8 Ιαν 2011

Το ΦωτοκύΤΤΑρο


Το ΦωτοκύΤΤΑρο

Μα καλά, μπορεί κάποιος να μισεί ένα… φωτοκύτταρο; Αν μπορεί λέει… Όλο καψόνια μου έκανε το άτιμο, από εκείνο το μεσημέρι που κλείστηκαν μέσα οι Γεωργιανοί του τρίτου και χάλασαν τον κόσμο στις στριγκλιές και στις φωνές, ενώ τραβούσαν τα μαλλιά τους και χτυπούσαν έξαλλοι κουδούνια και τοιχώματα και δεν καταλάβαιναν και λέξη απ’ όσα τους έλεγε ο απ’ έξω, με τις παντόφλες του και με τις μπυτζάμες του και με τον πονοκέφαλό του και με όλα τα αξεσουάρ της περιπατημένης σιέστας του, ο μόνος ένοικος που τους είχε ακούσει κι έτρεξε να τους βοηθήσει, δλδ η αφεντιά μου. Ευτυχώς το διαολόπραγμα ήταν ρυθμισμένο να παίρνει μπρος σε πέντε λεπτά, κι έτσι τελικά η μηχανή θεός κατέβηκε στο ισόγειο και βρήκε τον προορισμό της και το νόημα της ύπαρξής της και οι Γεωργιανοί δεν ξαναμπήκαν στο ασανσέρ. Δεν ξαναμπήκαν δηλαδή ώσπου η γιαγιά τράκαρε το γοφό της στις σκάλες, και ο παππούς το χέρι του, γκραγκ-ωχ-γκρουγκ-ωχωχώχ κατρακυλούσε ο καημένος στο στενό κλιμακοστάσιο κι όλοι κατάλαβαν τί ακριβώς εννοούσε κι ας τά 'λεγε και στα Γεωργιανά. Ευτυχώς και οι δύο πήγαν καλά κι όταν συνήλθαν έβαλαν νερό στο κρασί τους και ξανάρχισαν να παίρνουν το ασανσέρ, κι ας παραμόνευε πάντα εκεί μέσα εκείνος ο Δαίμονας, το Φωτοκύτταρο.

Ήταν βλέπεις άπληστοι οι ιδιοκτήτες της οικοδομής κι επέβαλαν στο μηχανικό που την έχτισε ν' αρκεστεί σ' ένα υπερβολικά στενό κλιμακοστάσιο και σ' ένα τοσοδούλι ασανσέρ-μινιατούρα, που ίσα ίσα έπαιρνε δύο άτομα, κι αυτά πολύ αγαπημένα μεταξύ τους. Ο Μηχανικός τους σκυλοέβρισε γιατί ήταν στο βάθος ένας Καλλιτέχνης Αρχιτέκτων με όνειρα κι είχε βαρεθεί να του δίνουν φραγκόφονες διαταγές ανίδεοι και άμουσοι Μπαγιάτηδες. Τους σκυλοέβρισε από μέσα του όμως, μη χάσει και τη δουλειά, τόσοι Πολιτικοί και Εργολάβοι καταδοκούσαν σαν όρνια πάνω από τα ψοφίμια των όμορφων-πλην-όμως-καταδικασμένων-σε-θάνατο-δι-Αντιπαροχής μεσοπολεμικών σπιτιών όπως αυτό. Πέρασαν χρόνια και καιροί με το στενό ασανσέρ ν' αγκομαχά πάνω-κάτω εννιά ορόφους, κι όταν κάποτε ήρθαν αι Ευρώπαι και αι Ευρωπαϊκαί Οδηγίαι κι επέβαλαν τα πορτάκια ασφαλείας, που είναι κάτι σαν τις ζώνες ασφαλείας, αλλά στο πολύυυυυυ πιό άχρηστο, πορτάκια απλά δεν χωρούσαν. Υπήρχε όμως - ευτυχώς, ω Αγία Μηχανή! - ένα εναλλακτικό βασανιστήριο: Ναι, το Φωτοκύτταρο!

Το Φωτοκύτταρο είναι ένα διαολεμένο πράγμα που αν κάνεις το λάθος να το ενοχλήσεις, ας πούμε να τού δείξεις τη σακούλα που κρατάς ή την άκρη από τη φούστα σου ή το παλτό σου, κοκκαλώνει το ασανσέρ και σε κρατάει εκεί τιμωρία βαθιά στο πηγάδι το βαθύ για πέντε ολόκληρα λεπτά. Φυσικά έχεις πολλά διασκεδαστικά πράγματα να κάνεις στο μεταξύ, όπως να ουρλιάζεις, να χτυπάς με μανία το κουδούνι κινδύνου, να τηλεφωνείς απεγνωσμένα στην Πυροσβεστική και να βροντάς με μανία την πόρτα- κατά προτίμηση όλα μαζί. Αν βέβαια είσαι υποψιασμένος με το μικρό Φώτο-Ναζιστή και γνωρίζεις τί ακριβώς σού συνέβη, μπορείς απλά να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου  βλαστημώντας το Φωτοκύτταρο και ό,τι άλλο προαιρείσαι, φιλοσοφώντας για τη Ματαιότητα των Πάντων, και χαζεύοντας τα λαμπάκια του ταμπλώ ν’αναβοσβήνουν χαρούμενα, ώσπου να λήξει η ποινή σου και να πάρει επιτέλους μπρος το %@$#$^ το ασανσέρ.

Αυτό όμως που ήδη ξέρεις εσύ, δλδ εγώ, δεν μπορεί να το ξέρουν και οι επισκέπτες της οικοδομής, όπως η ξαδέρφη μου με το μικρούλη γιό της που ήρθε τις προάλλες μεσημεριάτικα να μού κάνουν έκπληξη κι έπαθε τον τάραχό τους, κι αναστάτωσαν άδικα την μισή Πυροσβεστική Υπηρεσία του Νομού κι όλη την οικοδομή,  εκτός από μένα που κοιμόμουν μακάρια με τις θαυματουργές αντι-Φωτοκυτταρικές μου ωτασπίδες στο πίσω δωμάτιο και προσπαθούσα μετά αγουροξυπνημένος στην πόρτα να καταλάβω γιατί είχε φρικάρει η ξαδέρφη και γιατί έσκουζε και το μωρό. Καλά να πάθει όμως, να μάθει να έρχεται απροειδοποίητα και μάλιστα μεσημεριάτικα. Ούτε τα βλαμμένα που ξενυχτούσαν τις προάλλες στο πάρτυ της κοπελιάς του τέταρτου ήξεραν τα περί Φωτοκύτταρου- όλα κι όλα, και να τα ήξεραν δλδ πού να τα σκεφτούν όντας λιάρδα, ήρθε πολύ ευγενικά και είπε πως γιορτάζει και θα κάνει "λίγη" φασαρία, ΔΕΝ είπε όμως πως τα φωνακλάδικα φιλαράκια της θ’ άρχιζαν να φεύγουν σουρωμένα κατά τις τέσσερις και θα κλείνονταν απανωτά στο ασανσέρ ως τις έξι, με όλες τις σχετικές υστερίες κομπλέ, κάθε φορά, η γαϊδάρα. Γαϊδάρα όχι λόγω Φωτοκύτταρου, αλλά γιατί δεν με κάλεσε στο πάρτυ, κι ούτε καν ένα γλυκό δεν έφερε μετά.

Θα γελούσα με όλ' αυτά αν δεν κλεινόμουν κι εγώ τελικά μέσα, και μάλιστα δύο φορές, ξέρω ουκ ανδρός σοφού, ευτυχώς που και τις δύο φορές βιαζόμουνα τρελλά και δεν είχα το χρόνο ν' αυτομαστιγωθώ: τη μία έφταιγε το πρωτοφορεμένο παλτό (*@#$ το κρύο μου) και την άλλη κάτι τεράστιες σακούλες που κουβαλούσα, εννοείται πως βιαζόμουν κιόλας, και τις δύο φορές (αμ πως). Τουλάχιστον με τις σακκούλες είχα κάτι να τσιμπολογάω ενώ με το παλτό έμ κλείστηκα έμ έβγαλα και τη μπέμπελη, είναι κι αυτό το φαινόμενο θερμοκηπίου, δεν ξέρεις τί να φορέσεις - φεύγεις το πρωί με παλτό και το μεσσημέρι χρειάζεσαι κοντομάνικο. Τεσπά, έτσι έγινε κι απέκτησα κι εγώ αυτό το αταβιστικό Μίσος για το Φωτοκύτταρο, που μόνο όποιος έχει περάσει πέντε ή πολλάπλάσια του πέντε ατέλειωτα λεπτά κλεισμένος στο κονσερβοκούτι εξαιτίας του μπορεί να το συμμεριστεί.

Όλα αυτά βέβαια έως χωρίς χτές.

