«πρόσεΞε μη μ' ερΩτευτείς»
έκαναν Έρωτα με πάθος νιόπαντρων. εκείνη ήταν μια πάρα πολύ όμορφη γυναίκα. κάποτε. και τώρα ήταν πάρα πολύ όμορφη, αλλά να, στο κάπως πιο μεταχειρισμένο. εκείνος ήταν ένας ερωτικός Κήπος και μια ασταμάτητη μηχανή του σεξ. πριν τις Φρίκες. τώρα, ήταν «απλά» ένας Ώριμος Εραστής.
«μείνε μαζί μου απόψε», τής είπε, όπως εκείνη έβγαινε από το μπάνιο, υγρή ακόμα. δεν ήταν η πρώτη φορά.
την τύλιξε τρυφερά με μια πετσέτα, φιλώντας τον υπέροχό της λαιμό. δεν ήταν η πρώτη φορά.
«το ξέρεις πως δε μπορώ», τού απάντησε.
«σε χρειάζομαι», τής ξανάπε.
τού χάιδεψε το πρόσωπο, χαμογελώντας αμήχανα. «μιαν άλλη φορά, που θα το έχω κανονίσει, στο υπόσχομαι», τον κορόιδεψε. δεν είχε χώρο στη ζωή της για εκείνον, μόνο για ένα σύντομο πήδημα, κάπου κάπου - αυτό, ναι. και χρόνο, για ατέλειωτα μηνύματα και τηλεφωνήματα, όπου γέμιζε τα συναισθηματικά της κενά με τη φωνή του και με τα λόγια του.
ακόμα κι αν ήταν μια μηχανή του σεξ, δεν ήταν το σεξ εκείνο που τού έλειπε. τού έλειπε η συντροφιά. το παιχνίδι πριν. η αγκαλιά μετά. οι βόλτες. οι μουσικές. οι κοινές έξοδοι. οι εκδρομές. όχι η ξεπέτα με υποσημειώσεις. όχι η ξεπέτα Ντουμπάι με κανταΐφι και πράσινο φυστίκι.
εκείνη, δεν είχε τίποτα από αυτά που εκείνος λαχταρούσε να τού δώσει. εκτός από αυτό το γρήγορο πήδημα στ αρπαχτά, ανάμεσα σε δύο άλλες της υποχρεώσεις. εκείνη, είχε τα Πάντα- είχε τη ζωή της. κι όμως, απαιτούσε τα Πάντα από εκείνον, που δεν είχε Τίποτα, τα Πάντα. και τα Πάντα ήταν, φυσικά, εκείνος ο ίδιος. ολόκληρος. με όλη του την Αγάπη, με όλη του την ενσυναίσθηση, με όλη του την διαθεσιμότητα, με όλον του τον Έρωτα, με όλην του την Αποκλειστικότητα. εκείνος, ναι, τον ήθελε, ναι. αλλά, με ποιόν Τρόπο. αλλά, με ποιούς Όρους.
«πρόσεξε μη μ' ερωτευτείς», τής είπε αποχαιρετώντας την. εκείνος που ήθελε τόσο πολύ να μείνει. εκείνη που ακόμα πιο πολύ δε μπορούσε. έπρεπε να γυρίσει, λέμε, στη ζωή της. εκείνος όμως την είχε τόσο πολύ ανάγκη. να ξαπλώσουν αγκαλιά, να κοιμηθούν μαζί, να ξυπνήσουν μαζί, να ξανακάνουν Έρωτα το πρωί. εκείνη όμως δε μπορούσε. ακόμα πιο πολύ.
έπρεπε να γυρίσει στη ζωή της. τί δεν καταλαβαίνεις, λέμε; δεν τού το είπε αυτό το τελευταίο. ήταν γλυκιά και ευγενική. και κάτι άλλο.
«πρόσεξε μη μ' ερωτευτείς», άκου τί μού είπε. τί καβαλημένη ψωνάρα ο γλυκός μου, σκέφτηκε εκείνη, χαμογελώντας, καθώς έμπαινε στο ασανσέρ. αλλά είναι τρυφερός, ξέρει να με ανάβει, πηδάει καλά, κι έχει ωραίο, δυνατό σώμα, και όμορφο αρρενωπό πρόσωπο. μα τί καβαλημένη, υπερφίαλη ψωνάρα, ξανασκέφτηκε, κλαίγοντας βουβά πια μέσα στο ασανσέρ.
γιατί, φυσικά, τον είχε ήδη ερωτευτεί. φυσικά.
τα δάκρυά της κυλούσαν, καθώς έφευγε, σαν κυνηγημένη , μέσα στη μαύρη νύχτα
να γυρίσει πίσω στη ζωή της.
εκείνος, άδειασε όλο το ψυγείο. τα πάντα όλα. γλυκά και αλμυρά, υγειινά και απαγορευμένα, ξυνά και πικρά, φρέσκα και μουχλιασμένα.
έτσι ήξερε να επιβιώνει τη Ματαίωση.
και την μπλόκαρε από Παντού.
μ