29 Ιουλ 2015

το σκουΛαρίκι της σαΛώμης



Η ραδιενεργή πισίνα του Πρέσβη σχεδόν έβραζε, στους 55 βαθμούς υπό σκιάν. Πίσω από τον ψηλό μαντρότοιχο, πάνοπλοι Κούρδοι φύλαγαν άλλους Κούρδους και, από σπόντα, εμάς. Η Ζουλί, μ’ ένα μικροσκοπικό μπικίνι, λιαζόταν στον καυτό απογευματινό ήλιο. Δεν μού είχε κάτσει, και την αγνοούσα επιδεικτικά. Δίπλα της η αχώριστη κάργια φιλενάδα της και ο εστέτ γερολύκος της Πρεσβείας, που με χαλβάδιαζε διακριτικά. Σποραδικά, από κάπου τριγύρω, όχι και τόσο μακριά, ακούγονταν πυροβολισμοί. 
Αδιαφορώντας για ραδιενέργεια και για πυροβολισμούς και για γερολύκους, συναγωνιζόμουν στις βουτιές τον Τιερύ, το νεαρό Γάλλο πληροφορικάριο. Έλιωναν όλα και όλοι τριγύρω μέσα στη ράθυμη κάψα, περιμένοντας το κέρφιου (τη λήξη κυκλοφορίας), για να διαλυθεί το πάρτυ, όταν ξαφνικά ακούστηκε μια κραυγή: Η Σαλώμη έχασε το σκουλαρίκι της. 
Είχα μακρόχρονη θητεία υποθαλάσσιων ερευνών στις πολύ μεγαλύτερες και πολύ πιο πολύπλοκες ελληνικές θάλασσες, κι έτσι, παρά το λασπωμένο και θολό βυθό της πισίνας, σε λίγο, της το βρήκα. Και δεν ήταν καθόλου αχάριστη- Όταν οι Γάλλοι και οι υπάλληλοι της Πρεσβείας έφυγαν, ήρθε να μού στρώσει το κρεβάτι, καθυστερώντας και χαμογελώντας λίγο περισσότερο απ’ «όσο» - ένας νέος άντρας, ημίγυμνος, μια όμορφη γυναίκα που του στρώνει το κρεβάτι, η λάγνα κάψα της Μεσοποταμίας, δεν ήθελε και πολύ να γίνει αυτό που δεν έγινε. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί. Αλλά έχω μετανιώσει και για χειρότερα πράγματα. 
Ένας λόγος μπορεί να ήταν ότι δεν είχα συνέλθει ακόμα από την δυσεντερία που είχα κολλήσει στον Ευφράτη, με το αίμα να τρέχει ποτάμι σε κάθε κένωση, και τα ισχυρά φάρμακα που χρειάστηκε να πάρω. Ένας άλλος μπορεί να ήταν πως δεν είχα συνέλθει ακόμα από την απόρριψη της Ζουλί. Ένας τρίτος μπορεί να ήταν και ο Μαλίκ, ο οδηγός μας, που με είχε φέρει νωρίτερα στην Πρεσβυτική Κατοικία, κι έκλαιγε στο δρόμο, λέγοντας μου, με ανύπαρκτα αγγλικά, πως δεν υπάρχει κανένα μέλλον για τα τρία μικρά παιδιά του- ούτε και κανένα «σήμερα». Έκλαιγε με τη φωνή και με καυτά δάκρυα οδηγώντας, και κάπου κάπου ρουφούσε μια γουλιά από το δυνατό "αράκ" που είχε στο χειρόφρενο.

Όταν ζεις σε μιαν ηττημένη χώρα, πώς μπορείς να είσαι νικητής. Όταν ζεις σε μιαν ηττημένη Γη, πώς μπορείς, πώς μπορείς, να είσαι «νικητής».

Δεν υπάρχουν σχόλια: