ΔάκΡυα στον ακάΛυπτο
Τον παρακολουθούσε κρυφά, καιρό τώρα. Ζούσε χρόνια μόνος του, από τότε που χώρισε με την κοπέλα του. Τον έβλεπε το πρωί που άνοιγε το πατζούρι, το βράδυ που το έκλεινε, τον κρυφοκοιτούσε το καλοκαίρι που τριγυρνούσε μισόγυμνος ή ολόγυμνος, πίσω από τις κουρτίνες που ανέμιζαν, τον ένιωθε τα ζεστά μεσημέρια να λαγοκοιμάται πίσω από το μισοκατεβασμένο στόρι. Τον έβλεπε να γίνεται όλο και πιο σοβαρός, όλο και πιο μελαγχολικός, μέρα τη μέρα, χρόνο το χρόνο.
Μόνος. Μόνη της κι αυτή. Μια άγνωστη γειτόνισσα του ακάλυπτου.
Ένα ζεστό μεσημέρι του Ιούλη άκουσε πνιχτά κλάματα στον ακάλυπτο, και βγήκε αθόρυβα στο μπαλκόνι. Ήταν εκείνος. Πίσω από τη μισόκλειστη κουρτίνα τον είδε ξαπλωμένο να κλαίει, πνίγοντας τα δάκρυά και τους λυγμούς του στο μαξιλάρι.
Δεν το σκέφτηκε πολύ. Ντύθηκε βιαστικά, κατέβηκε κάτω στο δρόμο, έκανε το γύρο του τετραγώνου, και χτύπησε το θυροτηλέφωνο που – υπέθετε- πως ήταν το δικό του. Η καρδιά της χτυπούσε έντονα, πόσο καιρό είχε να τη νιώσει να χτυπάει έτσι.. Ξαφνιάστηκε όταν της άνοιξαν χωρίς κουβέντα. Το ασανσέρ της παλιάς οικοδομής μύριζε έντονα μούχλα.
Της άνοιξε την πόρτα ντυμένος όπως όπως. Τα μεγάλα πράσινά του μάτια ήταν κατακόκκινα από το κλάμα. Ήταν ακόμα πιο όμορφος, από κοντά.
- "Θα θέλατε κάτι", τη ρώτησε χαμηλόφωνα.
Εκείνη δίστασε. Μετά δείλιασε.
- "Μάλλον έκανα λάθος", του απάντησε. "Με συγχωρείτε".
Και κατέβηκε τρέχοντας, από τις σκάλες.
2 σχόλια:
"δίστασε.. δείλιασε.."
έτσι κατεβαίνεις τις σκάλες..
της μοναξιάς
της τάχα μου ασφάλειας..
Υπάρχουν τέτοιοι άντρες ;
Πού ;
Δημοσίευση σχολίου