Χτές που κάλεσα το ασανσέρ για να κατέβω, εκείνο κατέβαινε ήδη, κατειλημμένο, κι ήταν μέσα, ναι, η κοπέλα του έκτου, ή μάλλον, καλύτερα, η Θεά του έκτου, ντρέπομαι ναι, μα θα την χαρακτηρίσω έτσι κι ας πάω στην Κόλαση του Ντεμέκ, μαζί με τον Κωστόπουλο και όλους τους ανεγκέφαλους συντελεστές και  αναγνώστες των Nitro και των max. Μπουκιά και συγχώριο η κολέπα, κοπππέλλλλα σόρυ, δλδ τί κοπέλα, κοπελάρα και τσολιάς και κοτζάμ Προεδρικό Απόσπασμα με ένα χαμόγελο και κάτι στήθια και κάτι τεράστιες ματάρες, απαπαπαπάπαπα. Παπά. Πά. Θα κόλαζε ακόμα και ορκωτούς λογιστές. Τώρα μη φανταστείς ότι εγώ, επειδή μένει στον έκτο, ήξερα και το όνομά της- ούτε καν για τα περί έκτου δεν ήμουν σίγουρος, δέκα χρόνια τώρα στην οικοδομή οι κοινωνικές μου σχέσεις είχαν φτάσει το πολύ έναν όροφο πάνω-κάτω. Λιγόλογοι άνθρωποι οι Μπαγιάτηδες, όχι ιδιαίτερα ανοιχτοί στους ξένους και στους νεοφερμένους, για να το πω κομψά. Η Σουζάννα όμως με είχε εντυπωσιάσει και είχα τολμήσει να ρωτήσω το όνομά της τη γριά μάγισσα του ισογείου, που καραδοκούσε μονίμως σαν σμέρνα στην είσοδο της οικοδομής κι ήξερε τα πάντα με το νι και με το σίγμα, για όλους και για όλα, ζώντες και τεθνεώτες- καμμιά φορά με τρόμαζε τόσο με τις γνώσεις της που νόμιζα πως ήταν στ'αλήθεια Μάγισσα. Που σιγά να μη δεν ήταν, δηλαδή.

Σουζάννα λοιπόν, και Θεά, κι έμενε λέει με τους γονείς της, αλλά σπούδαζε χρόνια έξω και γι αυτό δεν την συναντούσα παρά πολύ σπάνια και για πάρα πολύ λίγο, κι ακόμα και τότε ήταν τυπική και απόμακρη, πέρα από ένα πολύ βιαστικό χαμόγελο. Ούτε λόγος για ευκαιρία για κουβέντα και τα περαιτέρω.

Αυτά όμως ως τώρα. Γιατί τώρα, είχε γυρίσει επιτέλους από το εξωτερικό, για πάντα, κι υπήρχε κι ένα εντελώς νέο στοιχείο στη σχέση μας: Το Φωτοκύτταρο! Τί άραγε θα μπορούσε να μεσολαβήσει ανάμεσά μας κατά τη διάρκεια των πέντε λεπτών ανάμεσα στο Κράααααακκκκκ του δήθεν απρόσμενου στοπ και το Κκκκκκκκρααάκ της επανεκκίνησης; Θα τρόμαζε άραγε και θά ‘πεφτε στην αγκαλιά μου ζητώντας τη στιβαρή μου προστασία; Θα γελούσε και θα μού΄λεγε ανέκδοτα μπλακ χιούμορ σπάζοντας τον πάγο; Θα μού εξομολογούνταν πως πάντα με γούσταρε τρελλά και θα κάναμε επιτόπου άγριο κι αχαλίνωτο πεντάλεπτο σεξ που θα ήταν για μας «η αρχή μιας υπέροχης φιλίας»; Θα γνωριζόμασταν, απλά, αλλάζοντας τηλέφωνα και βάζοντας τα θεμέλια μιας γνωριμίας; Όλα τα ενδεχόμενα ήταν θετικά κι ενδιαφέροντα, κι όλα περνούσαν από το ταραγμένο μου μυαλό ταυτόχρονα, μέσα στο κλάσμα εκείνο του δευτερολέπτου που άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και Την είδα.

Ήταν, αυτήν τη φορά, μόνη. Με κοίταξε. Έλιωσα. Μού χαμογέλασε. Εξατμίστηκα. «Καλησπέρα», τόλμησα κάποτε να ψελλίσω. Εκνευρίστηκε. «Θα μπείτε;» μού είπε. «Γρήγορα παρακαλώ, γιατί βιάζομαι, με περιμένει ο αρραβωνιαστικός μου ο Τζώννυ, είναι Άγγλος ξέρετε και τού αρέσει η ακρίβεια. Και προσέξτε το Φωτοκύτταρο, μην κλειστούμε μέσα, γιατί χάθηκα, θα γίνει Τούρκος αν αργήσω, είναι και υπερβολικά ζηλιάρης…»

Πότε κατεβήκαμε, πότε βγήκαμε από το ασανσέρ, πού πήγαινα, αν πήγα εκεί που πήγαινα, πού πάω τώρα, δεν ξέρω να σας πω.

Κώλο- φωτοκύτταρο…

1 σχόλιο:

ο δείμος του πολίτη είπε...

Είδες τι σου κάνει ένα μικρό, ένα τοσοδούλι, φωτοκύτταρο; Καλά κι εσύ τίποτα δεν κατάλαβες;