5 Ιουν 2024

καθρεΦτίσματα

 καθρεΦτίσματα


«όσα άστρα είναι στον Ουρανό, Μαργαριταρένια μου, 

και λάμπουν ένα ένα,

και λάμπουν ένα ένα...»


πήγε στην παρουσίαση μόνο και μόνο γιατί θα ήταν και Εκείνη εκεί. την αναζήτησε λαίμαργα μέσα στο αδιάφορο Πλήθος. δεν Ήταν. 


κι όμως κάποτε Ήταν. ό,τι πιο πολύτιμο στη ζωή του. κάποτε, όχι και τόσο παλιά. πριν μερικά χρόνια. πριν μερικούς Αιώνες.


 ίσως και τώρα. αν και είχε χρόνια να την δει. μιλούσαν κάπου κάπου, ευχές για τα παιδιά, συλλυπητήρια για τους γονείς, βιαστικά νέα. εκείνος δεν πέρασε ποτέ τα Όρια της ματαίωσης. σεβόταν απόλυτα τη φιλία τους, κι εκείνη το ήξερε -ό,τι είχε έστω απομείνει.  τελευταία φορά την συνάντησε εντελώς τυχαία, σ ένα απόκεντρο πάρκο, με το παιδάκι της. όχι δικό του. δεν ήταν.


τον τελευταίο καιρό όμως εκείνη τον απέφευγε, ποιός ξέρει γιατί... δεν απαντούσε καν σε τηλέφωνα και μηνύματα. ώσπου εκείνος είδε τυχαία ότι εκείνη θα πήγαινε σε αυτήν εδώ την εκδήλωση, της αγαπημένης τους κοινής φίλης. αλλά δεν ήταν εκεί.


έκανε μια τελευταία απελπισμένη προσπαθεια να την εντοπίσει. ένα κεφάλι εδώ, μια πλάτη εκεί, μια κίνηση πιο πέρα, ένα φευγαλέο χαμόγελο στο πλάι, έμοιαζαν, αλλά δεν ήταν. δεν ήταν εκείνη. η αίθουσα μικρή, η μέρα ζεστή και υγρή, γριές που έκλειναν τα παράθυρα να μην τους χαλάσει το αναιμικό αεράκι το μαλλί,  η ατμόσφαιρα βαριά και ασφυκτική. βεντάλιες ανέμιζαν παντού, ο ιδρώτας έτρεχε. 


έφυγε αρκετά πριν το τέλος.

.


«...τόσες φορές τα μάτια μου, μαργαριταρένια μου,

δακρύσανε για σένα, 

δακρύσανε για σένα.»


.

τον είδε αμέσως, που ήρθε λίγο καθυστερημένος και σκάναρε από την είσοδο την μικρή, αλλά ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα. κάπως κουρασμένος, το πρόσωπό του κάπως πρησμένο, σπασμένο, τα πυκνά καστανά του μαλλιά ισχνό αλατοπίπερο. τα μάτια του όμως... τα μάτια του, ήταν σίγουρα εκείνος. και την έψαχνε.


έστρεψε το κεφάλι αλλού. εκείνος μπήκε τελικά και κάθισε, πίσω πίσω. εκείνη, σε όλην την διάρκεια της εκδήλωσης, δεν ξαναγύρισε προς το μέρος του. δεν άντεχε να τον αντικρύσει. παρακαλούσε ν' ανοίξει η γη να την καταπιεί. μόνο όταν τελικά η εκδήλωση επιτέλους τέλειωσε, κι ο πολύς ο κόσμος είχε πια φύγει, τόλμησε να κοιτάξει τριγύρω. ανακούφιση. δεν ήταν.


δεν ήταν ότι τής είχε κάνει κάποιο κακό. δεν ήταν ότι δεν τον εκτιμούσε. δεν ήταν ότι δεν τον αγαπούσε, με κάποιον δικό της τρόπο. κάθε άλλο.


ήταν που δεν άντεχε να δει στα μάτια του, στα λόγια του, στις κινήσεις του, στις εκφράσεις του,

να καθρεφτίζεται εκείνη που ήταν κάποτε, 

εκείνη που θα μπορούσε να είναι μαζί του, 

εκείνη που πια

δεν ήταν.


μ



3 Σεπ 2021

βορέΑς

είμαστε πλάσματα του Ανέμου 
μάς παρασέρνει μάς σκορπά- πότε πρίμα, πότε κόντρα -πότε δω, πότε από κει 
 και μάς πετά- πότε βαθιά, πότε ψηλά, πότε λοξά, 
πότέ Μαζί. 

 μ

7 Ιουλ 2018

ιδιόΡρυθμον

η λάμψη του Αιδοίου σου, την ώρα που σε Λείχω
μού φέρνει μια συγκίνηση- θυμάμαι που την έπεφτα, στην πρώτη μου Αγάπη
κι έτρωγα Τοίχο.

6 Μαΐ 2018

ο μπουρΔελόγατος



Είμαι ό,τι φαίνομαι: ένας Μαύρος Γάτος. Και φέρω όλα τα στερεότυπα που έχεις μέσα στο μυαλό σου για τους γάτους- ναι, είμαι εγωιστής, συμφεροντολόγος, ζημιαρόγατος, κι ερωτιάρης, κι αλανιάρης, και αλήτης, αλλά και αγαπησιάρης, και τρυφερός, εκεί που γουστάρω. Ναι, ΚΑΙ γρουσούζης. Μαύρος, λέμε. 

Μα όλ' αυτά είναι γνωστά. Εμείς οι Γάτοι δε μιλάμε πολύ, λέμε μόνο ό,τι πρέπει πραγματικά να ειπωθεί. Αν ήρθα εδώ απόψε, δεν είναι για να παινευτώ. Ήρθα για να σού πω μιαν αληθινή ιστορία.

Όλα άρχισαν όταν όλα τέλειωσαν. Ακούγεται σαν παραδοξολογία, “όλα άρχισαν όταν όλα τέλειωσαν”- ένας δικός σας, ένας χοντρός κατάλευκος Εγγλέζος άνθρωπος, έγινε διάσημος λέγοντας μπούρδες που ίσχυαν και ανάποδα, πχ, “όλα τέλειωσαν όταν όλα άρχισαν”, μπορεί και να στέκει κι αυτό, είδες; Πάμε όμως πάλι στο Σχέδιο Α.

Όλα άρχισαν όταν όλα τέλειωσαν, λοιπόν. Εκείνο που τέλειωσε, βασικά, ήταν η ζωή μου στο μπουρδέλο. Η μία και μοναδική μου ζωή, και  μην ακούς τις μαλακίες για εφτά κι εννιά και εκατόν δέκα είκοσι. Και ναι, η ζωή μου σ' ένα κανονικό μπουρδέλο, εσύ άν θες πες το “στούντιο”, για νά 'σαι και σεμνός σαν χίπστερ, και πολιτικά ορθός, σαν πέος πελάτη πριν την εκτόνωση. 

Ήμουν λοιπόν ο επίσημος γάτος του μπουρδέλου. Και μην ακούς, λέμε,  τί λένε για τις πουτάνες, ότι είναι “πουτάνες”- τα καλύτερα κορίτσια είναι. Τουλάχιστον όσον αφορούσε εμένα: Και τα χαδάκια μου τα είχα. Και τα γκουρμεδιάρικα τα φαγάκια μου τα είχα. Και τις γκόμενες τις είχα, ουρά στην αυλή. Τί δεν είχα; Ψυχή. Αυτό. Κι ούτε που μ' ένοιαζε, δηλαδή.

Ώσπου μια μέρα, την ώρα που με είχε στη χοντρή της αγκαλιά και με χάιδευε η Εφημέριος, δηλαδή η Μαμά Υπηρεσίας, η τσατσά ντε (“Μαμά” τη φωνάζουν τα κορίτσια, άντε ρώτα τες γιατί), είδα ένα Όραμα.

Ένας Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον Ουρανό, κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, στη μέση εκεί της αίθουσας αναμονής. Η αίθουσα αναμονής ενός μπουρδέλου είναι ακριβώς όπως εκείνη ενός οδοντιάτρου, δερμάτινοι καναπέδες τραπεζάκια τηλεόραση STAR FM, μόνο στο πιο, ε, μπουρδελέ- πιο σκοτεινή, με πολλά κόκκινα φώτα. Ένα άλλο σημείο στο οποίο διαφέρουν, είναι ότι στο οδοντιατρείο οι υποψήφιοι πελάτες δεν μπαινοβγαίνουν, τσεκάροντας τα βυζιά του οδοντίατρου.

Κατέβηκε λοιπόν ο Άγγελος, από μια τρύπα στο ταβάνι, στάθηκε μπροστά μου, λάμποντας από Αγγελική Αγνότητα, και με έδειξε.

