γαΛήνη
«Αν έχεις γευτεί ποτέ σου δάκρυα, θα ξέρεις, πως είναι φτιαγμένα από Θάλασσα
κι αν έχεις γευτεί ποτέ σου Θάλασσα- θα ξέρεις, ε; πως είναι φτιαγμένη
από δάκρυα.»
Ανοίγονταν κάθε πρωί, και κάθε βράδυ, στο Πέλαγος, με το πρώτο φως της Αυγής, με το τελευταίο φως του δειλινού- βαθιά, πέρα απ’ όλες τις σημαδούρες, κι απ’ όλα τα ανθρώπινα σημάδια. Ανοίγονταν βαθιά, με κάθε καιρό- με καλοσύνη, με αέρα, με κύμα, με βροχή. Οι κουτσομπόλες της γειτονιάς, που είχαν ήδη πιάσει δουλειά, τον παρατηρούσαν από τα παράθυρά τους κι από τα μπαλκόνια τους, και νόμιζαν πως είναι απλά τρελλός- δεν ήξεραν πως πήγαινε εκεί, στα βαθιά- βαθιά, για να βάζει τα κλάματα, με τη φωνή, με γοερούς λυγμούς, κοιτώντας προς τα βαθιά, για να μην τον βλέπουν, και να μην τον ακούν. Και πως όταν είχε πια ξεσπάσει, κι είχαν κοπάσει οι λυγμοί, έλεγε μια ΄παιδική προσευχή:
«Θάλασσα, πάρε μου τη λύπη
από το πρώτο καρδιοχτύπι
ως το στερνό
Θάλασσα, πάρε μου τη φρίκη
για το εφήμερο, το λίγο
το σκοτεινό.»
Ώσπου, ένα βράδυ χωρίς φεγγάρι ούτε άστρα, στη μέση του Πέλαγου, χτες βράδυ, ας πούμε, αγάπησε τον εαυτό του- με τις ψηλές του προσδοκίες, τον ατυχή του εκλεκτισμό, τις ουτοπικές του εμμονές- την άρρωστη λατρεία του για την Αλήθεια, το άκαμπτο μίσος του για την υποκρισία- με τα επαναλαμβανόμενά του λάθη, τα επαναλαμβανόμενά του «λάθη», με τις δολοφονημένες του σχέσεις αίματος, τις προδομένες του φιλίες, τους ατυχείς του έρωτες.
Τίποτα. Γαλήνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου