ζευγαρωμένες, είτε θηλυκοί σπασίκλες, είτε θεούσες, είτε μπάζα, με την κακή έννοια, με την με την δική του "κακή" έννοια, υπερβολικά ρηχές, ή υπερβολικά εγωκεντρικές, ή υπερβολικά ωραιοπαθείς, ή υπερβολικά χαζές. Οι παρέες του Λυκείου που πέρασαν σε κάποια σχολή, περνούσαν όλην την ημέρα στον καναπέ του φοιτητικού σπιτιού ή σπανιότερα στα τραπεζάκια μιάς μπακουροκαφετέριας, καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα, πίνοντας δεκάδες φραπέδες, και μπουρδολογώντας, ανακράζοντας πού και πού «Ε όχι ρε μαλάκα, δεν πας καλά ρε μαλάκα». Πήγε τους βρήκε καναδυό φορές, μετά δεν ξαναπάτησε. Άλλες παρέες ακόμα δεν είχε στην μεγάλη πόλη. Αυτοκίνητο δεν είχε, ρούχα φτωχικά είχε, ράσα δεν είχε, know-how δεν είχε, τσαμπουκά μαγκιά και κλανιά δεν είχε… και δεν είχε και την τύχη να συναντήσει ένα κορίτσι που να ΕΧΕΙ τα ίδια "δεν".
Για την ακρίβεια, είχε συναντήσει ένα κορίτσι. Από τα δεκατρία του ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά παρά τις συνεχόμενες κι απελπισμένες του κρούσεις, δεν. Τον συμπαθούσε πολύ, αλλά εκείνη ήταν κοπέλα με εμπειρίες, κι αυτός τελείως Αθώος. Πολλά χρόνια μετά, διαπίστωσε εκ των υστέρων πόσες ευκαιρίες τού είχε δώσει εκείνη τότε, ευκαιρίες που αυτός ήταν δυστυχώς ανίκανος να τις διακρίνει και να τις εκμεταλλευτεί… «Αν δεν καταλαβαίνεις μόνος σου ρε βλήτο, εγώ θα σού πω πώς θα με ρίξεις;» ήταν σαν να του έλεγε. Επί εφτά χρόνια. Από παιδιά. Εφτά χρόνια αυτός ανίκανος να καταλάβει, εκείνη φαινομενικά αρνητική. Και τελικά τελείως απρόσιτη.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν που οι ορμές του είχαν χτυπήσει κόκκινο, αποφάσισε να πάει στις πουτάνες. Το να εξευτελιστεί πληρώνοντας για τον Έρωτα, φαινόταν εκείνο ειδικά το βράδυ να είναι ένα πολύ μικρότερο κακό από το να περάσει στην Τρίτη δεκαετία ανέραστος.
Πού έχει πουτάνες; Μα στο Βαρδάρη φυσικά, πού αλλού;
Καθώς όμως δεν ήταν καθόλου περπατημένος, πήγε στη λάθος πλευρά του Βαρδάρη. Έψαξε ώρα, εκεί στη λάθος μεριά, αλλά βρήκε μόνο ένα μοναχικό μπαράκι, με κάτι ξέκωλες που τα έπιναν. Μια από αυτές ήταν μια πανέμορφη ξανθούλα στην ηλικία του, με ένα εκθαμβωτικό μίνι και με μακριά μαλλιά. Όχι απλώς γαμήσιμη, αλλά και ερωτεύσιμη. Κάθησε λίγο παραπέρα.
Αμέσως ήρθε και κάθισε δίπλα του μια πενηντάρα επίσης με μίνι, αλλά με άσχημα χαλαρά μπούτια. Είπαμε ήταν αθώος, αλλά ήξερε τι είναι κονσομασιόν. Αισθάνθηκε άβολα, αλλά είπαμε, ήταν καλό παιδί, δεν μπορούσε να την διώξει απότομα. Εκείνο το βράδυ όμως ήταν εκτός ορίων, οπότε μετά από λίγο της είπε στην ψύχρα για ποιόν λόγο ήρθε, και ότι θέλει την άλλη, την ξανθούλα. Που τα έπινε πιο πέρα, παρέα με δυό τρεις αγριόφατσες.
«Άκου να σού πώ αγόρι μου», είπε η γριά πουτάνα, «το μαγαζί δεν πουλάει μουνιά. Πουλάει ποτά. Θ’ ανοίξεις μια σαμπάνια, θα πιούμε, και μετά θα γίνει η δουλειά σου. Οκ;»
«Ναι, αλλά εγώ θέλω εκείνην, όχι εσένα»
«Εκείνην θα γαμήσεις. Αλλά μετά. Πρώτα θ' ανοίξεις μια σαμπάνια. Έτσι είναι οι κανόνες».
Ε, δεν ήξερε και από κανονισμούς μπουρδελομάγαζων, τού φάνηκε λογικό. Στο πίσω μέρος του μπαρ υπήρχε μια πόρτα φωτισμένη με ροζ νέον, που έμοιαζε να οδηγεί σε κάποιο καμαράκι. Αυτό τουλάχιστον φαντάστηκε αυτός.
Παράγγειλε λοιπόν την σαμπάνια, πλήρωσε και το αστρονομικό ποσό που τού ζήτησαν, τις οικονομίες μηνών, από το ισχνό του χαρτζηλίκι. «Μας κάνει ένα δώρο, το παιδί», είπε στο σερβιτόρο η πουτάνα. Το «παιδί» είπε στον εαυτό του ότι μάλλον δεν άκουσε σωστά, ή δεν κατάλαβε καλά. Κάπου στο βάθος του μυαλού του χτύπησε ένα καμπανάκι, αλλά η Βλακεία Υπηρεσίας το κουκούλωσε αμέσως.
Η ώρα σιγά σιγά κυλούσε, με ηλίθιες ερωτήσεις και άλλες απόπειρες για κουβέντα της γριάς πουτάνας, στις οποίες αυτός απαντούσε ανόρεχτα κι άβολα, έχοντας συνέχεια στο μυαλό του την ξανθούλα. Κάποια στιγμή όμως η ξανθούλα σηκώθηκε κι έφυγε, εξαφανίστηκε. Άλλος πελάτης στο μαγαζί πιά δεν υπήρχε, ούτε και άλλη γυναίκα. «Μην ανησυχείς, όλα είναι εντάξει», τού είπε η πουτάνα.
«Μα πώς είναι εντάξει, αφού συμφωνήσαμε για την κοπέλα, όχι για σένα»
«Βρε μην ανησυχείς σού λέω. Έχω στο σπίτι μου ένα κορίτσι δεκάξι χρονών, κουκλίτσα. Άκου να δεις πώς θα γίνει. Η ώρα είναι μιάμισυ. Θα με περιμένεις στις τρεις η ώρα Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας γωνία, θα έρθω μόλις τελειώσω από εδώ. Και θα γίνει η δουλειά σου μιά χαρά».
Έμεινε στην κυριολεξία μαλάκας. Να ζητήσει πίσω τα λεφτά του από τους γορίλες του μαγαζιού, που ήδη τον αγριοκοίταζαν, ούτε συζήτηση. Τι άλλο απέμενε; Η ελπίδα, ως γνωστόν, πεθαίνει τελευταία, η πουτάνα. Κι εκείνο το βράδυ έμαθε τουλάχιστον κάτι, έμαθε τι σημαίνει «πουτάνα», και γιατί είναι βρισιά.
Αν περάσεις από την γωνία Κασσάνδρου και Αγίας Σοφίας τα ξημερώματα, θα τον δεις ακόμα να περιμένει, μπροστά στην βιτρίνα ενός φτηνού παπουτσάδικου. Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια από τότε…
Όμως αν τού ζητήσεις να επιλέξει, θα σού πει πως με τίποτα δεν θα ήθελε να ξαναγίνει είκοσι χρονών. Προτιμά να κρατήσει όλα αυτά που έμαθε, κι όλα αυτά που έπαθε, μετά από εκείνο το βράδυ...
Μαύρος Γάτος, 12 Σεπτέμβρη 2006
Με την επιφύλαξη κάθε πνευματικού δικαιώματος
.