 “ΑΜΑΡΤΩΛΕ”, είπε τελικά, αργά και με νόημα, με τη βροντώδη του φωνή. 

Έχω συνηθίσει, στη γατοζωή μου, ν' ακούω τους ανθρώπους. Εκείνοι νομίζουν ότι δεν τους καταλαβαίνω, και μού λένε ασύστολα τα πάντα, τα μυστικά τους, τις ξεφτίλες τους, τα παράπονά τους. Άγγελο όμως, δεν είχα ξανακούσει,  εκτός αν μετράει εκείνη η Ουκρανή, που μάς είχε έρθει πρόπερσι, και που όλοι οι πελάτες την φώναζαν “¨Αγγελέ μου”. Ούτε και πίστευα ποτέ ότι θα μπορούσα εγώ, ένας γάτος, να θεωρηθώ “αμαρτωλός”, ό,τι κι αν σήμαινε αυτή η λέξη, που δεν την καταλάβαινα, αν και την είχα ακούσει πολλές φορές- και δεν την καταλάβαινα, όχι γιατί ξεπερνούσε τις νοητικές μου δυνάμεις, αλλά γιατί, εμείς οι γάτοι, δεν έχουμε την έννοια “αμαρτία” στο ρεπερτόριό μας. Ό,τι κάνουμε, κι ό,τι δεν κάνουμε, το θεωρούμε φυσικό, ακόμα κι αν είναι “λάθος”.

Όμως ο Άγγελος συνέχισε να με δείχνει με το σηκωμένο του δάχτυλο, που έφεγγε απειλητικά, σαν Πύρινη Ρομφαία, ό,τι κι αν είναι πάλι αυτό (μού την είχε περιγράψει ένας παπάς, την ώρα που περίμενε  υπομονετικά τη Σουζάννα την Μολδαβή, να ξεπετάξει άλλους τρεις πελάτες- γιατί, ως γνωστόν, “κι αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας”).

 “ΑΜΑΡΤΩΛΕ”, ξαναείπε ο Άγγελος.

Η Τσατσά, στο μεταξύ, είχε πάψει να με χαϊδεύει. Είχε απομείνει ακίνητη σαν λεωφορείο σε μποοτιλιάρισμα, και με το στόμα ανοιχτό, και με το χέρι στον αέρα, λίγο πιο πάνω από το σημείο όπου θα με χάιδευε στη συνέχεια, αν δεν είχε εμφανιστεί ο Άγγελος. 

“ΓΕΩΡΓΙΕ”, συνέχισε ο Άγγελος, με την βροντώδη, σπηλαιώδη, σέξυ φωνή του,  “ΗΡΘΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΝΟΥΘΕΤΗΣΩ ΚΑΙ ΝΑ ΣΕ ΣΩΣΩ. ΠΩΣ ΘΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΕΙΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥ, ΩΣ “ΣΟΥΖΥ”, ΟΤΑΝ ΕΡΘΕΙ Η ΦΟΒΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΟΜΕΡΗ ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ; ΤΙ Θ' ΑΠΟΓΙΝΕΙ Η ΑΘΑΝΑΤΗ ΣΟΥ ΨΥΧΗ;”

Πάνω που πήγαινα να νιαουρίσω παραπονιάρικα, πως δε με λένε “Γεώργιο”, ούτε και έχω “αθάνατη ψυχή”, ένιωσα γύρω μου την Τσατσά να φουντώνει, και να κορώνει, και να είναι έτοιμη να εκραγεί. 

“Μωρέ τί μάς λές;” ούρλιαξε τελικά η Τσατσά. “Μιλάς εσύ, που δεν έχεις καν φύλο; Κοίτα πρώτα τη μούρη σου στον καθρέφτη, παλιοτραβέλι του κερατά, κι έλα μετά να μού τα χώσεις, εμένα”.

Διαισθανόμενος το θειάφι στην ατμόσφαιρα, κι ανακουφισμένος που, αφού όντως δεν είχα αθάνατη ψυχή, τελικά μάλλον δεν με αφορούσε το τζέρτζελο, πήδηξα διακριτικά από την αγκαλιά της Τσατσάς, και κατευθύνθηκα, όσο γινόταν πιο αθόρυβα, έρποντας σχεδόν, προς την πλησιέστερη έξοδο.

“ΑΥΘΑΔΗ ΚΑΙ ΑΣΕΒΗ”, άκουσα τον Άγγελο να βροντοφωνάζει, καθώς διέφευγα. “ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙΣ ΟΤΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΕΙΣ ΤΗ ΘΕΣΗ ΣΟΥ; ΔΕ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ; ΔΕΝ ΕΝΔΡΕΠΕΣΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΝΗΘΙΚΗΝ ΠΕΡΙΒΟΛΗΝ ΣΟΥ; ΔΕΝ ΑΙΣΧΥΝΕΣΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΓΩΓΗΝ ΣΟΥ, ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΙΤΗΣΙΝ ΣΟΥ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΙΚΟΝ ΑΥΤΟΝ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ; ΜΕΤΑΝΟΗΣΕ ΠΑΡΑΥΤΑ, ΑΜΑΡΤΩΛΕ, Ή ΘΑ ΚΑΕΙΣ ΕΙΣ ΤΑΣ ΦΛΟΓΑΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΕΩΣ, ΚΑΙ ΘΑ ΣΙΓΟΨΗΝΕΣΑΙ ΣΤΗΝ ΓΕΕΝΑ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ, ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ, ΑΜΗΝ!”

“Μπα; Και τί θα μού κάνεις δηλαδή, μωρή ξεφτίλω; Θα ρίξεις φωτιά και θα με κάψεις;” ωρύονταν έξαλλη η Τσατσά, καθώς έβγαινα επιτέλους έξω στην αυλή, και στη Σωτηρία.

Και κάπως έτσι, έμεινα άστεγος.

μ 2018
για την Angelina Rain <3

23 Ιουλ 2017

ο προΓραμΜένος



ο προΓραμΜένος

 όταν ο προγραμμένος νιώσει τους έωλους δεσμούς του με τον Κόσμο να λιγοστεύουν ακόμα περισσότερο, και να ετοιμάζονται να σπάσουν, ούτε καν με “αχ”, ψάχνει πανικόβλητος να βρει τρόπους να τους ενισχύσει. τηλεφωνεί σε φίλους που για χρόνια ή και δεκαετίες δεν νοιάζονταν αν ζει ή αν πέθανε. πηγαίνει στην Εκκλησία και Κοινωνεί, για να νιώσει μέλος σε κάτι, χωρίς να ρεζιλευτεί. κατεβαίνει για καφέ στο καφεκοπτείο, αντί να τον φτιάξει μόνος του και να τον πιεί σαν φαρμάκι. κάθεται δίπλα σε ανθρώπους που συζητούν, κι ωτακούει όσο μπορεί, για να νιώσει κι εκείνος μέρος της συζήτησης, "τουλάχιστον 150 ευρώ", "η Μαρία θα ερχόταν μαζί τους", "όχι ρε μαλάκα δε γίνεται αυτό". παρατηρεί τους περαστικούς, να το ζευγαράκι που πάει για μπάνιο, φοράνε ολόιδιες σαγιονάρες, σε άλλο χρώμα, το κορίτσι είναι πιο ψηλό από το αγόρι. να η οικογένεια με τούς κοντούς γονείς και τα πολύχρωμα παιδιά, φοράνε όλα τα ίδια σταράκια, κόκκινα το αγόρι με το καβουράκι, ροζ τα κορίτσια με τα σακίδια. να ο πενηντάρης με την βερμούδα και το γκομενάκι με τα σγουρά μαλλιά και το μίνι φόρεμα, να ναι άραγε κόρη του; να οι τουρίστες με τα καπελάκια και τον παπά μπροστά μπροστά, βαλκάνιοι σίγουρα, πάνε σίγουρα για την αγιά Σοφιά, μια χοντρούλα έμεινε πίσω ταχτοποιώντας το σάκο της, θα περάσει το φανάρι ή θα τους χάσει; να η οικογένεια με την κακάσχημη μαμά με την τεράστια μύτη και την ξυνή φάτσα, και τα τρία παιδιά καρμπόν. δεν έχει αυταπάτες για τη μοναχική γκόμενα που τον καρφώνει τόση ώρα, μόνο εκείνες που περιμένουν τον δικό τους είναι τόσο τολμηρές, νά 'τον που ήρθε, και είναι και αλλοίθωρος, άραγε τώρα τον καρφώνει κι εκείνος ή φταίει ο στραβισμός;

δεσμοί όλ' αυτά με τον Κόσμο, δεσμοί ό,τι νά 'ναι, δεσμοί κουκουρούκου, δεσμοί απελπισίας, δεσμοί.

δεσμοί που δεν είναι ουσιαστικοί. και όσο κι αν αγωνίζεται ο Προγραμμένος να κρατηθεί από αυτούς στη Ζωή, σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα Κύματα, σε λίγο, νομοτελειακά και τέλεια και τελικά,
θα παραδοθεί στο Μάταιο.

9 Φεβ 2017

θεΟύλης υπηρεΣίας





θεΟύλης υπηρεΣίας


“Θεούλη μου”, σκέφτηκε.
“σε Ακούω, τέκνο μου”, άκουσε μια κοντραμπάσα φωνή, μέσα στο κεφάλι του. 
κατατρόμαξε.
“ποιός μιλάει;” ξανασκέφτηκε.
“Ποιόν επικαλέστηκες;” ξανακούστηκε η Φωνή.
“μα... Είσαι όντως... Εσύ;”
“Ήμουν,  Είμαι, και Θα Είμαι. τί σού φαίνεται τόσο παράξενο, τέκνο Μου;”
“ε... να... πρώτη φορά μού Απαντάς”
“δε μού λες, τέκνο Μου... όταν τηλεφωνείς, πχ, στο ΕΚΑΒ, πάντα κάποιος απαντά, έτσι;””
“ναι”
“είναι πάντα ο ίδιος;”
“όχι”
“επίσης, κάτω από το σπίτι σου έχει μια πιάτσα ταξί, έτσι;”
“ναι”
“είναι πάντα τα ίδια ταξί; κι όλοι οι ταξιτζήδες, είναι όλοι το ίδιο ομιλητικοί;”
“τί μού λες.... δηλαδή... Είστε Πολλοί; Θεοί εκ περιτροπής;”
“σύ είπας, τέκνο Mου...  είναι αρκετά πιο πολύπλοκο. 
πες Μου όμως γρήγορα γιατί Με επικαλέστηκες, γιατί σε λίγο Αλλάζω”
“απίστευτο! κι ως τώρα, γιατί Κανείς Σας δε μού μίλησε;”
“μα σού Εξήγησα, οι πιο πολλοί Συνάδελφοι δεν είναι και πολύ ομιλητικοί. θα ήθελες κάτι άλλο από Εμένα;”
“Θέλεις να με Βοηθήσεις;”
“ναί”
“Μπορείς να με Βοηθήσεις;”
“όχι”
“τό 'ξερα...”
...
...
“λυπάμαι, τέλειωσε η βάρδια Μου. σ' Αφήνω τώρα. καλό κουράγιο, τέκνο Μου”
“καλό ρεπό... 
Θεέ μου”

8 Φεβ 2017

τέσσΕρα φΏτα

τέσσΕρα φΏτα

και το πιο ισχνό
μοιάζει η Σελήνη

κι εσύ, μού μιλάς
για "Δικαιοσύνη "

<μ<

7 Φεβ 2017

ο ακοΝιστής των μαΧαιριών



ο ακοΝιστής των μαΧαιριών

περνούσε από το Δρόμο μου- “μαΧαίρια ακΟνίζω”, ούρλιαζε. τον άκουσε η Μάνα μου, και βγήκε, και τον φώναζε.
“Μητέρα”, τής είπα, “δεν έχουμε Μαχαίρια”.
πήρε ένα ύφος, τόσο δυστυχισμένο, που τη λυπήθηκα. 
“έχουμε, όμως, Χέρια”, είπα, τελικά.

άνοιξα στον ακΟνιστή. τού έδωσα τα Χέρια μου, να τ' ακονίσει. 
Μάτωσαν πολύ.
δεν Κόβουν σχεδόν καθόλου.

<μ<




25 Δεκ 2015

κι ο θάΝατος δεν θά κυριαρΧεί



Κι Ο Θάνατος Δεν Θα Κυριαρχεί

Άνθρωποι νεκροί γυμνοί θα είναι ένα 

Με τον άνεμο και με το δυτικό φεγγάρι 

Και τα οστά θα γυμνωθούν, 
και τα γυμνά οστά θα χαθούν 
Και θά 'χουνε αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι 
Θα παραφρονήσουν, μα θα είναι γνωστικοί
Θα βυθιστούν στη θάλασσα αλλά θ' αναδυθούν 
Οι αγαπημένοι θα χαθούν, μα η αγάπη όχι 
Κι ο θάνατος δεν θα κυριαρχεί.

Dylan Thomas

μετάφραση <μ<