5 Φεβ 2007

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΗΣ ΑΛΚΥΟΝΗΣ


Πρωτοδημοσιεύτηκε στο φιλόξενο "Φιλοξενείο". Επιτρέπεται η ελεύθερη αναδημοσίευση του κειμένου και των φωτογραφιών (εκτός από δύο που δεν μού ανήκουν: την πρώτη, της Αλκυόνης, και τη φωτογραφία των δεξαμενών ), με οποιοδήποτε μέσο, αλλά με αναφορά της πηγής και με ενημέρωσή μου στο miltiadis_s@yahoo.gr


...σαν παραμύθι, με λυπημένο τέλος...

Αλκυόνη (Kingfisher)


Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό γαλάζιο πουλί. Mια χαϊδεμένη κόρη του Ανέμου, που τη λέγανε Αλκυόνη.

Η Αλκυόνη ζούσε σ'ένα μέρος που ονομαζόταν Καλοχώρι, στην καρδιά μιάς γκρίζας βιομηχανικής ζώνης. Ζούσε ολομόναχη, εκεί όπου κάποτε υπήρχε ένας υδροβιότοπος με μυριάδες πουλιά. Πλάι της είχε μιά δολοφονημένη θάλασσα, όπου κάποτε κολυμπούσαν χαρούμενα παιδιά, τότε που ήταν διάφανη και γεμάτη αμέτρητα ψάρια, αλλά τώρα κείτονταν εκεί νεκρή, νεκρή και παντέρημη. Παραδίπλα βρίσκονταν τ’ απομεινάρια του Δενδροπόταμου, ενός πεθαμένου ποταμού, χωρίς νερά στην κοίτη του, χωρίς δέντρα στις όχθες του. Χωρίς πουλιά.







Εκεί μεγάλωνε η Αλκυόνη τα παιδιά της, ανάμεσα στις λάσπες και στα βιομηχανικά απόβλητα .

Σάς είπα στην αρχή ότι η Αλκυόνη ήταν πουλί. Η αλήθεια όμως είναι πως η Αλκυόνη ήταν βέβαια πουλί, αλλά τον καιρό εκείνο δεν έμοιαζε καθόλου με πουλί, όχι πιά: είχε ξεχάσει να πετά, είχε μεταλλαχτεί εντυπωσιακά, χάνοντας τα φτερά της, το ράμφος της και τα πούπουλά της, και είχε γιγαντωθεί αφύσικα, έτσι που τελικά να μοιάζει πάρα πολύ με μιά τεράστια γκριζογάλανη κυλινδρική δεξαμενή. Μια ζωντανή δεξαμενή όμως, που τρέφονταν με απόβλητα, που ρουφούσε αχόρταγα διάφορα δηλητήρια, και που φούσκωνε, κι όλο φούσκωνε, κι όλο ρουφούσε, κι όσο πιο πολύ ρουφούσε, τόσο πιο πολύ φούσκωνε. Με τον καιρό, είχε πιά φτάσει στο μέγεθος ενός μεγάλου κτιρίου: δεν ξεχώριζε από τις μεγάλες δεξαμενές πετρελαίου των γύρω διυλιστηρίων.

Γύρω της ζούσαν και μεγάλωναν τα παιδιά της, μεταλλαγμένα κι αυτά. Όλη μαζί η Οικογένεια Αλκυόνης έμοιαζε λοιπόν τόσο πολύ με διυλιστήριο, που οι άνθρωποι την άφηναν στην ησυχία της, γιατί την μπέρδευαν με τα γύρω διυλιστήρια, αυτά που είχαν σκοτώσει τον ποταμό και τη θάλασσα, αυτά που με τα δηλητήριά τους είχαν προκαλέσει τη μετάλλαξη και τον γιγαντισμό της Αλκυόνης, αυτά που την έτρεφαν με τα απόβλητα και με τις αναθυμιάσεις τους κι αυτήν και τα παιδιά της.



