18 Σεπ 2006

ΘΥΜΆΣΑΙ;

Κάποτε θα καταστρέψω όλ'αυτά τα χειρόγραφα που άφησε πάνω στο τραπέζι μου ο διάβολος και που τα οικειοποιήθηκα χωρίς ντροπή- και μόνον αυτός που έκανε τη νύχτα πολλές φορές τον ίδιο δρόμο, μόνον αυτός έμαθε πως δεν υπήρξε ποτέ δρόμος
κι αν συνεχίζω να ζω είναι γιατί δε θέλω να λησμόνησω ή βγαίνω μ' ένα τσεκούρι στην πόρτα προς δόξα του αιώνα μου- συχνά ερχόταν μιά γυναίκα στην κάμαρα μου, όλα κρατούσαν λίγο σαν την αθωότητα, ύστερα γράφαμε σ'ένα χαρτί τ'όνομά μας και το πετούσαμε απ'το παράθυρο (ίσως ήταν η ώρα που περνούσε η φήμη).
(...)
Θυμάσαι; Ο πατέρας σου ήταν νεκρός στο φέρετρο- εσύ κάτι έψαχνες και μπήκες σε μιάν άλλη κάμαρα, μονάχη, σε ακολούθησα, απ'τ'ανοιχτό παράθυρο ερχόταν η ευωδιά του κήπου (ω, θά'μαστε νεκροί κι η άνοιξη θά'ρχεται πάλι και πάλι) σε πλησίασα, με κοίταξες στα μάτια και τότε σε φίλησα, σε φίλησα για όλα τα χρόνια που θα περάσουν, για όλες τις ελπίδες που θα χαθούν, σε φίλησα και σε κράτησα πάνω μου- κι όπως πριν λίγο είχες αγκαλιάσει ν'αποχαιρετήσεις το νεκρό, τα μαλλιά σου μύριζαν αιωνιότητα...
(...)
Όσο για τις νοσοκόμες καθάριζαν μ'επιμέλεια τους θαλάμους, όμως εγώ ήμουν πάντα λυπημένος, "σκότωσα την αιωνιότητα, γιατρέ" έλεγα, ο γιατρός γελούσε, "δε γίνονται τέτοια πράγματα" έλεγε, "γίνονται γιατρέ" τού λέω και τού διηγήθηκα τις δυστυχίες της θείας μου, τη λέγανε Ευδοκία, τελικά ψάλαμε όλοι μαζί το "εν ανθρώποις ευδοκία"- από τότε αγαπώ τις μέρες τού χειμώνα που είναι σύντομες ή μεταμορφωνόμαι σε ήρωα (για ν'αποφύγω τους πραγματικούς κίνδυνους) έτσι και πίσω απ'τις πιο ακόλαστες πράξεις μας κρύβεται το μίσος για τον εαυτό μας, τί μάς έφταιξε; κανείς δε θα το μάθει,
α, φίλοι μου, ζούμε σ'ένα όνειρο που δε θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ'ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ'άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μάς πουν, κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του
όπως μια γυναίκα το μαραμένο μαστό της.
(...)
...γιατί υπάρχουν πράγματα που τα περιμένεις χρόνια κι άλλα που συμβαίνουν μέσα σε μια στιγμή, καθορίζοντας για πάντα τη ζωή σου κι επειδή είμαι προνοητικός, τα βράδια τακτοποιώ τις λέξεις με τ'άλλα φαντάσματα- κι άξαφνα το ρολόι σταμάτησε, εγώ βρισκόμουν στο υπόγειο, "γιατί κατέβηκα εδώ;" είπα σιγανά.
.
Αλλά δεν ήταν κανείς ν'απαντήσει...
.
Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988), "Οι σάλπιγγες της Αποκαλύψεως"

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο.

vromogato είπε...

γαμώ τις φθινοπωρινές υπόγες γαμώ μέσα
καλησπέρα σας...