31 Ιαν 2011

ΥπαΡΞιακό Λο-τΡάγουΔο


Λο- τον Χάρο να 
ξεγελώ
να γελώ
κάθε μέρα!

Λο- να κουβαλώ
το Θεό
να πηγαί-
νω πιό πέρα!


μ

27 Ιαν 2011

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΚΘ ΜΕ ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΙΤΗΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΖΗΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΛΗΘΙΝΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ



1. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε χώρες εμπόλεμες, με δικτατορικά καθεστώτα, υπάρχουν άνθρωποι που διώκονται για τις ιδέες τους ή για τους αγώνες τους ή απλά για τη μη συμμόρφωσή τους με τυρρανικούς νόμους. Όταν οι άνθρωποι αυτοί δραπετεύουν από τις χώρες τους, λέγονται ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ και δικαιούνται κάθε βοήθεια και κάθε συνδρομή. Έχουν μάλιστα πολύ συγκεκριμένα δικαιώματα, που κάθε χώρα μέλος του ΟΗΕ οφείλει να σέβεται: Την παροχή ασύλου, ταξιδιωτικών εγγράφων, στέγης, τροφής, και βοήθειας στα πρώτα τους βήματα στη νέα τους ζωή.

2. Το Ελληνικό Κράτος είναι γνωστό για τις δυσλειτουργίες του, για την αναποτελεσματικότητά του, για την γραφειοκρατία του. Είναι αλήθεια πως μαζί με τους Έλληνες υποφέρουν και οι Πρόσφυγες, που καθυστερούν πάρα πολύ να αναγνωριστούν ως τέτοιοι, και στο μεταξύ ζουν σε δύσκολες συνθήκες παρανομίας και ανέχειας, περιμένοντας πάντα την απόδοση Ασύλου, που θα τους επιτρέψει να ζήσουν σαν άνθρωποι.

3. Υπάρχει κάτι που λέγεται κοινωνικός ιστός. Υπάρχουν θεσμοί όπως η Παιδεία, η Δημόσια Υγεία, τα Εργασιακά Διακιώματα και τα Πολιτικά Δικαιώματα. Καμμιά κοινωνία δεν είναι σε θέση ν’ απορροφήσει ομαλά και να εντάξει σε όλους αυτούς τους θεσμούς απεριόριστο αριθμό ανθρώπων. Άρα καμιά κοινωνία στον κόσμο δεν είναι, και δεν μπορεί να είναι, απόλυτα ανοιχτή σε όλους ανεξαιρέτως τους μετανάστες. Πόσο μάλλον η Ελλάδα με το 12,5% της ανεργίας της και το διαλυμένο της Κράτος, την εκφυλισμένη Δημοκρατία, τους ανύπαρκτους ελεγκτικούς Μηχανισμούς στην Εργασία, την ανεπαρκή Δημόσια Υγεία, την ελεεινή Δημόσια Παιδεία, και λοιπά και λοιπά. Αυτό σημαίνει ότι εκτός από τους αληθινούς πρόσφυγες, ΔΕΝ είναι δυνατόν να δεχτούμε άλλους μετανάστες, πόσο μάλλον τον καθένα που πληρώνει έναν διακινητή ή βρίσκει μια τρύπα και περνάει λαθραία τα σύνορά μας.

4. Όλα αυτά σημαίνουν πως η «κατάληψη» της Νομικής και του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης από ένα τσούρμο αγνώστου ταυτότητας λαθρομετανάστες, μαζί με τους Νονούς τους, και η προβολή εξωπραγματικών «αιτημάτων» του τύπου…

"απαιτούμε τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών/τριών που ζουν και εργάζονται στη χώρα, ίσα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους Έλληνες εργαζόμενους και εργαζόμενες."

…δεν μπορούν να συζητηθούν στα σοβαρά, και το μόνο που πετυχαίνουν οι εμπνευστές τους είναι ν’ αποξενώνουν όλο και περισσότερο ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες θα έπαιρναν το μέρος των Προσφύγων και θ’ ΑΠΑΙΤΟΥΣΑΝ μαζί τους από το Ελληνικό Κράτος να συντομεύσει τις διαδικασίες παροχής Ασύλου σε όσους πραγματικά το δικαιούνται, πόσο μάλιστα όταν για τον σκοπό αυτό προβλέπονται ειδικά κονδύλια του ΟΗΕ και της ΕΕ.

25 Ιαν 2011

Έλα




Έλα ν' ανέβουμε μαζί στο λαντόνι, έλα. Θα μάς πάει στο μοναστήρι του Άη Γιώργη, όλη η Πρίγκηπος στα πόδια μας, δική μας, και το κρυφό νησάκι από πίσω, το Σεντεφένιο, μόνο δικό σου- εγώ θα σού το χαρίσω, κρυφά. Να χαθούμε ύστερα στα στενά σοκάκια της Ακρόπολης του Μάρκου Σανούδου, και να κρυφτούμε κάτω από τη μεγάλη μπουκαμβίλια, να σε ταΐσω λουκούμι τριαντάφυλλο και να το μοιραστούμε μέσα από το στόμα σου, εσύ να μου ξεκουμπώνεις το πουκάμισο, κι εγώ να εξερευνώ τα στήθια σου. Να καβαλήσουμε μετά τη μπλε μηχανή ως τα Κάστρα, να δεις από ψηλά τα φωτισμένα καράβια στο Θερμαϊκό, να σκαρφαλώσουμε στ'αρχαία ερειπωμένα τείχη, άκρη άκρη, μη φοβάσαι, θα σε προσέχω εγώ, ναι είναι επικίνδυνα, πρέπει να πηδήξουμε και μερικούς φράχτες, μα μη φοβάσαι, θά μαστε μαζί. Αντέχεις ακόμα: Έλα να πάρουμε τα ποδήλατα, να πάμε ακόμα πιό ψηλά, στη Χώρα, έλα, θα τα καταφέρεις. "Milos Is For Lovers"- κι οι Εραστές, είμαστε μείς- στο παλιό μουσείο με την ψεύτικη Αφροδίτη, θα σε φωτογραφίσω δίπλα της στην ίδια πόζα, οι φύλακες θα κρυφογελούν και θα μας ζηλεύουν- θά 'σαι πιό όμορφη απ' αυτήν. Κι αν στρίψουμε βγαίνοντας δεξιά, στην ανηφόρα, θα βγούμε το δίχως άλλο στην πλατεία Pigalle, φάτσα στον Κόκκινο Μύλο- γελάς... έλα, σήκωσέ μου λίγο τη φούστα, χόρεψέ μου λίγο καν καν, μόνο για μένα... Μην ανησυχείς, θα το σκαρφαλώσουμε κι αυτό το απότομο μονοπάτι των Μαρτύρων, ως την Ιερή Καρδιά. Τι; Πώς δεν θα γκρεμιστούμε στην καλντέρα; Θα κρατιόμαστε, χέρι χέρι, κι αν δυσκολευτείς, θα σε κουβαλήσω μέσα στην αγκαλιά μου... Από τον πέτρινο φράχτη του καλντεριμιού λείπουν μερικές πέτρες, φαίνεται το κόκκινο λιμανάκι με τα καΐκια του, βιάσου, θα χάσουμε το ηλιοβασίλεμα. Πώς; Πού θα σε πάω το βράδυ; Μα, στο Μαύρο μου Βουνό φυσικά- με μένα που έμπλεξες, Αγάπη μου, πού αλλού ...




