Η ΡΟύΛΑ Η ΤΣΙΧΛόΦΟΥΣΚΑ
.
Φημολογείται πως η Ρούλα γεννήθηκε μασώντας τσιχλόφουσκα. Δηλαδή τότε δεν την έλεγαν ακόμα Ρούλα, την έλεγαν μόνο «ο μπελάς», «το μπάσταρδο», «το μούλικο», και άλλα τέτοια τρυφερά. Γιατί ο πατέρας της όχι μόνο δεν είχε παντρευτεί τη μητέρα της, αλλά τής έριχνε και καμμιά τριακοσαριά χρόνια. Κι εκείνη ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών. Κι αντί να μασάει τσιχλόφουσκα, βρέθηκε ξαφνικά μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά. Που μασούσε ήδη τσιχλόφουσκα. Πριν καν το πουν «Ρούλα».
Κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί τη Ρούλα σε οποιανδήποτε ηλικία, ακόμα και βρέφος, να μη μασάει τσιχλόφουσκα. Στην κούνια. Στο Νηπιαγωγείο. Στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο. Στο Λύκειο όχι, δεν πήγε.
Πήγε στη Σχολή. Επέμενε η μητέρα της. «Πρέπει να πάρεις ένα χαρτί, βλαμμένο» της έλεγε όλο στοργή η μητέρα της. Αλλιώς θα καταντήσεις πωλήτρια σαν εμένα, να σκοτώνεσαι για πενταροδεκάρες και να σού σπάει τ’ αρχίδια ο κάθε μαλάκας». Κι έτσι η Ρούλα γράφτηκε στις Σχολές Ευριπίδης, να γίνει βοηθός μικροβιολόγου. Και όλως παραδόξως, έγινε. Με κάπως ανορθόδοξα μέσα. «Πες Ρούλα το μάθημα», της έλεγαν οι λιγούρηδες καθηγητές. Η Ρούλα άνοιγε το βιβλίο και το έλεγε νεράκι από μέσα, ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα μπούτια της ώστε να δείχνει το πράμα της στην αποσυντονισμένη Έδρα, μασώντας φυσικά την αιώνιά της τσιχλόφουσκα. Το πήγε το γράμμα και πήρε και το χαρτί.
Στο μαγαζί που δούλευε όλη μέρα πωλήτρια, σαραντάρα πιά, της έδιναν εφτακόσια ευρώ με το ζόρι, χωρίς ασφάλεια και χωρίς υπερωρίες. Η χοντρή της αφεντικίνα περνούσε κλιμακτήριο και ξεσπούσε συνέχεια επάνω της. Ο αφεντικός της, ένας ξεφτίλας συνταξιούχος αστυνομικός, της έπιανε και τον κώλο, όποτε έβρισκε ευκαιρία, όταν η χοντρή κοιτούσε αλλού. Εκείνη μασούσε την τσιχλόφουσκά της και δε μιλούσε. Τις χρειαζόταν τις πενταροδεκάρες τους, είχε κάνει κι αυτή ένα παιδί, όχι στα δεκαπέντε όπως η μάνα της, στα δεκαεννιά, αλλά με συνεργό έναν ακόμα πιο μαλάκα από τον πατέρα της. Από εστιάτορας που την παντρεύτηκε προβιβάστηκε ραγδαία σε ιδιοκτήτη κωλάδικού, νταβατζή, λαθρέμπορα και ναρκέμπορα. Η Ρούλα δε μασούσε, παρά μόνο την αιώνιά της τσιχλόφουσκα: Τον στήριζε σε όλα. Άλλωστε κι εκείνος την είχε βασίλισσα. Τη γέμιζε βρώμικα λεφτά και την έστελνε στην πόλη να ψωνίσει από τα καλύτερα μαγαζιά. «Δεν έχετε τίποτα πιο ακριβό;» ρωτούσε εκείνη τους εκνευρισμένους υπαλλήλους των πιο γκλαμουράτων μοδίστρων. Και σκορπούσε τα χιλιόευρα για πλάκα.
Όταν όμως τον τσάκωσε στα σπανάκια με τις πέντε Δομινικάνες «υπαλλήλους» του, να ποζάρουν σε όλες τις στάσεις του Κάμα Σούτρα ταυτόχρονα, το ποτήρι ξεχείλισε. Ε όχι και με τις Δομηνικάνες, που είναι οι πιο ξεφτιλισμένες πουτάνες, οι πιό φτηνές στο εμπόριο λευκής σαρκός, οι πιο απελπισμένες, και οι πιο πρόθυμες να κάνουν τα πάντα χωρίς καμμιά προφύλαξη.
Τόλμησε να τού ζητήσει να χωρίσουν ένα βράδυ που έτρωγαν στο αγαπημένο τους γκλαμουροβλαχάτο εστιατόριο. Εκείνος στην αρχή δεν μίλησε. Δεν έβγαλε κουβέντα. Μετά την πήγε σ’ ένα δάσος, την κατέβασε από το αυτοκίνητο, την ξεγύμνωσε, την βίασε και την έσπασε στο ξύλο. Η ροζ τσιχλόβουσκα της Βούλας έγινε κόκκινη από το αίμα. Όλογυμνη και καταματωμένη περιφέρονταν ώρες στην ερημιά. Τελικά κατάφερε να φτάσει σ' ένα αστυνομικό τμήμα και να του κάνει μήνυση. Ο αστυνομικός έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην ημίγυμνη κακοποιημένη γυναίκα με τα σπασμένα δόντια και τη ματωμένη τσιχλόφουσκα.
Ο νταβατζοναρκέμπορας όμως είχε γερά κοννέ. Το διαζύγιο βγήκε χρόνια μετά, μετά από ατέλειωτα δικαστήρια, κι αφού είχαν φάει στους δικηγόρους απίστευτα λεφτά. Η Ρούλα ήταν επιτέλους ελεύθερη, αλλά δεν είχε πιά φράγκο. Εκείνη που κάποτε έτρωγε με πλατινένια κουτάλια, αναγκάστηκε να δουλεύει πωλήτρια με άθλιους όρους. Στης χοντρής. Πουλούσε γυαλιά. Μασώντας τσιχλόφουσκα, φυσικά.
Μια Δευτέρα η χοντρή ήταν εκτός εαυτού. Η Ρούλα είχε ξεχάσει το Σάββατο να κλείσει το αιρκοντίσιον, και το βρήκε η χοντρή το πρωί της Δευτέρας αναμμένο. Ποιος είδε το θεό και δε φοβήθηκε. Φωτιές έβγαζε ο χαώδης στόμας της χοντρής, φωτιά πήρε και η Ρούλα κάποια στιγμή.
Ο αστυνομικός που κατέγραψε το συμβάν δεν πίστευε στα μάτια του: από το πτώμα της χοντρής είχαν αφαιρεθεί οι βολβοί των ματιών, και στη θέση τους υπήρχαν δυό μασημένες ροζ τσιχλόφουσκες.
Παραδίπλα ο κύριος ύποπτος, η Ρούλα, μασούσε κάτι που έμοιαζε ακόμα πιό ύποπτα με τσιχλόφουσκα.
Ροζ.
Κανείς δεν μπορούσε να θυμηθεί τη Ρούλα σε οποιανδήποτε ηλικία, ακόμα και βρέφος, να μη μασάει τσιχλόφουσκα. Στην κούνια. Στο Νηπιαγωγείο. Στο Δημοτικό. Στο Γυμνάσιο. Στο Λύκειο όχι, δεν πήγε.
Πήγε στη Σχολή. Επέμενε η μητέρα της. «Πρέπει να πάρεις ένα χαρτί, βλαμμένο» της έλεγε όλο στοργή η μητέρα της. Αλλιώς θα καταντήσεις πωλήτρια σαν εμένα, να σκοτώνεσαι για πενταροδεκάρες και να σού σπάει τ’ αρχίδια ο κάθε μαλάκας». Κι έτσι η Ρούλα γράφτηκε στις Σχολές Ευριπίδης, να γίνει βοηθός μικροβιολόγου. Και όλως παραδόξως, έγινε. Με κάπως ανορθόδοξα μέσα. «Πες Ρούλα το μάθημα», της έλεγαν οι λιγούρηδες καθηγητές. Η Ρούλα άνοιγε το βιβλίο και το έλεγε νεράκι από μέσα, ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα μπούτια της ώστε να δείχνει το πράμα της στην αποσυντονισμένη Έδρα, μασώντας φυσικά την αιώνιά της τσιχλόφουσκα. Το πήγε το γράμμα και πήρε και το χαρτί.
Στο μαγαζί που δούλευε όλη μέρα πωλήτρια, σαραντάρα πιά, της έδιναν εφτακόσια ευρώ με το ζόρι, χωρίς ασφάλεια και χωρίς υπερωρίες. Η χοντρή της αφεντικίνα περνούσε κλιμακτήριο και ξεσπούσε συνέχεια επάνω της. Ο αφεντικός της, ένας ξεφτίλας συνταξιούχος αστυνομικός, της έπιανε και τον κώλο, όποτε έβρισκε ευκαιρία, όταν η χοντρή κοιτούσε αλλού. Εκείνη μασούσε την τσιχλόφουσκά της και δε μιλούσε. Τις χρειαζόταν τις πενταροδεκάρες τους, είχε κάνει κι αυτή ένα παιδί, όχι στα δεκαπέντε όπως η μάνα της, στα δεκαεννιά, αλλά με συνεργό έναν ακόμα πιο μαλάκα από τον πατέρα της. Από εστιάτορας που την παντρεύτηκε προβιβάστηκε ραγδαία σε ιδιοκτήτη κωλάδικού, νταβατζή, λαθρέμπορα και ναρκέμπορα. Η Ρούλα δε μασούσε, παρά μόνο την αιώνιά της τσιχλόφουσκα: Τον στήριζε σε όλα. Άλλωστε κι εκείνος την είχε βασίλισσα. Τη γέμιζε βρώμικα λεφτά και την έστελνε στην πόλη να ψωνίσει από τα καλύτερα μαγαζιά. «Δεν έχετε τίποτα πιο ακριβό;» ρωτούσε εκείνη τους εκνευρισμένους υπαλλήλους των πιο γκλαμουράτων μοδίστρων. Και σκορπούσε τα χιλιόευρα για πλάκα.
Όταν όμως τον τσάκωσε στα σπανάκια με τις πέντε Δομινικάνες «υπαλλήλους» του, να ποζάρουν σε όλες τις στάσεις του Κάμα Σούτρα ταυτόχρονα, το ποτήρι ξεχείλισε. Ε όχι και με τις Δομηνικάνες, που είναι οι πιο ξεφτιλισμένες πουτάνες, οι πιό φτηνές στο εμπόριο λευκής σαρκός, οι πιο απελπισμένες, και οι πιο πρόθυμες να κάνουν τα πάντα χωρίς καμμιά προφύλαξη.
Τόλμησε να τού ζητήσει να χωρίσουν ένα βράδυ που έτρωγαν στο αγαπημένο τους γκλαμουροβλαχάτο εστιατόριο. Εκείνος στην αρχή δεν μίλησε. Δεν έβγαλε κουβέντα. Μετά την πήγε σ’ ένα δάσος, την κατέβασε από το αυτοκίνητο, την ξεγύμνωσε, την βίασε και την έσπασε στο ξύλο. Η ροζ τσιχλόβουσκα της Βούλας έγινε κόκκινη από το αίμα. Όλογυμνη και καταματωμένη περιφέρονταν ώρες στην ερημιά. Τελικά κατάφερε να φτάσει σ' ένα αστυνομικό τμήμα και να του κάνει μήνυση. Ο αστυνομικός έμεινε με το στόμα ανοιχτό μπροστά στην ημίγυμνη κακοποιημένη γυναίκα με τα σπασμένα δόντια και τη ματωμένη τσιχλόφουσκα.
Ο νταβατζοναρκέμπορας όμως είχε γερά κοννέ. Το διαζύγιο βγήκε χρόνια μετά, μετά από ατέλειωτα δικαστήρια, κι αφού είχαν φάει στους δικηγόρους απίστευτα λεφτά. Η Ρούλα ήταν επιτέλους ελεύθερη, αλλά δεν είχε πιά φράγκο. Εκείνη που κάποτε έτρωγε με πλατινένια κουτάλια, αναγκάστηκε να δουλεύει πωλήτρια με άθλιους όρους. Στης χοντρής. Πουλούσε γυαλιά. Μασώντας τσιχλόφουσκα, φυσικά.
Μια Δευτέρα η χοντρή ήταν εκτός εαυτού. Η Ρούλα είχε ξεχάσει το Σάββατο να κλείσει το αιρκοντίσιον, και το βρήκε η χοντρή το πρωί της Δευτέρας αναμμένο. Ποιος είδε το θεό και δε φοβήθηκε. Φωτιές έβγαζε ο χαώδης στόμας της χοντρής, φωτιά πήρε και η Ρούλα κάποια στιγμή.
Ο αστυνομικός που κατέγραψε το συμβάν δεν πίστευε στα μάτια του: από το πτώμα της χοντρής είχαν αφαιρεθεί οι βολβοί των ματιών, και στη θέση τους υπήρχαν δυό μασημένες ροζ τσιχλόφουσκες.
Παραδίπλα ο κύριος ύποπτος, η Ρούλα, μασούσε κάτι που έμοιαζε ακόμα πιό ύποπτα με τσιχλόφουσκα.
Ροζ.
Η Ρούλα αντιμίλησε στη Χοντρή, τσακώθηκαν άγρια, τα βρόντηξε κι έφυγε.
Ακόμα ψάχνει για δουλειά...
Ακόμα ψάχνει για δουλειά...
9 σχόλια:
Υπέροχη γραφή και μόλις τώρα ξεκίνησα να σε διαβάζω.. Να 'σαι καλά, πολλούς χαιρετισμούς.
Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας. Η ζωή όμως έχει και τις καλές της πλευρές. Αυτή την εποχή στον Όλυμπο ζωντανεύουν οι μύθοι. Ο Ορφέας προσπαθεί να κρατήσει όσο πιο πίσω μπορεί τον χειμώνα που έρχεται. Ο Ορφέας και τα τζιτζίκια που δεν πρόλαβαν να ζευγαρώσουν.
Εξαιρετικό διήγημα!
Με κατέπληξες!
http://atheofobos2.blogspot.com/
ο ωμός ρεαλισμός εξυπηρερεί τη γλαφυρή ηθογραφία, είναι όμως δύσκολο εργαλείο καθώς η όποια αδεξιότητα (βλ. τέλος της ιστορίας)μπορεί να σε παρασύρει σε εκχυμώσεις ακατέργαστων προσωπικών εντάσεων και αυτό πλέον δεν είναι τέχνη.
Θαλασσάκι μου, καλώς ήρθες στα κεραμίδια μου κι ευχαριστώ!
Μιχάλη μου, οι μύθοι ποτέ δεν παγώνουν... μέ το χιόνι, γύρω απ' το τζάκι, φουντώνουν! Και προβλέπω να έχουμε μπόλικο χιόνι φέτος!
Συνάδελφε ασκληπιάδη Αθεόφοβε, κάνεις έναν κακόμοιρο μαύρο γάτο να κοκκινίζει...
Ανώνυμε, τα σχόλιά σας καλοδεχούμενα και πολύ ενδιαφέροντα, αλλά και κάπως ακατανόητα- θέλετε να μού πείτε λίγο πιό αναλυτικά γιατί κρίνετε το τέλος ως αδέξιο (να σημειώσω πως πρόκειται πράγματι για το μόνο φανταστικό στοιχείο του διηγήματος), και τί ακριβώς εννοείτε όταν λέτε "εκχυμώσεις ακατέργαστων προσωπικών εντάσεων";
Μου άρεσε η κατάληξη της τσιχλόφουσκας..και της Ρούλας..:)
Ποτέ δεν ξέρεις που και για ποιο λόγο θα σκάσει η τσιχλόφουσκα, αλλά σίγουρα δεν θα ήθελες να είναι δίπλα σου..
Καλό σου βράδυ
Μου άρεσε ιδιαίτερα η ιστορία υπό τον ήχο των κυμάτων
αγαπητέ,
η κατάληξη της ιστορίας σας με παραπέμπει σε σενάριο θρίλερ κακής ποιότητας. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Ευχαριστώ για το βήμα.
@Ανώνυμος
Ορθά σάς είχα λοιπόν εννοήσει. Και έχετε απόλυτο δίκιο. Ήθελα όμως σκόπιμα να επιτείνω την αηδία. Γιατί και η υπόλοιπη ζωή της "Ρούλας" τί ήταν, αν όχι ένα άθλιο σενάριο; Κι όμως τα περισσότερα στοιχεία που χρησιμοποίησα είναι αληθινά... βλέπετε, πολύ συχνά η ζωή αντιγράφει την φαντασία, όσο καλπάζουσα κι αν είναι αυτή...
Καλό βράδυ, κι ευχαριστώ για το διάλογο
@ Κοκκινοσκουφίτσα
Αυτή τη στιγμή είμαι στο μπαλκόνι μου στην Ιεράπετρα, κι ακούω τα κύματα live!
Σ;ο)))
Πραγματικά ζήλεψα!! Και δεν το συνηθίζω..
Αλλά η θάλασσα είναι ένας έρωτας, που ρίζωσε κι έγινε αγάπη και από το μπαλκόνι μου αυτή την ώρα ακούω μόνο τ' αυτοκίνητα που περνάνε και τις κουβέντες των περαστικών..
Καλό σου βράδυ (κράτα ένα κύμα για μένα..)
Δημοσίευση σχολίου