19 ΜΑΙΟΥ – ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ 352.000 ΑΘΩΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
Να’(μουν) σαν εσάς ψηλά ραχιά
πάντα χλωροφοράτε
Διαβαίν’νε χρόνια και καιροί
Καμμίαν (ποτέ σας) κι (δε) γερνάτε
Να έμ’ πουλίν και πέταγα
Να εμ αητός κι επαίγνα (πήγαινα)
Κι επαίγνα στα ραχία μου
Που κλαιν ορφανεμένα
Θα σύρω το τουφέκι μου
Α’τά ξαν(ά)’ θα βουίζ(ου)’νε (για να ξαναβουίξουν)
Για να θερρούν (θαρρούν) εκλώσταμε (γυρίσαμε)
Και ξαν’ να πρασινίζ’νε
πάντα χλωροφοράτε
Διαβαίν’νε χρόνια και καιροί
Καμμίαν (ποτέ σας) κι (δε) γερνάτε
Να έμ’ πουλίν και πέταγα
Να εμ αητός κι επαίγνα (πήγαινα)
Κι επαίγνα στα ραχία μου
Που κλαιν ορφανεμένα
Θα σύρω το τουφέκι μου
Α’τά ξαν(ά)’ θα βουίζ(ου)’νε (για να ξαναβουίξουν)
Για να θερρούν (θαρρούν) εκλώσταμε (γυρίσαμε)
Και ξαν’ να πρασινίζ’νε
Ποντιακό τραγούδι της Προσφυγιάς
Είμαι από τρελλή γενιά.
Ένας από τους τρελλούς προγόνους, μου, ήταν ο Ξανθόγιαννες, ο προπάππος μου από τα Κοτύωρα του Πόντου (Ορντού – Ordu - στα τουρκικά). Η παραθαλάσσια αυτή πολιτεία ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα πριν το Χριστό από Αθηναίους αποίκους. Αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην «Κάθοδο των Μυρίων», ήταν η μόνη ελληνική αποικία των παραλίων του Ευξείνου που τούς υποδέχτηκε σχετικά φιλικά.
Ο Ξανθόγιαννες ήταν ναυτικός και έμπορος, καπετάνιος έλεγε ο παππούς μου, αλλά μπορεί να τα φούσκωνε και λίγο, άλλωστε ήταν πολύ μικρό παιδάκι όταν τον είδε τελευταία φορά. Ταξίδευε με το καράβι του σ’όλην την Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό, στη Βάρνα, κι ακόμα παραπέρα, φτάνοντας μέχρι και τη Μασσαλία. Εμπορευόταν τα προϊόντα του Πόντου, φουντούκια (φουντούκι = «ποντικόν κάρυον» ) από τα εύφορα παρχάρια (λιβάδια), κεράσια της Κερασούντας, ασήμι από την Αργυρούπολη, τα ξακουστά ποντιακά καπνά…
Όταν γύριζε στο σπίτι του, ανάμεσα σε δυό ταξίδια, έριχνε λέει πάνω στο τραπέζι ένα σωρό από λίρες κάθε φορά, για να παίξουν τα παιδιά. Η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου γελούσε όταν τ’άκουγε αυτά, αλλά τέλος πάντων σίγουρα δεν ήτανε φτωχοί. Κι ακόμα πιο σίγουρα, κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Ξανθόγιαννες, έσπερνε κι από ένα παιδί στην κυρά του τη Συμέλα, με αποτέλεσμα η οικογένεια να αυξάνεται και να πληθύνεται. Όταν ήρθε η ώρα του χαλασμού, είχαν εφτά παιδιά. Μεταξύ τους και ο παππούς μου ο Μιλτιάδης…
Ζούσαν οι πρόγονοί μου ειρηνικά και ευτυχισμένα, σε αρμονική συνύπαρξη με τους υπόλοιπους λαούς του όμορφου Πόντου, με τα άγρια καταπράσινα βουνά, που υψώνονται απόκρημνα κι απότομα δίπλα στη θάλασσα. Τη Μαύρη Θάλασσα, που για να την κατευνάσουν οι αρχαίοι ναυτικοί την βάφτισαν «Εύξεινη», ενώ ήταν άγρια και άξενη…
Άλλα είχε όμως γραμμένα η Μοίρα. Η φωτιά των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου, και της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ακολούθησε, δεν θα άφηνε ανέγγιχτο ούτε τον μακρινό Πόντο.
Το σχέδιο της γενοκτονίας ήταν καλά μελετημένο, από Γερμανούς αξιωματικούς, με επικεφαλής τον αρχηγό της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στη σύμμαχο Τουρκία, στρατηγό Φον Ντερ Γκόλτς. Σε αγαστή βέβαια συνεργασία με τους Νεότουρκους, και με ιδεολογικό υπόβαθρο τον ακραίο τουρκικό εθνικισμό. αποφασίστηκε η νέα τουρκική πατρίδα, που θα γεννιόταν από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να απαλλαχτεί με κάθε τρόπο από τις αλλόθρησκες μειονότητες.
Ένα από τα βασικά στελέχη των Νεότουρκων ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), γεννημένος στην χαμένη για τους Τούρκους Θεσσαλονίκη.
Η επιτυχημένη πρόβα τζενεράλε είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα, με την τρομακτική γενοκτονία των Αρμενίων. Τα θύματα της υπολογίζονται σε ενάμισι εκατομμύριο ψυχές.
Είχε έρθει πιά και η σειρά των Ελλήνων του Πόντου. Ο συνολικός αριθμός τους πριν την καταστροφή εκτιμάται σε ένα περίπου εκατομμύριο, από τους οποίους και εξοντώθηκαν κάπου 352.000, δηλαδή ένας στους τρεις ανθρώπους. Γι'αυτό και γίνεται λόγος για Γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων.
Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε στο Δυτικό πόντο, στις περιοχές της Κερασούντας και της Αμισού (Σαμψούντα). Στον Ανατολικό Πόντο, τα πράγματα ήταν πιο συγκρατημένα γιατί η περιοχή ως και την Τραπεζούντα ήταν ως το τέλος του 1917 υπό Ρωσική κατοχή και προστασία. Τα πράγματα άλλαξαν κι εκεί ραγδαία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, που ανάγκασε τα Τσαρικά στρατεύματα να εκκενώσουν τάχιστα τον Πόντο. Και πάλι όμως, τον πιο βαρύ φόρο αίματος τον πλήρωσε ο Δυτικός Πόντος, όπου γράφτηκαν από τους Νεότουρκους μερικές από τις πιο μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, με θύματα αυτήν την φορά τους Έλληνες του Πόντου.
Στην αρχή πήραν τους άντρες, και τους έστειλαν, τους περισσότερους χωρίς επιστροφή, στα βάθη της Μικρασίας, στα περίφημα Τάγματα Εργασίας, αφού πρώτα «εκκαθάρισαν» τους πιο ατίθασους. Ανάμεσά τους, ο μεγάλος αδερφός του παππού μου, ο Χαράλαμπος, δεκαεφτά χρονών παλικαράκι. Ο Χαράλαμπος ήταν από τα πρώτα θύματα των ανθρωπόμορφων τεράτων του αρχισφαγέα Τοπάλ Οσμάν. Τον έριξαν μέσα σε έναν λάκκο με ασβέστη, όπου κάηκε ζωντανός.
Ο προπάππος μου, η τρελλή και απροσκύνητή μου φλέβα, έλειπε σε ταξίδι όταν άρχισαν οι διωγμοί. Επιστρέφοντας διέφυγε στα απότομα βουνά του Πόντου, όπου συνάντησε τα υπόλοιπα παληκάρια που είχαν περάσει στην παρανομία, και έδρασε σαν αντάρτης για άγνωστο διάστημα. Από εκεί, τα ίχνη του χάθηκαν για πάντα. Το μόνο που απέμεινε από αυτόν, ήταν ένα τραγούδι, που άκουσε ο πατέρας μου να το τραγουδάει ένας γέρος Πόντιος στην Κωνσταντινούπολη, πολλά χρόνια μετά… Έλεγε κάτι σαν…
Ένας από τους τρελλούς προγόνους, μου, ήταν ο Ξανθόγιαννες, ο προπάππος μου από τα Κοτύωρα του Πόντου (Ορντού – Ordu - στα τουρκικά). Η παραθαλάσσια αυτή πολιτεία ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα πριν το Χριστό από Αθηναίους αποίκους. Αναφέρεται από τον Ξενοφώντα στην «Κάθοδο των Μυρίων», ήταν η μόνη ελληνική αποικία των παραλίων του Ευξείνου που τούς υποδέχτηκε σχετικά φιλικά.
Ο Ξανθόγιαννες ήταν ναυτικός και έμπορος, καπετάνιος έλεγε ο παππούς μου, αλλά μπορεί να τα φούσκωνε και λίγο, άλλωστε ήταν πολύ μικρό παιδάκι όταν τον είδε τελευταία φορά. Ταξίδευε με το καράβι του σ’όλην την Μαύρη Θάλασσα, στην Οδησσό, στη Βάρνα, κι ακόμα παραπέρα, φτάνοντας μέχρι και τη Μασσαλία. Εμπορευόταν τα προϊόντα του Πόντου, φουντούκια (φουντούκι = «ποντικόν κάρυον» ) από τα εύφορα παρχάρια (λιβάδια), κεράσια της Κερασούντας, ασήμι από την Αργυρούπολη, τα ξακουστά ποντιακά καπνά…
Όταν γύριζε στο σπίτι του, ανάμεσα σε δυό ταξίδια, έριχνε λέει πάνω στο τραπέζι ένα σωρό από λίρες κάθε φορά, για να παίξουν τα παιδιά. Η μεγαλύτερη αδερφή του παππού μου γελούσε όταν τ’άκουγε αυτά, αλλά τέλος πάντων σίγουρα δεν ήτανε φτωχοί. Κι ακόμα πιο σίγουρα, κάθε φορά που εμφανιζόταν ο Ξανθόγιαννες, έσπερνε κι από ένα παιδί στην κυρά του τη Συμέλα, με αποτέλεσμα η οικογένεια να αυξάνεται και να πληθύνεται. Όταν ήρθε η ώρα του χαλασμού, είχαν εφτά παιδιά. Μεταξύ τους και ο παππούς μου ο Μιλτιάδης…
Ζούσαν οι πρόγονοί μου ειρηνικά και ευτυχισμένα, σε αρμονική συνύπαρξη με τους υπόλοιπους λαούς του όμορφου Πόντου, με τα άγρια καταπράσινα βουνά, που υψώνονται απόκρημνα κι απότομα δίπλα στη θάλασσα. Τη Μαύρη Θάλασσα, που για να την κατευνάσουν οι αρχαίοι ναυτικοί την βάφτισαν «Εύξεινη», ενώ ήταν άγρια και άξενη…
Άλλα είχε όμως γραμμένα η Μοίρα. Η φωτιά των Βαλκανικών Πολέμων, του Α’ Παγκοσμίου, και της Μικρασιατικής Εκστρατείας που ακολούθησε, δεν θα άφηνε ανέγγιχτο ούτε τον μακρινό Πόντο.
Το σχέδιο της γενοκτονίας ήταν καλά μελετημένο, από Γερμανούς αξιωματικούς, με επικεφαλής τον αρχηγό της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής στη σύμμαχο Τουρκία, στρατηγό Φον Ντερ Γκόλτς. Σε αγαστή βέβαια συνεργασία με τους Νεότουρκους, και με ιδεολογικό υπόβαθρο τον ακραίο τουρκικό εθνικισμό. αποφασίστηκε η νέα τουρκική πατρίδα, που θα γεννιόταν από τις στάχτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να απαλλαχτεί με κάθε τρόπο από τις αλλόθρησκες μειονότητες.
Ένα από τα βασικά στελέχη των Νεότουρκων ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ (Ατατούρκ), γεννημένος στην χαμένη για τους Τούρκους Θεσσαλονίκη.
Η επιτυχημένη πρόβα τζενεράλε είχε γίνει λίγα χρόνια νωρίτερα, με την τρομακτική γενοκτονία των Αρμενίων. Τα θύματα της υπολογίζονται σε ενάμισι εκατομμύριο ψυχές.
Είχε έρθει πιά και η σειρά των Ελλήνων του Πόντου. Ο συνολικός αριθμός τους πριν την καταστροφή εκτιμάται σε ένα περίπου εκατομμύριο, από τους οποίους και εξοντώθηκαν κάπου 352.000, δηλαδή ένας στους τρεις ανθρώπους. Γι'αυτό και γίνεται λόγος για Γενοκτονία των Ελλήνων Ποντίων.
Η μεγαλύτερη καταστροφή έγινε στο Δυτικό πόντο, στις περιοχές της Κερασούντας και της Αμισού (Σαμψούντα). Στον Ανατολικό Πόντο, τα πράγματα ήταν πιο συγκρατημένα γιατί η περιοχή ως και την Τραπεζούντα ήταν ως το τέλος του 1917 υπό Ρωσική κατοχή και προστασία. Τα πράγματα άλλαξαν κι εκεί ραγδαία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία, που ανάγκασε τα Τσαρικά στρατεύματα να εκκενώσουν τάχιστα τον Πόντο. Και πάλι όμως, τον πιο βαρύ φόρο αίματος τον πλήρωσε ο Δυτικός Πόντος, όπου γράφτηκαν από τους Νεότουρκους μερικές από τις πιο μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας, με θύματα αυτήν την φορά τους Έλληνες του Πόντου.
Στην αρχή πήραν τους άντρες, και τους έστειλαν, τους περισσότερους χωρίς επιστροφή, στα βάθη της Μικρασίας, στα περίφημα Τάγματα Εργασίας, αφού πρώτα «εκκαθάρισαν» τους πιο ατίθασους. Ανάμεσά τους, ο μεγάλος αδερφός του παππού μου, ο Χαράλαμπος, δεκαεφτά χρονών παλικαράκι. Ο Χαράλαμπος ήταν από τα πρώτα θύματα των ανθρωπόμορφων τεράτων του αρχισφαγέα Τοπάλ Οσμάν. Τον έριξαν μέσα σε έναν λάκκο με ασβέστη, όπου κάηκε ζωντανός.
Ο προπάππος μου, η τρελλή και απροσκύνητή μου φλέβα, έλειπε σε ταξίδι όταν άρχισαν οι διωγμοί. Επιστρέφοντας διέφυγε στα απότομα βουνά του Πόντου, όπου συνάντησε τα υπόλοιπα παληκάρια που είχαν περάσει στην παρανομία, και έδρασε σαν αντάρτης για άγνωστο διάστημα. Από εκεί, τα ίχνη του χάθηκαν για πάντα. Το μόνο που απέμεινε από αυτόν, ήταν ένα τραγούδι, που άκουσε ο πατέρας μου να το τραγουδάει ένας γέρος Πόντιος στην Κωνσταντινούπολη, πολλά χρόνια μετά… Έλεγε κάτι σαν…
Έστησε παγίδα ο Ιμάμης στον Ξανθόγιαννο
και στον Καράχατζη τον Αρμένη
Στο σπίτι του μέσα τους έβαλε, και τους πρόδωσε
Αλλά αυτοί το αντιλήφθηκαν, κι αντιστάθηκαν
Πολέμησαν σαν λιοντάρια, και ξέφυγαν στα βουνά
Αφού χύθηκε πολύ αίμα
και στον Καράχατζη τον Αρμένη
Στο σπίτι του μέσα τους έβαλε, και τους πρόδωσε
Αλλά αυτοί το αντιλήφθηκαν, κι αντιστάθηκαν
Πολέμησαν σαν λιοντάρια, και ξέφυγαν στα βουνά
Αφού χύθηκε πολύ αίμα
Η υπόλοιπη οικογένεια πήρε τον δρόμο της εξορίας, μαζί με όλους τους Έλληνες των Κοτυώρων και του υπόλοιπου Δυτικού Πόντου, της Πάφρας, της Κασταμονής, του Αλάτσαμ, της Αμισού, της Αμάσειας, της Φάτσας, της Σινώπης, της Οινόης. Γυναίκες, μικρά παιδιά, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, μέσα στο δριμύ ψύχος του ποντιακού χειμώνα του 1916-17, πήραν πεζοί τον δρόμο της εκτόπισης, ουσιαστικά τον δρόμο του θανάτου, στα απότομα βουνά, με κατεύθυνση την Νεοκαισάρεια (Niksar) στο εσωτερικό της Μικρασίας. Λίγοι έφτασαν ως εκεί, κι ακόμα λιγότεροι γύρισαν πίσω. Κάποιους τους έκαιγαν όλους μαζί, αφού τους έκλειναν μέσα σε εκκλησιές. Οι περισσότεροι όμως, εξοντώθηκαν σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά "πολιτισμένα" πρότυπα του Στρατηγού Φον Γκολτς, από το κρύο, τις κακουχίες, τις αρρώστιες, την πείνα.
Η Σοφία, η μεγάλη αδερφή του παππού μου, ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι δεκαέξι χρονών, άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από ένα δέντρο, στην μέση του τίποτα. Ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, που ήταν τότε πέντε χρονών, θυμόταν να την τραβάει από το μανίκι όταν οι Τσέτες (άτακτοι στρατιώτες) έδωσαν το σύνθημα της αναχώρησης. Αλλά αυτή δεν μπορούσε πιά να ακολουθήσει. Το κορίτσι που έκαιγε τις καρδιές όλων των ανδρών της μικρής της πόλης, ήταν νεκρό…
Η μητέρα τους η Συμέλα, η Ευρώπη, 4-5 χρονών, και ο Ευριπίδης, μωρό στην κούνια, άφησαν επίσης την τελευταία τους πνοή στον δρόμο, από την πείνα, την εξάντληση, και τις κακουχίες. Από ολόκληρη την οικογένεια επέζησαν μόνο ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, και οι δυό του αδερφές, η Περιστέρα, 13 χρονών, και η Ωραία, 12.
Την Περιστέρα και την Ωραία τις περιμάζεψε κάποια στιγμή ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, που τις μετέφερε στην Αθήνα, όπου τις ξανασυνάντησε ο παππούς μου πολύ αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’30. Ο Μιλτιάδης, πέντε χρονών παιδάκι, ρακένδυτος, πετσί και κόκκαλο, με σκουληκιασμένο δέρμα, βρέθηκε μόνος και πεντάρφανος στη Νεοκαισάρεια, μαζί με κάποιους άλλους επιζήσαντες από τους εκτοπισμένους, που ήταν εξίσου εξαθλιωμένοι.
Θα χάνονταν έτσι χωρίς κανένα ίχνος, αλλά η Μοίρα δεν ήθελε να σβήσει η Τρελλή μου γενιά…
Αναγνώρισε κάποια στιγμή έναν θείο του, τον Μωυσή, άντρα της αδερφής του Ξανθόγιαννη. Τον άρπαξε από το μανίκι με το χεράκι του. «Θείε Μωυσή, θείε Μωυσή» τού έλεγε, με την σβησμένη του φωνούλα. Πού να ακούσει ο Μωυσής, τον απέδιωνχνε, αλλά βλέποντας την επιμονή του παιδιού, έσκυψε ν’ακούσει καλύτερα τον ξεψυχισμένο ψίθυρο. Κι άκουσε τ' όνομά του, κι αναγνώρισε το αγνώριστο παιδάκι. «Δόξα τω θεώ, είπε κλαίγοντας, ο Μιλτιάδης εν! Σώθηκε η γενιά του Ξανθόγιαννη…»
Ο Μιλτιάδης ήρθε στην Ελλάδα, και ρίζωσε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με την γεωργία και με την κτηνοτροφία, στα τέως τούρκικα χωράφια που του παραχωρήθηκαν, και παντρεύτηκε την γιαγιά μου, επίσης πρόσφυγα, από την περιοχή της Νικομήδειας ( κοντά στην Κωνσταντινούπολη). Ήταν γενικά πολύ φιλομαθής, από τους ελάχιστους αγρότες που μιλούσαν τότε Γαλλικά, που τα έμαθε μόνος του από μια μέθοδο… Διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Άνθρωπος φιλήσυχος, ειρηνικός, ποτέ δεν άκουσα από το στόμα του να κατηγορεί τους Τούρκους, και πολύ σπάνια διηγούνταν την ιστορία που σας αφηγήθηκα. Ούτε που φανταζόμουν, παιδάκι εγώ, το τί τράβηξε αυτός και η οικογένειά του. Την ιστορία του, που την είχα ακούσει πολύ αποσπασματικά από τον ίδιο, την συμπλήρωσα μέσω πληροφοριών που πήρα από τον πατέρα μου, και από κάποιες γραπτές σημειώσεις του ίδιου του Παππού.
Ο Μιλτιάδης απέκτησε πέντε παιδιά, τα σπούδασε σχεδόν όλα, τα είδε να προκόβουν, απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα, και πέθανε το 1982.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, αυτόν, και τους αδικοχαμένους του γονείς και αδέρφια, και όλα τα 352.000 θύματα της Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, όπως και όλα τα θύματα της θηριωδίας του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο .
Εν είδει μνημοσύνου, παραθέτω το τραγούδι «Εκάεν και το Τσάμπασι», που ήταν το ένα από τα δυό πιο Αγαπημένα του παππού μου. Το πρώτο είναι αυτό με το οποίο άρχισα το άρθρο μου. Το Τσάμπασι ήταν ορεινό θέρετρο των Κοτυώρων (Ορντού), κάτι σαν το Πανόραμα και το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης.
Η Σοφία, η μεγάλη αδερφή του παππού μου, ένα πανέμορφο ξανθό κορίτσι δεκαέξι χρονών, άφησε την τελευταία της πνοή κάτω από ένα δέντρο, στην μέση του τίποτα. Ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, που ήταν τότε πέντε χρονών, θυμόταν να την τραβάει από το μανίκι όταν οι Τσέτες (άτακτοι στρατιώτες) έδωσαν το σύνθημα της αναχώρησης. Αλλά αυτή δεν μπορούσε πιά να ακολουθήσει. Το κορίτσι που έκαιγε τις καρδιές όλων των ανδρών της μικρής της πόλης, ήταν νεκρό…
Η μητέρα τους η Συμέλα, η Ευρώπη, 4-5 χρονών, και ο Ευριπίδης, μωρό στην κούνια, άφησαν επίσης την τελευταία τους πνοή στον δρόμο, από την πείνα, την εξάντληση, και τις κακουχίες. Από ολόκληρη την οικογένεια επέζησαν μόνο ο παππούς μου ο Μιλτιάδης, και οι δυό του αδερφές, η Περιστέρα, 13 χρονών, και η Ωραία, 12.
Την Περιστέρα και την Ωραία τις περιμάζεψε κάποια στιγμή ο Αμερικανικός Ερυθρός Σταυρός, που τις μετέφερε στην Αθήνα, όπου τις ξανασυνάντησε ο παππούς μου πολύ αργότερα, στο τέλος της δεκαετίας του ’30. Ο Μιλτιάδης, πέντε χρονών παιδάκι, ρακένδυτος, πετσί και κόκκαλο, με σκουληκιασμένο δέρμα, βρέθηκε μόνος και πεντάρφανος στη Νεοκαισάρεια, μαζί με κάποιους άλλους επιζήσαντες από τους εκτοπισμένους, που ήταν εξίσου εξαθλιωμένοι.
Θα χάνονταν έτσι χωρίς κανένα ίχνος, αλλά η Μοίρα δεν ήθελε να σβήσει η Τρελλή μου γενιά…
Αναγνώρισε κάποια στιγμή έναν θείο του, τον Μωυσή, άντρα της αδερφής του Ξανθόγιαννη. Τον άρπαξε από το μανίκι με το χεράκι του. «Θείε Μωυσή, θείε Μωυσή» τού έλεγε, με την σβησμένη του φωνούλα. Πού να ακούσει ο Μωυσής, τον απέδιωνχνε, αλλά βλέποντας την επιμονή του παιδιού, έσκυψε ν’ακούσει καλύτερα τον ξεψυχισμένο ψίθυρο. Κι άκουσε τ' όνομά του, κι αναγνώρισε το αγνώριστο παιδάκι. «Δόξα τω θεώ, είπε κλαίγοντας, ο Μιλτιάδης εν! Σώθηκε η γενιά του Ξανθόγιαννη…»
Ο Μιλτιάδης ήρθε στην Ελλάδα, και ρίζωσε στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με την γεωργία και με την κτηνοτροφία, στα τέως τούρκικα χωράφια που του παραχωρήθηκαν, και παντρεύτηκε την γιαγιά μου, επίσης πρόσφυγα, από την περιοχή της Νικομήδειας ( κοντά στην Κωνσταντινούπολη). Ήταν γενικά πολύ φιλομαθής, από τους ελάχιστους αγρότες που μιλούσαν τότε Γαλλικά, που τα έμαθε μόνος του από μια μέθοδο… Διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Άνθρωπος φιλήσυχος, ειρηνικός, ποτέ δεν άκουσα από το στόμα του να κατηγορεί τους Τούρκους, και πολύ σπάνια διηγούνταν την ιστορία που σας αφηγήθηκα. Ούτε που φανταζόμουν, παιδάκι εγώ, το τί τράβηξε αυτός και η οικογένειά του. Την ιστορία του, που την είχα ακούσει πολύ αποσπασματικά από τον ίδιο, την συμπλήρωσα μέσω πληροφοριών που πήρα από τον πατέρα μου, και από κάποιες γραπτές σημειώσεις του ίδιου του Παππού.
Ο Μιλτιάδης απέκτησε πέντε παιδιά, τα σπούδασε σχεδόν όλα, τα είδε να προκόβουν, απέκτησε εγγόνια και δισέγγονα, και πέθανε το 1982.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει, αυτόν, και τους αδικοχαμένους του γονείς και αδέρφια, και όλα τα 352.000 θύματα της Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, όπως και όλα τα θύματα της θηριωδίας του ανθρώπου απέναντι στον άνθρωπο .
Εν είδει μνημοσύνου, παραθέτω το τραγούδι «Εκάεν και το Τσάμπασι», που ήταν το ένα από τα δυό πιο Αγαπημένα του παππού μου. Το πρώτο είναι αυτό με το οποίο άρχισα το άρθρο μου. Το Τσάμπασι ήταν ορεινό θέρετρο των Κοτυώρων (Ορντού), κάτι σαν το Πανόραμα και το Ασβεστοχώρι της Θεσσαλονίκης.
Εκάεν και το Τσάμπασιν
Κι επέμναν (απόμειναν) τα ντουβάρεα γιαρ γιαρ αμάν
Και ερούξαν (τρέξαν) σο χουρντάρεμαν (να το σώσουν)
Τσ’ Ορτούς τα παλληκάρεα οϊ οϊ αμάν ( τα παληκάρια, μάλλον οι αντάρτες)
Βάι εκάεν κι εμανίεν (καρβουνιάστηκε), τσ’ Ορτούς το Παρχάρ (λιβάδι, ορεινός βοσκότοπος)
Εκεί άλλο δεν κι’ επέμνεν (απέμεινε)
Μοναχόν σ’αχτάρ (σταχτάρι, στάχτη)
Εκάεν και το Τσάμπασιν
Γιαβρούμ (ψυχή μου) τιδέν κι επέμνεν (τίποτα δεν έμεινε)
Ραχιά και λειβαδότοπα
Άλλο χορτάρ κι φέρνε (δεν φυτρώνει πιά)
Τρανόν γιαγκ’ν (φωτιά) σο Τσάμπασιν
Σπίτια κι θ’απομένεν (δεν θα μείνει ούτ’ ένα σπίτι) γιαρ γιαρ αμάν
Μικροί τρανοί, φτωχοί ζεγκίν (πλούσιοι)
Ολ’ κάθουνταν και κλαίνε οϊ οϊ αμάν
Κλαιν τη θεού τα πουλόπα (τα πουλάκια του θεού)
Κλαιν τα πεγαδομάτεα (τα «μάτια», οι τρύπες των πηγαδιών) γιαρ γιαρ αμάν
Κλαίει το Τσαμπλούκ, το Καρακιόλ (οικισμοί της περιοχής)
Κλαίν τ' έμορφα τ' ελάτια, γιαρ γιαρ αμάν…
Είθε η Ανθρωπότητα να μην ξαναζήσει ποτέ παρόμοιες θηριωδίες.
Μιλτιάδης – Μαύρος Γάτος
19 Μαίου 2006
Κι επέμναν (απόμειναν) τα ντουβάρεα γιαρ γιαρ αμάν
Και ερούξαν (τρέξαν) σο χουρντάρεμαν (να το σώσουν)
Τσ’ Ορτούς τα παλληκάρεα οϊ οϊ αμάν ( τα παληκάρια, μάλλον οι αντάρτες)
Βάι εκάεν κι εμανίεν (καρβουνιάστηκε), τσ’ Ορτούς το Παρχάρ (λιβάδι, ορεινός βοσκότοπος)
Εκεί άλλο δεν κι’ επέμνεν (απέμεινε)
Μοναχόν σ’αχτάρ (σταχτάρι, στάχτη)
Εκάεν και το Τσάμπασιν
Γιαβρούμ (ψυχή μου) τιδέν κι επέμνεν (τίποτα δεν έμεινε)
Ραχιά και λειβαδότοπα
Άλλο χορτάρ κι φέρνε (δεν φυτρώνει πιά)
Τρανόν γιαγκ’ν (φωτιά) σο Τσάμπασιν
Σπίτια κι θ’απομένεν (δεν θα μείνει ούτ’ ένα σπίτι) γιαρ γιαρ αμάν
Μικροί τρανοί, φτωχοί ζεγκίν (πλούσιοι)
Ολ’ κάθουνταν και κλαίνε οϊ οϊ αμάν
Κλαιν τη θεού τα πουλόπα (τα πουλάκια του θεού)
Κλαιν τα πεγαδομάτεα (τα «μάτια», οι τρύπες των πηγαδιών) γιαρ γιαρ αμάν
Κλαίει το Τσαμπλούκ, το Καρακιόλ (οικισμοί της περιοχής)
Κλαίν τ' έμορφα τ' ελάτια, γιαρ γιαρ αμάν…
Είθε η Ανθρωπότητα να μην ξαναζήσει ποτέ παρόμοιες θηριωδίες.
Μιλτιάδης – Μαύρος Γάτος
19 Μαίου 2006
14 σχόλια:
Είθε...
αν και δεν είμαι Ποντία, συγκινούμαι πάντα βαθιά με την ιστορία αυτού του λαού, με τη μουσική και τα τραγούδια του, που είναι γεμάτα εικόνες.
Είναι λαός περήφανος, όμορφος, δυνατός.
Με τέτοια τρανή καταγωγή, πρέπει να είσαι ιδιαίτερα περήφανος.
Καλημέρα :)
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
μπραβο γατε!
Ελπιζω να μην σε κατασπαραξουν,με το διανοουμενιστικο-παντα-τροπο τους,οι "προοδευτικοι" της μπλογκοσφαιρας.