Τον καιρό εκείνο οι ομίχλες όλο και πύκνωναν στην περιοχή. Οι μετεωρολόγοι έλεγαν ότι οι ομίχλες ήταν φυσικό φαινόμενο, που προέρχονταν από το ποτάμι. Κανείς βέβαια από τους μετεωρολόγους που το έλεγαν αυτό δεν ήξερε ότι ποτάμι πιά δεν υπήρχε - δεν μπορούσαν να το ξέρουν, γιατί άνθρωποι δεν κυκλοφορούσαν πιά στο Καλοχώρι εκείνες τις μέρες, παρά μόνο όσοι δούλευαν εκεί, κι αυτοί μετακινούνταν όσο γινόταν λιγότερο, κλεισμένοι μέσα σε κάτι τσίγκινα κονσερβοκούτια που έπιναν πετρέλαιο και έφτυναν μαύρους καπνούς. Μόνο κάτι κυνηγούς έβλεπες πού και πού να τριγυρίζουν, με το μάτι τους να γυαλίζει για φόνο, παραφυλώντας τα περαστικά πουλιά, που ήταν σπάνια πιά .

Κι έτσι, μ' αυτά και με αυτά, κανείς δεν ήξερε ότι αληθινή αιτία της βρωμερής ομίχλης ήταν η Αλκυόνη και τα παιδιά της. Η Αλκυόνη, που τρέφονταν με αναθυμιάσεις, με σκουπίδια, με μπάζα, με σάπια λάστιχα αυτοκινήτων, με απόβλητα εργοστασίων, κι όλο πάχαινε και θέριευε και φούσκωνε, κι όσο πιό πολύ φούσκωνε, τόσο πιο πολύ, πώς να σάς το πω... "αερίζονταν". Δηλαδή τί αερίζονταν και σαχλαμάρες, έκλανε, κανονικότατα και μεγαλοπρεπέστατα, σε επίπεδο μνημειώδες. Το ίδιο και τα παιδιά της.

Όταν έκλανε η Αλκυόνη και τα παιδιά της, παράγονταν τόσες αναθυμιάσεις που θάμπωνε η ατμόσφαιρα: αυτή ήταν η αληθινή αιτία της ομίχλης. Η μπόχα ήταν φυσικά ανυπόφορη, πολλά χιλιόμετρα μακριά από το Καλοχώρι, αλλά κανείς από τους περαστικούς δεν νοιάζονταν, γιατί την εποχή εκείνη όλοι το θεωρούσαν τελείως φυσικό να βρωμάνε οι Δενδροπόταμοι και τα Καλοχώρια. Κι έτσι οι περαστικοί έτρεχαν να φύγουν όσο γίνονταν πιο γρήγορα από το Καλοχώρι, χωρίς να σκοτίζονται για την αιτία της μπόχας και της ομίχλης.

Κι έτσι η Αλκυόνη γλύτωνε από τους ανθρώπους, ακόμα και από τους κυνηγούς, που μέσα στην θαμπή ατμόσφαιρα, την περνούσαν όπως είπαμε για δεξαμενή πετρελαίου.

Μια μέρα όμως που είχε φυσήξει Βαρδάρης, και το Καλοχώρι είχε κάπως καθαρίσει από την ομίχλη, μια παρέα από ροζ φλαμίγκο, που πήγαιναν για την Αφρική, λοξοδρόμησε κυνηγημένη από τους κυνηγούς, και πέρασε ακριβώς επάνω από την Αλκυόνη, που εκείνη την ώρα ρουφούσε αμέριμνη ολόφρεσκο διοξείδιο του θείου.

Βλέποντας τα φλαμίγκο η Αλκυόνη, θυμήθηκε που κάποτε ήταν κι αυτή πουλί, κόρη του Ανέμου, και πετούσε ελεύθερη στον ουρανό.

Την πήρε το παράπονο, κι άρχισε να κλαίει, και να κλαίει, όλο και πιό σπαρακτικά, όλο και πιο δυνατά. Ξαφνικά όλος ο κόσμος γέμισε από το βαθύ και σπαρακτικό κλάμα της Αλκυόνης.

Ξέχασα να σάς πω ότι τον καιρό εκείνο οι άνθρωποι νόμιζαν πως είχαν γίνει Θεοί, και νόμιζαν πως εξουσίαζαν κάθε τί στον κόσμο, ζωντανό ή άψυχο. Αλλά τώρα δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ήταν αυτό το ανατριχιαστικό μουγκρητό που άκουγαν, κι έτσι αναστατώθηκαν πάρα πολύ, πολλές χιλιάδες άνθρωποι, πολλά χιλιόμετρα μακριά. Γιατί κανένας Άνθρωπος-Θεός δεν μπορούσε να εξηγήσει τί συνέβαινε, κι αυτό είναι πολύ ενοχλητικό για έναν Θεό, να μην ξέρει τί τού συμβαίνει.

Όταν όμως τελικά οι Άνθρωποι-Θεοί εντόπισαν την Αλκυόνη και κατάλαβαν επιτέλους, συμμερίστηκαν τον πόνο της, και την λυπήθηκαν. Ίσως γιατί πολλοί από αυτούς θυμόταν ακόμα τον καιρό, τον πολύ παλιό εκείνο καιρό, που δεν είχαν γίνει ακόμα Θεοί, τότε που ούτε καν ήθελαν να γίνουν Θεοί, τον καιρό που οι άνθρωποι ήθελαν απλά να γίνουν κι αυτοί πουλιά, και να πετούν ελεύθερα, όπως πετούν τα φλαμίγκο, όπως πετούσε κάποτε κι η κακομοίρα η Αλκυόνη...

Κάθησαν λοιπόν οι πιό Σοφοί Άνθρωποι-Θεοί και σκέφτηκαν, κι όλο έψαχναν να βρουν κάποιον τρόπο να βοηθήσουν την Αλκυόνη, να δώσουν ένα τέλος στα βάσανα της. Μετά από πάρα πολλές συζητήσεις, βρήκαν επιτέλους τη λύση: Ένας από αυτούς, ο πιο θαρραλέος, θα την πλησίαζε όσο ήταν δυνατόν, και θα τής πετούσε ευσπλαχνικά ένα αναμμένο τσιγάρο.

Έτσι κι έγινε.

Αμέσως οι αναθυμιάσεις από τις κλανιές της Αλκυόνης και της φαμίλιας της πήραν φωτιά. Η Αλκυόνη λαμπάδιασε ολόκληρη μέσα σ'αυτήν την εξαγνιστική Πυρά, μαζί με όλα τα παιδιά της.

Βλέποντας ο πατέρας της ο Άνεμος τη μοίρα της Αλκυόνης, πρόσταξε τα Σύννεφα να μην ξαναβρέξουν ποτέ πιά στο Καλοχώρι, για να μη σβήσει ποτέ η φωτιά της. Κι έτσι, η φλόγα της καίει ακόμα, εκεί στο Καλοχώρι, και φαίνεται από πάρα πολύ μακριά.

Το παρανάλωμα της Αλκυόνης παράγει τόση θερμότητα, που από κείνη την χρονιά ο Χειμώνας δεν ξαναγύρισε πιά στο Καλοχώρι. Μάταια τον περιμένουν τα ξερά δηλητηριώδη χωράφια, μάταια τον περιμένουν οι όλο και πιο ανήσυχοι κι όλο και πιό δηλητηριώδεις άνθρωποι-Θεοί. Ο Χειμώνας δεν ξανάρχεται, ούτε στο Καλοχώρι, ούτε πουθενά. Και δεν βρέχει πιά. Και τα Καλοκαίρια είναι πολύ πιο ζεστά από πριν.

Οι ζεστοί και στεγνοί μήνες που πήραν την θέση του Χειμώνα ονομάστηκαν Αλκυονίδες Μήνες, σε ανάμνηση της Αλκυόνης και των παιδιών της. Όμως την θλιβερή της ιστορία πολύ λίγοι την θυμούνται. Οι περισσότεροι άνθρωποι-Θεοί την έχουν ξεχάσει, κι όλο περνάνε τους καπνούς από την φωτιά της για ομίχλες, κι όλο γκρινιάζουν για την θαμπή ατμόσφαιρα και για τη μόλυνση του αέρα, και για τις αλλαγές στο κλίμα, μα δεν θυμούνται ότι τις προκάλεσαν αυτοί, τρέφοντας την Αλκυόνη με τα εργοστάσιά τους, κι ανάβοντας την φωτιά της, τη νεκρική της Πυρά, της ίδιας και των παιδιών της.

Κι οι άνθρωποι, αν και Θεοί, είναι όλο και πιο δυστυχισμένοι, κι ούτε που ξέρουν τί τους φταίει. Και ζούνε αυτοί φρικτά, κι εμείς χειρότερα…


Μαύρος Γάτος, Ιανουάριος 2007






Flamigos στο Καλοχώρι, στο βάθος ο Χορτιάτης
φωτό: Mαύρος Γάτος (c)
(κλικ στις δύο τελευταίες φωτό για μεγάλη μεγέθυνση )

.

11 σχόλια:

Χρήστος Αθανάσουλας είπε...

...εκπληκτικό!!!
(το κείμενο, όσο και το θέμα σου...)

Μαύρος Γάτος είπε...

Ευχαριστώ Alas - το θέμα μου είναι δυστυχώς πάρα πολύ αληθινό...

Βγάζω αυτό το αποτρόπαιο comment verification που έβαλα χτες βράδυ. Με έχουν γεμίσει spam comments, κι όλο τρέχω να τα σβήνω, αλλά δεν θα τους κάνω την χάρη να σάς ταλαιπωρώ.

Καλή εβδομάδα Σ:)

Ανώνυμος είπε...

Φοβερές (και πάλι) οι φωτογραφίες αλλά και πάλι δεν μπορούν να δείξουν το μέγεθος της καταστροφής. Μόνο αν κάποιος πάει εκεί το νοιώθει σε όλο του το “μεγαλείο” και όποτε πάω πάντα μου θυμίζει μια σκηνή από το φιλμ ‘Κραυγές στη Σιωπή’

Μαύρος Γάτος είπε...

Καλησπέρα φίλε Ίνδικτε - νόμιζα πως ήσουν κρητικός, σπουδάζεις εδώ;

Γιωργος Μανουσακης είπε...

Οι κάτοικοι στο καλοχώρι, πώς αντιδρούν σ΄ αυτήν την κατάσταση;

Φοβερό κείμενο, καταπληκτικές φωτογραφίες(ειδικά οι τελευταίες, μπορώ να δώσω λινκ από το μπλογκ μου;

Μαύρος Γάτος είπε...

Πολύ ευχαρίστως, σύντεκνε Σ;)
Οι κάτοικοι στο Καλοχώρι κλείνουν τα μάτια και τη μύτη... άλλωστε οι περισσότεροι εργάζονται στην βιομηχανική ζώνη.

Ανώνυμος είπε...

Τέταρτη γενιά Σαλονικιός απο το Ντεπώ. Τι άλλο να ΣΕ πω; (αν σπουδάζω; μικροδείχνω έ;40+

Ανώνυμος είπε...

Oπως πάντα ο μαυρος γάτος βάζει το μυαλο μας στη διαδικασια να σκεφτεί..

Μαύρος Γάτος είπε...

Ίνδκτε, σύτεκνος Σαλονικιός λοιπόν Σ;)

Mordy, τα πράγματα είναιπολύ δύσκολα,και θα γίνουν ακόμα πιό δύσκολα, όσο δενσυνηδετοποιούμε τίακριβώςσυμβαίνει αυτήν την στιγμήστον πλανήτη μας (που άλλον δεν έχουμε...)

Καλό βράδυ
Σ;)

Alkyoni είπε...

κι όμως γείτονα δεν ζω εκεί...
δίπλα σου είμαι :)
καλό βράδυ

Μαύρος Γάτος είπε...

Βρε καλώς την! Έλεγα κι εγώ, πού είναι η γειτόνισσα....

Καλό βράδυ επίσης Σ:)))))