Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜέΝΟΣ
Πολλές φορές αισθανόμουν ότι κάποιος έπαιζε μαζί μου. Όχι κάποιος θνητός, αλλά μια Δύναμη, μια δαιμονική, αόρατη παρουσία- όχι ένας Θεός με την έννοια του Υπέρτατου Όντος- ούτε καν ένας Διάβολος με την έννοια του Απόλυτου Κακού. Έχεις δει κωλόπαιδα να βασανίζουν ζώα; Το θεωρούν παιχνίδι, τουφεκίζουν με τ' αεροβόλο τα πουλάκια που κελαηδούν στα κλαδιά, ακρωτηριάζουν τ’ ανυπεράσπιστα βατράχια, πετάνε πέτρες στις αμέριμνες γάτες, και το απολαμβάνουν όσο κανένα άλλο «παιχνίδι». Κάπως έτσι και ο Δαίμονάς μου, ένιωθα ν’ απολαμβάνει την κάθε πέτρα που μού πετούσε, την ώρα που τολμούσα λίγο να ξεχαστώ και να χαρώ, να μού κόβει τα πόδια, μόλις τολμούσα να βαδίσω, και να χαχανίζει καψαλίζοντάς μου τ' αδύναμα φτεράκια που κάποτε κάποτε τολμούσα, ο έρμος, να φυτρώσω.
Δεν είναι απαραιτήτως «κακός» ο Δαίμονάς μου. Ούτε υπερφυσικός είναι- είναι απλά ένα άγνωστο κι απροσπέλαστο για μας Ον, ανώτερο από εμάς, με την έννοια που κι εμείς είμαστε «ανώτεροι» από τα ψάρια κι από τις γάτες. Μπορεί κάποιες στιγμές να βαριέται, και να με βασανίζει από ανία, και μετά να το μετανιώνει, και να λυπάται, και να με βοηθάει για λίγο, μέχρι ν’ αλλάξει πάλι διάθεση. Μπορεί όμως και νά ‘ναι από τη φύση του σαδιστής και χαιρέκακος, και νά ‘χει βάλει σκοπό της αιώνιας (με τα ανθρώπινα μέτρα) ζωής του να παιδεύει την ασήμαντή μου Ύπαρξη. Μπορεί ακόμα να μην είναι ένας, αλλά πολλοί, με διαφορετικό χαρακτήρα και συμπεριφορά ο καθένας. Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Ήξερα κάποτε ένα παιδί που ηδονίζονταν να σκοτώνει, μεταξύ άλλων, μυρμήγκια. Μπορούσε να στέκεται ώρες στο σημείο απ’ όπου περνούσαν οι ορδές τους, και να τα τσαλαπατάει, κατά εκατοντάδες, κατά χιλιάδες, ώρες ολόκληρες, αδυσώπητα, ακούραστα, ατελείωτα, εξολοθρεύοντας κάθε φορά ολόκληρες μυρμηγκοφωλιές. Όταν βαριόταν αυτό το «παιχνίδι», έπαιρνε τα πλαστικά αυτοκινητάκια του, τζιπάκια και τανξάκια και στρατιωτικά φορτηγά, έβαζε μέσα λίγα ψίχουλα, κι όταν το μέρος γέμιζε μυρμήγκια, τα περιέλουζε όλα μαζί με οινόπνευμα κι έβαζε φωτιά.
Τέτοιος κι ο Δαίμονάς μου. Λίγα ψιχουλάκια μού ρίχνει για δόλωμα, και μόλις τσιμπήσω, μπουρλότο η Ζωή μου.
Έτσι αισθανόμουν πολλές φορές, στις ξαφνικές συμφορές και στα – φαινομενικά- αναίτια, απανωτά παιδέματα. Όσο παράλογο, όσο αστείο κι αν σας φαίνεται, ένιωθα αυτό το απαίσιο ον να με παρατηρεί, και να χαμογελά χαιρέκακα, να ηδονίζεται με τα παθήματά μου, να χτυπιέται στα γέλια με την απελπισία μου.
Αυτά ως τώρα. Γιατί τώρα τελευταία μού κατέβηκε μια νέα, ακόμα πιο αποτρόπαια, ακόμα πιο αβάσταχτη ιδέα. Μια φρικτή σκέψη πέρασε από το μυαλό μου, και δε λέει να ξεκολλήσει, και είναι ακόμα χειρότερη από τα όσα ήδη σάς εξιστόρησα:
Κι αν, λέμε, αν, ο Δαίμονας αυτός, το μισητό μου εκείνο άπιαστο και απροσπέλαστο Ον,
αν ήταν, λέει, ένα κομμάτι του ίδιου μου του Εαυτού;
<μ<
Art: "Le sacre du Printemps" by Paul Mellender