24 Ιαν 2011

ΞέΡΕΙΣ



Ξέρεις τί είναι να γερνάς; Είναι η απώλεια.

 Η απώλεια των δυνατοτήτων, να πηγαίνεις ως την πηγή και να μη μπορείς να πιείς, να χαίρονται άλλοι το δικό σου νερό, να σταματάς στην πόρτα του γλεντιού και στην είσοδο του πάρκου και να λες "εγώ θα σάς περιμένω εδώ". Ώσπου να μη διψάς πιά, να μην ξεκινάς πιά.

 Η απώλεια του σώματος, σφρίγος, δόντια, μαλλιά, να γίνεσαι λίγο λίγο ένα σαράβαλο που οδεύει προς την απόσυρση. 

Η απώλεια των ανθρώπων, γονείς, φίλοι, ινδάλματα, να απομένεις να ζεις σ' έναν κόσμο όλο και πιό άγνωστο και ξένο.

 Η απώλεια των συναισθημάτων, πρώτα ο ίμερος, μετά ο έρωτας, τελευταία η αγάπη, να πονάς από αγάπη ώσπου να μην αντέχεις πιά, ν' ακρωτηριάζεται η ψυχή σου, άνθη, φύλλα, κλαδιά, ρίζες, να καταντά ένα ψυχρό, στριμμένο, ανικανοποίητο κούτσουρο. 


Ξέρεις τί είναι να σε γερνούν από παιδί;

22 Ιαν 2011


Χρόνε δολοφόνε
χωρίς καμμία τύψη
σε δολοφονώ!


μ

ΘυμάΣαι

UY


Θυμάσαι πόσο σ’αγαπούσα;
δεν τό ‘χα μυστικό

χαμένες πόλεις  στο βυθό της μνήμης
Λένινγκραντ, Αμφίπολη, Βαβυλώνα
χαμένοι άνθρωποι στο βυθό της ύπαρξης
χαμένα χρόνια, σταγόνες αλμυρές 
στη Θάλασσα, χαμένες Θάλασσες
στεγνές - άραγε, λυπάσαι;

αχ, 


να Ζεις είναι να χάνεις πιό πολλά 
απ' όσα θυμάσαι



μ



21 Ιαν 2011

ΦΡΟΝΙΜίτΗΣ Ο έΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙλά



Απ’ όλους τους πόνους, μού λες, ο πιο μεγάλος είναι εκείνος της καρδιάς. Τί να πω, μάλλον δεν σ’ έχει περιλάβει ποτέ ο Φρονιμίτης. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τόση αστοχία. Πάνω από τρεις παλάμες. Παλάμη, λαιμός. Παλάμη, κλείδα. Παλάμη, βυζί. Και βάλε, ενίοτε. Ανάλογα με το βυζί.

Ο Φρονιμίτης είναι (άλλη μια) απόδειξη πως δεν υπάρχει Θεός. Ή πως υπάρχει, αλλά κάπου κάπου βαράει και κάνα τσίπουρο, και γίνεται ντίρλα. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να σχεδίασε τον Φρονιμίτη, και δη τον έγκλειστο. Ντίρλα.

Όσο για το τσίπουρο, μην το δοκιμάσεις στον Έγκλειστο, κι άσε τη γιαγιά σου να λέει, από κει από τα θυμαράκια όπου βρίσκεται- μπορεί -ίσως, λέω- να μαλακώνει λίγο τον πόνο προσωρινά, αλλά μετά σε ξαναπιάνει ακόμα χειρότερος. Προτίμησε το Plax. Πριν πλαντάξ’ς. Και τα Mesulids. Πριν γίν'ς βίδ'ς.

Εκτός αν μέσω τσίπουρου καταφέρεις κι εσύ, ώ Θαύμα, να γίνεις ντίρλα. Ντίρλα Θεϊκή, τσιπουρική, που ούτε η Νιρβάνα του Βούδα δεν τη φτάνει- τότε ούτε Φρονιμίτες θα σκέφτεσαι, ούτε Θεούς, ούτε μένα, που γράφω αυτές τις πονεμένες μαλακίες.

Περαστικά μας…

ΒάρΔια έκΤη: "ΓΥΝΑίΚΑ"


..Είμαι σίγουρος πως έχεις λησμονήσει κείνη τη νύχτα, πάνω στο κατάστρωμα του «Cyrenia», δίπλα στο φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τη νύχτα. Το πορφυρό φόρεμά σου σερνόταν κουρέλι στα πόδια σου, τα λιανά σου πόδια με τα πέδιλα των Φοινίκων. Το κλώτσησες και χάθηκε στο πράσινο κρουζέτο, πίσω από τη βάρκα. Σαλεύει μονάχα του ματιού σου το πράσινο.
- Φόρεσε το ρούχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το.
- Το παίρνει ο μουσώνας. Δε βλέπεις;
- Είσαι σα γυμνή λεπίδα κινέζικη.
- Θέλω τη θήκη μου.
Ιουδήθ!... Ολα τα πράματα έχουνε δική τους μυρωδιά.
Οι άνθρωποι δεν έχουν. Την κλέβουν από τα πράματα. Τα κόκκινα μαλλιά σου μυρίζουν σαν το αμπάρι της Πίντα, όταν γύριζε από το πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόμοι του Γκέττο... Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall: Ο Αρχιραβίνος.
- Ατζαμή ! Φίλησέ με.
- Μιαν άλλη φορά. Οταν ξαναβρώ τη γεύση μου.
- Την έχασες; Πού;
- Στο Barbados... Στην άμμο. Την ξέχασα στα χείλια μιας μαύρης.
- Καλά. Δάγκασέ με μονάχα. Να πονέσω.
- Δεν έχω δόντια. Τ' άφησα σ' ένα μάγκος άγουρο, εδώ πέρα, αντίκρυ στο Cochin.
- Χάιδεψε.
- Ιουδήθ... Με τι χέρια... έχασα την αφή μου πάνω στο ξεβαμμένο μεταξωτό μιας πολυθρόνας, σ' ένα σπίτι στο Ικίκι... Εκεί ανάμεσα... Μαζί κι ένα ζαφείρι... ένα μεγάλο ζαφείρι.
- Τότε κοίταξέ με στα μάτια. Γιατί τα κρατάς καρφωμένα χάμω; Κοίταξε με, λοιπόν.
- Δεν είναι τα δικά μου. Εκείνα τα φορά ένας γέρος ζητιάνος, στο Βόλο. Τ' αλλάξαμε.
- Κοίταξέ με με τα δικά του.
- Ηταν τυφλός. Τον βαστούσε ένα κορίτσι από το χέρι.
- Ασε με να σε βαστάξω κι εγώ από το χέρι.
- Ναι.
- Πάμε. Κρυώνω.
- Στάσου, να σου πω ένα παραμύθι.
- Δε θέλω... Πάμε.
- Κάνει ζέστη μέσα. Ο ανεμιστήρας έχει χαλάσει. Βρωμάει σα φαρμακείο. Είναι κάτι λερωμένα σεντόνια. Μια βρώμικη λεκάνη. Ένας σκορπιός που τρέχει στους τοίχους. Φοβάμαι...
- Το σκορπιό;
- Εσένα.


.

Η ΝέΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤίΑ ΠΕΡΝά ΣΕ ΝέΑ ΕΠΟΧή: ΤΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣίΑΣ!!!


ΜΕ ΝΕΟ ΣΗΜΑ ΤΗ ΣΚΑΤΟύΛΑ...

...και νέα γραφεία στη Συγγρού....

...μα τόση αυτογνωσία πιά!!!

ΣΕ ΑΠΟΚΡΙάΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔία ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ ΤΟ ΠόΡΙΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ SIEMENS

20 Ιαν 2011

ΚΧΟ, ο ΕΓΚΛΗΜΑΤϊΑΣ "ΚάΦΕΛΛΟΣ ΧΩΡίΣ ΌΡΙΑ"



Σήμερα ΔΕΝ έχει φωτογραφία, γιατί αν σταματούσα να την τραβήξω θα έσπαγα -το λιγότερο- το παρμπρίζ του τύπου, και θα κατέληγα με ματωμένο το χέρι, βιασμένες τις αρχές μου ενάντια στη βία και λερωμένο το ποινικό μου μητρώο. 

Κατέβαινα λοιπόν από τα Κάστρα, ακολουθώντας αναγκαστικά την πολυσύχναστη οδό Ακροπόλεως, τον ΜΟΝΑΔΙΚΟ κεντρικό δρόμο της Άνω Πόλης, που παράλληλα ενώνει και το Κέντρο με τον Περιφερειακό. Πρόκειται για ένα δρόμο τυπικά διπλής κατευθύνσεως,  αλλά οριακά στενό, και με ανύπαρκτα πεζοδρόμια, που γίνονται ακόμα πιό ανύπαρκτα από τους κάδους, τα παρκαρισμένα μηχανάκια, τα καβαλημένα αυτοκίνητα. Να σημειώσω επίσης πως από αυτόν τον δρόμο περνάνε ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ τόσο τα αστικά λεωφορεία της Άνω Πόλης όσο και τα τουριστικά λεωφορεία που κατευθύνονται στον Πύργο του Τριγωνίου και στο Επταπύργιο. Για να μη μιλήσω για τα βαριά οχήματα που πάνε για Συκιές και Περιφερειακό. 

Φαντάζεστε λοιπόν πόσο επικίνδυνο είναι το σημείο αυτό, τόσο για τα οχήματα, αλλά κυρίως για τους ΠΕΖΟΥΣ που έχουν την ατυχία να κατοικούν εκεί, ηλικιωμένους σ' ένα μεγάλο ποσοστό, που μένουν στα παλιά σπίτια, αλλά και πολλές οικογένειες με παιδιά, που έχουν μετακομίσει στα πολλά νεόδμητα της περιοχής, που είναι όλα σχεδόν  -φυσικά (!!!)- χωρίς γκαράζ.

Κατέβαινα λοιπόν με το ποδήλατό μου (ναι...) και με την προσοχή μου στο κόκκινο. Λίγο πριν την γνωστή στους Θεσσαλονικείς τρομερή ΤΥΦΛΗ στροφή του Αγίου Παύλου, μια επικλινή στροφή-φουρκέτα 150+ μοιρών (ναι, 150+δεν κάνω λάθος), ο ΚΧΟ είχε "παρκάρει" κατεβαίνοντας δεξιά, καβαλητά, ο μισός πάνω στο ανύπαρκτο πεζοδρόμιο και ο μισός στον ήδη στενό δρόμο. Να προσθέσω πως η τρομερή αυτή στροφή-φουρκέτα διασταυρώνεται στην καμπή της τόσο με τον επίσης στενό κι επίσης πολυσύχναστο δρόμο του Αγίου Παύλου, όσο και με ένα ακόμα στενό που κατεβαίνει από τα Κάστρα. 

Τροχαία ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, αυτό σημαίνει στην Ελλάδα "Τροχαία ατυχήματα".

ΔΟΛΟΦΟΝΟΙ.

18 Ιαν 2011

Μια Καιρά κι έναν Φορό, ήΤαν Το ΑΠόΛυΤο και το ΣΧετιΚό





Μια φορά κι έναν καιρό, όταν τα μοσχάρια ήταν παχιά, και τα λάχανα βαριά, τότε, που όποιος είχε το όνομα είχε και τη χάρη, και την τιμή και το καμάρι, και τη φούντα με το μαργαριτάρι, και τα ετερώνυμα έλκονταν... 


...κάπου εκεί, σε μια χώρα στρουμπουλή... 


...ζούσε το Μικρό μαζί με το Μεγάλο, κι είχανε και τέσσερα μέτρια παιδιά:  το Μιλότο Μεγακρότο Μεκρό, και το Μιγάλο


Γείτονες τους ήταν το Σχετικό και το Απόλυτο, ένα όμορφο ζευγάρι, με τα παιδάκια τους, το Σχετιτό, το Αποκό, και το Απόλυκο. Εκεί κοντά ζούσαν κι οι κουμπάροι τους, το Βραχυπρόθεσμο και το Μακροπρόθεσμο, κι οι καλοί τους φίλοι, το Αυτόφωτο και το Ετερόφωτο. Και ζούσαν όλοι αυτοί καλά, κι εμείς όχι ακόμα.

Ήρθανε όμως κάποτε δύσκολοι καιροί, και μαύροι χρόνοι, μα του πεύκου το βελόνι, κι όλα άλλαξαν- έπαψαν τα γέλια και ξεράθηκαν τ’αμπέλια. Η δυστυχία ξαπλώθηκε φαρδιά πάνω στην ευτυχία, κι  ήρθαν τα κάτω πλατιά, στη μικρή μας γειτονιά…

Όλα άρχισαν όταν τσακώθηκε το Μικρό με το Μεγάλο, και πήγε και τα ‘φτιαξε με το Σχετικό, οπότε παίρνει και το Μεγάλο τα μάτια του και πάει και συζεί με το Κουμπαράκι του το Μακροπρόθεσμο, που χωρίζει εξ αιτίας του το Βραχυπρόθεσμο και παρατάει και τα δυό παιδάκια τους, το Μαχυπρόθεσμο και το Βρακροπρόθεσμο. Απελπισμένο το Βραχυπρόθεσμο πάει και αποπλανεί το γείτονα το Ετερόφωτο, βάζοντάς το να πάρει διαζύγιο από το Αυτόφωτο. Και το Αυτόφωτο όμως δεν έχασε καιρό, τί κι αν κλαίγαν τα παιδάκια του, το Αυτερόφωτο και το Ευτόφωτο, μαζί με όλα τ’ άλλα διαλυμένα παιδάκια, τρέχει και τα κάνει πλακάκια με το Απόλυτο, και παίρνει έτσι κι αυτό την διεκδίκησή του. 


Όλοι ήταν λοιπόν εκ των ετερωνύμων τους χωρισμένοι κι εξ απόψεως πεισματωμένοι κι εξ όψεως   κατευχαριστημένοι, εκτός φυσικά από τα έρμα τα παιδάκια, που δεν είχαν πια τους γονείς τους αντίθετους κι αγαπημένους, αλλ' αγάθετους και αντιμένους… «Θέλω τη Μπαμά μου»… «γιατί Μπαμπά»… «μη φεύγεις Μαμπά»… «μείνε μαζί μας, Μαμά»… άκουγες παντού, κι έβλεπες τριγύρω λυπημένα και κλαμμένα τα παιδικά μουτράκια. Χωρίς κανείς από τους γονείς τους να τους δίνει σημασία… 

Όλα τα λειαίνει όμως ο Καιρός, και η Ζωή βιάζεται, και στροβιλίζεται, και Είναι, και δε μας περιμένει ούτε να θρηνήσουμε εκείνο που Ήταν, ούτε να ελπίσουμε το άλλο που Θα Είναι. Κι έτσι, από τη νέα τάξη θαυμάτων γεννήθηκαν νέα άτακτα θαυματάκια: γέννησε το Σχετικό το Σχετικρό και το Μιτικό, παιδιά του Μικρού, ενώ και το Μεγάλο και το Μακροπρόθεσμο δεν έμειναν πίσω κι έκαναν το Μεγαπρόθεσμο και το Μακρογάλο. Το Βραχυπρόθεσμο με το Ετερόφωτο απέκτησαν το Βραχύφωτο και το Ετεροπρόθεσμο, ενώ το Αυτόφωτο και το Απόλυτο έφεραν στον κόσμο το Αυτόλυτο και το Απόφωτο. Και ούτω καθεξής, και το γάλα της λοξής.

Μερικά από τα παιδιά των ετερόκλητων αυτών γάμων βγήκαν ομολογουμένως ετερατάκια, ενώ άλλα, παραλόξως, σκέτα καγγελάκια, μα και σε μερικές περιπτώσεις τεραλάκια, ακόμα - για φαντάσου! -κι αγγετάκια. Σκέτο μπάχαλο δηλαδή. Αλλά, σε αναλυτική τελείωση, μήπως και πριν, μπάχαλο δεν ήταν;

Κι ούτε συ ήσουν εκεί, ούτε γω που σού μιλώ. Μα έτσι έγιναν τα πράγματα και φτάσαμε ως εδώ. Κάποιοι απαισιστές  πεσιμιόδοξοι λένε πως έκοψε η κόλλα και πάει, τέλειωσαν όλα. Η νέα γενιά όμως δεν κάθεται με σταυρωμένα τα ταίρια! Όλοι οι συνδυασμοί είναι πια πιθανοί και όλες οι πιθανότητες συνδυαστικές! Να φανταστείς, το Μιγάλο, το παιδί του Μεγάλου και του Μικρού, ερωτεύτηκε λέει το Απόλυκο, του Απόλυτου και του Σχετικού, και περιμένουν και παιδί- μάλλον θα το πουν Απόλο. Ή Μίλυκο. Το αλύποτο χάμπαλο σού λέω!!!

Και μια και τό 'κουρε η φεβέντα, ακούω πως και το γέρο-Απόλυτο ξαναείναι έγκυο τελευταία… μη με ρωτάτε από ποιό!  Ή τί -ακόμα- θα βγει από αυτό!

ΠΡΕΤΕΝΤέΡΤΙ: "Γελοιότητες τα "φέρτε πίσω τα κλεμμένα""!!!



Φυσικά, κύριε Πρετεντάλτον μας.


Απίστευτες γελοιότητες.

16 Ιαν 2011

Η ΑΘΑΝΑΣίΑ ως ΤΡΑΓΩΔία



Πόσο ν' αντέξεις τις Πόρνες και τους Μαστρωπούς
να λοιδωρούν τον Έρωτα
τους Μύκητες ν' "αγωνίζονται ενάντια στη Σαπίλα"
τον Ήλιο, τον Ήλιο
ν' απέχει;

μ

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜόΣ



Τί απέγιναν τα παιδιά των λουλουδιών;

Τί απέγιναν τα λουλούδια των παιδιών;


μ

15 Ιαν 2011

ΛΟΒΕΡΔΟ ΕΙΣΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ


ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΕΛΛΗΝΑΡΑΔΕΣ ΠΛΕΡΩΝΟΥΜΕ ΚΑΙ (ΣΑΣ) ΚΑΠΝΙΖΟΥΜΕ, ΑΜΑ ΛΑΧΕΙ, ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ!!!!

Σε παγκόσμια πρωτοτυπία, η αντικαπνιστική νομοθεσία του 21ου αιώνα, στο ΕΛΛΑΔΙΣΤΑΝ καταντά πρόφαση για ένα ακόμα χαράτσι, ένα απλό... τσιγαρόσημο!!!

Κυβέρνηση φραγκο-φονιάδων ή σκέτων φονιάδων;


ΛΟΒΕΡΔΟ ΕΙΣΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ

14 Ιαν 2011





...κι αν είχα αθάνατη Ψυχή, και Άγγελο
να έρθει να την πάρει, κι αν με ρωτούσε
περνώντας, το Φεγγάρι,
αν άξιζε τον πόνο η Ζωή, τα μπλε μου χρόνια


θα σε θυμόμουν- το χαμόγελό σου
και θα χαμογελούσα
αιώνια!


μ
13-1-2011

13 Ιαν 2011

ΑΚΑΣΙΚά ΑΡΧΕίΑ



Κι ας μη ξαναβρεθούμε σε τούτη τη ζωή
κι ας μην ελπίζω να υπάρχει άλλη
κάπου στο Σύμπαν, δε μπορεί, θά ’χει γραφτεί
πως ζήσαμε μι’ Αγάπη
μεγάλη

μ

άαααααααααΛλοΣ γιΑ ΚιριμΠάΤι!!! (ρεμπέτικο)



Με τη βά, με τη βάρκα μου το Μπάτη
σάλπαρα, σάλπαρα για Κιριμπάτι

ψάχνω έ, ψάχνω έναν άγριο τόπο
στέκι ή, στεκι ήμερων ανθρώπω

να τους λέ, να τους λες «πολιτική»
και να μη, και να μη σκαμπάζουν γρι

να τους λέ, να τους λές «διορισμός»
και να βγαί, και να βγαίνει ο σκασμός

να τους λέ, να τους λέω «εξουσία»
και ν’ ακού, και ν΄ακούνε «συνουσία»

να τους λέ, να τους λέω «υποτέλεια»
και να λύ, και να λύνονται στα γέλια!




(c) Μιλτιάδης Θαλασσινός 2011 


Σχέδιο του Κώστα λ

12 Ιαν 2011

"ΤίποΤα, εΚτόΣ απΌ μιά ΠαγΕρή ΜοναΞιά, που ΓεμίζΕι το Νου με κΕνό, καΙ τηΝ καΡδιά με θΛίΨη"



Το Δεκέμβρη του 1897 ο Éric Alfred Leslie Satie (Honfleur, Νορμανδία 1866 - Παρίσι 1925), άγνωστος ακόμα στους πολλούς, τόσο ως Éric όσο και ως Erik Satie, επισκέφθηκε για πρώτη φορά το καλλιτεχνικό Cabaret της Μονμάρτρης "ο Μαύρος Γάτος" (αμ πως). Στην έντονη επιμονή του ιδιοκτήτη Rodolphe Salis, που ήταν γνωστό και ανελέητο πειραχτήρι, να μάθει το επάγγελμά του, αυτός απάντησε "γυμνοπαιδιστής", μάλλον για να τον μπερδέψει. Μερικούς μήνες αργότερα δημοσίευσε τις περίφημες Gymnopédies του.

Παιδί και παρα-παίδι μουσικών, που όμως είχε απορριφθεί από το Ωδείο του Παρισιού, παιδί ακόμα, ως ατάλαντος και τεμπέλης, αμιλλώμενος κρυφά με τον Claude Debussy, δάσκαλος του Maurice Ravel και πηγή έμπνευσης πολλών σύγχρονών του και μεταγενέστερων μουσικών, μεταξύ των οποίων και ο Μάνος Χατζιδάκις,  εχθρός των φανφάρων και των μουσικών φλυαριών τύπου Wagner, γεμάτος αυτοσαρκασμό για τον εαυτό του και λεπτό χιούμορ για τους άλλους, ο Eric Satie υπήρξε πάντα ένας διακριτικός και πνευματώδης άνθρωπος, μινιμαλιστής τόσο στη μουσική του όσο και στη ζωή του. 

Η Suzanne Valadon και ο γιός της Maurice Utrillo

Η μόνη γυναίκα που τον αγάπησε ποτέ, και στην οποία είχε προτείνει να παντρευτούν από την πρώτη βραδιά, η Suzanne Valadon, μοντέλο και καλλιτέχνις, τον παράτησε μετά από έξι μήνες σχέσης, αφήνοντάς τον στην κατάσταση που διαβάσατε στον τίτλο. Σε λίγο εκείνος έφυγε από την Μονμάρτρη, και στο φτηνό του δωμάτιο στο Arcaux, πέντε χιλιόμετρα από το Παρίσι, δε μπήκε ποτέ κανείς για τα επόμενα εικοσιοχτώ χρόνια, ώσπου πέθανε από χρόνια σούρωση ήπατος, οφειλόμενη σε δεκαετή αδιάλειπτη οινοποσία. 


Οι φίλοι του που μπήκαν στο νεκρικό του δωμάτιο βρήκαν χαμένες και άγνωστες συνθέσεις του παντού, πίσω από το πιάνο, στις τσέπες του βελούδινου γιλέκου του, και σε άλλα, απίθανα μέρη.


Κληρονομιά ενός υπέροχου ανθρώπου σε όλους εμάς...







Pierre-Auguste Renoir: H Πλεξούδα (Suzanne Valadon- Utrillo)

11 Ιαν 2011

Ο ΚοΣ ΦΟΛιδωΤός



Ο ΚοΣ ΦΟΛιδωΤός

Αχ, κύριε Φολιδωτέ!
Διορίστε με! Διορίστε με!
Μαζί για να τα φάμε
Κι ύστερα το διαλάμε!


μ

10 Ιαν 2011

ΚλίΚ



ΚλίΚ

Εκεί που περπατούσα, ο εαυτός μου έκανε κλικ. Κι επειδή ο εαυτός μου, απ' όσο γνωρίζω, είμαι εγώ, έβγαλα το συμπέρασμα πως εγώ ήμουν αυτός που έκανα κλικ. Έκανα κλικ, πώς να το πω, και πώς να το αρνηθώ, κι όχι μόνο ένα, ξερό, κοφτό, μεταλλικό, φριχτό μα ξεκάθαρο «κλικ»- έκανα σε κάθε βήμα κι από έναν τέτοιο αποτρόπαιο ήχο, που μερικές φορές μάλιστα, θα τολμήσω να το πω, ακούγονταν - αν είναι ποτέ δυνατόν! - κάπως σαν «κλακ»!!!

Τρόμαξα αφάνταστα. Το «κλικ» και το «κλακ» δεν ανήκουν στους ήχους που αρμόζει να παράγουν οι άνθρωποι. Ρωτήστε όποιον άνθρωπο θέλετε. Διαβάστε όποιο επιστημονικό σύγγραμμα και όποιο μίκυ μάους θέλετε. Οι άνθρωποι κάνουν «α!» και «εεεε;» και «ωωωω» και «σσσσστ» και «μμμμμ...», κάνουν «αχ» και «ωχ» και «κλαψ» και «λύγμ» και «μούμπλε» και «προυτς» και «γουρ γουρ» και «αψού», κάνουν έως και «χικ», κάνουν πολλά και διάφορα, αλλά όχι «κλικ». 

Κλικ κάνουν οι φωτογραφικές μηχανές. Κλικ κάνουν τα ποντίκια τω  υπολογιστών. Κλικ κάνουν τα ρομπότ. Ρωτήστε όποιο ρομπότ θέλετε.

Θα πάω να βγάλω μιαν ακτινογραφία. Με το ζόρι. Και θα κάτσω εκεί, από πάνω τους, μέχρι να εμφανιστεί το φιλμ, μην τυχόν και αλλάξουν την ακτινογραφία μου με καμμιάν άλλη, για να με κοροϊδέψουν. Κι ας λέει ό,τι θέλει ο γιατρός, όλοι μέσα στο κόλπο θα είναι, αν είναι. 


Μόνον έτσι θα σιγουρευτώ πως δεν είμαι ρομπότ. Πόσα και πόσα ρομπότ δεν νομίζουν άραγε πως είναι άνθρωποι! Λες να είμαι κι εγώ ένα από αυτά; Φρικτό ενδεχόμενο, μά στο κάτω κάτω, αν αυτή είναι η τρομερή αλήθεια, θα πρέπει να την ξέρω. Και να συμβιβαστώ μαζί της, μιαν ώρα αρχύτερα. Όλα τα συνηθίζουν οι άνθρωποι, ακόμα και την ιδέα πως δεν είναι άνθρωποι, αλλά ρομπότ. Ή μήπως θά ΄πρεπε να πω, «όλα τα συνηθίζουν τα ρομπότ, ακόμα και την ιδέα πως είναι ρομπότ;» Μα δεν είναι αυτονόητο; Ή μήπως είναι απλά ανόητο; Ε ρε μπλέξιμο…

Το αληθινό πρόβλημα όμως, τώρα που το σκέφτομαι πιό νηφάλια, θα προκύψει αν τελικά αποδειχτεί πως ΔΕΝ είμαι ρομπότ αλλά άνθρωπος, όπως άλλωστε πίστευα με τόση αφέλεια ως τώρα, τόσα και τόσα ανέμελα χρόνια. Άνθρωπος, τί ανακούφιση- ένας άνθρωπος όμως που κάνει, για φαντάσου,  «κλικ»! Πώς να συνεχίσω να περιφέρομαι ανάμεσα στους άλλους κάνοντας «κλικ» από δώ και «κλακ» από εκεί; Πώς άραγε θα με κοιτάζουν, με τρόμο, με συμπόνια, με απέχθεια; Και μόνο που σκέφτομαι τα τρομαγμένα και δύσπιστα βλέμματά τους, τα χάνω. Και τί θα σκέφτονται άραγε για μένα; Σίγουρα δεν θα σκέφτονται πως είμαι φωτογραφική μηχανή ή ποντίκι υπολογιστή, αφού ακόμα και για τους πιό καχύποπτους θα είναι οφθαλμοφανές πως δεν είμαι κάτι τέτοιο, θα πρέπει όμως συνέχεια να τους αποδεικνύω το αυτονόητο, πως είμαι άνθρωπος, κι όχι ρομπότ; 


Ο άνθρωπος δεν αρκεί να είναι άνθρωπος. Πρέπει και να το δείχνει. Πρέπει οπωσδήποτε να μην κάνει «κλικ». Από την άλλη όμως, τόσα και τόσα χρόνια που δεν έκανα «κλικ», και ήμουν σίγουρος, μέσα στην αφέλεια της άγνοιάς μου, πως είμαι άνθρωπος, πού τα βάζεις; Και πόσοι άλλοι άραγε να κυκλοφορούν ολόγυρα νομίζοντας πως είναι άνθρωποι, απλά και μόνο γιατί δεν έχουν αρχίσει ακόμα να κάνουν «κλικ»;

Τώρα που το σκέφτομαι, σαν πολλά «κλικ» και «κλακ» ν' ακούω τριγύρω τελευταία. Ως τώρα δεν έδινα σημασία, έλεγα πως θα είναι η ιδέα μου, ή πως το «κλικ» δεν μπορεί, θ' ακούστηκε από κάπου παραπέρα- από δω κι εμπρός όμως θα προσέχω.

Δεν θα μού ξεφύγει ούτε ένα «κλικ».



μ 

ΧΤέΣ

.



Μέσα στον Ύπνο μου χτες επιτέλους ξανάρθες
χρώματα, μουσικές, ξεχασμένες 
φωνές

μέσα στον Ύπνο μου χτες επιστρέψαν - απάτες
βλέμματα και στιγμές
ξεχασμένες Αγάπες

Μέσα στον Ύπνο μου χτες επιτέλους ξανάρθες
χρώματα, μουσικές
ξεχασμένες Αγάπες


τραγουδά η υπέροχη κυκλοδίωκτη

στίχοι, μουσική,
πιάνο, γκαρίδες:

ο Μαύρος Γάτος (2003)

.

8 Ιαν 2011

Το ΦωτοκύΤΤΑρο


Το ΦωτοκύΤΤΑρο

Μα καλά, μπορεί κάποιος να μισεί ένα… φωτοκύτταρο; Αν μπορεί λέει… Όλο καψόνια μου έκανε το άτιμο, από εκείνο το μεσημέρι που κλείστηκαν μέσα οι Γεωργιανοί του τρίτου και χάλασαν τον κόσμο στις στριγκλιές και στις φωνές, ενώ τραβούσαν τα μαλλιά τους και χτυπούσαν έξαλλοι κουδούνια και τοιχώματα και δεν καταλάβαιναν και λέξη απ’ όσα τους έλεγε ο απ’ έξω, με τις παντόφλες του και με τις μπυτζάμες του και με τον πονοκέφαλό του και με όλα τα αξεσουάρ της περιπατημένης σιέστας του, ο μόνος ένοικος που τους είχε ακούσει κι έτρεξε να τους βοηθήσει, δλδ η αφεντιά μου. Ευτυχώς το διαολόπραγμα ήταν ρυθμισμένο να παίρνει μπρος σε πέντε λεπτά, κι έτσι τελικά η μηχανή θεός κατέβηκε στο ισόγειο και βρήκε τον προορισμό της και το νόημα της ύπαρξής της και οι Γεωργιανοί δεν ξαναμπήκαν στο ασανσέρ. Δεν ξαναμπήκαν δηλαδή ώσπου η γιαγιά τράκαρε το γοφό της στις σκάλες, και ο παππούς το χέρι του, γκραγκ-ωχ-γκρουγκ-ωχωχώχ κατρακυλούσε ο καημένος στο στενό κλιμακοστάσιο κι όλοι κατάλαβαν τί ακριβώς εννοούσε κι ας τά 'λεγε και στα Γεωργιανά. Ευτυχώς και οι δύο πήγαν καλά κι όταν συνήλθαν έβαλαν νερό στο κρασί τους και ξανάρχισαν να παίρνουν το ασανσέρ, κι ας παραμόνευε πάντα εκεί μέσα εκείνος ο Δαίμονας, το Φωτοκύτταρο.

Ήταν βλέπεις άπληστοι οι ιδιοκτήτες της οικοδομής κι επέβαλαν στο μηχανικό που την έχτισε ν' αρκεστεί σ' ένα υπερβολικά στενό κλιμακοστάσιο και σ' ένα τοσοδούλι ασανσέρ-μινιατούρα, που ίσα ίσα έπαιρνε δύο άτομα, κι αυτά πολύ αγαπημένα μεταξύ τους. Ο Μηχανικός τους σκυλοέβρισε γιατί ήταν στο βάθος ένας Καλλιτέχνης Αρχιτέκτων με όνειρα κι είχε βαρεθεί να του δίνουν φραγκόφονες διαταγές ανίδεοι και άμουσοι Μπαγιάτηδες. Τους σκυλοέβρισε από μέσα του όμως, μη χάσει και τη δουλειά, τόσοι Πολιτικοί και Εργολάβοι καταδοκούσαν σαν όρνια πάνω από τα ψοφίμια των όμορφων-πλην-όμως-καταδικασμένων-σε-θάνατο-δι-Αντιπαροχής μεσοπολεμικών σπιτιών όπως αυτό. Πέρασαν χρόνια και καιροί με το στενό ασανσέρ ν' αγκομαχά πάνω-κάτω εννιά ορόφους, κι όταν κάποτε ήρθαν αι Ευρώπαι και αι Ευρωπαϊκαί Οδηγίαι κι επέβαλαν τα πορτάκια ασφαλείας, που είναι κάτι σαν τις ζώνες ασφαλείας, αλλά στο πολύυυυυυ πιό άχρηστο, πορτάκια απλά δεν χωρούσαν. Υπήρχε όμως - ευτυχώς, ω Αγία Μηχανή! - ένα εναλλακτικό βασανιστήριο: Ναι, το Φωτοκύτταρο!

Το Φωτοκύτταρο είναι ένα διαολεμένο πράγμα που αν κάνεις το λάθος να το ενοχλήσεις, ας πούμε να τού δείξεις τη σακούλα που κρατάς ή την άκρη από τη φούστα σου ή το παλτό σου, κοκκαλώνει το ασανσέρ και σε κρατάει εκεί τιμωρία βαθιά στο πηγάδι το βαθύ για πέντε ολόκληρα λεπτά. Φυσικά έχεις πολλά διασκεδαστικά πράγματα να κάνεις στο μεταξύ, όπως να ουρλιάζεις, να χτυπάς με μανία το κουδούνι κινδύνου, να τηλεφωνείς απεγνωσμένα στην Πυροσβεστική και να βροντάς με μανία την πόρτα- κατά προτίμηση όλα μαζί. Αν βέβαια είσαι υποψιασμένος με το μικρό Φώτο-Ναζιστή και γνωρίζεις τί ακριβώς σού συνέβη, μπορείς απλά να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου  βλαστημώντας το Φωτοκύτταρο και ό,τι άλλο προαιρείσαι, φιλοσοφώντας για τη Ματαιότητα των Πάντων, και χαζεύοντας τα λαμπάκια του ταμπλώ ν’αναβοσβήνουν χαρούμενα, ώσπου να λήξει η ποινή σου και να πάρει επιτέλους μπρος το %@$#$^ το ασανσέρ.

Αυτό όμως που ήδη ξέρεις εσύ, δλδ εγώ, δεν μπορεί να το ξέρουν και οι επισκέπτες της οικοδομής, όπως η ξαδέρφη μου με το μικρούλη γιό της που ήρθε τις προάλλες μεσημεριάτικα να μού κάνουν έκπληξη κι έπαθε τον τάραχό τους, κι αναστάτωσαν άδικα την μισή Πυροσβεστική Υπηρεσία του Νομού κι όλη την οικοδομή,  εκτός από μένα που κοιμόμουν μακάρια με τις θαυματουργές αντι-Φωτοκυτταρικές μου ωτασπίδες στο πίσω δωμάτιο και προσπαθούσα μετά αγουροξυπνημένος στην πόρτα να καταλάβω γιατί είχε φρικάρει η ξαδέρφη και γιατί έσκουζε και το μωρό. Καλά να πάθει όμως, να μάθει να έρχεται απροειδοποίητα και μάλιστα μεσημεριάτικα. Ούτε τα βλαμμένα που ξενυχτούσαν τις προάλλες στο πάρτυ της κοπελιάς του τέταρτου ήξεραν τα περί Φωτοκύτταρου- όλα κι όλα, και να τα ήξεραν δλδ πού να τα σκεφτούν όντας λιάρδα, ήρθε πολύ ευγενικά και είπε πως γιορτάζει και θα κάνει "λίγη" φασαρία, ΔΕΝ είπε όμως πως τα φωνακλάδικα φιλαράκια της θ’ άρχιζαν να φεύγουν σουρωμένα κατά τις τέσσερις και θα κλείνονταν απανωτά στο ασανσέρ ως τις έξι, με όλες τις σχετικές υστερίες κομπλέ, κάθε φορά, η γαϊδάρα. Γαϊδάρα όχι λόγω Φωτοκύτταρου, αλλά γιατί δεν με κάλεσε στο πάρτυ, κι ούτε καν ένα γλυκό δεν έφερε μετά.

Θα γελούσα με όλ' αυτά αν δεν κλεινόμουν κι εγώ τελικά μέσα, και μάλιστα δύο φορές, ξέρω ουκ ανδρός σοφού, ευτυχώς που και τις δύο φορές βιαζόμουνα τρελλά και δεν είχα το χρόνο ν' αυτομαστιγωθώ: τη μία έφταιγε το πρωτοφορεμένο παλτό (*@#$ το κρύο μου) και την άλλη κάτι τεράστιες σακούλες που κουβαλούσα, εννοείται πως βιαζόμουν κιόλας, και τις δύο φορές (αμ πως). Τουλάχιστον με τις σακκούλες είχα κάτι να τσιμπολογάω ενώ με το παλτό έμ κλείστηκα έμ έβγαλα και τη μπέμπελη, είναι κι αυτό το φαινόμενο θερμοκηπίου, δεν ξέρεις τί να φορέσεις - φεύγεις το πρωί με παλτό και το μεσσημέρι χρειάζεσαι κοντομάνικο. Τεσπά, έτσι έγινε κι απέκτησα κι εγώ αυτό το αταβιστικό Μίσος για το Φωτοκύτταρο, που μόνο όποιος έχει περάσει πέντε ή πολλάπλάσια του πέντε ατέλειωτα λεπτά κλεισμένος στο κονσερβοκούτι εξαιτίας του μπορεί να το συμμεριστεί.

Όλα αυτά βέβαια έως χωρίς χτές.

