22 Μαρ 2007

Ο ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ ΚAΙ Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ (ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - ΤΡΙΠΤΥΧΟ Ι)

.

ΑΣΥΝΑΡΤΗΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΤΡΙΠΤΥΧΟ - Ι

Στο ψηλό μπαλκόνι, που κοιτάζει στο λιμάνι,
στέκονταν ο Καπετάνιος και η Καπετάνισσα.

Ήταν η ώρα του δειλινού.

Ο ήλιος κατρακυλούσε στους απέναντι λόφους, βάφοντας τα πάντα μ’ ένα γλυκό, κοκκινωπό φως. Το λιμάνι ήταν γεμάτο κίνηση, μόλις είχε φτάσει ένα μεγάλο καράβι, που φόρτωνε και ξεφόρτωνε, κόσμο και αυτοκίνητα. Ξεφόρτωνε, και φόρτωνε.

Στη μέση του λιμανιού, δίπλα στο παλιό Τελωνείο, ήταν το αρχοντικό του Καπετάνιου και της Καπετάνισσας, ένα εντυπωσιακό τριώροφο νεοκλασικό, σε σχήμα κύβου: στο ισόγειο τα μαγαζιά, στα υπόγεια οι αποθήκες, στον πρώτο όροφο τα γραφεία, στον δεύτερο όροφο, με τα μεγάλα ορθογώνια παράθυρα, το σπίτι τους. Εκεί στέκονταν τώρα ο Καπετάνιος και η Καπετάνισσα, στο μοναδικό μπαλκόνι - ακριβώς στο κέντρο της πρόσοψης, ανάμεσα σε δυό κόγχες με εντοιχισμένα αγάλματα. Τα αγάλματα είχαν από καιρό φθαρεί, τόσο που δεν φαίνονταν πιά τί παρίσταναν αρχικά, εξακολουθούσαν όμως να δίνουν στο οικοδόμημα έναν αέρα αρχοντιάς, και παλιού μεγαλείου.

Ο Καπετάνιος μελαγχόλησε λίγο, αναπολώντας τις δόξες που είχε γνωρίσει κάποτε αυτό το σπίτι, το σπίτι του. Τότε που δέσποζε στην παραλία της πρωτεύουσας του νησιού, μοναδικό σε ύψος και ομορφιά, επιβλητικότερο ακόμα κι από την Εθνική Τράπεζα, μπορεί κι από τη ίδια τη Μητρόπολη. Τότε που στα γραφεία και στα μαγαζιά του Καπετάνιου παρέλαυναν οι αρχές, οι πιό επιφανείς έμποροι, ντόπιοι και ξένοι Καπεταναίοι, ναυτικοί, και όλοι οι ταξιδιώτες που έφταναν ή έφευγαν από το νησί.

Καλοί καιροί, σκέφτηκε ο Καπετάνιος.

Παλιοί καλοί καιροί, που δε θα ξαναγύριζαν ποτέ.

Μετά ο κόσμος άρχισε να φεύγει, κι ο τόπος άρχισε να μαραζώνει. Όλοι, φεύγοντας περνούσαν υποχρεωτικά από του Καπετάνιου, για τα εισιτήρια και για τα διαδικαστικά. Ο Καπετάνιος ξεπροβόδιζε τον έναν φίλο μετά τον άλλον, τον έναν συγγενή μετά τον άλλον, νιώθοντας κάθε φορά όλο και πιό άβολα, λες κι ήταν εκείνος, προσωπικά, υπεύθυνος για τη φυγή τους. Αντιπάθησε όμως πραγματικά τη δουλειά του όταν έφυγαν στα ξένα, για πάντα,τα ίδια του τα παιδιά, τα τρία από τα τέσσερα αγόρια του,  παρά τις απεγνωσμένες του προσπάθειες να τα εμποδίσει. Δεν μετανάστευσαν για οικονομικούς λόγους όπως οι άλλοι, αφού οι επιχειρήσεις του Καπετάνιου πήγαιναν μιά χαρά- έφυγαν ψάχνοντας περιπέτειες και νέες εμπειρίες, κι αυτό δεν τους το συγχώρησε ποτέ.

Τώρα, τα μαγαζιά στο ισόγειο, ένα TRAVEL και μερικά εμπορικά, τα δούλευαν ξένοι. Ξένοι νοίκιαζαν και τα γραφεία στον πρώτο όροφο, αφού ο τέταρτος γιός τους, ο μικρός τους, ο χαϊδεμένος τους, πέθανε ξαφνικά, πριν γίνει σαράντα χρονών.

Αυτός ήταν και ο μεγάλος καημός της Καπετάνισσας: που έφερε στον κόσμο τέσσερα αγόρια, για να τα χάσει όλα.

