το μπάνΤζο του Ζήση
"όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, οι Θεοί ξεραίνονται στα γέλια"
Έναν βαρύ χειμώνα και Φλεβάρη παγωμένο, πήρα τη μάνα μου και το σαραβαλάκι μας, και ξεκινήσαμε για την Πατρίδα της, στα μυθικά εκείνα μέρη του βόρειου Έβρου, που σ’ όλη μου τη ζωή τ’ άκουγα και που ποτέ μου δεν τα είχα δει.
Μεταξύ άλλων πολλών παραμυθένιων που συνέβησαν σ' εκείνο το Ταξίδι, κι ανάμεσα σε αναρίθμητες κάθε ηλικίας θείες και κάθε βαθμού ξαδέρφια, γνώρισα τότε κι ένα ζευγάρι άτεκνων συγγενών μας, 50-60 χρονών, που έμεναν σ’ ένα ισόγειο, φτωχικό σπιτάκι, στην άκρη της γειτονιάς, το Ζήση και την Αννούλα. Απλοί και καλόκαρδοι άνθρωποι, μας υποδέχτηκαν πολύ θερμά, ο Ζήσης έπαιξε για χάρη μας και λίγο μπάντζο, ένα αυτοσχέδιο, κακόμοιρο, μαδημένο μπάντζο, σαν τον ιδιοκτήτη του, και σαν τον κόκκορα που κυνηγούσε πρωί πρωί στην αυλή της η γριά θεία που μας φιλοξενούσε, για να μας τον ταΐσει τον κακομοίρη το μεσημέρι. Μάς κέρασαν και μπιρίτσα, και χωρίσαμε αγαπημένα, με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε.
Ο Ζήσης και η Αννούλα, την επόμενη φορά που ξαναπήγα στο Κάστρο, ένα-δύο χρόνια αργότερα, ήταν δυο σταυροί όλοι κι όλοι, σε δυό φτωχικούς τάφους, δίπλα δίπλα, εκεί, στο επικλινές κοιμητήρι, στην απέναντι όχθη του Ερυθροπόταμου.
Το μπάντζο δεν ξέρω τί απέγινε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου