15 Μαρ 2013



Ό,τι και να μού πεις δε Σε πιστεύω
γιατί ο Ήλιος στο βασίλεμα ματώνει

το αίμα του σκορπά μέσα στη Σκόνη
και το πρωί γεννιέται από πληγές.


{( //τόσοι Φόνοι
και το φονιά να επαινούν
ατις Εκκλησιές// )}

<μ<

ΜΙά ΦΟρά μόΝο




«Θέλω να κάνουμε Έρωτα. Μια φορά ακόμα. Μόνο.»

Τής τό ‘πε μέσα στο αυτί, και την ένιωσε ν’ αναρριγά ολόκληρη, στο άγγιγμα των χειλιών του, στο άκουσμα της φωνής του. Ήταν δέκα χρόνια που δεν είχαν ειδωθεί.

Αυγουστιάτικο ελληνικό νησί. Ηλιοβασίλεμα. Μια μηχανή με δύο νέους έρχεται από τη Δύση. Το κορίτσι έχει γείρει το κεφάλι του πάνω στο αγόρι, και σιγοτραγουδάει. Τα μακριά της μαλλιά ανεμίζουν. Δε φορούν κράνη. Μα ο αστυνομικός στο μπλόκο δεν τολμά να τους σταματήσει. Πώς αλλιώς;

Την παρακολουθούσε από την αρχή, αθέατος, από μακριά- ήξερε πως διορίστηκε, πως παντρεύτηκε, πως έκανε παιδί, παιδιά. Ήξερε ακόμα και πού δούλευε κάθε χρονιά, κι ας μην επεδίωξε ποτέ να τη συναντήσει, κι ας μην είχαν καν ποτέ μιλήσει στο τηλέφωνο, από Τότε. Λες όμως τελικά να είχε δίκιο η Φαιδρή Φίδη, που τού ‘λεγε με πίκα πως είναι ακόμα κολλημένος μ’ Εκείνη; Ποιος ξέρει. Τόσα χρόνια που πέρασαν αγάπησε πολλές. Μα δεν ερωτεύτηκε ξανά, ποτέ, καμμίαν άλλη.

Βροχερή νύχτα στην Πόλη. Το αμάξι παρκαρισμένο σ’ ένα απόμερο σημείο, με τους υαλοκαθαριστήρες να δουλεύουν. Τα τζάμια θολά από τη θέρμη τους. Το στέρεο παίζει ένα δίσκο που Εκείνος έγραψε ειδικά για Εκείνη. Αγκαλιάζονται. Φιλιούνται. Χαϊδεύονται. Κλαίνε. Πώς αλλιώς;

Το τηλέφωνο χτυπά. Δίνουν ραντεβού. Έρχεται αμίλητη, χλωμή. Αγκαλιάζονται. Φιλιούνται. Κλαίνε.

Κάνουν ολοκληρωτικό έρωτα, όπως τότε.

Τα μάτια της φρουμάζουν στη θέα του Μαχαιριού. Μεγάλο, σαφώς πάνω από τα όρια του Νόμου. Αστραφτερό. Παγωμένο. Θανατηφόρο.

«Μη φοβάσαι», της λέει. «Δεν είναι για σένα».

Αυλή στρατοπέδου. Ο Λοχίας εκπαιδεύει τους νεοσύλλεκτους, που είναι καθισμένοι γύρω γύρω,  στη χρήση της ξιφολόγχης. Τον διαλέγει για μοντέλο. Σηκώνεται όρθιος, κάνει δυό βήματα μπροστά,  και ο Λοχίας τον αγκαλιάζει  από πίσω, κι όπως τον έχει εκεί  ακινητοποιημένο,  με τα χέρια κάτω από τις μασχάλες του, κάνει πως τού μπήγει την ξιφολόγχη: ανάποδα,, από μπροστά προς τα πίσω, από κάτω προς τα πάνω. «Κάτω από τα πλευρά πρέπει, με κατεύθυνση και φορά προς την καρδιά.» Πώς αλλιώς;

Εκείνη έχει φύγει. Για πάντα, πια. Η λάμα αστράφτει. Παγωμένη. Θανατηφόρα. Ανάποδη, από μπροστά προς τα πίσω, από κάτω προς τα πάνω, με κατεύθυνση και φορά προς την καρδιά.

Πώς αλλιώς;


<μ<

11 Μαρ 2013

ποσειΔώνιο κολυμβητήΡιο





Ο σκυλάκος με το λουράκι απαυτώνει τη σκυλίτσα με το γιλεκάκι, κι είναι αστείο, αλλά κάτι έχει αλλάξει, στο ακόμα πιο αστείο- το παληκαράκι κρατάει από το χέρι την κοπελίτσα, κι είναι πάντα όμορφο, μα κάτι έχει αλλάξει, στο ακόμα πιο όμορφο- ο ήλιος λιώνει στη δύση σε χίλια χρώματα, κι είναι πάντα εντυπωσιακό, αλλά κάτι έχει αλλάξει- στο μεγαλειώδες


Μια φορά κι έναν καιρό, που λέτε, ήταν ένας Χειμώνας, κρύος, βαρύς, γκρίζος, θλιμμένος- κι ήρθε και τον βρήκε μια Άνοιξη γλυκιά, ανθισμένη, χρωματιστή- και γέννησαν ένα ζεστό- Καλοκαίρι- μια φορά κι έναν καιρό- ήταν ένας Χειμώνας αβάσταχτος- κι ήρθε και τον βρήκε μια Άνοιξη- λαφριά-


κι έκαναν δυό παιδιά- το Καλοκαίρι-λες;


και το Φθινόπωρο

<μ< — στην τοποθεσία Thessaloníki.