Η Καπετάνισσα ήταν πιά μια μικρούτσικη και εύθραυστη γριούλα, σκεβρωμένη από τα χρόνια, μα φαίνονταν ολοκάθαρα πως στα νιάτα της ήταν καλλονή. Τα λεπτά χαρακτηριστικά του ροδαλού της προσώπου ήταν ακόμα όμορφα, και τα κατάλευκα μαλλιά της, που στεφάνωναν το ήμερο, Αιολικό της πρόσωπο, τής χάριζαν ακόμα μεγαλύτερη γλυκύτητα.

Αχ, τα μαλλιά της, τα λαμπερά κορακάτα της μαλλιά, κι εκείνα τα μάτια της…

Αυτά τα μάτια είχε στο νου του και στην καρδιά του ο Καπετάνιος, όταν ανέβαινε τα βραδάκια, νέος, καλοντυμένος και αρωματισμένος, στις Επάνω Γειτονιές, να  παραφυλάξει  για να την συναντήσει κλεφτά. Όταν καμμιά φορά διασταυρώνονταν οι δρόμοι τους, εκείνη κοκκίνιζε ολόκληρη, μά δεν τού χάριζε κουβέντα, ούτε καν τον κοίταζε καλά καλά, τί θά 'λεγε ο κόσμος, τού 'δειχνε όμως με τον τρόπο της πως δεν της ήταν αδιάφορος.

Τα μάτια της σκέφτονταν ο Καπετάνιος και την ώρα που χτυπούσε κοστουμαρισμένος την πόρτα του σπιτιού της, με μια ανθοδέσμη στα χέρια, και με καρδιά που πήγαινε να σπάσει. Τα μάτια της κοίταζε με αγάπη και τώρα, καθώς εκείνη παρακολουθούσε το μεγάλο πλοίο, που φόρτωνε και ξεφόρτωνε, ψηλότερο απ’ όλα τα κτίρια του λιμανιού.

Ο Καπετάνιος και η Καπετάνισσα δεν είχαν φύγει ποτέ τους από το Νησί. Δεν είχαν καν γυρίσει όλο το Νησί. «Καπετάνιος» και «Καπετάνισσα» ήταν τα παρατσούκλια τους. Τόσα χρόνια μέσα στο συνάφι, λογίζονταν πιά κι αυτοί για Θαλασσινοί.

Ο Καπετάνιος κοίταξε ξανά το μεγάλο καράβι απέναντι. Με τη θολή του όραση, νόμισε για μια στιγμή πως διέκρινε, ανάμεσα στον κόσμο που χάζευε από το δεύτερο κατάστρωμα, το γιο του το Νικολή, τριάντα χρόνια τώρα ξενιτεμένο στην Αμέρικα.

Τού φάνηκε μάλιστα πως κι εκείνος τον κοίταζε.

…………………………………………………………………ΙΙ

Το βλέμμα του Νίκου σταμάτησε στους δυό γέρους στο παλιό κι ετοιμόρροπο μπαλκόνι.

Είχε κάτι το εξωπραγματικό η παρουσία τους εκεί. Μικροσκοπικοί, ακίνητοι σαν ψεύτικοι, ανάμεσα στα γύψινα αγαλματάκια, ήταν τελείως αταίριαστοι με το χάος που επικρατούσε στο πολυάνθρωπο καλοκαιρινό λιμάνι.

Ο Νίκος είχε διαγκωνιστεί άγρια για ν’ ακουμπήσει στην κουπαστή, αλλά άξιζε τον κόπο: η όμορφη πρωτεύουσα του νησιού, πνιγμένη γύρω γύρω στο πράσινο, έμοιαζε ακόμα πιο γοητευτική, λουσμένη στο φως του καλοκαιρινού δειλινού. Ο Νίκος δεν ήταν και ιδιαίτερα ρομαντικός, αλλά το θέαμα ήταν τέτοιο που δε θ' άφηνε κανέναν ασυγκίνητο.

Δίπλα του, ένας χοντρός με λουλουδάτα βρακιά, τον έσπρωχνε άγρια για να βγει μπροστά, ρίχνοντας όλο το βάρος του επάνω του. Ο Νίκος κράτησε σθεναρά τη θέση του κι αγριοκοίταξε το χοντρό, που υποχώρησε, κάνοντας τον ανήξερο, και κοιτάζοντας αλλού...


συνεχίζεται εδώ...




(c) Μαύρος Γάτος 1995

2 σχόλια:

Yellow Kid είπε...

Ναι, ναι, γατε! Συνέχισε το!

Μαύρος Γάτος είπε...

Κιτρινόπαιδο, θα τη βγάλω τη συνέχεια, κι ας είναι μόνο για σένα.

Σ;)))))