Χτές που κάλεσα το ασανσέρ για να κατέβω, εκείνο κατέβαινε ήδη, κατειλημμένο, κι ήταν μέσα, ναι, η κοπέλα του έκτου, ή μάλλον, καλύτερα, η Θεά του έκτου, ντρέπομαι ναι, μα θα την χαρακτηρίσω έτσι κι ας πάω στην Κόλαση του Ντεμέκ, μαζί με τον Κωστόπουλο και όλους τους ανεγκέφαλους συντελεστές και  αναγνώστες των Nitro και των max. Μπουκιά και συγχώριο η κολέπα, κοπππέλλλλα σόρυ, δλδ τί κοπέλα, κοπελάρα και τσολιάς και κοτζάμ Προεδρικό Απόσπασμα με ένα χαμόγελο και κάτι στήθια και κάτι τεράστιες ματάρες, απαπαπαπάπαπα. Παπά. Πά. Θα κόλαζε ακόμα και ορκωτούς λογιστές. Τώρα μη φανταστείς ότι εγώ, επειδή μένει στον έκτο, ήξερα και το όνομά της- ούτε καν για τα περί έκτου δεν ήμουν σίγουρος, δέκα χρόνια τώρα στην οικοδομή οι κοινωνικές μου σχέσεις είχαν φτάσει το πολύ έναν όροφο πάνω-κάτω. Λιγόλογοι άνθρωποι οι Μπαγιάτηδες, όχι ιδιαίτερα ανοιχτοί στους ξένους και στους νεοφερμένους, για να το πω κομψά. Η Σουζάννα όμως με είχε εντυπωσιάσει και είχα τολμήσει να ρωτήσω το όνομά της τη γριά μάγισσα του ισογείου, που καραδοκούσε μονίμως σαν σμέρνα στην είσοδο της οικοδομής κι ήξερε τα πάντα με το νι και με το σίγμα, για όλους και για όλα, ζώντες και τεθνεώτες- καμμιά φορά με τρόμαζε τόσο με τις γνώσεις της που νόμιζα πως ήταν στ'αλήθεια Μάγισσα. Που σιγά να μη δεν ήταν, δηλαδή.

Σουζάννα λοιπόν, και Θεά, κι έμενε λέει με τους γονείς της, αλλά σπούδαζε χρόνια έξω και γι αυτό δεν την συναντούσα παρά πολύ σπάνια και για πάρα πολύ λίγο, κι ακόμα και τότε ήταν τυπική και απόμακρη, πέρα από ένα πολύ βιαστικό χαμόγελο. Ούτε λόγος για ευκαιρία για κουβέντα και τα περαιτέρω.

Αυτά όμως ως τώρα. Γιατί τώρα, είχε γυρίσει επιτέλους από το εξωτερικό, για πάντα, κι υπήρχε κι ένα εντελώς νέο στοιχείο στη σχέση μας: Το Φωτοκύτταρο! Τί άραγε θα μπορούσε να μεσολαβήσει ανάμεσά μας κατά τη διάρκεια των πέντε λεπτών ανάμεσα στο Κράααααακκκκκ του δήθεν απρόσμενου στοπ και το Κκκκκκκκρααάκ της επανεκκίνησης; Θα τρόμαζε άραγε και θά ‘πεφτε στην αγκαλιά μου ζητώντας τη στιβαρή μου προστασία; Θα γελούσε και θα μού΄λεγε ανέκδοτα μπλακ χιούμορ σπάζοντας τον πάγο; Θα μού εξομολογούνταν πως πάντα με γούσταρε τρελλά και θα κάναμε επιτόπου άγριο κι αχαλίνωτο πεντάλεπτο σεξ που θα ήταν για μας «η αρχή μιας υπέροχης φιλίας»; Θα γνωριζόμασταν, απλά, αλλάζοντας τηλέφωνα και βάζοντας τα θεμέλια μιας γνωριμίας; Όλα τα ενδεχόμενα ήταν θετικά κι ενδιαφέροντα, κι όλα περνούσαν από το ταραγμένο μου μυαλό ταυτόχρονα, μέσα στο κλάσμα εκείνο του δευτερολέπτου που άνοιξα την πόρτα του ασανσέρ και Την είδα.

Ήταν, αυτήν τη φορά, μόνη. Με κοίταξε. Έλιωσα. Μού χαμογέλασε. Εξατμίστηκα. «Καλησπέρα», τόλμησα κάποτε να ψελλίσω. Εκνευρίστηκε. «Θα μπείτε;» μού είπε. «Γρήγορα παρακαλώ, γιατί βιάζομαι, με περιμένει ο αρραβωνιαστικός μου ο Τζώννυ, είναι Άγγλος ξέρετε και τού αρέσει η ακρίβεια. Και προσέξτε το Φωτοκύτταρο, μην κλειστούμε μέσα, γιατί χάθηκα, θα γίνει Τούρκος αν αργήσω, είναι και υπερβολικά ζηλιάρης…»

Πότε κατεβήκαμε, πότε βγήκαμε από το ασανσέρ, πού πήγαινα, αν πήγα εκεί που πήγαινα, πού πάω τώρα, δεν ξέρω να σας πω.

Κώλο- φωτοκύτταρο…

6 Ιαν 2011

Αχ, ΠατρίΔα



Γιατί θέλεις να μικρύνω; 
Να ζαρώσω, να φτωχύνω;
Γιατί θέλεις να προδώσω 
ότι ελπίζω κι ό,τι νιώθω;


μ

3 Ιαν 2011

ΜΕτά Το μΕΤά



…ύστερα δεν περίμενε πια κανείς τίποτα, ούτε εκείνοι που είχαν χρωματίσει τις γιορτές με χαρά, ούτε εκείνοι που δεν είχαν πια χρώματα, ούτε εκείνοι που δεν είχαν πια γιορτές να χρωματίσουν. Κι όταν όλα τα φώτα είχαν πιά σβήσει, κι όλες οι μουσικές είχαν πιά σιωπήσει, κι όλοι οι άνθρωποι είχαν πιά σκορπίσει, οι μέρες απέμειναν γυμνές και ταγκές- τα βράδια φυσούσε παγωμένος Βαρδάρης και τα πουλιά ξεπάγιαζαν στα δέντρα, κι όλοι κλείνονταν από νωρίς στα σπίτια τους, κι εκείνοι που είχαν πολεμήσει το κακό φτύνοντας αίμα, κι εκείνοι που είχαν πολεμήσει το κακό σκύβοντας το κεφάλι, κι εκείνοι που είχαν πολεμήσει το κακό χειροκροτώντας το, κι εκείνοι που το είχαν πολεμήσει φορώντας το. Στους έρημους δρόμους περιφέρονταν μόνο πεσμένα φύλλα παλιών φθινοπώρων, και σαδιστές, περιπαίκτες άνεμοι- κάπου κάπου όμως, μέσα στην απουσία, άκουγες μια Σειρήνα να ουρλιάζει. Όλοι φρούμαζαν, κάποιοι δένονταν ξανά  στα κατάρτια, άλλοι βούλωναν και πάλι τ’αυτιά, άλλοι απλά κοιτάζονταν με νόημα στα μάτια, κι άλλοι θρηνούσαν κι έλεγαν "τι ωφελεί, τί ωφελεί, τί ωφελεί- έτσι κι αλλιώς, όσοι Σύντροφοι γλυτώσουν από τον Κύκλωπα, θ’αφανιστούν στην Τρικυμία".

Δώσ' μου το χέρι σου μόνο
να μην κρυώνω

μ 
3/1/2011