Γιατί να τον κατασπαράξουν;
Μίλτο μου, δεν ανήκω σε ξεριζωμένη γενιά, αλλά έχω μιά ιδιαίτερη ευαισθησία σε Μικρασιάτες, Πολίτες, Πόντιους ...ΕΛΛΗΝΑΡΕΣ... Μπράβο που δεν ξεχνάτε :))
Και μετά από όλα αυτά, καταθέτω το ποίημα του γνωστού τούρκου δημοσιογράφου Ιπεκτσί
(γνωστού απ' τη θέσπιση από Τούρκους ..ελληνιστές "βραβείου Ιπεκτσί" για την Ελληνοτουρκική φιλία):
Το Μίσος
Όσο υπάρχει ο πρόστυχος ο Έλληνας σ’ αυτό το κόσμο
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου.
Σαν στέκομαι και τον κοιτάζω τον σκύλο
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Εκδίκηση να πάρω είναι ο μοναδικός μου στόχος
σαν αναμετρηθώ στης μάχης το πεδίο
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια να κλαδέψω σε μια μέρα
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Τα κεφάλια τριάντα χιλιάδων να πολτοποιούσα
Τα δόντια δέκα χιλιάδων με την τανάλια να έβγαζα
εκατό χιλιάδων τα πτώματα να σκορπούσα στις ρεματιές
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Ο κόσμος όλος ξέρει πόσο ανώτερος είναι ο Τούρκος
και πόση κακοήθεια φωλιάζει στο μυαλό του Έλληνα
πέντε χιλιάδων τα πτώματα να έκαιγα στους κλιβάνους
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος.
Σαράντα χιλιάδες τους να σούβλιζα με την λόγχη μου,
ογδόντα χιλιάδες τους να έστελνα στη κόλαση
εκατό χιλιάδες τους να κρεμούσα στο σκοινί
δε βγαίνει μα το θεό αυτό το μίσος από μέσα μου,
χιλίων γκιαούρηδων τα κεφάλια δεν σβήνουν ένα μίσος!
ιστορία, ιστορία...
Εύγε μαύρο γατί μου! Ωραιότατο το κείμενό σου, το διάβασα με συγκίνηση. Η γιαγιά μου "ήρθε απ' τη θάλασσα".
Υ.Γ. Μαύρος Γατίδης ε? :pp
Καλημερα.
Εξαιρετικο το κειμενο σου.Ειμαστε
σιγουρα η γενια της ειρηνης αλλα
δεν αγνοουμε την ιστορια μας.
Καλημέρα σε όλους! Ευχαριστώ παιδιά για την συμπαράσταση.
Χτες για πρώτη φορά πήγα στην πορεία.
Κρίμα για την "γιορτή" των Τούρκων ...προσκυνητών, κρίμα για την παρείσφρυση των χρυσών αυγών στην πορεία.
Ζήτω για την μαζική συμμετοχή νέων παιδιών. Η Ιστορία που ξεχνιέται, επιστρέφει...
(λες και δεν επέστρεψε στην Κύπρο το 1974...)
Σ:(((
Πότε θα ζητηθεί το δίκιο για το αίμα των αθώων, πότε;
Πότε θα πάψει η σφραγίδα Εθνικιστής για όσους γνωρίζουν και επικαλούνται την Ιστορία;
Ο Θεός να συγχωρήσει όχι τις ψυχές των αδικοχαμένων, αλλά τις δικές μας που αργούμε, όπως πάντα...
Μπράβο παιδί μου για το αφιέρωμα./
Μπράβο Γάτε :)
Άντε να το εξηγήσεις, 3 γενιές μετά να συγκινούμαστε οι απόγονοι.
Οι ιστορίες είναι ίδιες, τα ονόματα αλλάζουν…
Είθε…
Πόντος, Μικρασία, Κύπρος...από όπου και να το πιάσεις είμαι παιδί ξεριζωμένων γενεών, άρα λοιπόν κατανοώ και πονώ, μα χωρίς να μισώ.
Όμως επίσης χαίρομαι και περηφανεύομαι λιγουλάκι που στα κύτταρα μου υπάρχουν "σημάδια" τέτοιων προγόνων. Και αναρωτιέμαι, άραγε θα βρεθώ αντάξια τους όταν η μοίρα το απαιτήσει;
είναι το χώμα τους αλαφρύ, για τούτο σίγουρη είμαι πούλι μ'
Τα σέβη μου.
Οι Πόντιοι είναι ότι πιο κοντά σε αυτό που ονομάζουμε Ελληνική Ψυχή.
Cool blog, interesting information... Keep it UP Individual dental insurance boston Boating catalog free orlando adult baseball leagues
Δημοσίευση σχολίου