Είμαι ό,τι φαίνομαι: ένας Μαύρος Γάτος. Και φέρω όλα τα στερεότυπα που έχεις μέσα στο μυαλό σου για τους γάτους- ναι, είμαι εγωιστής, συμφεροντολόγος, ζημιαρόγατος, κι ερωτιάρης, κι αλανιάρης, και αλήτης, αλλά και αγαπησιάρης, και τρυφερός, εκεί που γουστάρω. Ναι, ΚΑΙ γρουσούζης. Μαύρος, λέμε.
Μα όλ' αυτά είναι γνωστά. Εμείς οι Γάτοι δε μιλάμε πολύ, λέμε μόνο ό,τι πρέπει πραγματικά να ειπωθεί. Αν ήρθα εδώ απόψε, δεν είναι για να παινευτώ. Ήρθα για να σού πω μιαν αληθινή ιστορία.
Όλα άρχισαν όταν όλα τέλειωσαν. Ακούγεται σαν παραδοξολογία, “όλα άρχισαν όταν όλα τέλειωσαν”- ένας δικός σας, ένας χοντρός κατάλευκος Εγγλέζος άνθρωπος, έγινε διάσημος λέγοντας μπούρδες που ίσχυαν και ανάποδα, πχ, “όλα τέλειωσαν όταν όλα άρχισαν”, μπορεί και να στέκει κι αυτό, είδες; Πάμε όμως πάλι στο Σχέδιο Α.
Όλα άρχισαν όταν όλα τέλειωσαν, λοιπόν. Εκείνο που τέλειωσε, βασικά, ήταν η ζωή μου στο μπουρδέλο. Η μία και μοναδική μου ζωή, και μην ακούς τις μαλακίες για εφτά κι εννιά και εκατόν δέκα είκοσι. Και ναι, η ζωή μου σ' ένα κανονικό μπουρδέλο, εσύ άν θες πες το “στούντιο”, για νά 'σαι και σεμνός σαν χίπστερ, και πολιτικά ορθός, σαν πέος πελάτη πριν την εκτόνωση.
Ήμουν λοιπόν ο επίσημος γάτος του μπουρδέλου. Και μην ακούς, λέμε, τί λένε για τις πουτάνες, ότι είναι “πουτάνες”- τα καλύτερα κορίτσια είναι. Τουλάχιστον όσον αφορούσε εμένα: Και τα χαδάκια μου τα είχα. Και τα γκουρμεδιάρικα τα φαγάκια μου τα είχα. Και τις γκόμενες τις είχα, ουρά στην αυλή. Τί δεν είχα; Ψυχή. Αυτό. Κι ούτε που μ' ένοιαζε, δηλαδή.
Ώσπου μια μέρα, την ώρα που με είχε στη χοντρή της αγκαλιά και με χάιδευε η Εφημέριος, δηλαδή η Μαμά Υπηρεσίας, η τσατσά ντε (“Μαμά” τη φωνάζουν τα κορίτσια, άντε ρώτα τες γιατί), είδα ένα Όραμα.
Ένας Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον Ουρανό, κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, στη μέση εκεί της αίθουσας αναμονής. Η αίθουσα αναμονής ενός μπουρδέλου είναι ακριβώς όπως εκείνη ενός οδοντιάτρου, δερμάτινοι καναπέδες τραπεζάκια τηλεόραση STAR FM, μόνο στο πιο, ε, μπουρδελέ- πιο σκοτεινή, με πολλά κόκκινα φώτα. Ένα άλλο σημείο στο οποίο διαφέρουν, είναι ότι στο οδοντιατρείο οι υποψήφιοι πελάτες δεν μπαινοβγαίνουν, τσεκάροντας τα βυζιά του οδοντίατρου.
Κατέβηκε λοιπόν ο Άγγελος, από μια τρύπα στο ταβάνι, στάθηκε μπροστά μου, λάμποντας από Αγγελική Αγνότητα, και με έδειξε.
“ΑΜΑΡΤΩΛΕ”, είπε τελικά, αργά και με νόημα, με τη βροντώδη του φωνή.
Έχω συνηθίσει, στη γατοζωή μου, ν' ακούω τους ανθρώπους. Εκείνοι νομίζουν ότι δεν τους καταλαβαίνω, και μού λένε ασύστολα τα πάντα, τα μυστικά τους, τις ξεφτίλες τους, τα παράπονά τους. Άγγελο όμως, δεν είχα ξανακούσει, εκτός αν μετράει εκείνη η Ουκρανή, που μάς είχε έρθει πρόπερσι, και που όλοι οι πελάτες την φώναζαν “¨Αγγελέ μου”. Ούτε και πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα εγώ, ένας γάτος, να θεωρηθώ “αμαρτωλός”, ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η λέξη, που δεν την καταλάβαινα, αν και την είχα ακούσει πολλές φορές- και δεν την καταλάβαινα, όχι γιατί ξεπερνούσε τις νοητικές μου δυνάμεις, αλλά γιατί, εμείς οι γάτοι, δεν έχουμε την έννοια “αμαρτία” στο ρεπερτόριό μας. Ό,τι κάνουμε, κι ό,τι δεν κάνουμε, το θεωρούμε φυσικό, ακόμα κι αν είναι “λάθος”.
Όμως ο Άγγελος συνέχισε να με δείχνει με το σηκωμένο του δάχτυλο, που έφεγγε απειλητικά, σαν Πύρινη Ρομφαία, ό,τι κι αν είναι πάλι αυτό (μού την είχε περιγράψει ένας παπάς, την ώρα που περίμενε υπομονετικά τη Σουζάννα την Μολδαβή, να ξεπετάξει άλλους τρεις πελάτες- γιατί, ως γνωστόν, “κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας”).
“ΑΜΑΡΤΩΛΕ”, ξαναείπε ο Άγγελος.
Η Τσατσά, στο μεταξύ, είχε πάψει να με χαϊδεύει. Είχε απομείνει ακίνητη σαν λεωφορείο σε μποοτιλιάρισμα, και με το στόμα ανοιχτό, και με το χέρι στον αέρα, λίγο πιο πάνω από το σημείο όπου θα με χάιδευε στη συνέχεια, αν δεν είχε εμφανιστεί ο Άγγελος.
“ΓΕΩΡΓΙΕ”, συνέχισε ο Άγγελος, με την βροντώδη, σπηλαιώδη, σέξυ φωνή του, “ΗΡΘΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΝΟΥΘΕΤΗΣΩ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΩ. ΠΩΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ, ΩΣ “ΣΟΥΖΥ”, ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΟΜΕΡΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ; ΤΙ Θ' ΑΠΟΓΙΝΕΙ Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΣΟΥ ΨΥΧΗ;”
Πάνω που πήγαινα να νιαουρίσω παραπονιάρικα, πως δε με λένε “Γεώργιο”, ούτε και έχω “αθάνατη ψυχή”, ένιωσα γύρω μου την Τσατσά να φουντώνει, και να κορώνει, και να είναι έτοιμη να εκραγεί.
“Μωρέ τί μάς λές;” ούρλιαξε τελικά η Τσατσά. “Μιλάς εσύ, που δεν έχεις καν φύλο; Κοίτα πρώτα τη μούρη σου στον καθρέφτη, παλιοτραβέλι του κερατά, κι έλα μετά να μού τα χώσεις, εμένα”.
Διαισθανόμενος το θειάφι στην ατμόσφαιρα, κι ανακουφισμένος που, αφού όντως δεν είχα αθάνατη ψυχή, τελικά μάλλον δεν με αφορούσε το τζέρτζελο, πήδηξα διακριτικά από την αγκαλιά της Τσατσάς, και κατευθύνθηκα, όσο γινόταν πιο αθόρυβα, έρποντας σχεδόν, προς την πλησιέστερη έξοδο.
“ΑΥΘΑΔΗ ΚΑΙ ΑΣΕΒΗ”, άκουσα τον Άγγελο να βροντοφωνάζει, καθώς διέφευγα. “ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΟΤΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΕΙΣ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ; ΔΕ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ; ΔΕΝ ΕΝΔΡΕΠΕΣΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΗΘΙΚΗΝ ΠΕΡΙΒΟΛΗΝ ΣΟΥ; ΔΕΝ ΑΙΣΧΥΝΕΣΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΩΓΗΝ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΙΤΗΣΙΝ ΣΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΑΥΤΟΝ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ; ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΠΑΡΑΥΤΑ, ΑΜΑΡΤΩΛΕ, Ή ΘΑ ΚΑΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΦΛΟΓΑΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ, ΚΑΙ ΘΑ ΣΙΓΟΨΗΝΕΣΑΙ ΣΤΗΝ ΓΕΕΝΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΑΜΗΝ!”
“Μπα; Και τί θα μού κάνεις δηλαδή, μωρή ξεφτίλω; Θα ρίξεις φωτιά και θα με κάψεις;” ωρύονταν έξαλλη η Τσατσά, καθώς έβγαινα επιτέλους έξω στην αυλή, και στη Σωτηρία.
Και κάπως έτσι, έμεινα άστεγος.
μ 2018
για την Angelina Rain <3