4 Δεκ 2013

ο μπάΣταρΔος έρωΤας



Έρωτας και Θάνατος. Κάποιοι λένε πως γύρω από αυτούς τους δύο Πόλους περιστρέφεται η ανθρώπινη ζωή. Η κάθε ανθρώπινη ζωή. 

Ο Έρωτας όμως εκτός από πόλος είναι και μούλος, μπάσταρδος: Έχει κάτι από Αθανασία και κάτι από Χαμό.

Τρεις φορές ερωτεύτηκα ολοκληρωτικά στη ζωή μου: η πρώτη ήταν η Μάγια η Μέλισσα, τί ελπίδες να έχω, ο κακόμοιρος ο Βίλλυ. Η δεύτερη ήταν κάτι μεταξύ της Μαρίας Πολυδούρη και της Βασίλισσας του Πάγου, της έκανα τη χάρη, αυτοκτόνησα. Η τρίτη ήταν απλά θεοπάλαβη, γι αυτό και μ’ ερωτεύτηκε κι εκείνη, μα οι παλαβομάρες μας ήταν τελικά υπερβολικά διαφορετικές, και δεν άντεξαν μαζί. Κάποιες που σκάνε από ζήλια, γιατί δεν κατάφερα να τις ερωτευτώ, λένε πως την τρίτη δεν την ξεπέρασα ακόμα. Μάλλον την μπερδεύουν με τη μοναξιά μου. Τί παρανόηση.

Άκου όμως, Αυτοκρατορίες χάνονται στο βυθό, Βασίλεια σκεπάζονται από άμμο. Και κανείς δε θυμάται τίποτα. Και κανένας δεν άκουσε, δεν είδε. Και κανείς ποτέ δε μαθαίνει. Μην κλαψουρίζεις για παλιές αγάπες. Και μπάσταρδους Έρωτες.

Μπάσταρδος, εκτός από τον Έρωτα, είναι και ο Ύπνος, και σιγά μην είναι αδελφός του Θάνατου. Ο Θάνατος, όσο φρικτός κι αν είναι για τους ζωντανούς, έχει την αξιοπρέπεια του Απόλυτου, του Αιώνιου, του Αμετάκλητου. Ενώ ο Ύπνος… Μια πεπερασμένη βιολογική ανάγκη πεπερασμένων βίων. Και μη μού πεις σε παρακαλώ για τα Όνειρα. Αυτά που εννοείς «Όνειρα», κι εκστασιάζεσαι, είναι τα του Ξύπνιου, όχι τα του Ύπνου. Τί παρεξήγηση.

Κι ο καφές έχει παράξενη γεύση όταν ξεχάσεις να βάλεις καφέ. Κι η ζωή έχει παράξενη γεύση όταν ξεχάσεις να βάλεις ζωή. Όμως ένα ακρωτηριασμένο φυτό δεν μας προξενεί καθόλου φρίκη, ενώ ένα ακρωτηριασμένο φαγώσιμο ζώο πολύ λιγότερη από ένα ακρωτηριασμένο μη φαγώσιμο ή, τί φοβερό, από έναν ακρωτηριασμένο άνθρωπο. Τί αδικία.

Εν ολίγοις, απόψε που κρύωνα, και νύσταζα, κι έξω έκανε παγωνιά, βαριόμουν θανάσιμα να κατέβω να ανεβάσω το ποδήλατό μου πέντε ορόφους σκάλες, κι έτσι, τί πιο λογικό (!!!), ντύθηκα ζεστά, το πήρα, κι ανέβηκα ως το Φιλίππειο, στο Σέιχ Σου, 330 μέτρα υψόμετρο. 

Ύστερα, όρμηξαν οι Σκιές, που λέγαμε, 
και με τύλιξαν.

<μ<

Δεν υπάρχουν σχόλια: