22 Μαρ 2007

Ο ΝΙΚΟΣ (ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - ΤΡΙΠΤΥΧΟ - ΙΙ )

.φωτογραφία του Δημήτρη Γλέζου



.....Ο Καπετάνιος και η Καπετάνισσα δεν είχαν φύγει ποτέ τους από το Νησί. Δεν είχαν καν γυρίσει όλο το Νησί. «Καπετάνιος» και «Καπετάνισσα» ήταν τα παρατσούκλια τους. Τόσα χρόνια μέσα στο συνάφι, λογίζονταν πιά κι εκείνοι για Θαλασσινοί.

Ο Καπετάνιος κοίταξε ξανά το μεγάλο καράβι απέναντι. Με τη θολή του όραση, νόμισε για μια στιγμή πως διέκρινε, ανάμεσα στον κόσμο που χάζευε από το δεύτερο κατάστρωμα, το γιο του το Νικολή, τριάντα χρόνια τώρα ξενιτεμένο στην Αμέρικα.

Τού φάνηκε μάλιστα πως κι εκείνος τον κοίταζε.


………………………………………………………………….........ΙΙ


Το βλέμμα του Νίκου σταμάτησε στους δυό γέρους στο παλιό κι ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Είχε κάτι το εξωπραγματικό η παρουσία τους εκεί. Μικροσκοπικοί κι ακίνητοι σαν ψεύτικοι, ανάμεσα στα γύψινα αγαλματάκια, ήταν τελείως αταίριαστοι με το χάος που επικρατούσε στο καλοκαιρινό λιμάνι.

Ο Νίκος είχε διαγκωνιστεί και στριμωχτεί άγρια για ν’ ακουμπήσει στην κουπαστή, αλλά άξιζε τον κόπο: η όμορφη πρωτεύουσα του νησιού, πνιγμένη γύρω γύρω στο πράσινο, έμοιαζε ακόμα πιο γοητευτική λουσμένη στο φως του καλοκαιρινού δειλινού. Ο Νίκος δεν ήταν ιδιαίτερα ρομαντικός, αλλά το θέαμα ήταν τέτοιο που δε θ' άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.

Δίπλα του ένας χοντρός με λουλουδάτα βρακιά τον έσπρωχνε άγρια για να βγει μπροστά, ρίχνοντας όλο το βάρος του επάνω του. Ο Νίκος κράτησε σθεναρά τη θέση του κι αγριοκοίταξε το χοντρό, που υποχώρησε κάνοντας τον ανήξερο και κοιτάζοντας αλλού.

Το ποστάλι ήταν γεμάτο κόσμο. Οι περισσότεροι γύριζαν από τις διακοπές τους, νεαρά ζευγάρια πιασμένα χέρι χέρι, οικογενειάρχες με σαγιονάρες λουλουδάτα βρακιά και τεράστιες κοιλιές, παρέες με υπνοσάκους απλωμένους στο κατάστρωμα, παιδάκια που χαλούσαν τον κόσμο φωνάζοντας και τρέχοντας. Οι πιό προνομιούχοι είχαν ήδη αποσυρθεί στις καμπίνες τους: το ταξίδι ήταν μακρύ και κουραστικό, και είχαν ήδη ταλαιπωρηθεί αρκετά περιμένοντας ατέλειωτες ώρες το καθυστερημένο καράβι στο λιμάνι. Όταν τελικά ξεκίνησαν, πριν από εφτά ώρες, ήταν ήδη όλοι εξαντλημένοι, από τον δυνατό καλοκαιρινό ήλιο, το άγριο μελτέμι, και την ορθοστασία.

Ένας μικροσκοπικός κύριος με καπέλο, γύρω στα εβδομήντα, τεντώνονταν πίσω από τον ώμο του προσπαθώντας να δει κι εκείνος λίγη θέα. Ο Νίκος τού παραχώρησε την πολύτιμη θέση του στην κουπαστή, και στάθηκε λίγο πίσω από τον ανθρωπάκο, παρατηρώντας τον. Εκείνος έριξε μερικές λαίμαργες ματιές στο λιμάνι, κι έκανε να φύγει ικανοποιημένος.

Κάποιος ρεύτηκε δυνατά περνώντας πίσω τους.

Ο Νίκος δεν γύριζε από διακοπές. Θα μπορούσε κανείς να πεί ότι τώρα έφευγε, αν και δεν ήταν ακριβώς διακοπές αυτό το ταξίδι στο άγνωστο. Ήταν μια αναρρωτική άδεια τριών μηνών «λόγω υπερκόπωσης», ένας ευγενικός τρόπος να πει κανείς ότι τα είχε παίξει.

Ήταν πάντα το καλό παιδί κι έκανε όλες τις αγγαρείες του Νοσοκομείου αδιαμαρτύρητα, όλοι τον εκμεταλλεύονταν, και το ήξερε καλά, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, γιατί ήταν απόφοιτος δημοτικού, και όλες του οι ελπίδες για εξέλιξη στηρίζονταν στις καλές του δημόσιες σχέσεις, στους αποπάνω. Σχετικά έξυπνος και αρκετά καπάτσος, ήταν αναγκασμένος να φέρεται από ευγενικά έως και δουλικά ακόμα και σε ανθρώπους που μισούσε, κι αυτό τού κόστιζε πάρα πολύ, βαθιά μέσα του. Με τον καιρό νόμιζε κι ο ίδιος ότι το είχε συνηθίσει, ώσπου μια μέρα πήρε ανάποδες, κι όλοι συμφώνησαν ομόφωνα να πάρει μια μεγάλη άδεια, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν πιά στα καλά του: είχε γίνει αδέξιος, εκνευριζόταν με το παραμικρό, έβριζε τους ασθενείς, δεν πήγαινε στη βάρδια του.

Η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η απόρριψη από το Διοικητικό Συμβούλιο της απόσπασης από το μικρό νησί στην Πρωτεύουσα, της απόσπασης που θα τού επέτρεπε κάνει τ’ όνειρό του πραγματικότητα, τ’ όνειρο για το οποίο υφίστατο τόσες ταπεινώσεις, τόσον καιρό, τ’ όνειρο για το οποίο σπαταλούσε τα βράδια του στο νυχτερινό σχολείο, μετά τη δουλειά, όταν όλοι οι άλλοι διασκέδαζαν: να σπουδάσει, να γίνει από ανειδίκευτος Νοσοκόμος ένας πτυχιούχος Νοσηλευτής. Μόλις πήρε το απολυτήριο του Γυμνασίου, το πρώτο που έκανε ήταν να ζητήσει απόσπαση στην Πρωτεύοπυσα, ή έστω μια μεγάλη εκπαιδευτική άδεια, για να μπορέσει να σπουδάσει. Κι οι αποπάνω απέρριψαν ομόφωνα και τα δύο.

Την άδεια όμως που δεν έδωσαν με τη θέλησή τους, αναγκάστηκαν να τη δώσουν λόγω ανάγκης, όταν ο Νίκος κλάταρε.

Έτσι ξεκίνησε μόνος του για ένα ταξίδι χωρίς κανέναν σαφή προορισμό: μπήκε στο πρώτο καράβι που είδε μπροστά του, και ξεκίνησε «για να βρεί τον εαυτό του»

Ο εαυτός του στον καθρέφτη της τουαλέτας έδειχνε αρκετά ταλαιπωρημένος. Σχεδόν όσο και η βρώμικη τουαλέτα, η μόνη διαθέσιμη, το πάτωμα της καλυμμένο με μια πολύ ύποπτη γλίτσα. Μπήκε σε ένα από τα χωρίσματα κι ετοιμάστηκε να ουρήσει.

Ο προηγούμενος φυσικά δεν είχε τραβήξει το καζανάκι, ο Νίκος έσκυψε να βρει το κουμπί, και παραλίγο να πέσει πάνω στη βρώμικη λεκάνη με τα μούτρα, όταν ο επόμενος έσπρωξε δυνατά την πόρτα χωρίς να χτυπήσει, φυσικά. Αντί να ζητήσει συγνώμη ο άλλος έχωσε την κεφάλα του να δει τί ήταν αυτό που αντιστεκόταν στην ανάγκη του. Άκουσε το σχετικό βρισίδι από το Νίκο, που ήταν ήδη αρκετά φορτωμένος και χωρίς αυτόν.

Ξενυχτισμένος, ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος, ο Νίκος θα έφτανε το βράδυ στον Πειραιά, για μια καινούργια αρχή, για μια καινούργια ζωή, μα κυρίως «για να βρει τον εαυτό του». Έναν εαυτό όμως που τον τρόμαζε.

Τον τρόμαζε η αποτυχία του να πάρει την εκπαιδευτική άδεια για να σπουδάσει, παρά το τόσο γλύψιμο, τον τρόμαζε κι η ομοφυλοφιλία του, που φυσικά στο νησί την κρατούσε κρυφή.

Αυτή όμως η ανομολόγητη αλήθεια του ήταν η βασική αιτία που μισούσε τη ζωή του στο νησί.

Που αηδίαζε και μόνο που σκέφτονταν την Ασπασία...

.....................................................................
ΙΙΙ

Η Ασπασία έδωσε τα ρέστα στη γιαγιά κι έβαλε στο συρτάρι τη συνταγή με κολλήμένα τα κουπόνια των φαρμάκων. Η γιαγιά μέτρησε τα ρέστα και τα βρήκε λειψά. Η Ασπασία βλαστήμησε, από μέσα της φυσικά, δεν την έπαιρνε να φτάσει πάλι καμμιά διαμαρτυρία στ' αυτιά των αφεντικών της, ξαναμέτρησε τα ρέστα μαζί με τη γιαγιά, και την έπεισε (με αρκετή δυσκολία) ότι ήταν όντως σωστά.

Άλλες δυό γιαγιάδες περίμεναν στην ουρά, κι ένας παππούς...

συνεχίζεται


Μαύρος Γάτος 1995 (c)
Απαγορεύεται κάθε αναδημοσίευση χωρίς την άδειά μου
.

2 σχόλια:

Yellow Kid είπε...

Καυκικό! Σαν τον "Πύργο"!
Καίγομαι να δώ που οδηγούν όλα αυτά!

Για το προηγούμενο comment σου, μαθε πως η συγγραφική είναι μοναχική τέχνη.

Lupa είπε...

Γάτε, γράψε και εμένα σε αυτούς που θέλουν τη συνέχεια (και περιμένουν πάντα το καλύτερο από εσένα)
;)