30 Ιουν 2013

πρωΘύστερα



Ύστερα μισοξύπνησε, από έναν βαθύ, θολό ύπνο- ήταν ξαπλωμένος, ολόγυμνος, σ’ έναν κρύο οβάλ πάγκο- δυό τρεις μορφές υπήρχαν τριγύρω, στο μισοφωτισμένο χώρο- μία απ’ αυτές γύρισε και τον κοίταξε- δεν ήταν άνθρωπος

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο παράδοξο, πόσο απίστευτη είναι η ύπαρξη- του καθενός μας χωριστά, και όλων μας μαζί. Πόσο απίστευτη σύμπτωση να κατοικούμε σ’ αυτόν ειδικά τον πλανήτη, που δεν είναι ούτε πολύ ζεστός, ούτε πολύ κρύος, ούτε πολύ σκοτεινός, ούτε πολύ φωτεινός, ούτε πολύ βαρύς, ούτε πολύ ελαφρύς. Πόσο απίστευτη σύμπτωση είναι, να χρειαζόμαστε ύπνο, και να υπάρχει η νύχτα, να χρειαζόμαστε οξυγόνο, και ο αέρας να είναι γεμάτος από αυτό, να χρειαζόμαστε νερό, και να υπάρχουν οι βροχές, να χρειαζόμαστε φαγητό, και να υπάρχει η θάλασσα, το δάσος, τα φυτά και τα ζώα. Πόσο τιτανοτεράστια σύμπτωση, τόσες και τόσες ατομικότητες, να συντονίζονται σε μια, κοινή- λίγο ή πολύ- πραγματικότητα

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο παράδοξη σύμπτωση ήταν, απ’ όλη την ιστορία του Σύμπαντος, απ’ όλη την πορεία της Ανθρωπότητας, εκείνος, ο εαυτός του, ο συγκεκριμένος του εαυτός, να ζει αυτήν ακριβώς τη συγκεκριμένη στιγμή, σε αυτόν ακριβώς τον συγκεκριμένο τόπο, να μιλάει αυτήν ακριβώς τη γλώσσα, να σκέφτεται, μέσα στο σάρκινο μυαλό του, αυτά ακριβώς τα συγκεκριμένα αδέξια λόγια

- το μη- άνθρωπος τού χαμογέλασε- όσο μπορεί ένα μη- άνθρωπος να χαμογελάσει-

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο παράξενο είναι ένας άνθρωπος να καταφέρνει να ζει τόσα χρόνια, όταν περνάει την πρώτη εποχή της ζωής του τόσο ευάλωτος, ανίσχυρος κι ανήμπορος, όταν σε όλη του τη ζωή αρκεί μια μέτρια κρούση για να του λιώσει το κρανίο, όταν κάθε στιγμή αρκεί ένα ρεβυθάκι για να του κλείσει την ανάσα, όταν αρκεί ένα ρευματάκι για να του σταματήσει την καρδιά

Πολλές φορές σκεφτόταν πόσο θαυμάσιο είναι που ο άνθρωπος μπορεί να διασχίζει τον αέρα, όταν αρκεί ένα φύσημα για να συντριβεί, πόσο υπέροχο είναι που ο άνθρωπος μπορεί να διασχίζει τη θάλασσα, όταν αρκεί ένας κυματισμός για να πνιγεί, πόσο απίστευτο είναι που μπορεί να χτίζει σπίτια, όταν αρκεί μια δόνηση για να γκρεμιστούν, πόσο μεγαλειώδες είναι που μπορεί ο Άνθρωπος να κάνει όνειρα, όταν αρκεί ένας  κυματισμός της Τύχης, για να τα ματαιώσει 

- αυτά σκεφτόταν, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ξαπλωμένος πάνω στον φιλόξενο, λείο βράχο

- μέσα στη θαλασσινή σπηλιά

- τα τρία δελφίνια κολύμπησαν για λίγο ακόμα τριγύρω του

- κι ύστερα, σα να του έλεγαν αντίο, σφύριξαν παιχνιδιάρικα, όλα μαζί

- και χάθηκαν βουτώντας βαθιά, στα τυρκουάζ

- απέραντα νερά.

<μ<



3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Σου πάει αυτό το ύφος. Σου ταιριάζει περισσότερο απ΄την ποίηση. Ισως είναι αυτό που σου πάει πιο πολύ απ΄όλα, ε; σκέψου το.
Ωραία επιλογή τα μωσαϊκά.

Ανώνυμος είπε...

Όπως εκείνο το κείμενο με τις Πόλεις που εχεις επισκεφθεί που θύμιζε Καλβίνο. Τις μεγάλες χωρίς διακοπή παραγράφους, τις έχεις μέσα σου.Δηλαδή το΄χεις που λένε.

Eυαγγελία είπε...

Όντως σου πάει αυτό το ύφος, άλλωστε ο οίστρος διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, κάθε φορά βγαίνει και κάτι διαφορετικό από μέσα μας.

Καλό Κυριακόβραδο..!